Διηγήματα

Ἡ Ξομπλιαστήρα (1906)

Ἡ Ξομπλιαστήρα (1906)

Ὅταν ἐγύριζαν τὸ βράδυ ἀπὸ τὴν βρύσιν, φορτωμένες τὶς στάμνες των, τὸ Ὀρσάκι, ἡ ὡραία μελαχροινὴ παιδίσκη τοῦ καπετὰν Λιμπέριου καὶ τὸ Μορφούλι, ὁμήλικός της ὀρφανὴ ἐξαδέλφη, τὴν ὁποίαν εἶχαν στὸ σπίτι τους καὶ ἀνέτρεφαν, καὶ τὸ Μονεβασώ, ὡραία γειτονοπούλα, κόρη τοῦ Ἀποστόλη τοῦ πρωτομάστορη, συνήθως μόλις κρατούμεναι καὶ μόλις δυνάμεναι νὰ βαστάζωσι τὶς στάμνες των, ἀπὸ τὰ γέλια, ἔκαμναν καὶ ὅλας τὰς πρεσβυτέρας τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς γειτονιᾶς νὰ ξεκαρδίζωνται μὲ τὰς φαιδρὰς ἱστορίας των.

Διηγοῦντο ὅλα τὰ συναπαντήματα τοῦ δρόμου, τοῦ Λιβαδιοῦ καὶ τῆς Βρύσης, ὅσα τὲς εἶχαν συμβῆ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ εἶχαν ἐκκινήσει ἀπὸ τὸ σπίτι ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ ἔφθασαν ἐπιστρέφουσαι ἀπὸ τὴν εὔθυμον ἀγγαρείαν των.

Πῶς εἰς τὸν δρόμον τὸ Μορφάκι μὲ ἓν τολμηρὸν διὰ τὴν ἡλικίαν καὶ τὸ φῦλόν της κίνημα, ἔτρεψεν εἰς ἄτακτον φυγὴν μίαν ὁλόκληρον συμμορίαν ἀπὸ μάγκες, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, εἰς τὰ Λιβάδια, οἱ ὁποῖοι ἐπέμενον νὰ τὰς πετροβολοῦν, εὑρίσκοντες διασκέδασιν ἂν ἐκατόρθωναν νὰ σπάσουν τὶς στάμνες των· τότε ἡ μεγαλόσωμος καὶ μόλις ἔφηβος παιδίσκη μὲ τὸν ρωμαλέον βραχίονά της, ἐξάμωνε* κ᾿ ἔπαλλε τὴν στάμναν ἐναντίον των, προσποιουμένη ὅτι τὴν ἐθυσίαζε καὶ ἦτο ἑτοίμη νὰ τὴν ρίψῃ κατὰ τῶν κεφαλῶν των. Ἡ διήγησις ἐφάνη εἰς τὴν γραῖαν Μορισίναν, τὴν μητέρα τῆς Μονεβασῶς, ὡς σύμβολον πράγματι τῆς πρωίμου ἀλκῆς τῆς ὀρφανῆς κόρης ― καὶ ὡς χαρακτηριστικὸν ὅτι αὐτὴ ἡ ἀδυναμία τῆς γυναικός, εὔθραυστος ὅπως ἡ στάμνα της, αὐτὴ γίνεται φοβερὸν ὅπλον κατὰ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀνδρός, ὅταν ἐκείνη θελήσῃ.

Πῶς εἰς τὴν βρύσιν δύο γυναῖκες, ἐρίζουσαι περὶ τοῦ ποία εἶχε σειρὰν νὰ γεμίσῃ ἀπὸ τὸν ἕνα κρουνὸν τῆς βρύσης, ἐπιάσθηκαν χέρια μὲ χέρια, μαλλιὰ μὲ μαλλιά, μὲ κίνδυνον νὰ σπάσουν καὶ τὶς δύο στάμνες των· τότε, μὲ πλατεῖς γέλωτας, ἐπωφεληθεῖσαι αἱ τρεῖς παιδίσκαι, ἐγέμισαν, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀράδα, τὶς στάμνες των, ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην, κ᾿ ἔφυγον τρέχουσαι.

Πῶς εἰς τὴν ἐπιστροφὴν εἷς ἐρωτοχτυπημένος νέος τὰς παρηκολούθησεν, ἐνῷ ἐνύχτωνεν ἤδη, δεικνύων σημεῖα βαθείας καὶ δειλῆς προσηλώσεως, τίς οἶδε πρὸς ποίαν ἐκ τῶν τριῶν. Τότε τὸ Μονεβασώ, παρά τινα ἐρημικὴν καμπὴν τῆς ὁδοῦ, ἐστράφη ἠρέμα πρὸς τὸ μέρος τοῦ νέου, καὶ μὲ ἓν εἰρωνικὸν ἄχ! πουλάκι μου, τὸν ἔκαμε νὰ χάσῃ ὁ δυστυχὴς τὰ μυαλὰ ἀπὸ τὴν χαράν του.

*
* *

Ἀλλ᾿ ἐξόχως μεγάλην διασκέδασιν εὕρισκον αἱ τρεῖς ζωηραὶ κόραι εἰς τὸ νὰ παρενοχλῶσι πολὺ συχνά, σχεδὸν καθ᾿ ἑκάστην, εἰς τὸ σπιτάκι της μίαν ἐκτάκτως παράξενην γερόντισσαν, τὴν γρια-Καντούσαιναν.

Ἡ γρια-Καντούσαινα, χήρα ἐκ νεότητός της, χωρὶς θυγατέρα, μὲ δύο υἱοὺς ξενιτευμένους ἀπὸ χρόνων εἰς τοὺς ὠκεανούς, οἵτινες πρὸ μακροῦ εἶχον ξεχάσει τὴν μητέρα των ―ἐπῆγαν, ὅπως αὐτὴ ἔλεγε καταρωμένη, «στὴν ἀγυρισιά», καὶ εἶχαν ρίψει πέτρα ὀπίσω των― ἔζη εἰς μικρὰν καλύβην, παρὰ τὴν ἄκρην τοῦ χωρίου, μὲ μίαν αὐτοσχέδιον αὐλὴν ξερολίθι, ἐπαγγελλομένη ἐνίοτε τὴν μαῖαν, εἰς τὰς σπανίας ἐγκύους, ὅσαι ἀπεφάσιζον νὰ τὴν καλέσουν μὴ φοβούμεναι τὴν κακολογίαν της εἰς τὸ ὕστερον (διότι ἐσυνήθιζε νὰ ξαναλέγῃ μεγαλοφώνως ὅλα τὰ ψεγάδια, ὅσα θὰ ἔβλεπε τυχὸν εἰς τὴν λεχὼ καὶ εἰς τὸ περιβάλλον), καὶ ἔργον ἔχουσα ἀπὸ πρωίας μέχρι ἑσπέρας νὰ διώχνῃ μὲ μίαν καλαμιὰν τὶς ξένες κόττες ἀπὸ τὴν αὐλήν της, ἀναθεματίζουσα καὶ καταβλασφημοῦσα ὅλες τὶς γειτόνισσες.

Ἡ καλύβη καὶ ἡ μικρὰ περιοχὴ τῆς Καντούσαινας ἐξεῖχεν ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν γραμμὴν κ᾿ ἔκοπτεν ἀποτόμως τὸν δρόμον, ἀναγκάζουσα τὸν διαβάτην νὰ ἐκτελέσῃ μεγάλην καμπύλην. Τώρα, αἱ τρεῖς κορασίδες, ἡ Ὄρσα, τὸ Μορφούλι, καὶ τὸ Μονεβασώ, ἐπειδὴ ἦτον ὁ δρόμος των, ἠρέσκοντο καὶ αὐταὶ «νὰ κόφτουν δρόμον» καὶ ὅταν ἔβλεπον ὅτι ἡ γραῖα δὲν εὑρίσκετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἔξω εἰς τὴν αὐλήν, ἀδιάφορον ἂν ἦτο μέσα εἰς τὴν καλύβην, ὅπως ἀπεδείκνυεν ὁ καπνὸς ὁ ἀνερχόμενος ἀπὸ τὴν μικρὰν καπνοδόχην τῆς στέγης, καὶ ἂς ἦτο καὶ ἡ θύρα τῆς καλύβης ἀνοικτή, ὑπερεπήδων τολμηρῶς τὸν σπιθαμιαῖον τοῖχον τῆς αὐλῆς, διεσκέλιζον τὸν περίβολον, ἐπάτουν ἐπὶ τῆς μικρᾶς πρασιᾶς τὴν ὁποίαν ἐκαλλιέργει ἡ γραῖα ―τὸ Μορφάκι συνήθως ἔκυπτε κ᾿ ἔκοπτε κλωνίον ἀπὸ τὴν πεπερόρριζαν ἢ ἀπὸ τὸν ἡδύοσμον τὸν εὐωδιάζοντα ἐκεῖ εἰς δύο ἢ τρεῖς γάστρες― καὶ μὲ κρότον καὶ μὲ πνιγμένους γέλωτας ἐξήρχοντο ἐν θριάμβῳ διὰ τοῦ ἀντικρινοῦ τοίχου.

*
* *

Λοιπὸν ἡ μικρὰ Μόρφω, ἥτις κατὰ βάθος ὡμοίαζε πολὺ κατὰ τὴν ἰδιοσυγκρασίαν μὲ τὴν γρια-Καντούσαιναν ―τοῦτο ἔμελλε νὰ φανῇ ἂν εἶχε τύχην ἡ κόρη νὰ ζήσῃ καὶ νὰ γηράσῃ ὅπως ἐκείνη― καὶ ἦτον «ξομπλιαστήρα»* ὅσον ἦτο αὐτή, προκειμένου διὰ τὰς μικρὰς ἐλλείψεις τῶν λεχῶν ὅσας εἶχε ξεγεννήσει, ἅμα ἐπέστρεφαν εἰς τὴν οἰκίαν δὲν παρέλειπε ν᾿ ἀναπαριστᾷ ζωντανὰ ὅλας τὰς θυέλλας καὶ τοὺς κεραυνούς, ὅσους ἐσφενδόνιζε τότε ἡ γρια-Καντούσαινα ἐναντίον των, πῶς ἐξώρμα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς καλύβης, κρατοῦσα πάντοτε τὴν καλαμιάν της ὡς νὰ ἦσαν αὐταὶ κόττες διὰ νὰ τὰς διώξῃ.

― Μωρὴ σεῖς, τρελοξοῦδες*! Μωρή, ξιφοστλιάρες*! Μωρή, μαυραγκαθιές! Ποὺ νὰ κοποῦν τὰ ποδαράκια σας! Ποὺ νὰ πιαστοῦν τὰ χεράκια σας! Μωρή, δὲν ντρέπεσθε νὰ πηδᾶτε μὲς στὴν αὐλή, νὰ μοῦ πατῆτε τὰ χορταράκια, νὰ μοῦ κόβετε τὰ βλασταράκια μου; Ποὺ νὰ κοπῇ ἡ μεσίτσα σας! Ποὺ νὰ πέσουν οἱ ποδιές σας! Ποὺ νὰ καοῦν τὰ φουστανάκια σας! Δὲν ἔχετε πόνο, δὲν ἔχετε αἴστημα, νὰ μὲ συχύζετε, γρια-γυναῖκα; Δὲν ἔχετε ντροπή, κοτζὰμ μαλλιαρομούστακες… πολυποδαροῦσες!

*
* *

Λοιπὸν μετὰ καιρόν, ἡ γρια-Καντούσαινα ἀπεφάσισεν αἴφνης νὰ ἐξοδεύσῃ ὅλον τὸ κομπόδεμά της ―ἀνερχόμενον περίπου εἰς σαράντα ρηγῖνες, ἤτοι γερμανικὰ τάλληρα― διὰ νὰ κτίσῃ ἕνα καλὸν περίβολον γύρω εἰς τὴν αὐλήν της, ὥστε ν᾿ ἀπαλλαγῇ συνάμα ἀπὸ τὶς κόττες καὶ ἀπὸ τὴν καλαμιάν, ἀπὸ τὰς ἔριδας μὲ τὶς γειτόνισσες καὶ ἀπὸ τὰς κατάρας, ἀπὸ τὰς ἐνοχλήσεις των μαγκῶν τοῦ δρόμου καὶ ἀπὸ τὰς ἐπεισπηδήσεις τῶν ὑδροφορουσῶν κορασίδων, ὅσαι ἐτόλμων νὰ καταπατῶσι τὴν περιοχήν της.

Μίαν φθινοπωρινὴν ἑσπέραν, τὴν ὥραν ποὺ ἤναπταν τοὺς λύχνους, ἀνέβη μὲ ὅλα τὰ γηράματά της εἰς τὸν Ἐπάνω Μαχαλάν, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ καπετὰν Λιμπέριου.

Αἱ δύο παιδίσκαι, ἡ Ὄρσα καὶ τὸ Μορφούλι, ἅμα τὴν εἶδαν ἔξαφνα, ἐνόμισαν ὅτι ἦλθε νὰ τὰς ἐγκαλέσῃ* εἰς τὸν πατέρα των, νὰ παραπονεθῇ διὰ τὰς ἐνοχλήσεις, ὅσας τῆς εἶχαν προξενήσει κατὰ καιροὺς εἰς τὴν αὐλήν της.

Ἡ Ὄρσα κατῆλθε κάτω εἰς τὸ κατῶγι, κ᾿ ἐπροσπάθησε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω ἀπὸ δύο πιθάρια ἐλαίου καὶ πλησίον εἰς τὴν καρούταν*, ὅπου ἐπατοῦσαν τὰ σταφύλια εἰς τὸν καιρὸν τοῦ τρύγου. Ἡ Μόρφω ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ μπαλκόνι τὸ βλέπον πρὸς τὸν αἰγιαλόν, ὑπεράνω τοῦ βράχου, ἔκλεισε τὴν θύραν ἔξωθεν, κ᾿ ἔμεινεν ἐμβλέπουσα εἰς τὸ κῦμα καὶ ρεμβάζουσα ― σκεπτομένη ἂν δὲν θὰ ἦτον καλὸν νὰ εἶχαν καὶ αἱ κορασίδες πτερὰ διὰ νὰ πετοῦν, ὅπως οἱ καλλικατζοῦνες, οἱ καρακάξες, οἱ κουκουβάγιες, καὶ τόσα ἄλλα ὄρνεα.

Ἀλλ᾿ ἦσαν πόρρω τῆς ἀληθείας κ᾿ αἱ δύο. Ἡ γρια-Καντούσαινα ἦτο προφανὲς ὅτι δὲν ἤξευρε κἂν τίνος ἦσαν τὰ τρελοκόριτσα ποὺ τὴν ἐνοχλοῦσαν εἰς τὴν αὐλήν της ― οὔτε τὰς εἶχεν ἰδεῖ ποτὲ κατὰ πρόσωπον, κατὰ τὰς ὥρας ἐκείνας τῆς ἀμφιλύκης.

Ἡ Μόρφω ἔτεινε τὰ ὦτα ἔξωθεν τῆς θύρας τοῦ ἐξώστου, καὶ ἤκουσε.

*
* *

Ἡ Σεραϊνώ, χήρα Θεοδώρου Καντούσου, μαῖα τὸ ἐπάγγελμα, εἶχεν ἔλθει διὰ νὰ παρακαλέσῃ τὸν καπετὰν Λιμπέριον, ἐπειδὴ καὶ τοῦ περνᾷ ἀπ᾿ τὸ χέρι, ὡς μέλος τῆς Δωδεκάδας ὁποὺ ἦτον, νὰ παρακαλέσῃ πρὸς χάριν της τὸν Δήμαρχον, καὶ ὅλην τὴν δωδεκάδα ―εἶχεν ὑπάγει ἡ ἴδια καὶ εἰς ἄλλους ἐκ τῆς Δωδεκάδος πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπόν― ὡς χήρα γυναίκα ποὺ ἦτον, καὶ δὲν εἶχε κανένα νὰ τὴν ὑπερασπισθῇ ―ἐπειδὴ ἠθέλησε στὰ τόσα χρόνια νὰ χτίσῃ ἕνα ντουβάρι γύρω στὴν αὐλήν της, διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τοὺς μπελάδες τῆς γειτονιᾶς― καὶ εἶχεν ἀποφασίσει νὰ θυσιάσῃ ὅλον τὸ μικρόν της κομπόδεμα πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον. Τώρα λοιπὸν ὅλοι οἱ γειτόνοι κ᾿ οἱ γειτόνισσες ἐσηκώθηκαν στὸ ποδάρι, καὶ ζητοῦν νὰ τὴν πνίξουν, προφάσει ὅτι δὲν εἶναι τάχα δικός της ὁ τόπος τὸν ὁποῖον αὕτη ὡς αὐλήν της διεκδικεῖ· (ποὺ νὰ μὴ βρεθῇ τόπος νὰ τὶς θάψουν!) Καὶ πῶς αὐτή, χήρα γυναίκα, χωρὶς ἄνδρα καὶ ὑπερασπιστήν, θὰ κατεῖχε τόσα χρόνια τὸν τόπον, μ᾿ ἐκεῖνο τὸ πρόχειρον ξερολίθι ποὺ εἶχε διὰ περίβολον, ἀνίσως ὁ τόπος δὲν ἦτον δικός της!

Ὁ καπετὰν Λιμπέριος ἀπήντησε ὅτι, καθὼς ξέρει καὶ καθὼς ἔμαθε τώρα στὰ τελευταῖα, ποὺ εἶχε πάθει ἀπὸ τοὺς πόδας καὶ ἠναγκάσθη νὰ μείνῃ ἔξω ἀπὸ τὸ καράβι, καὶ οἱ πατριῶτες τὸν εἶχαν ἐκλέξει δημοτικὸν σύβουλον, αὐτὰ τὰ πράγματα λέγονται δικαστικά, καὶ τὸ Συβούλιο δὲν ἔχει μεγάλην δικαιοδοσίαν εἰς τὰ τοιαῦτα, ἀλλ᾿ ἡ θεια-Σειραϊνώ, ὡς πρωτινὴ* ὁποὺ εἶναι, φαντάζεται ὅτι εἶναι ὅλα τὸ ἴδιο ―δικαστικὰ καὶ διοικητικά― ὅπως ἦτον εἰς τὰ παλαιὰ χρόνια. Μ᾿ ὅλα ταῦτα, ὅ,τι περνᾷ ἀπ᾿ τὰ χέρια τους, θὰ φροντίσουν διὰ τὸ δίκαιόν της, αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι σύβουλοι.

*
* *

Ἡ γρια-Καντούσαινα τοὺς ἐκαληνύχτησε, καὶ κατέβαινε τὴν σκάλαν. Ἡ μικρὰ Μόρφω εἶχεν ἀνοίξει τὴν θύραν τοῦ μπαλκονιοῦ, διῆλθε τὴν σάλαν, κ᾿ ἔφθασε πρὸ αὐτῆς εἰς τὸ κεφαλόσκαλον, ὅπου ἐπῆρε καὶ τὸν λύχνον τοῦ μαγειρείου, διὰ νὰ τῆς φέξῃ. Τότε γελῶσα τῆς εἶπε:

― Μᾶς θυμήθηκες, βλέπω, θεια-Σειραϊνώ, ἡμᾶς τὶς… πολυποδαροῦσες;…

Ἡ γραῖα ἐστάθη χωρὶς νὰ δείξῃ ὅτι ἐκπλήσσεται ἢ πτοεῖται, καὶ ἀπήντησεν:

―Ἄ! ἐσεῖς ἤσαστε, πουλάκια μου, ποὺ περνούσατε ἀπ᾿ τὴν αὐλή;… Δὲν ἔρχεσαι νὰ σὲ φιλέψω ὅσο θέλεις δυόσμο καὶ ταμπαρόρριζα καὶ βασιλικό;… νὰ ζήσῃς, πουλάκι μου!

(1906)

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 4
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1985
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1906
  • Σελίδες
    169-173

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Τ.Θ. 3393 , Τ.Κ. 10210
210 360 55 32
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μέγας Δωρητής

7.png6.png1.png4.png2.png6.png

Εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο


© 2020 Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών
Ο ιστοχώρος φιλοξενείται από το Κέντρο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΑΠΘ