Διηγήματα

Τὸ «Ἰδιόκτητο» (1925)

Τὸ «Ἰδιόκτητο» (1925)

Ἦτο ἀνώγειον χαμηλόν, μὲ σίδηρα χονδρά, εἶδος ἀραιᾶς κιγκλίδος ἢ ἐξεχούσης ἐσχάρας, εἰς τὰ παράθυρα. Εὐρίσκετο εἰς τὴν σειρὰν τῶν οἰκιῶν μὲ τὸν ἀριθμόν του. Ὁλόγυρα σπίτια, ἓν καφενεῖον σιμά, δύο μπακάλικα, ἓν μανάβικον, καὶ κατέναντι ὡραία οἰκία μὲ κῆπον, χρησιμεύουσα ὡς δημοτικὸν σχολεῖον τῶν ἀρρένων. Ὀλίγον παρακάτω, ἄλλο σχολεῖον, τῶν κορασίων.

Διὰ νὰ εἰσέλθῃ τις εἰς τὸ χαμηλὸν ἀνώγειον μὲ τὰ σιδηρόφρακτα παράθυρα, εἴτε ἀπὸ ἅμαξαν καταβαίνων, εἴτε πεζὸς εἶχεν ἔλθει, ὤφειλε νὰ ὑποστῇ μερικὰς διατυπώσεις. Ὑπῆρχεν αὐστηρὰ ἐθιμοταξία ὅσον ἀφορᾷ τὴν εἴσοδον. Ἐνωρὶς ἢ ἀργὰ τὴν νύκτα ἡ αὐλόπορτα ἦτον κλειστή, μανδαλωμένη ἔσωθεν. Ἔκρουέ τις τὴν θύραν μὲ τὴν χεῖρα ἢ μὲ τὸ ρόπτρον, ἢ μὲ τὴν ράβδον του, ἐλαφρὰ ἢ δυνατά. Μετὰ ἥμισυ λεπτόν, ἓν παράθυρον ἔτριζεν ἔσω τῆς αὐλῆς πρὸς τὴν γωνίαν, ἔχον θέαν ἄνω τοῦ αὐλογύρου πρὸς τὸν δρόμον. Γυναικεία φωνὴ ἠρώτα:

― Ποιὸς εἶναι;

Ὁ κρούσας τὴν θύραν ἔλεγε τ᾿ ὄνομά του, ἢ ἄλλως ἀπήντα:

―Ἕνας φίλος.

― Καὶ τί θέλετε;

Ὁ ἐπισκέπτης κάτι ἐμορμύριζε. Κάποτε ὠνόμαζεν ἓν πρόσωπον ἢ ἄλλο.

― Θέλω τὴν… Ἀννέτα, τὴν Ρόζα, τὴν Λίζα, (ὄνομα καὶ μὴ χωριό).

Ἄλλοτε πάλιν ἐπροτίμα νὰ εἴπῃ: τὴν Σμυρνιά, τὴν Πολίτισσα, τὴν Μαλτέζα, (χωριὸ καὶ μὴ ὄνομα).

Ἐνίοτε ἡ γυνὴ ἀπὸ τὸ παραθυράκι ἐπρόσθετε μὲ τόνον ἀπορίας ἢ ἀμηχανίας, καὶ τὴν σοβαρὰν αὐτὴν παρατήρησιν:

― Μὴν ἔχετε λάθος;

Ὁ ἐπισκέπτης ἀπήντα ὅτι εἶναι «πολὺ βέβαιος». Εἶτα τὸ παραθυράκι ἐκλείετο, ἠκούοντο βήματα ἐπάνω, ἡ θύρα τῆς οἰκίας ἠνοίγετο· κάποτε ἤκουέ τις τὴν διαταγὴν «σῦρε ν᾿ ἀνοίξῃς», διδομένην ἀπὸ τὴν αὐτὴν φωνὴν τῆς ζητούσης πληροφορίας διὰ τοῦ μικροῦ παραθύρου. Μία ἄλλη γυνὴ κυρτή, ἰσχνή, σκαφιδιασμένη, κατήρχετο εἰς τὴν αὐλήν, καὶ ἤνοιγε τὴν αὐλόπορταν.

Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐθιμοτυπία θὰ ἠδύνατο καὶ νὰ λείψῃ, ἀλλ᾿ ἐκρίνετο ἀναγκαία, ὡς φαίνεται. Ἡ ὑποκρισία ἐσέβετο τὴν φωλεάν της, ἂς ἦτο κοπρισμένη. Ἡ σεμνοτυφία ἠγάπα νὰ διακωμῳδῇ αὐτὴ ἑαυτήν.

*
* *

Ἦτον «ἰδιόκτητο», βλέπετε, τὸ κατάστημα. Κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ παραπονεθῇ. Καὶ ἂν πολλοὶ παρεπονοῦντο, τίς τοὺς ἤκουεν; Αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες τῆς γειτονιᾶς ἐταλάνιζον τὴν κατάστασιν αὐτήν. Τί καλὰ παραδείγματα ποὺ θὰ ἰδοῦν τὰ κορίτσια μας! Τί σεμνὰ ἤθη ποὺ θὰ μάθουν τὰ παιδιά μας!

Ἀλλ᾿ αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες εἶχον δωμάτια δι᾿ ἐνοίκιον μέσα εἰς τὰς αὐλάς των, καὶ τὰ ἐνοικίαζον μὲ ἁδρὸν ἐνοίκιον εἰς ὅλες τὶς Λουΐζες καὶ τὶς Γιοζεφίνες καὶ τὶς Μαρίκες, αἵτινες εἶχον πάντοτε τοὺς δικούς των καὶ τοὺς φίλους των καὶ τοὺς ὑποστηρικτάς των, κ᾿ ἐπλήρωνον ἐμπροθέσμως πάντοτε καὶ προκαταβολικῶς. Αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες ἐπροτίμων πάντοτε τοὺς νοικάρηδες καὶ τὶς νοικάρισσες τῆς τάξεως αὐτῆς, ἀπὸ πτωχοὺς ἐργατικοὺς ἀνθρώπους μὲ οἰκογένειαν, οἵτινες δυνατὸν νὰ εἶχον πολλάκις κεσάτια, καὶ νὰ τὰ «ἔφερναν σκοῦρα».

Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἤξευρεν ἡ κυρα-Σπυριδούλα, ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ χαμηλοῦ ἀνωγείου, καὶ ὅταν καμμία γειτόνισσα ἐτόλμα νὰ γρύξῃ τίποτε, τῆς τὰ ἐπαράγγελλε κι αὐτὴ διὰ στόματος τῆς γριᾶς Μαριάνθης, τῆς γυναικὸς τῆς κυρτῆς καὶ ἰσχνῆς καὶ κιτρινωπῆς, ἥτις ἤνοιγε διὰ νυκτὸς τὴν θύραν εἰς τοὺς ἐπισκέπτας. Ἡ γραῖα μετεβίβαζε «χαρτὶ καὶ καλαμάρι» τὰ παραγγελλόμενα, προσθέτουσα μόνον ἀπὸ μέρους της τὸ δημῶδες γνωμικόν: ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει, κυρά μου!

Ἡ κυρία της ἦτον παπαδοπούλα, καὶ σόι μάλιστα. Πολὺ εὐλαβὴς εἰς τὰ θεῖα. Κάθε μῆνα ὁ παπα-Παντελής, ὁ ἐφημέριος τοῦ γειτονικοῦ ναοῦ, ἤρχετο καὶ τῆς ἔψαλλεν ἁγιασμόν, εἰς τὸ «ἰδιόκτητον». Κάθε τόσας ἑβδομάδας ἔκαμνε λειτουργίας εἰς τὰ ξωκκλήσια. Τακτικά, τετράκις τοῦ ἔτους, ἐξωμολογεῖτο καὶ μετελάμβανε. Καὶ διετήρει τὸ «ἰδιόκτητο». Ἦτο ἰδιοκτήτρια τοῦ οἰκήματος, φύλαξ τῆς μάνδρας, βοσκὸς τῆς ἀγέλης.

Κ᾿ ἐσκανδαλίζοντο αἱ καλαὶ γειτόνισσαι. Πολλοὶ κατέκρινον τὸν παπα-Παντελήν. Ἀλλ᾿ οὗτος εἰς μερικοὺς θρασεῖς, οἵτινες εἶχον τολμήσει νὰ τὸν ἐπερωτήσουν, ἀπήντησεν ἁπλῶς ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε νὰ καλέσῃ δικαίους, ἀλλ᾿ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.

Πολλὰ εἶχον διαδοθῆ, κάπως μυστηριώδη, σχετικῶς μὲ τὴν θέσιν καὶ μὲ τὸν βίον τῆς κυρα-Σπυριδούλας. Ἐλέγετο ὅτι εἶχε «τάξιμον» διὰ ταπείνωσιν, κ᾿ ἔμελλεν εἰς τὸ τέλος νὰ γίνῃ καλογραῖα. Ὅτι ἦτο ὑπὸ κατάραν. Διηγοῦντο ὅτι εἶχε πολλὰ εἰκονίσματα, κομποσχοίνια, κλπ. κ᾿ ἔζη ἀσκητικῶς εἰς τὸ δωμάτιόν της.

*
* *

Τὸ φθινόπωρον, εἶχον κατεδαφίσει τὴν διπλανὴν οἰκίαν, διὰ νὰ τὴν κτίσουν, μεγαλοπρεπεστέραν, ὅπως γίνεται εἰς τὰς Ἀθήνας. Χώματα καὶ τοῦβλα καὶ ξύλα εἶχον σωρευθῆ εἰς τὰ δύο τρίτα τοῦ πλάτους τῆς ὁδοῦ, κ᾿ ἐμπρὸς εἰς τὸ ἀνώγειον μὲ τὰ σιδηρόφρακτα παράθυρα, τὰ ὁποῖα σπανίως ἐφαίνοντο ἀνοικτὰ τὴν ἡμέραν ἢ τὴν νύκτα.

Πολλοὶ μὲ ἁμάξας διαβαίνοντες ἔρριπτον ἄπληστα βλέμματα μέσῳ τῶν σιδηρῶν καγκέλων. Πολλοὶ πεζοὶ διαβάται ἀνωρθοῦντο ἐπ᾿ ἄκρων τῶν ποδῶν καὶ ἀνέτεινον τὸν τράχηλον, διερχόμενοι τὸ ἀντικρινὸν πεζοδρόμιον· πολλοὶ μάγκες ἐσκάλωναν ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀντικρινὸν τοῖχον τοῦ περιβόλου τοῦ σχολείου, τείνοντες τὰ ὄμματα διὰ νὰ ἰδοῦν τὸ ἐσωτερικόν. Ἀλλὰ τίποτε δὲν ἔβλεπον. Τζάμια καὶ κουρτίνες, ὅλα κλειστά.

Τώρα, ἐπάνω εἰς τὸν τεράστιον ἐκεῖνον σωρὸν τῶν τούβλων καὶ τῶν χωμάτων, κατέμπροσθεν τῆς οἰκίας, οἱ μάγκες εἶχον εὕρει κ᾿ ἐργασίαν καὶ διασκέδασιν.

Ἀνέβαιναν εἰς τὸν ὑψηλὸν σωρόν, ἐσκάλωναν εἰς τὸν τοῖχον, ἀνερριχῶντο εἰς τὰ δύο παράθυρα. Εἷς μάγκας μὲ σουγιὰν ἐπροσπαθοῦσε ν᾿ ἀνοίξῃ τρύπαν εἰς τὴν σανίδα τοῦ παραθυροφύλλου, τὸ ὁποῖον εἶχε κλεισθῆ ἐκ προνοίας τὴν πρωίαν ἐκείνην.

Ἄλλος μὲ βαρὺ ξύλον, ὡς μὲ πολιορκητικὸν κριόν, ἔσπρωχνε τὸ φύλλον τοῦ ἄλλου παραθύρου, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο κρατούμενον ἀπὸ χαλαρὸν στήριγμα. Τὸ παραθυρόφυλλον ἤνοιξεν ὣς δύο δάκτυλα. Ὁ μάγκας ἐκόλλησε τὴν μύτην, ἄλλοι ἐσπρώχνοντο ὄπισθέν του, ἀποτελοῦντες βουνὸν κεφαλῶν καὶ δάσος μαλλιῶν. Ὅλοι ἐπροσπάθουν νὰ ἴδουν. Τέλος ποτήριον μὲ κρύον νερόν, κρατούμενον ἀπὸ λευκὴν χεῖρα, μέσῳ τοῦ στενοῦ χάσματος, ἐκενώθη καθ᾿ ὅλων ἐκείνων τῶν κεφαλῶν, καὶ ἡ ἔφοδος ἀπεκρούσθη.

*
* *

Μίαν ἑσπέραν εἰς τὸ πλησίον ἐκεῖ μπακάλικον, ὅπου εἶχεν ἔλθει δι᾿ ὀψώνια, ἡ γρια-Μαριάνθη, ἡ κυρτὴ καὶ σκαφιδοειδὴς ὑπηρέτρια, μ᾿ ἐφώτισε καλύτερα περὶ τῶν ἐντὸς τῆς οἰκίας, παρὰ ἂν εἶχα ἀνέλθει εἰς τὸν σωρὸν τῶν πλίνθων διὰ νὰ λάβω μέρος εἰς τὴν πολιορκίαν.

―Ἁγία ψυχή, παιδί μου, ἡ κυρα-Σπυριδούλα. Ὁλονυχτὶς κλαίει, χτυπᾷ τὰ στήθια της, καὶ περικαλεῖ τοὺς ἁγίους. Ἔχει κονίσματα, κομποσκοίνια, λιβανιστερά, ἕνα πλῆθος.

― Καὶ τί παρακαλεῖ, κυρα-Μαριάνθη;

― Περικαλεῖ γιὰ τοὺς ἐχθρούς της ποὺ τρώγουνται μαζί της καὶ τὴν κατατρέχουν, νὰ τοὺς δώσῃ ὁ Θιὸς μετάνοια καὶ καλὴ φώτιση… Ἐπειδής, ὅ,τι κάνει αὐτή, τὸ κάνει γιὰ καλό, κι αὐτὲς ποὺ ἔχει στὸ σπίτι της, βρίσκονται σὲ καλὰ χέρια. Ἂν ἦταν ἀλλοῦ, θὰ ἦταν πολὺ χειρότερα.

(1925)

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 4
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1985
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1925
  • Σελίδες
    569-572

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Τ.Θ. 3393 , Τ.Κ. 10210
210 360 55 32
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μέγας Δωρητής

7.png6.png1.png0.png0.png6.png

Εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο


© 2020 Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών
Ο ιστοχώρος φιλοξενείται από το Κέντρο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΑΠΘ