Διηγήματα

Τὰ Μαῦρα κούτσουρα (1912)

Τὰ Μαῦρα κούτσουρα (1912)

Σοβαρὸς καὶ ἀρχαϊκός, γαλανὸς κι ἀνοιχτοπρόσωπος, ὁ κυρ–Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου, μὲ τὰς πλατείας χειρῖδας, τὴν κεντητὴν ζώνην, καὶ τὰ στιλπνὰ πανωβράκια* του, ἐσύχναζε καθ᾿ ἑκάστην εἰς τὸ Κιόσκι, *** εὐθὺς ἐντὸς τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κάστρου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὸ μικρὸν τζαμί, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο διὰ τὸν τύπον ἐκεῖ, τάχα διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας τοῦ μοναδικοῦ ἀγᾶ, ὅστις εὑρίσκετο ὡς σημεῖον συνδέσμου καὶ ὑποταγῆς ἐφ᾿ ὅλης τῆς νήσου. Ἐκεῖ ἐσυναθροίζοντο ὅλοι οἱ προεστοί, πρόκριτοι, καὶ δημογέροντες τοῦ τόπου, διὰ νὰ καπνίζουν τὸ μακρὸν τσιμπούκι, νὰ πίνουν τὸ σερμπέτι* καὶ νὰ συζητοῦν, ὡς μεγάλα κεφάλια, τὰ συμφέροντα ὅλης τῆς κοινότητος. Ἐσχάτως μόνον τὸ σερμπέτι ἤρχισε νὰ τὸ ἀντικαθιστᾷ ὁ καφές, τὸν ὁποῖον ἐκόμισε πρῶτος, ἐπιστρέψας ἄρτι ἐκ τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ κὺρ Ἀλεξανδράκης ὁ Λογοθέτης, μεγαλέμπορος καὶ πρῶτος προεστὼς τοῦ Κάστρου.

Συνήθως οἱ προεστοὶ ἦσαν βραχύλογοι. Ἔσφιγγαν τὰ χείλη, καὶ δυσκόλως ἔφευγε λόγος τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων των. Ἔμεναν πάντοτε ἀμφίρροποι, καὶ δὲν ἐξεφράζοντο ποτὲ ἀρκετὰ σαφῶς διὰ πᾶν ζήτημα. Ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου ἔλεγε μόνος του εἰς μίαν ἡμέραν τόσα λόγια, ὅσα δὲν ἔλεγαν εἰς δέκα συνεδριάσεις ὅλοι ὁμοῦ οἱ προεστοί. Πλὴν μὲ ὅλην τὴν στωμυλίαν ταύτην, κανὲν ὑποκείμενον δὲν ἐσαφηνίζετο. Οὔτε ὁ λέγων ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ ἀκριβῶς τί ἔλεγεν, οὔτε οἱ ἀκροαταί του ἐννόουν εὐκρινῶς τί ἤθελεν ὁ ἀγορητὴς νὰ εἴπῃ.

Ἐκεῖνο τὸ Σάββατον, ὁποὺ ὁ κὺρ Δημητράκης ἐπέστρεφεν οἴκαδε περὶ τὴν μεσημβρίαν, σοβαρὸς καὶ γαλανός, σκεπτικὸς εἰς ὅλον τὸν δρόμον, εἶχε συζητηθῆ θέμα πολὺ εὐγενὲς εἰς τὸ Κιόσκι, εἰς τὴν συνάθροισιν τῶν προεστῶν. Ἐπρόκειτο περὶ παίδων ἀνατροφῆς καὶ μάλιστα περὶ τῆς διαγωγῆς τῶν ἐφήβων καὶ νεανίσκων ἐκείνου τοῦ καιροῦ, μεσοῦντος τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος. Δύο ἢ τρεῖς νέοι τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ἀπὸ καλὰς οἰκίας ὁπωσοῦν, εἶχον ἐκτραπῆ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, καὶ εἶχον ἐξοκείλει εἰς θορυβώδεις κώμους τὴν νύκτα, μὲ βιολιὰ καὶ μὲ λαγοῦτα, καὶ μὲ λίαν ζωηρὰ καὶ ξανοιχτὰ ᾄσματα. Μίαν λέξιν εἶχεν εἰπεῖ μετὰ γενικότητος ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.

― Δὲν πᾶμε καλά.

― Ξωκείλαμε, ἐπρόσθεσεν ὁ κὺρ Φραγκούλης τοῦ Φραγκούλα.

― Μπατάραμε.

― Πέσαμ᾿ ὄξου, ἐπέφερεν ὁ καπετὰν Πέρρος ὁ Μαυρογιαλής.

―Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔλειψε, συνεπέρανεν ὁ Σακελλάριος ὁ παπα-Ζαχαρίας.

Κι ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε στωμύλως ν᾿ ἀναπτύσσῃ τὸ ζήτημα.

―Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἤρχισε μὲ ὕφος σχεδὸν καλογηρικόν, πρέπει νὰ ξέρουμε πὼς ὅλοι μας εἴμαστε σὰ μιὰ οἰκογένεια ἀγαπημένη, ἀπὸ πατέρα κι ἀπὸ μάννα, ὅλοι ἀδέρφια εἴμαστε. Πατέρας μας εἶναι ὁ Θεός, μάννα μας εἶν᾿ ἡ γῆς. Καὶ λοιπὸν ἐπειδὴς εἴμαστε ὅλοι ἀδέρφια, μὲ τὸ νὰ ἔχουμε ὅλοι ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μιὰ μητέρα, τὴν γῆς, πρέπει νὰ εἴμαστε ἀγαπημένοι καὶ τιμημένοι, ὡσὰν μιὰ οἰκογένεια ποὺ εἴμαστε. Τί λέγει τὸ ἱερὸ Βγαγγέλιο; Ἀγαπήσεις τὸν πλησίο σου ὡς σεαυτόν. Ἐπειδὴς ὁ πλησίος, ὁ γείτονάς σου, εἶναι ἀδελφός, μὲ τὸ νὰ ἔχῃ ἕνα πατέρα, τὸν Θεόν, καὶ μία μάννα, τὴν γῆς, ἤγουν θὰ πῇ πὼς εἶναι σὰν ἀδερφός σου, σωστὸς ἀδερφός σου. Καὶ τί λέγει πάλιν; Ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρων μὴ ποιήσῃς· ἑταῖρος, μοῦ ἔλεγε ὁ Λογιώτατος ὁ γυιός μου, ἑταῖρος, θὰ πῇ σύντροφος, φίλος. Πῶς μπορεῖς νὰ κάμῃς κακὸ στὸν ἀδερφό σου, στὸν σύντροφό σου, στὸν φίλο σου; Ἤγουν, διὰ νὰ καταλάβετε καλά, πατέρες, τί λέγω, θέλεις ἐσὺ νά ᾽ρχωνται νὰ κάνουν πατινάδες ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ παραθύρια σου, τὴν νύχτα;

― Δὲν τὰ λὲς καὶ τόσο βαθιὰ ἑλληνικά, καταλάβαμε, εἶπεν ὁ πρῶτος λαλήσας, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος.

―Ἀγκαλά, κὺρ Δημητράκη, κι ὁ γυιός σου, καθὼς ἔμαθα, ὁ Ἀγάλλος ἦτον ἀπὸ σταβὲτ* κι αὐτός, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέρρος, ἦτον μαζὶ μὲ τὸ τσοῦρμο.

― Ποιὸ τσοῦρμο, καπετὰν Πέρρο; Στὸ καράβι εἶν᾿ ὁ νοῦς σου;

― Μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν τὴν πατινάδα, ἡρμήνευσεν ὁ παπα-Ζαχαρίας. Κ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἄκουσα, κὺρ Δημητράκη.

― Τί λές, παπά;

― Τὸ ναί, ναί, καὶ τὸ οὔ, οὔ, ἐπέμεινεν ὁ παπάς. Καλύτερα νὰ τὰ λέμε μπροστά, κὺρ Δημητράκη. Νὰ μὴ γνέφῃ τινὰς ὀφθαλμῷ μετὰ δόλου, λέγει ὁ σοφὸς Σολομών· ὁ ἐλέγχων μετὰ παρρησίας εἰρηνοποιεῖ.

―Ἐγὼ τώρα τ᾿ ἀκούω αὐτό, ἐπανέλαβε κατηφὴς ὁ κυρ-Δημητράκης.

― Γιατὶ στερνὰ τὰ μαθαίνει ὅλα κεῖνος ὁποὺ ἔπρεπε πρῶτος νὰ τὰ ξέρῃ, εἶπεν ὁ παπάς. Καὶ ἔσονται οἱ πρῶτοι ἔσχατοι.

―Ἔ! καὶ τί νὰ κάμῃ, σὰ σᾶς ἀκούω καὶ σᾶς! ἔκραξεν ἀνυπόμονος ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κονόμος. Μπορεῖ νὰ μνουχίσῃ τὸν γυιό του;

Κ᾿ ἐκάγχασεν ὀλίγον φορτικῶς.

― Καλύτερα νὰ τὸν πανδρέψῃ, εἶπεν ὁ παπάς. Ἔχουμε κορίτσια στὸ χωριό. Πῶς σᾶς φαίνεται ἡ ἀνιψιά μου, ἡ Οὐρανίτσα τοῦ Θωμᾶ Κουμπῆ;

― Καλὴ κι ἄξια, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέρρος.

― Καλά, θὰ τὸν παντρέψω, εἶπεν ἀποφασιστικῶς ὁ κὺρ Δημητράκης. Σοῦ δίνω τὸν λόγον μου, παπά μου.

Ἔτεινε τὴν χεῖρα πρὸς τὸν ἱερέα. Εἶτα ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι του, κι ἀπῆλθεν ὁρμητικός.

*
* *

―Ἄκουσε τί σοῦ λέει ὁ ἀφέντης σου, ἔλεγεν ἡ γρια-Ἀρετή, ἡ Δημητράκαινα, πρὸς τὸν υἱόν της, τὸν πρωτότοκον Ἀγάλλον.

―Ἔδωκα τὸν λόγο μου στὸν παπα-Ζαχαρία, ἐπανέλαβε πολλάκις ὁ κὺρ Δημητράκης.

― Κ᾿ ἐγὼ εἶχα ρίξει τὸ μάτι μου στὴν κόρη τῆς Γκλεζίτσας, στὴ Σκόπελο, ἐπέμενεν ἄκαμπτος ὁ Ἀγάλλος.

Ὁ Ἀγάλλος ἦτο 22 ἐτῶν, ὑψηλὸς καὶ εὔμορφος, γαλανὸς ὅπως ὁ πατήρ του. Εἶχεν ἀρχίσει ἀπὸ τριῶν ἐτῶν νὰ κάμνῃ ταξίδια ἐπάνω στὸν Ποταμόν, εἰς τὴν Βλαχίαν, κ᾿ ἐκεῖθεν εἶχεν ἐπανακάμψει πρὸ ὀλίγων μηνῶν φέρων ὀλίγας ἑκατοντάδας φλωρίων, ὡς πρωτόλεια εἰς τοὺς γονεῖς του. Εἶχε κρατήσει πέντ᾿ ἓξ διὰ νὰ εὐθυμήσῃ μὲ τοὺς φίλους του.

Πρὶν φθάσῃ εἰς τὸ Κάστρον, εἶχε ξεμβαρκάρει κατ᾿ ἀνατολὰς εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, κ᾿ ἐκεῖ εἶχεν ἰδεῖ τὴν ὡραίαν, λεπτοφυῆ, ὠχράν, λευκήν, καὶ σχεδὸν μεταξωτὴν 〈κόρην〉, εἰς συγγενικὴν οἰκίαν, διότι εἶχε πρωτεξαδέλφους ἐξ ἀγχιστείας, καθότι ἐγίνοντο τότε συχναὶ ἀγχιστεῖαι μεταξὺ τῶν ἐγκρίτων οἰκογενειῶν τῶν δύο νήσων. Ὁ Ἀγάλλος εἶχεν ἐρωτευθῆ τὴν γαλαζοαίματην, τὴν ὡς κηρίνην καὶ σχεδὸν διαφανῆ κόρην.

Ὁ κὺρ Δημητράκης ἤρχισε νὰ διηγῆται μακρὸν συναξάρι, περὶ ὑπακοῆς καὶ ἀπειθείας τέκνου καὶ ὅτι εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων. Ὁ Ἀγάλλος μόλις ἤκουεν. Ἡ γρια-Ἀρετὴ πρόχνυ καθημένη, περιβάλλουσα μὲ συμπεπλεγμένας χεῖρας τὰ δύο γόνατα, ἔσειεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ἐπέθετεν ὀξείας καὶ περισπωμένας εἰς τὸ λεκτικὸν τοῦ συζύγου της.

Τέλος ὁ κὺρ Δημητράκης εἶπε:

― Θέλεις νά ᾽χῃς τὴν κατάρα μου;

―Ὄχι, ἀφέντη, εἶπεν ὁ νέος.

― Σοῦ λέω, ἔδωκα τὸν λόγο μου.

― Κ᾿ ἐγὼ ἔδωκα τὴν καρδιά μου.

―Ἄκουσε τί σοῦ λέει ὁ κύρης σου, παιδί μ᾿, Ἀγάλλο μ᾿, εἶπεν ἡ Ἀρετή.

― Τὸν ἀκούω, μάννα ― μά, ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ δὲν θὰ γένῃ.

― Δὲν σοῦ εἶπα, εὐχαὶ γονέων στηρίζουσι… παιδί μου; ἐπανέλαβε δευτέραν φορὰν ὁ γέρος.

― Μοῦ τὸ εἶπες, ἀφέντη· μὰ λέει κι αὐτό: «Πατέρες μερίζουσιν οἴκους καὶ ὕπαρξιν τέκνοις· παρὰ δὲ Κυρίου ἁρμόζεται ἀνδρὶ γυνή».

Ἂν καὶ δὲν ἦτο τόσον σοφὸς ὅσον ὁ Λογιώτατος, ἤξευρε ρητά.

― Θὰ σὲ ἀποκληρώσω.

Παρῆλθον ὀλίγαι ἡμέραι· εἶχεν ἐμβῆ ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἐπανήρχετο ἡ ἄνοιξις, κι ὁ Ἀγάλλος ἡτοιμάζετο νὰ πλεύσῃ διὰ τὴν Ἱερισσὸν καὶ τὸν Βόσπορον κ᾿ ἐκεῖθεν διὰ τὸν Δούναβιν. Ὅταν ἐζήτησε τὴν πατρικὴν εὐλογίαν, ὁ κὺρ Δημητράκης τοῦ εἶπεν:

―Ἂς εἶναι, παιδί μου· ἐσὺ θὰ μὲ γηροκομήσῃς.

Κι ὅταν ἐφίλησε τὴν δεξιὰν τῆς μητρός του, ἡ Ἀρετὴ τοῦ εἶπε:

― Τὰ χεράκια σου θὰ μὲ θάψουνε.

*
* *

Διέτριψε μίαν ἑβδομάδα καὶ πλέον εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, ὅπου ἐπῆγε νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν μεταξωτὴν κόρην, τὴν γαλαζοαίματην· τὴν Γκλεζώ, θυγατέρα τῆς Γκλεζίτσας, καταγομένης ἀπὸ τὸ αἷμα τὸ Τσιρωνέικον, ἐξ εὐγενῶν Βενετῶν φυγάδων.

Τὴν ἐπαύριον, ἀφοῦ ἐμίσεψεν ὁ Ἀγάλλος, ὁ κὺρ Δημητράκης ὅταν ἐπῆγεν, ὡς συνήθως, εἰς τὸ Κιόσκι, εἰς τὸ μέσον τῶν προεστῶν, ἐστράφη πρὸς τὸν παπα-Ζαχαρίαν τὸν Σακελλάριον καὶ τοῦ εἶπε:

― Σοῦ δίνω, παπά, στὴν ἀνεψιά σου τὴν Οὐρανίτσα, τὸν Λογιώτατον, ἐπειδὴ ὁ Ἀγάλλος δὲν ἠθέλησε νὰ μ᾿ ἀκούσῃ.

― Καλά, κὺρ Δημητράκη· ὡς ἐπίτροπος τῆς κόρης, σοῦ λέγω ὅτι εἶναι δεκτόν.

Ὁ Ἐπιφάνιος ἦτο δευτερότοκος υἱὸς τοῦ Δημητράκη, τὸν ὁποῖον αὐτὸς εἶχεν ἐπονομάσει Λογιώτατον, καὶ τὸ ἐπίθετον αὐτὸ ἐκόλλησεν ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔμεινε.

Ὁ νέος εἶχε σπουδάσει στ᾿ Ἀμπελάκια, στὰ Γιάννενα, καὶ κάπου ἀλλοῦ, ὅπου τὸν εἶχε στείλει ὁ πατήρ του. Φαίνεται ὅτι ἦτο καλὸς ἑλληνιστής, καὶ πονήματά τινα κατέλιπεν ἔμμετρα καὶ πεζά, ἐξ ὧν ἓν μόνον φυλλάδιον εἶχε τυπωθῆ ἐν Βενετίᾳ, ζῶντος τοῦ συγγραφέως.

Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἔγινεν ἡ μνηστεία, καὶ μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν ὁ γάμος. Ὁ Ἐπιφάνιος ἐπῆρε τὴν γυναῖκά του, κ᾿ ἐπῆγεν ὡς διδάσκαλος εἰς τὴν Ὕδραν, ὅπου διέτριψεν ἔτη πολλά, μεταξὺ τοῦ τέλους τοῦ ΙΗ´ καὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος, διδάσκων τὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Ὑπέγραφε δὲ συνήθως Στέφανος (ἀντὶ τοῦ Ἐπιφάνιος) Δημητριάδης.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἀγάλλος διέμεινεν ἐπὶ πέντε ἔτη εἰς Βλαχίαν, κ᾿ ἔγραφεν ἀνὰ δύο ἢ τρεῖς μῆνας πρὸς τοὺς γονεῖς του, εἰς τὴν νῆσον. Πότε τὰ γράμματα παρέπιπτον κ᾿ ἐχάνοντο, πότε ἔφθανον εἰς χεῖρας τοῦ πατρός του. Ὁ 〈κὺρ〉 Δημητράκης συνήθως οὔτε ἔστελλεν ἀπάντησιν, καὶ διότι εἶχε γογγύσει ἡ καρδία του κατὰ τοῦ Ἀγάλλου, καὶ διότι δὲν εἶχε πλέον γραμματικόν, ὅστις νὰ τοῦ συντάξῃ ἐπιστολήν. Ὁ Λογιώτατος ἔλειπε χρονικῶς εἰς Ὕδραν. Εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν [τὸν] Λογιώτατον δὲν ἔστελλε γράμματα, ἀλλὰ μόνον στοματικὰ χαιρετίσματα, ὁπωσοῦν συχνά ― διὰ μέσου ἁλιέων καὶ σπογγοθηρῶν πλεόντων ἀπὸ τοῦ Σαρωνικοῦ εἰς τὰς βορεινὰς νήσους καὶ τἀνάπαλιν, κάποτε καὶ διὰ μοναχῶν ταξιδιωτῶν, ἐξ Ἁγίου Ὄρους ἐρχομένων, οἵτινες ἀφοῦ ἐπεσκέπτοντο τὰ ἐπὶ τῆς νήσου Μονύδρια, τὴν Παναγίαν τῆς Κεχριᾶς τὴν θαυματουργόν, τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, τὸν Πρόδρομον τὸν Κρυφόν, τὸν ἄλλον 〈σ〉 τὸν Ἀσέληνον κτλ., κατηυθύνοντο εἶτα εἰς Ὕδραν, διὰ νὰ ἴδωσι τὰς ἐκεῖ μονὰς καὶ τοὺς μονάζοντας, καὶ εἶτα ἔφθαναν μέχρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καὶ τῆς Ἁγίας Λαύρας, εἰς τὰ βορειοδυτικὰ τοῦ Μορέως.

Ὅταν εἰς τὸ τέλος τῶν πέντε ἐτῶν, ὁ Ἀγάλλος ἐκίνησεν ἀπὸ τὸν Ποταμὸν διὰ νὰ κατέλθῃ εἰς τὴν Προποντίδα, καὶ ἐξέλθῃ εἰς τὴν Ἄσπρην Θάλασσαν, ἠγνόει πολλὰ ἄλλα πράγματα ἐν τῷ μεταξὺ ἐπισυμβάντα, ἀλλὰ καὶ τὸν γάμον τοῦ Ἐπιφανίου μετὰ τῆς Οὐρανίτσας. Καὶ ὅμως ἐκ φήμης εἶχεν ἀκούσει ὅτι εἷς Λογιώτατος καλούμενος νέος, ἀπὸ βορεινὴν νῆσον προερχόμενος, ἦτο διδάσκαλος εἰς τὴν Ὕδραν· ἀλλ᾿ ἡ φήμη δὲν ἦτο ἀρκετὰ φωτισμένη, ὥστε νὰ τὸν πληροφορήσῃ ἂν ὁ Λογιώτατος ἐκεῖνος εἶχε γυναῖκα, καὶ ποίαν, καὶ πόθεν. Ὁ Ἀγάλλος ἔφερε μαζί του ὄχι ὀλίγας ἑκατοντάδας φλωρίων αὐτὴν τὴν φοράν.

Μετὰ ἕνα μῆνα ἀπὸ τὸν μισεμόν του ἐκ τῆς Βλαχίας, ἔφθασεν εἰς τὸν ὡραῖον τόπον, εἰς τὴν πατρίδα τῆς φαρφουρένιας* Γκλεζῶς. Ἐμελέτα νὰ μείνῃ αὐτόθι ὀλίγας ἡμέρας, εἶτα νὰ πλεύσῃ εἰς τὴν πατρίδα του ἀντικρύ, νὰ ἐξευμενίσῃ τοὺς γονεῖς του μὲ πᾶσαν θυσίαν, νὰ τοὺς πείσῃ νὰ ἔλθουν εἰς τὸν γάμον, καὶ νὰ ἐπανέλθῃ ἄγων αὐτοὺς πλησίον τῆς μνηστῆς του. Ὁ γάμος θὰ ἐτελεῖτο πανηγυρικῶς, μὲ τὰς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, δώδεκα παπάδων, ἀπὸ δώδεκα ἐνοριακὰς ἐκκλησίας, καὶ τῶν γονέων, καὶ τῆς πενθερᾶς του τῆς Γκλεζίτσας καὶ τόσων παρομοίων ἄλλων, κηδεστῶν, ἀγχιστέων καὶ φίλων.

*
* *

Ὅταν ἀπεβιβάσθη ὁ Ἀγάλλος, κ᾿ ἐπάτησε τὸν πόδα εἰς τὴν ξυλίνην ἀποβάθραν τῆς ἀνόρμου ἐσοχῆς ·ἀγκάλης‚ τοῦ αἰγιαλοῦ ―τὴν κατεσκεύαζον ξυλίνην ἐπειδὴ κατὰ τὸν χειμῶνα τὰ κύματα τοῦ βορρᾶ τὴν κατέστρεφον, καὶ πᾶσαν ἄνοιξιν τὴν ἀνεκαίνιζον πάλιν―, ἀόριστον νέφος λύπης καὶ κατηφείας ·τοῦ ἐφάνη ὅτι‚ ἐπεπόλαζεν ·ἐπλανᾶτο‚ εἰς ὅλην τὴν παραθαλάσσιον. Τὰ πρόσωπα, ὅσα ἄλλοτε ἔτρεχον μετὰ χαρᾶς νὰ τὸν ὑποδεχθῶσι καὶ νὰ τὸν χαιρετίσωσι, σκαιὰ καὶ ψυχρά, δὲν ἔτρεχον μετὰ προθυμίας εἰς συνάντησίν του. Δύο ἢ τρεῖς γνώριμοι, φίλοι ἢ συγγενεῖς τῆς μνηστῆς του, τοῦ εἶπον «καλῶς ὥρισες» μὲ μελαγχολικόν τινα τρόπον, ὡς νὰ τὸν ᾤκτειρον. Ἐφαίνοντο ὅτι εἰς πέντε ἔτη ὅλοι οἱ νέοι εἶχον γηράσει ὡς νὰ εἶχε παρέλθει εἰκοσαετία, καὶ ὅλοι οἱ ὡρίμου ἡλικίας εἶχον γίνει ψυχροὶ καὶ δύσκαμπτοι, ὡς παγωμένα σκέλεθρα.

Ὁ Ἀγάλλος ὑπωπτεύθη ὅτι ἡ μνηστή του τὸν εἶχεν ἀρνηθῆ, καὶ εἶχε προτιμήσει ἄλλον. ᾘσθάνθη εἰς τὸ στῆθός του αἰφνίδιον πλῆγμα ὡς δικόπου μαχαίρας· ἡ μία ἀκωκὴ τὸν ἔπληττεν εἰς τὸ αἴσθημα, ἡ ἄλλη, ἥτις πιθανὸν νὰ ἦτο καὶ ἡ ὀξυτέρα, εἰς τὴν φιλαυτίαν του.

― Τί γίνεται τὸ Γκλεζώ, καλὰ εἶναι; ἐτόλμησε νὰ ἐρωτήσῃ τὸν κὺρ Φάλκον, ἕνα θεῖον τῆς κόρης, ὅστις ἦτο συγχρόνως καὶ τοῦ ἰδίου συγγενής, ἀπὸ τὴν παλαιοτέραν ἀγχιστείαν, ἥτις προϋπῆρχε μεταξὺ τῶν οἰκογενειῶν των.

―Ἔ, ὑπομονή, κουράγιο· τί νὰ κάμουμε; εἶπεν εἰς ἀπάντησιν ὁ γερο-Φάλκος.

― Τί ὑπομονή, κουράγιο; ἐπανέλαβεν ἐν ἀπορίᾳ ὁ Ἀγάλλος.

― Αὐτὰ ἔχει ὁ κόσμος, ἀπήντησεν ὁ Φάλκος.

― Τὸ ξέρω, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος· μόνο πές μου, τί τρέχει;

― Ζωὴ σὲ λόγου σου, εἶπε πάλιν ὁ ἄλλος.

― Πέθανε τὸ Γκλεζώ;

― Δὲν ἐπέθανε ἀκόμα· πεθαίνει.

Τῳόντι ἡ νεᾶνις ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ὠχρά, διαφανής, μεταξωτή, εἶχε κρυολογήσει εἰς τὴν ἐξοχὴν τὸ περασμένον φθινόπωρον, ὅπου ἐπῆγε κ᾿ ἔμεινε δύο-τρεῖς ἡμέρας εἰς τὸ ἰδιόκτητον καλύβι τῆς οἰκογενείας, ἐκ φιλοτιμίας βοηθοῦσα τὰς ἐργατίνας εἰς τὸ μάζεμα τῶν ἐλαιῶν, ἀκόμη καὶ ὑπηρετοῦσα εἰς τὴν ἔκθλιψιν τοῦ ἐλαίου εἰς τὸ πατητήρι, τὸ ὁποῖον ὑπῆρχεν εἰς τὸ κατώγι τῆς μικρᾶς ἐπαύλεως. Δὲν ἤκουε τὰς νουθεσίας τῆς μητρός της, ἥτις τὴν εἶχεν ἀκριβὴν καὶ πολυζήτητον, κ᾿ ἤθελε νὰ ἐξασκηθῇ εἰς τὴν ἐργασίαν. Εἶχεν ἀκούσει ὅτι εἰς τὴν ἄλλην νῆσον, εἰς τὴν πατρίδα τοῦ ἀρραβωνιστικοῦ της, δὲν τὸ εἶχον εἰς ἐντροπὴν αἱ γυναῖκες τῶν καλυτέρων οἰκογενειῶν νὰ βοηθῶσιν εἰς τοιαύτας ἐργασίας, κ᾿ ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὰς μιμηθῇ, διὰ νὰ δείξῃ εἰς τὴν πενθερὰν καὶ τὰς ἀνδραδέλφας της, ὅταν ἔμελλε νὰ πλεύσῃ μὲ τὸν Ἀγάλλον ἀντικρύ, στὸ Κάστρον, ὅτι αὐτή, ἂς ἦτον καὶ γαλαζοαίματη, ἐπεθύμει νὰ εἶναι χρήσιμος κ᾿ ἐργατική, ὅπως ἐκεῖναι. Τέλος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν ἄρρωστη. Ἡ μήτηρ της ἀνήσυχος τὴν ἐπεμελήθη τρυφερά. Ὅλαι αἱ γιάτρισσαι τῆς πόλεως, μὲ τὰ φάρμακα καὶ τὰ μαντζούνια, ἐτέθησαν εἰς ἐνέργειαν. Ἀλλ᾿ ἡ φύσις δὲν ἐβοήθει, καὶ ἡ κόρη ἐχειροτέρευε. Παρῆλθεν ὁ χειμών, καὶ ἤλπιζεν ἡ Γκλεζίτσα ὅτι μὲ τὴν ἀνατολὴν τῆς ἀνοίξεως ·ἐστρώθη τὸ φθινόπωρον, εἰσέβαλεν ὁ χειμὼν‚ θὰ ἐδυνάμωνεν ἡ μεταξωτὴ κόρη. Εἰς μάτην. Ἡ γλυκεῖα νεᾶνις ἐχειροτέρευεν, ἀφηρεῖτο τὸ περίβλημα, κ᾿ ἐφανερώνετο εἰς τὰ ἔξω, κ᾿ ἐγίνετο ψυχή. Καὶ τέλος, τὸν Ἀπρίλιον ἐκεῖνον, ὀλίγον μετὰ τὸ Πάσχα, ὅταν ἔφθασεν ὁ Ἀγάλλος, τὸ ἄνθος ἐφυλλορρόησε, κ᾿ ἔγειρε, κ᾿ ἐμαράνθη.

*
* *

Ἀφοῦ ἔκλαυσεν ὡς παιδίον, κ᾿ ἐθρήνησεν ὡς γυνὴ ὁ Ἀγάλλος, κ᾿ ἔβρεξε μὲ δάκρυα τὸ χῶμα, δευτέραν καὶ τρίτην ἡμέραν μετὰ τὴν ταφήν, συγχρόνως εἶπε μέσα του:

― Δὲν πάω ἐγὼ τώρα ν᾿ ἀρραβωνισθῶ τὴν Οὐρανίτσα, διὰ νὰ πάρω τὴν εὐχὴ τῶν γονέων μου; Ἰδοὺ φῶς φανερά, καθὼς εἶπεν ὁ πατέρας, δὲν ἠμπορεῖ νὰ θεμελιώσῃ σπίτι χωρὶς τὴν εὐχή τους.

Ὁ γερο-Φάλκος κ᾿ οἱ συγγενεῖς τῆς τεθνεώσης τὸν ἐλυπήθησαν, καὶ τοῦ εἶχαν ναυλώσει πέραμα διὰ νὰ τὸν στείλουν πέραν, νὰ ὑπάγῃ νὰ λησμονήσῃ, νὰ παρηγορηθῇ καὶ νὰ μὴ ὑγραίνῃ καθημερινῶς τὸ χῶμα τοῦ νεοσκαφοῦς τάφου. Ὁ Ἀγάλλος τοὺς ἀπεχαιρέτισεν, ἐπεβιβάσθη, καὶ εἰς ὀλίγας ὥρας ἔφθασεν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον. Ἀπεβιβάσθη εἰς τὸ Ξάνεμον, εἰς ἕνα βορειανατολικὸν λιμένα, ἐβάδισε δύο ὥρας, συνοδευόμενος ἀπὸ δύο ἀγωγιάτας μὲ τοὺς ἡμιόνους των, φέροντας τὴν μικρὰν ἀποσκευήν του. Ἔφθασεν εἰς τὸ Κάστρον. Ἡ αὔρα τῆς θαλάσσης ἐφάνη σώτειρα καὶ ὑγιαντική. Ἐπαρουσιάσθη εἰς τοὺς γονεῖς του, κ᾿ εἶπε:

― Καλὰ μοῦ λέγατε, δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιώσῃ τινὰς ἐπάνω στὴν ἄμμο. Τὸ Γκλεζὼ πέθανε. Λοιπόν, ἀφέντη, εἶμ᾿ ἕτοιμος, μὲ τὴν εὐχή σου, νὰ πάρω τὴν Οὐρανίτσα· ἰδού, λάβε τὸ δαχτυλίδι νὰ τῆς στείλῃς δι᾿ ἀρραβῶνα.

― Τί λές, παιδί μου; Ἡ Οὐρανίτσα τώρα ἔχει δυὸ παιδιά, ἀνίψια σου. Βρίσκεται στὴν Ὕδρα μὲ τὸν ἀδερφό σου.

― Τὸν ἀδερφό μου;… Τὴν ἐπῆρε ὁ Μπεφάνης γυναῖκα;

― Τί ἤθελες νὰ κάμω; Ἀφοῦ εἶχα δώσει τὸν λόγο μου… Δὲν μὲ ἄκουσες ἐσύ, ὁ Μπεφάνης ἔκαμε ὑπακοή.

Καὶ πάλιν ὁ Ἀγάλλος ᾐσθάνθη κρυφίαν ἀνακούφισιν· εἰς τὸ φανερόν, ἐκρέμασε τὸ κεφάλι, κ᾿ εἶπε:

― Καλά, τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίνονται.

*
* *

Ἐξῆλθε νὰ περιπατήσῃ ἀνὰ τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ Κάστρου, διέσχισε κατὰ μῆκος τὰς συνοικίας, ἔφθασεν ἕως ἐπάνω στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ Κανόνι, εἰς τὴν ὑψηλὴν βορειοτέραν ἄκραν, καὶ μέσα του ἐμελετοῦσε κ᾿ ἔλεγε:

― Καλά, ἐγὼ τώρα τί νὰ κάμω; Ἢ πρέπει νὰ βρῶ νύφη ἢ νὰ καλογερέψω.

Ἐστάθη πολλὴν ὥραν ἐκεῖ. Ἐκάθισεν ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ μακροῦ πελωρίου κανονίου ρεμβάζων, ἀγναντεύων τὸ βαθὺ γαλανὸν πέλαγος, καὶ τὰ ἄσπρα πετρώδη νησιά, κατοικίας τῶν θαλασσαετῶν καὶ τῶν γλάρων, ἀκούων τὸν ρόχθον τῶν κυμάτων εἰς τοὺς πόδας τοῦ Κάστρου, ὁποὺ εἶναι γιγαντιαῖος μονοκόμματος βράχος μὲ δέκα σπιθαμὰς χῶμα στρωμένον ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ τῆς κυματοειδοῦς πτυχῆς του, ὣς πεντακοσίας ὀργυιὰς ὕψος ἀπὸ τῆς θαλάσσης. Ἔβλεπε πλῆθος παιδιὰ νὰ παίζουν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ, χωρὶς φόβον, καὶ χωρὶς ἓν ἐξ αὐτῶν νὰ κυλισθῇ ποτὲ τὸν κατήφορον. Ἄλλα, ὡς εἶδος παιδικῆς γυμναστικῆς, κατωλίσθαινον εἰς τὴν Γλίστραν, ἥτις κατήρχετο διαγωνίως ἐκεῖ πρὸς χαμηλὸν ἐπίπεδον, σχεδὸν σύρριζα στὸν κρημνόν· πέτρα πελεκημένη, λεία, ὣς πέντε ὀργυιὰς τὸ μῆκος τὸ κατωφερές. Ἄλλα προσέπαιζον εἰς τὴν Ἀλτανού, τὴν μυθώδη σπηλιάν, ἥτις ἦτο ἀντικρὺ ἐπὶ τῆς πρώτης νησῖδος, ἀποτείνοντα τὰς εἰθισμένας ταύτας ἐρωτήσεις, καὶ δεχόμενα τῆς Ἠχοῦς τὰς ἀμυδρὰς καὶ παλμώδεις ἀπαντήσεις:

―Ἀλτανού!

― Οὐ ου οῦ;

―Ἔχεις παιδιά;

―Ἂ α ἆ!

(Τὸ πρῶτον εἶναι ὡς ἀποκριτικὸν ἐπιφώνημα, κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Πηλιορειτῶν μᾶλλον, ὄχι τῶν νησιωτῶν· ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ ἐ ε ἔ! τὸ εἰθισμένον παρ᾿ ἄλλοις. Τὸ δεύτερον εἶναι καταφατικόν, ἀντὶ τοῦ ναί.)

Ἐκεῖ, καθὼς ἔστρεφεν ὁ Ἀγάλλος τὸ βλέμμα μίαν πρὸς τὸ πέλαγος, καὶ μίαν πρὸς τὰ ἔσω τοῦ Κάστρου, ἓν παράθυρον ἀπὸ μίαν οἰκίαν, ἀντικρὺ στὸ Κανόνι, ἠνοίχθη μὲ τριγμόν, ὡς ἐξ ἐσκωριασμένων στροφέων ἐκ τῆς ὑγρασίας τοῦ βορρᾶ καὶ τῆς ἀνερχομένης διηνεκῶς ἅλμης τῶν κυμάτων εἰς τὴν γείτονα ἐκείνην ἀκτήν, ὅπου διηνεκῶς διεξήγετο ἡ πάλη τῶν στοιχείων. Ὁ Ἀγάλλος ἔστρεψε τὸ βλέμμα, καὶ εἶδεν ὡραίαν ὄψιν νεαρᾶς γυναικὸς τῆς ὁποίας τὸ βλέμμα, ἐπὶ στιγμήν, ἔπεσε τυχαίως ἐπάνω του. Ἡ νεᾶνις ἐστερέωσε ταχέως τὰ παραθυρόφυλλα ἐπὶ τοῦ τοίχου, μὲ τοὺς συνήθεις σιδηροῦς μύλους (τὰ στηρίγματά των), καὶ ἀπεσύρθη τάχιστα εἰς τὰ ἔσω τῆς οἰκίας. Δὲν τὴν εἶδε πλέον, ἂν καὶ πολλάκις ἐπανέφερε πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ βλέμμα.

Συγχρόνως μία γριὰ κυρτὴ ἐπέρασεν ἔμπροσθέν του, τὸν ἐγνώρισε, καὶ τοῦ εἶπε: «Καλῶς ὥρισες». Ὁ Ἀγάλλος τὴν ἐνθυμήθη.

― Δὲν εἶσαι ἡ Μανιά; τῆς εἶπε. Τὸ Γηρακὼ τῆς Κατερίνης, ποὺ σὲ λένε κοινῶς Μανιά;

― Ναί.

― Δὲν μοῦ λές, Μανιά, ποιὰ εἶν᾿ αὐτὴ ἡ κόρη ποὺ βγῆκε τώρα, κι ἄνοιξε τὸ παραθύρι κεῖνο;

― Εἶναι ἡ Λ… τῆς Μ…

― Πανδρεμένη;

―Ἀρραβωνιασμένη ὀχτὼ χρόνια.

― Πῶς αὐτό;

―Ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος, ὁ σαστικός* της, βρίσκεται στὸ Μισίρι. Ἐκεῖ εἶναι πραματευτής.

―Ἄ!

Ὁ Ἀγάλλος διελογίσθη, καὶ ἀνεπόλησεν. Ἐνθυμήθη τὸν Γιαννάκην τὸν Δράκον, ἐκεῖνον ποὺ ἔλεγεν ἡ γριά. Παιδιὰ ἦσαν συμμαθηταὶ εἰς τὸ σχολεῖον τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Δασκαλάκη, ὅπου ἐμάνθανον μαζὶ τὰ κολλυβογράμματα, ἐκεῖνος δὲ ἦτο ὣς δύο χρόνους πρεσβύτερος αὐτοῦ. Τώρα εἶχε τόσα χρόνια νὰ τὸν ἰδῇ, ὅσα εἶπεν ἡ Μανιά, καὶ σχεδὸν τὸν εἶχε ξεχάσει.

― Καὶ τὴν ἔχει ἀρραβωνιασμένην; ἐπανέλαβε κάπως ἐνθέρμως ὁ Ἀγάλλος.

―Ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια.

― Καὶ βρίσκεται στὸ Μισίρι;

― Σοῦ εἶπα, στὸ Μισίρι.

― Καὶ δὲν ξανᾶρθε ἀπὸ τότε ποὺ «ἔδεσαν τὶς παντρειές»*;

― Δὲν ξανᾶρθε, παιδάκι μ᾿.

― Καὶ δὲν τῆς στέλνει γράμματα;

― Κάποτε τῆς ἔστελνε. Ὕστερα ἔπαψε. Θαρρῶ πὼς ἔχει καιρὸ νὰ λάβῃ γράμμα.

― Κι αὐτὴ τὸν καρτερεῖ ἀκόμα;

― Τὸν καρτερεῖ.

―Ὣς πότε;

―Ἄχ, παιδάκι μ᾿, μὴ μ᾿ ἐρωτᾷς πολλά. Ἡ ᾽πομονὴ πού ᾽χουμε ἡμεῖς οἱ γυναῖκες εἶναι μεγάλο πρᾶμα.

― Καλά, νὰ μὲ συμπαθᾷς, Μανιά, εἶπεν ἐν συναισθήσει ὁ Ἀγάλλος.

Εἶτα, μετὰ μίαν στιγμήν, ἐκθύμως τὴν ἠρώτησε:

― Εἶσαι γειτόνισσα ἐδῶ κοντά;

― Εἶμαι παιδάκι μ᾿. Τὸ σπιτάκι ἐκεῖνο ποὺ βλέπεις δίπλα, εἶναι τὸ δικό μου. Παραθύρι μὲ παραθύρι σμίγουμε. Ἄνδρας μπορεῖ νὰ πηδήσῃ τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὰ δυὸ παραθύρια.

Βεβαίως τυχαίως τὰ ἔλεγεν αὐτὰ ἡ Μανιά. Ἀλλ᾿ ἦτο ὡς νὰ ἔρριπτε προσανάμματα εἰς τὴν σκέψιν ἢ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ νέου. Ὁ Ἀγάλλος ἀπεχαιρέτισε τὴν γραῖαν καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν πατρικὴν οἰκίαν του, εἰς τὴν χαμηλὴν πτυχὴν τοῦ ἐδάφους, ἀνάμεσα εἰς τὸν Χριστόν, τὴν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, καὶ τὸν Ἁι-Νικόλαν, ὅπου ἦσαν ὅλα τὰ ἀρχοντόσπιτα.

Τὴν ἑσπέραν διωργάνωσε μικρὸν κῶμον ἀνὰ τὴν ὑψηλὴν συνοικίαν τῆς Ἀναγκιᾶς, ὅπου αὐτοσχεδίασεν ὀλίγα δίστιχα, καὶ τὰ ἔμαθεν εἰς τοὺς συγκωμαστάς του νὰ τὰ τραγουδήσουν ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς Λ…

Ἀπὸ τὸ Κάστρο ὣς τὴ Βλαχιὰ στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ τόπι
Δὲν εἶναι χῶρες καὶ χωριά, ὄρη, βουνὰ καὶ τόποι.†
Γιὰ σὲ πονεῖ ἡ καρδούλα μου, ψυχὴ λησμονημένη,
Καὶ στὸ Μισίρι μὴ διαβῇς, καὶ ὁ νοῦς σου ἐδῶ νὰ μένῃ
.

*
* *

Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ἐσχεδίασεν ἐκδρομήν, μετὰ δύο ἢ τριῶν φίλων του, εἰς τὰ ἔξω, πρὸς τ᾿ ἀνατολικὰ μέρη τῆς νήσου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐλειτουργήθησαν εἰς τὸν Πύργον, ὅπου ἦτο παλαιὸν σεβάσμιον παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐστρώθησαν εἰς τὴν βρύσιν τῆς Ἀβρακῆς, ὀλίγον ἀνήφορον ὑψηλότερα εἰς τ᾿ ἄνω τοῦ ρεύματος, κ᾿ ἔφαγαν ἐκεῖ ἕνα πετεινὸν ψημένον στὴν σούβλαν, κ᾿ ἤρχισαν νὰ λέγουν τὸ ᾆσμα. Ἐκεῖ, κατὰ περίεργον σύμπτωσιν παρουσιάζεται ἡ γρια-Μανιά (φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναβῆ ἀφανὴς μὲ ἄλλας γυναῖκας, διὰ ν᾿ ἀνάψουν τὰ κανδήλια, καὶ διὰ νὰ ἴδουν τὰ ἐκεῖ κτήματα, χωράφια ἔρημα, ὁποὺ τὰ κατεπάτουν ἐν ἀκολασίᾳ οἱ γείτονες Α ἢ Β).

―Ὥρα καλή σας, παιδάκια μ᾿. Πετεινὸ φάγατε; Εὔχομαι, Ἀγάλλο, ἀρχοντόπουλό μου, γλήγορα νὰ τὸν φᾷς κι ἀγκαλιαστὸ μὲ τὴν κόττα.

Τοῦτο ἐσήμαινεν εὐχὴν περὶ προσεχοῦς ἀρραβῶνος ἤ γάμου.

―Ἀπ᾿ τὸ στόμα σ᾿ κὶ σ᾿ Θεοῦ τ᾿ αὐτί, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος, ἐπειδὴ ἐμβῆκεν ἀμέσως εἰς τὸ νόημα.

Ἡ γραῖα ἔπαιζε τὰ μάτια της, ἔνευε δὲ πονηρῶς ὅτι κάτι ἤθελε νὰ τοῦ πῇ. Ὁ Ἀγάλλος εὗρε πρόφασιν καὶ ἀπεμακρύνθη διακόσια βήματα ἀπὸ τὴν συντροφιάν του, ἔφθασε δὲ εἰς πυκνὴν λόχμην, δίπλα εἰς μικρὸν ρυάκιον, τὸ ὁποῖον ἔσκαζεν ἐπὶ τοῦ ὄχθου, εἰς τοὺς πόδας τοῦ βράχου, κ᾿ ἐκεῖ ἐκάθισεν ἐν ρεμβασμῷ, τάχα διὰ νὰ εὕρῃ δροσιὰν καὶ πρόσκαιρον μοναξίαν.

Ἡ γρια-Μανιά, ὁποὺ ἤξευρε καλῶς τὰ μονοπάτια, ἐπῆγεν ἀπὸ ἄλλον δρομίσκον καὶ τὸν ἀντάμωσε.

― Καλῶς σ᾿ ηὗρα, γυιόκα μ᾿. Τὰ εἶπα τῆς Λ…

― Τί τῆς εἶπες;

― Τὰ ὅσα μοῦ ᾽πες.

― Δὲν σοῦ εἶπα νὰ τῆς πῇς τίποτα.

― Κ᾿ ἐγὼ δὲν τῆς εἶπα τίποτε παραπάνω. Τὸ πὼς ἀρωτοῦσες γι᾿ αὐτήν, καὶ τὸν σαστικό της, καὶ πὼς τὸν καρτερεῖ δέκα χρόνια, πότε νά ᾽ρθῃ.

― Καὶ τί ἄλλο θὰ τῆς πῇς ἀκόμα, γρια-Γηρακώ;

― Τὸ πὼς ὁ Ἀγάλλος εἶναι καλὸς ἀπ᾿ τοὺς καλούς, πρῶτο σόι. Καὶ τί μαντᾶτα ἔχει ἀπ᾿ τὸν Δράκο, ποὺ τὸν ἀπαντέχει χρόνους καὶ καιρούς;

― Τί μαντᾶτα; ἠρώτησεν ὁ Ἀγάλλος παρανοήσας τὴν φράσιν τῆς γραίας.

― Τί διάφορο ἔχει μαθές; Φωτιὰ π᾿ τὸν ἔ…! Πέτρα ἔρριξε πίσω, ἀγυρισά του γένηκε. Τόσα χρόνια μήτε γράμμα, μήτ᾿ ἀπηλογιά.

Τὴν ἰδίαν νύκτα, ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ Κάστρον οἱ εὐθυμοῦντες φίλοι, πατινάδα ἠκούσθη πάλιν περὶ τὴν συνοικίαν τῆς Ἀναγκιᾶς. Μεταξὺ τῶν ψαλέντων ἆσμάτων ὁ Ἀγάλλος αὐτοσχεδίασε τὸ ἑξῆς:

Στὴν Ἀβρακὴ εἶν᾿ ἕνα νερό, καινούργιο συντριβάνι,
ποιὸς ἔχει ἀγάπη στὴν καρδιὰ ἂς πᾷ νὰ πιῇ νὰ γιάνῃ.

*
* *

Τὴν πρωίαν εἰς τὸ Κιόσκι μακρὸς λόγος ἔγινεν εἰς τὸ σύνηθες συμβούλιον τῶν προεστῶν, σχετικῶς μὲ τὴν διαγωγὴν τῆς νεολαίας, καὶ μάλιστα περὶ τοῦ ἄρτι παλιννοστήσαντος υἱοῦ τοῦ κὺρ Δημητράκη.

―Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, ἄρχοντες, εἶπεν ὁ κὺρ Φραγκούλης τοῦ Φραγκούλα, οἱ νέοι τούτου τοῦ καιροῦ ἄλλαξαν πλέον τὰ φερσίματά τους καὶ τὴν διαγωγή τους. Ὅσοι μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὶς Βλαχίες, κι ἀπὸ ἄλλα μέρη, ἔμαθαν ἐκεῖ ἄλλα καμώματα κι ἄλλους τρόπους, κι αὐτὰ τὰ καμώματα τὰ μαθαίνουν καὶ στοὺς ἄλλους συνομηλίκους τους, τοὺς ἐδῶ. Τί τὰ θέλετε; Αὐτὸ εἶναι πρᾶμα ποὺ κολλάει σὰν ψώρα. Μιὰ ψιλὴ σκέπη, μιὰ τσίπα εἶναι ὅλη τοῦ ἀνθρώπου ἡ ντροπή. Ἅμα κοπῇ ἡ τσίπα, πάει πλέον ἠθικὴ καὶ γνώση. Οἱ νέοι μας ἀθετοῦν τὴν Διαθήκην, καθὼς λέει ὁ σοφὸς Σολομών. Εἶναι ἀσύνθετοι καὶ ἄσπονδοι.

―Ἔτσι εἶναι, κὺρ Φραγκούλη, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέρρος ὁ Μαυρογιαλής. Μπάτει* ἀποδῶ, μπάτει ἀποκεῖ, τὸ καράβι πέφτει ὄρτσα λαμπάντα*. Ἕνα σαγανίδι* χρειάζεται μοναχά, γιὰ νὰ τὸ καϊνατίσῃ*.

― Καὶ τί θὰ πῇ ἀσύνθετοι καὶ ἄσπονδοι, κὺρ Φραγκούλη; ἠρώτησεν ὁ παπα-Ζαχαρίας. Βαθιὰ ἑλληνικὰ μᾶς εἶπες σήμερα. Κι ὁ Λογιώτατος ὁ γυιὸς τοῦ συμπέθερου ἐδῶ (δείξας τὸν κὺρ Δημητράκην) βρίσκεται στην Ὕδρα, δὲν εἶν᾿ ἐδῶ γιὰ νὰ μᾶς τὰ ἐξηγήσῃ.

―Ἀσύνθετοι εἶναι κεῖνοι ποὺ δὲν στέκουν στὸν λόγο τους, παπα-Ζαχαρία· καὶ ἄσπονδοι εἶν᾿ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν ὅρκους καὶ συμφωνίες. Κι ἂν θέλῃς νὰ ξέρῃς, παπά μου, ἄκουσε τί λέει ὁ Ἐκκλησιαστής: «Τὸν καθαιροῦντα φραγμὸν δήξεται αὐτὸν ὄφις»· ὅποιος χαλνάει φράχτη, τὸ φίδι θὰ τὸν φάῃ.

― Καὶ ποιὸν φράχτη, σὲ παρακαλῶ, κὺρ Φραγκούλη, χάλασ᾿ ὁ γυιός μου; ἠρώτησε μὲ πεῖσμα ὁ κὺρ Δημητράκης. Γιατὶ ἐννόησα καλά, μὴ μοῦ τὸ ἀρνεῖσαι, πὼς τά ᾽χεις μὲ τὸ γυιό μου.

―Ἕνας ἀρραβώνας μιᾶς κόρης εἶναι φράχτης, εἶπεν ὁ Φραγκούλης. Ἡ Λ… εἶναι ἀρραβωνιασμένη μὲ τὸν Γιαννάκη τὸν Δράκο, ὁ γυιός σου πάει καὶ τῆς κάνει πατινάδα ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια της, καὶ λοιπὸν θέλει νὰ χαλάσῃ τὸν φράχτη.

― Λοιπὸν ἀκούσατε, πατέρες κι ἀδελφοί, ἐπῆρε δρόμον νὰ εἴπῃ ὁ κὺρ Δημητράκης. Ὁ γυιός μου ὁ Ἀγάλλος, πηγαινάμενος εἰς τὴν Βλαχία, δὲν ἠθέλησε νὰ πάρῃ ᾽κείνην ποὺ τοῦ ἔλεγα, θυμεῖσθε· ἐγὼ πάλι ὡς καλὸς γονιὸς τῆς ἔδωκα τὸν γυιό μου τὸν Λογιώτατο. Ἐπιστρέφοντας ὁ γυιὸς ὁ μεγάλος ἀπὸ τὴν Βλαχία, καὶ πηγαινάμενος στὴν Σκόπελο, ηὗρε ᾽κείνην ποὺ ἤθελε νὰ πάρῃ τοῦ κεφαλιοῦ του πεθαμένη, κ᾿ ἦλθε ἐδῶ μὲ πένθος μεγάλο καὶ μὲ λύπηση, κ᾿ ἐπειδὴ τὸν ἔπιπτεν ἡ συνείδησίς του, ἤθελε νὰ κάμῃ τὸν λόγο μου, νὰ πάρῃ τὴν Οὐρανίτσα, μὴ ξεύροντας πὼς ἐγὼ τὴν εἶχα δώσει τοῦ γυιοῦ μου τοῦ Λογιώτατου. Καὶ τότε ὁ Ἀγάλλος, γιὰ νὰ ξεχάσῃ τὸν καημόν του, ὡς νέος ποὺ εἶναι ἔκαμε ζέφκι*, ὄξ᾿ ἀπὸ τὸ Κάστρο, μὲ τοὺς φίλους του, καὶ πηγαινάμενοι στὴν Ἀβρακὴ ἔφαγαν κ᾿ ἤπιαν καὶ στὸ γυρισμό τους θὰ εἶπαν κανὰ δύο τραγούδια τὴν νύχτα μέσα στὸ χωριό. Τώρα ἂν τὰ τραγούδια τὰ εἶπαν ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς, ἐλπίζω, ὅτι θὰ πέρασαν κάτω ἀπὸ πολλὰ παραθύρια κ᾿ ἐτραγούδησαν.

― Κ᾿ ἔπειτα ἐκεῖ στῆς Ἀναγκιᾶς, ἐπρόσθεσεν ὡς καλὸς ἐμβαλωματὴς καὶ ὡς ἰσοπεδωτικὸν ἐργαλεῖον ·μιστρὶ‚ ὁ παπα-Ζαχαρίας, ἐκεῖ ἐπάνω εἶναι ψηλά, ξέφαντο τὸ μέρος. Βέβαια ἐκεῖ θὰ ἐσταμάτησαν διὰ ν᾿ ἀναψυχθοῦν καὶ ν᾿ ἀναπνεύσουν πελαγίσον ἀέρα.

― Γειά σου, παπα-Σακελλάριε, εἶσαι βλέπω καλὸ μιστρί, εἶπεν ὁ καπετὰν Πέρρος. Ἀκόμα καὶ γιὰ μαλαχτάρι* νὰ σ᾿ εἶχα θὰ μοῦ ἔκανες, ἂν εἶχα γιὰ παλάμισμα* τὸ καράβι στὸ καρινάγιο.

―Ὣς τόσον ἐγὼ σᾶς ὑποσκέβομαι, ἀνίσως κ᾿ ἔγινε παρατιμονιά, ὅπως θὰ ἔλεες τουλόου σ᾿, καπτὰν Μαυρογιαλή, πὼς δὲν θὰ ξαναγίνῃ.

Τὸ δειλινόν, ὅταν εἶδεν ὁ 〈κὺρ〉 Δημητράκης τὸν υἱόν του, τοῦ εἶπεν:

―Ἄκουσα, κὺρ Ἀγάλλο, πὼς πῆγες κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς κ᾿ ἔκαμες πατινάδα. Τώρα δὲν εἶσαι μικρός, εἶσαι μεγαλύτερος ἀπ᾿ τὸν ἀδελφό σου τὸν νοικοκυρεμένο. Κοντεύεις νὰ τριανταρίσῃς.

―Ἀλήθεια, ἀφέντη, εἶπεν ὁ Ἀγάλλος.

Καὶ ὅταν ἐνύχτωσε, διευθύνθη διὰ πλαγίου δρομίσκου πρὸς τὸ μέρος τῆς Ἀναγκιᾶς. Ἐκεῖ ηὗρε μίαν θύραν ἀνοιχτήν, καὶ εἰσῆλθεν. Ἦτο μικρὰ οἰκία ἀνώγειος, ὅπου ἐκατοίκει ἡ Γηρακὼ τῆς Κατερίνης, ἡ λεγομένη Μανιά. Ἦτο χήρα καὶ ἠτεκνωμένη, κ᾿ ἐνδιεφέρετο δι᾿ ὅλας τὰς ἀλλοτρίας ὑποθέσεις, καὶ μάλιστα διὰ πανδρολογήματα, προξενιὲς κ᾿ ἐνίοτε δι᾿ ἀνδρογυνοχωρισιές.

― Καλησπέρα, Μανιά.

― Καλῶς τὸ παιδί μου.

― Αὐτὸ εἶναι τὸ παραθυράκι ποὺ ἔλεγες;

― Ναί.

―Ὁποὺ μπορεῖ ἕνας ἄνδρας νὰ τὸ πηδήσῃ;

― Αὐτό.

―Ὁ πατέρας μου τώρα μοῦ εἶπε πὼς «πῆγα ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ παραθύρια καποιανῆς», καὶ δὲν ξέρω πῶς, μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ αὐτὸ τὸ παραθυράκι, ποὺ μοῦ εἶπες τὴν πρώτη βραδιὰ ποὺ ἀνταμωθήκαμε. Μπορεῖ, λές, νὰ τὸ πηδήσῃ ἕνας ἄνδρας;

― Μπορεῖ.

Ὁ Ἀγάλλος ἔδωκεν ἓν νόμισμα εἰς τὴν γραῖαν. Ἐκείνη ἐπῆγε ν᾿ ἀγοράσῃ τρόφιμα ἀπὸ τὸ πλησιέστερον καπηλεῖον. Εἰς τὸ διάλειμμα ὁποὺ ἔλειψεν ἡ Μανιά, ἐπὶ δέκα λεπτά, ὁ ἀποφασιστικὸς νέος περιειργάσθη μὲ βαθεῖαν προσοχὴν τὸ ἀντικρινὸν παράθυρον, διαγωνίως κείμενον, καθότι αἱ δύο οἰκίαι ἔσμιγαν κατ᾿ ὀξεῖαν γωνίαν. Ἀλλ᾿ ὅμως ἦτο κλειστόν. Ἐσχεδίασε πῶς ἦτο δυνατὸν ν᾿ ἀνοίξῃ. Διὰ βίας, ἢ διὰ δόλου. Διὰ ρήξεως, ἢ κάλλιον δι᾿ ἀπάτης. Λόγου χάριν, ἂν ἡ γραῖα ἔκραζε μὲ κλαυθμηρὰν φωνὴν τὴν νεαράν της γειτόνισσαν, καὶ τὴν παρεκάλει ν᾿ ἀνοίξῃ, διὰ νὰ τῆς ζητήσῃ, ὡς ἐν ὥρᾳ ἀνάγκης κάτι, οἷον ἓν πυρεῖον διὰ ν᾿ ἀνάψῃ τὸ σβημένον κανδήλι, ἐπειδὴ ἦτο παράωρα, κ᾿ εἶχε λησμονήσει ν᾿ ἀγοράσῃ ἐνωρίς. Ἡ Μανιὰ ἐπέστρεψε φέρουσα τὰ ὀψώνια. Ὁ νέος ἐδείπνησε μαζί της, κ᾿ ἔμειν᾿ ἐκεῖ μέχρι πρώτου λαλήματος τοῦ πετεινοῦ.

Ὅλα τὰ ἀνωτέρω ὑποδειχθέντα τὰ εἶχε σκεφθῆ ἡ γραῖα πολὺ πρωιμώτερα καὶ λογικώτερα ἢ ὁ Ἀγάλλος. Ἡ Λ… εἰς τὰς πρώτας ἐξηγήσεις τῆς Μανιᾶς εἶχεν ἀπαντήσει πολὺ ψυχρά, εἶπε δηλαδὴ ρητῶς ὅτι αὐτὴ ἀνῆκεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν της, καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἔπαιρνεν ἄλλον, ἂν ἐκεῖνος τὴν ἐγκατέλειπε.

Ἡ Μανιὰ ἐξύπνησε τὴν γειτόνισσάν της παράωρα, μὲ ἐπικλήσεις καὶ φωνὰς πόνου. Ἐκείνη ἐξύπνησε, τὴν ἐλυπήθη, καὶ ἤνοιξε τὸ παράθυρόν της. Ἡ γραῖα τῆς ἐζήτησε μὲ κομμένην καὶ τρέμουσαν φωνὴν «ἕνα κόμπο ρακὶ» νὰ βάλῃ στὸ στόμα της, διὰ «νὰ πιασθῇ ἡ ψυχή της», ἐπειδὴ τῆς «εἶχε λυθῆ ὁ ἀφαλός της» ἀπὸ ἕνα «σφάχτη», δριμὺν πόνον ποὺ τὴν ἔπιασεν ἔξαφνα σ᾿ ὅλα τὸ σωθικά της, ἀπὸ τὸ «χουλιαράκι»* της καὶ κάτω. Ἤξευρε καλῶς ὅτι τῆς εὑρίσκετο ρακί. Εἶχε διὰ πούλημα στὸ σπίτι, ἐπειδὴ ἔκαμνε πολὺ ρακὶ ἀπ᾿ τὸ ἀμπέλι της. Ἔζη μοναχή, μὲ τὴν παραλυτικὴν μητέρα της, ἥτις δὲν τῆς ἐχρησίμευεν εἰμὴ διὰ συντροφιάν, καὶ διὰ νὰ ἔχῃ ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον νὰ ὑπηρετῇ, διότι ἄλλως ἡ ζωή της θὰ ἦτο κακὴ καὶ ἔρημος.

*
* *

Τὴν πρωίαν, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, ἠκούσθη εἰς ὅλον τὸ χωρίον, ὅτι ὁ Ἀγάλλος εἶχε «χαλάσει τὸν φράχτην», ὅπως ἔλεγεν ὁ Φραγκούλης. Ὁ φράχτης ἦτο τὸ παράθυρον, τὸ ὁποῖον διεσκέλισε καὶ ὑπερεπήδησεν. Ὅλον τὸ Κάστρον ἐβόησε κατὰ τοῦ τολμητίου.

Ὁ νέος τὸ εἶχε πράξει μὲ «καλὴν προαίρεσιν», καθὼς τὸν ἐδικαιολόγει εἰς τὴν συνέλευσιν τοῦ Κιοσκίου, αὐθημερὸν ὁ πατήρ του. Ἦτο ἀνάγκη νὰ 〈τὴν〉 ἐκθέσῃ ὁπωσοῦν εἰς τὰ ὄμματα κ᾿ εἰς τὰ στόματα τοῦ κόσμου, ὥστε ν᾿ ἀποφασίσῃ ὀψέποτε αὕτη νὰ ἐγκαταλίπῃ τὸν ἄκαρδον μνηστῆρα, ὅστις ἐμπορεύετο εἰς τὴν Αἴγυπτον καιροὺς καὶ χρόνους, καὶ εἶχε ρίξει «πέτραν ὀπίσω του», ὅπως ἔλεγεν ἡ γριὰ τὸ Γηρακὼ ἡ Μανιά, καὶ εἶχε γίνει ἀγυρισά του ―φωτιὰ π᾿ τὸν ἔ!…― καὶ δὲν τῆς ἔστελλε «γράμμα μήτ᾿ ἀπηλογιά». Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἤρκει νὰ ἔλεγεν ἡ κόρη τὸ Ναί, αὐτὸς θὰ τὴν ἐστεφανώνετο, «ἀποκάτω ἀπ᾿ τὸ στεφάνι τῶν Προφητῶν, καταμεσῆς στὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει».

Καὶ οὕτως θὰ ἔμελλε βεβαίως νὰ γίνῃ, ἐὰν ἡ Θεία Πρόνοια δὲν ᾠκονόμει ἄλλως τὰ πράγματα. Τὴν πρωίαν τῆς ἄλλης ἡμέρας ἐξημέρωνε Κυριακή, καὶ ἔκπαγλος εἴδησις ἠκούσθη ἀνὰ τὸ χωρίον. Ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος, ὁ ξενιτευμένος ἀρραβωνιστικὸς τῆς Λ…, ἔφθασε κάτω εἰς τὸν μεσημβρινὸν λιμένα, εἰς τὴν ἄλλην πλευρὰν τῆς νήσου, ὅπου ἦτο ἐπίνειον, μὲ ὀλίγα νεώρια καὶ μαγαζεῖα. Τὴν εἴδησιν ἔφεραν ἐκεῖθεν ἐλθόντες κάτοικοι τοῦ Κάστρου, ὁποὺ εἶχον καταβῆ διὰ νὰ πωλήσουν κηπουρικὰ προϊόντα, τρεῖς ὥρας δρόμον, ἀπὸ τὰ Μποστάνια τὰ κείμενα κατὰ τὴν δυτικὴν πλαγιάν, ἀριστερόθεν τοῦ Κάστρου.

Πῶς ὁ Γιαννάκης δὲν ἦλθε μίαν ἡμέραν πρίν, προτοῦ νὰ πηδήσῃ ὁ Ἀγάλλος τὸ παράθυρον; Καὶ πῶς δὲν ἔφθασε μίαν ἡμέραν ὕστερον, ἀφοῦ τὴν Κυριακὴν ἡτοιμάζετο νὰ στεφανωθῇ ὁ Ἀγάλλος, ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει, ἀποκάτω ἀπὸ τὸ στεφάνι τῶν Προφητῶν, καταμεσῆς στὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ; Γράφει ὁ Θεὸς δράματα;

Ὁ Ἀγάλλος τὸ ἔμαθε, κ᾿ ἔμεινεν ἐμβρόντητος ἐπ᾿ ὀλίγας στιγμάς. Ταχέως ὅμως συνῆλθε, κ᾿ ἔτρεξε νὰ εὕρῃ τὸν παπα-Ζαχαρίαν, τὸν Σακελλάριον. Ὁ σκοπός του ἦτο νὰ κατορθώσῃ νὰ τελεσθῇ ὁ γάμος, πρὶν φθάσῃ ἡ εἴδησις διὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Δράκου εἰς τὰ ὦτα τῆς Λ… καὶ πρὶν αὐτὸς φθάσῃ στὸ Κάστρον. Τοῦτο θὰ ἦτο ἀπηλπισμένον, σπασμωδικὸν διάβημα, καὶ ἂν δὲν εἶχε μάθει ἡ κόρη τὸν ἐρχομὸν τοῦ μνηστῆρος. Ἀλλ᾿ ὅμως, καὶ τοῦτο οὐδὲν τὸ παράδοξον, ἡ Λ… εἶχε μάθει τὴν εἴδησιν ἀκριβῶς δέκα λεπτὰ πρὶν τὴν μάθῃ ὁ Ἀγάλλος.

Διότι δὲν ὑπῆρχε μόνη ἡ Μανιὰ γραῖα εἰς τὸ χωρίον. Ἦτο ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, κατοικοῦσα εἰς μικρὰν καλύβην ἀμέσως ἐντὸς τῆς πύλης τοῦ φρουρίου. Αὐτὴ πρώτη ἤκουσε τὸ μαντᾶτον ἀπὸ τοὺς δύο παραγυιοὺς τοῦ κηπουροῦ, τοῦ Κωσταντῆ τοῦ Ἄγγουρου, ὁποὺ ἐμβῆκαν τὸ βράδυ στὸ Κάστρον. Ὄχι ὅτι εἰς αὐτὴν πρώτην τὸ εἶπαν, ἀλλ᾿ αὐτὴ πρώτη τὸ ἤκουσε, πρὶν καταλάβῃ καλὰ ὁ πορτάρης τῆς σιδηρᾶς πύλης, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ εἶπαν. Εὐτυχῶς δὲν ἦτο τελείως κωφή, ἤκουε καλὰ ἀπὸ τὸ ἓν ὠτίον. Εἶχε πάρει τὴν ρόκαν της, καθὼς ἐβασίλεψεν ἀντικρὺ στὰ κυανᾶ καὶ τὰ ρόδινα τοῦ Πηλίου ὁ ἥλιος τῆς Κυριακῆς, ὁποὺ ἔπαυε πλέον ἡ κανονισμένη ἀργία, κ᾿ ἐκάθισε κάτω ἀπὸ τὴν Μεγάλην Ταράτσα, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν τὸ σύνηθες χάσμα ἄνω τῆς φλιᾶς τῆς σιδερόπορτας, διὰ νὰ ζεματίζουν τοὺς κλέφτας, κ᾿ ἐμάζωνε δροσιὰν ἀπὸ τὸ βουνὸν εἰς τὸν κόλπον της κι ἀπὸ τοὺς γιαλούς, καὶ ἤκουσε τὸ νέον, τὸ ὁποῖον ἐν σπουδῇ καὶ ἀκρατήτως μετέδωκαν τὰ δύο κοπέλια τοῦ κηπουροῦ εἰς τὸν γερο-Κώσταν τὸν πυλωρόν.

― Καλά, τρεχᾶτε νὰ πάρετε τὰ σχαρίκια, ἀπάνω στῆς Ἀναγκιᾶς, νὰ τὸ πῆτε τῆς Χ… καὶ τῆς κόρης της, εἶπεν ὁ πορτάρης, ἀφοῦ οἱ δύο ἀγροδίαιτοι νέοι εἶπαν καὶ ξαναεῖπαν τὴν εἴδησιν καὶ 〈τὸν〉 ξάφνιασαν, κι αὐτὸς μόλις ἐκατάλαβε τί ἤθελαν νὰ εἴπουν.

Ἡ γρια-Κομνιανάκαινα εἶχε χώσει τὴν ρόκαν μέσ᾿ ἀπὸ τὴν τραχηλιάν της, κ᾿ ἐποδάρωσε κ᾿ ἔτρεξεν ἀπνευστὶ πρὸς τὴν ἐπάνω συνοικίαν. Μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ ἔφθασε πετάμενη, ὡς κουρούνα, κ᾿ ἐφώναξε κάτω ἀπὸ τὸ μικρὸν πρόστῳον τῆς οἰκίας τῆς Λ…

― Τὰ σχαρίκια, Λ…, ἦρθ᾿ ὁ ἀρραβωνιαστικός σου· ὁ Γιαννάκης ὁ Δράκος ἔφθασε.

Ἡ Λ… δὲν ἐπίστευε τὰ ὦτά της· ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν ἔμεινεν ὡς ἀπολιθωμένη.

*
* *

Τὴν πρωίαν ἔφθασεν εἰς τὸ Κάστρον ὁ μνήστωρ ὁ ξενιτευμένος. Ὁ Γιαννάκης δὲν ἔφερε καμμίαν δυσκολίαν, ὡς ἔμαθε τὰ συμβάντα, ἔρριψε τὰ βάρη ὅλα στὸν Ἀγάλλον, κ᾿ εἶπεν ὅτι ἤξευρε τὴν ἀρραβωνιαστικήν του ὡς πιστήν, καὶ ἀφωσιωμένην, καὶ ὅτι, ἂν ἔπταισε τίποτε ἐκείνη, αὐτὸς τὸ ἀναλαμβάνει ὡς ἴδιον πταῖσμά του.

Ὁ Γιαννάκης εἶχε φέρει, ὡς ἔλεγαν, δύο χιλιάδες τάλληρα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Ἄνθρωπος πραγματευτής, τόσον εὔπορος, δὲν ἔπρεπε νὰ λεπτολογῇ διὰ μικρὰ πράγματα. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τὴν Πέμπτην, συνέπιπτεν ἑορτή, τῆς Ἀναλήψεως, περὶ τὰ τέλη Μαΐου, ἦτο δὲ ἀκριβῶς νέα σελήνη· καὶ ὁ γάμος ἐτελέσθη τὴν ἑσπέραν τῆς Πέμπτης· ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει, καταμεσῆς εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἀποκάτω ἀπ᾽ τὸ στεφάνι τοῦ μεγάλου πολυελέου, πρὶν φύγῃ ἀκόμη ὁ Ἀγάλλος διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

*
* *

Μετὰ πολλοὺς χρόνους, ὅταν ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ δράματος τὰ μὲν ἀπῆλθον, τὰ δὲ ἐγήρασαν ― μετὰ εἴκοσι περίπου ἔτη, ἐπανέκαμψεν ἀπὸ τὸ Ὄρος ὁ Ἀλύπιος, ἱερομόναχος καὶ πνευματικός. Εἶχεν ἀσκητεύσει τόσα χρόνια εἰς τὰ Κατουνάκια, κατὰ τὰς δυτικομεσημβρινὰς ὑπωρείας τοῦ Ἄθωνος· εἶτα εἶχεν ἀποθάνει ὁ γέροντάς του, αὐτὸς δὲ ἐπώλησε τὴν ἀσκητικὴν καλύβην, κ᾿ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσόν του.

Τὸ γηραιὸν ἀνδρόγυνον ἐπέζη ἀκόμη, ὁ κὺρ Δημητράκης τ᾿ Ἀγάλλου κ᾿ ἡ γραῖα Ἀρετή. Ὁ παπα-Ἀλύπας ἐπῆγε κ᾿ ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς εἰς τὸ νεόκτιστον σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικὸν Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

Ἐξελέχθη τέταρτος ἡγούμενος μετὰ τὸν Νήφωνα καὶ τὸν Γρηγόριον τοὺς κτήτορας (ὁ δεύτερος ἦτο ἐντόπιος, καὶ μακρινὸς συγγενής του, υἱὸς τοῦ ἄρχοντος Χατζησταμάτη), οἵτινες εἶχον ἀποθάνει πρὸ τοῦ 1821, καὶ μετὰ τὸν Φλαβιανόν, ἀπελθόντα πρὸς καιρὸν ἐκ τῆς Μονῆς ἕνεκα τῶν ἀνωμαλιῶν καὶ τῶν περιστάσεων. Ὡς ἡγούμενος διέπρεψε, κ᾿ ἐφημίσθη μάλιστα τὸ Ἀλυπιακὸν μοσχᾶτον, ὁποὺ αὐτὸς περιτέχνως τὸ κατεσκεύαζε. Ἦτο φερωνύμως κατάλληλον διὰ ν᾿ ἀνακουφίζῃ τὰς λύπας, τοὺς καημούς, καὶ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ γραῖα Ἀρετὴ ἀπέθανε, καὶ ὁ γυιός της ὁ Ἀλύπιος τὴν ἔθαψε «μὲ τὰ χεράκια του», ὡς ἱερεὺς καὶ ὡς υἱός, ὅπως αὐτὴ εὐχήθη. Ὁ κὺρ Δημητράκης, ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ πανωπροίκια εἰς τὰς δύο θυγατέρας του τὰς ὑπάνδρους, ἔδωκεν ἱκανὰ κ᾿ εἰς τὸν Ἐπιφάνιον, ὅστις εἶχεν ἔλθει ἐκ τῆς Ὕδρας, πρὸ πολλοῦ, καὶ μετήρχετο τὸ διδασκαλικὸν ἐπάγγελμα εἰς τὸν τόπον, ἐμοίρασε δὲ καί τινα εἰς τοὺς πτωχούς, ἐκράτησεν ἀκόμη ὀλίγα διὰ τὸν ἑαυτόν του, κ᾿ ἐπῆγε κ᾿ ἐκοινοβίασεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, διὰ νὰ γηροκομηθῇ πλησίον τοῦ υἱοῦ του Ἀγάλλου, ὅπως πάλαι εἶχε προείπει. Ἐκάρη, καὶ ὠνομάσθη Δαυὶδ ὁ μοναχός.

Μετὰ χρόνους ὕστερον, ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοῦ Ἐπιφανίου, τοῦ Λογιωτάτου, Δημήτριος, ἀφοῦ ἔμεινεν ὀλίγα ἔτη εἰς τὸ Ρωσικὸν μοναστήρι, εἰς τὸν Ἄθωνα, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα του. Οὗτος ἔμελλέ ποτε νὰ φημισθῇ ἀργότερα ὡς Διονύσιος ὁ Γέροντας καὶ ὡς πνευματικός. Πλὴν τότε, ὅταν ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν θεῖόν του Ἀλύπιον, μόλις εἰκοσιοκταέτης, ἐκαλεῖτο Δανιὴλ ἱεροδιάκονος μοναχός.

Ὅταν τὸν εἶδεν ἔξαφνα ὁ θεῖός του, μὲ λύπην καὶ πόνον ἀνέκραξε:

― Μαῦρο κούτσουρο ἐγώ, μαῦρο κούτσουρο ἐσύ.

(1912)

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 4
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1985
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1912
  • Σελίδες
    459-479

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Τ.Θ. 3393 , Τ.Κ. 10210
210 360 55 32
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μέγας Δωρητής

7.png6.png6.png2.png6.png2.png

Εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο


© 2020 Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών
Ο ιστοχώρος φιλοξενείται από το Κέντρο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΑΠΘ