ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1981
Σελ. 345-658

Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ

Ἡμέραν τινὰ βοσκός τις ἀπώλεσεν ἐπὶ τῶν ὀρέων τῆς Λακωνικῆς ἐρίφιόν τι ἐκ τῆς ἀγέλης του. Ἀναζητῶν αὐτὸ μεταξὺ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν, ἔφθασεν εἰς κρημνῶδές τι μέρος, δι᾽ οὗ δὲν εἶχεν ἄλλοτε διαβῆ, καὶ παρετήρησεν ὅτι τὸ ἔδαφος ἐκρότει ὑποκώφως ὑπὸ τοὺς πόδας του. Ἐρευνήσας μετὰ προσοχῆς ἀνεκάλυψε βαθεῖαν ὀπὴν κρυπτομένην ὑπό τινας θάμνους. Ἔρριψε λίθον καὶ μόλις ἤκουσε τὸν κρότον τῆς πτώσεως. Ὁ πυθμὴν δὲν ἦτο ὁρατὸς ἕνεκα τοῦ σκότους. Ὁ βοσκὸς ἦτο τολμηρός, ἐξετύλιξε τὸ σχοινίον, ὅπερ ἔφερε περὶ τὴν ὀσφὺν διὰ σκοποὺς χρησίμους εἰς τὸ ἐπάγγελμα καὶ προσέδεσε λίαν σφιγκτῶς τὴν ἄκραν αὐτοῦ εἰς τὸν κορμὸν σχοίνου, τὸ δὲ μῆκος τοῦ σχοινίου κατεβίβασεν εἰς τὸ βάθος τῆς ὀπῆς. Εἶτα πτύσας εἰς τὰς παλάμας του καὶ τρίψας πρὸς ἀλλήλας τὰς χεῖρας, ἐκρεμάσθη εἰς τὸ βάθος τοῦ κοιλώματος, κρατῶν ἠρέμα τὸ σχοινίον. Ὅτε ἔφθασεν εἰς τὸν πυθμένα, ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ κόλπου του τὸν πυρίτην λίθον, τὸν χάλυβα καὶ τὴν ἴσκαν καὶ ἤναψε δᾷδα. Ἐρευνῶν εἰς τὰ ὑποχθόνια ἐκεῖνα σκότη, εὗρε δύο ἢ τρία ἀγάλματα θεῶν, τὸν Ἀπόλλωνα, τὴν Ἥραν καὶ τὸν Δία. Δὲν ἐγίνωσκε τὴν ἀξίαν των, ἀλλὰ παρετήρει περιέργως αὐτά. Εἶτα ἀνεκάλυψε τὴν κυρίαν εἴσοδον τοῦ σπηλαίου καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὸ φῶς, χωρὶς πλέον νὰ λάβῃ ἀνάγκην τῆς διὰ τοῦ σχοινίου ἀναρριχήσεως. Ταῦτα συνέβησαν περὶ τὰ μέσα τῆς παρελθούσης ἑκατονταετηρίδος.

Τὰ τρία ἀγάλματα ἦσαν ἐκ τῶν περικαλλεστάτων, ὅσα παρήγαγέ ποτε ἡ ἀρχαία τέχνη. Ἀγνοῶ ποῖα μαῦρα πελάγη διέπλευσαν καὶ εἰς ποῖον μουσεῖον τῆς Ἑσπερίας διεπεραιώθησαν τὰ κειμήλια ταῦτα. Ἂν κατωρθώθη νὰ μείνωσιν ἐπὶ τοῦ πατρίου ἐδάφους, θὰ ἦτο τοῦτο ἀναμφιβόλως τὸ ὕστατον θαῦμα τῶν ταλαιπώρων ἐκείνων θεῶν.

Τὸ σπήλαιον ὑπῆρξε κατοικία τοῦ τελευταίου τῶν ἑλλήνων φιλοσόφων, τοῦ ὀψίμου ἀναμορφωτοῦ τῆς ΙΕ´ ἑκατονταετηρίδος. Περίεργον εἶναι ὅτι ἡ περὶ τοῦ σπηλαίου τούτου παράδοσις δὲν ἀπώλετο, ἐνῷ τὸ σπήλαιον αὐτὸ ἦτο ἄγνωστον μέχρι τῆς τυχαίας ἀνακαλύψεως αὐτοῦ. Ὑποθέτω ὅτι ἡ παρά- δοσις ἀνεγεννήθη ἐκ τῆς τέφρας της κατὰ τὸν προλαβόντα αἰῶνα, ἀφοῦ πρότερον ἐπὶ μακροὺς χρόνους εἶχε ταφῆ. Πιθανώτερον δὲ μοὶ φαίνεται, ὅτι ἡ δευτέρα παράδοσις διαφέρει τῆς ἀρχαιοτέρας. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ τοῦτο, φίλος τις συνέλεξεν ἐκ τοῦ στόματος τῶν περιοίκων ἀγροτῶν πληροφορίας τινὰς περὶ τῆς παραδόσεως. Ἐφιλοτιμήθη δὲ νὰ μοὶ χορηγήσῃ τὰς σημειώσεις του ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ μὴ μνημονεύσω τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν τῇ παρούσῃ ἐκδόσει. Ἀλλ᾽ ὅμως δὲν δύναται νὰ μοὶ ἀπαγορεύσῃ καὶ τὴν δημοσίαν ἔκφρασιν τῆς εὐγνωμοσύνης μου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ἐὰν ὁ Ἰωάννης Βράγγης εἶχε προλάβει νὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ Δαρώτα τὴν φλοκάταν, ἣν εἶχε δανεισθῆ ὅπως φέρῃ πρὸς τὸν κύριόν του, καὶ μὲ τόσην τέχνην τοῦ ἀφεῖλεν ἐκεῖνος, διαλαθὼν τὴν οὐχὶ λίαν ἐντεταμένην προσοχήν του, δὲν ἤθελεν ὑποστῆ τὴν ἀπώλειαν ταύτην, ἐφ᾽ ᾗ οὐδέποτε ἔμελλε νὰ παρηγορηθῇ.

Ἀλλ᾽ ἦτο πεπρωμένον εἰς τὸ ἀγαθὸν τοῦτο πλάσμα νὰ χάνῃ τὰ πάντα καὶ μηδὲν νὰ κερδίζῃ εἰς τὸν πλάνον τοῦτον κόσμον. Ἡ δανεισθεῖσα καὶ ἀνάρπαστος γενομένη φλοκάτα δὲν ἦτο τὸ μόνον, ὅπερ ποτὲ ἀπώλεσε. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀπωλειῶν τοῦ ἀτυχοῦς πρέπει νὰ καταλογισθῶσι μία ἀμνάς, ἓν δίκρανον, μία δαμασκηνὴ σπάθη, τέσσαρα ὑποκάμισα, εἷς ὄνος, ἓν ζεῦγος περικνημίδων καὶ εἷς ἀγρός, ὁ μόνος κληροδοτηθεὶς αὐτῷ ὑπὸ τοῦ πατρός του, ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ, ἂν δὲν ἔμελλε νὰ φανῇ ἄξιος ὅπως διατηρήσῃ αὐτόν. Ἄλλως δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον οὐδεὶς ἦτο κτήτωρ τοῦ ἰδίου αὑτοῦ ἀγροῦ, οὐδὲ κάτοχος τῶν πεδίλων του. Ἡ γῆ δὲν ἀνῆκεν εἰς τοὺς κατοίκους αὐτῆς. Τὰ μὲν παράλια περιήρχοντο ἀμοιβαδὸν εἰς τὴν κατοχὴν τῶν πειρατῶν καὶ τῶν τολμηρῶν τυχοδιωκτῶν παντὸς εἴδους, τὰ δὲ μεσόγεια ἀνῆκον εἰς τοὺς τιμαριούχους καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας.

Δυστυχῶς, τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἴπερ ποτέ, ἦτο λίαν ἀνιαρὰ εἰς τὸν Βράγγην ἡ ἀπώλεια τῆς καπότας. Διότι εἶχε πεμφθῆ ἐπίτηδες δι᾽ αὐτὴν παρὰ τοῦ κυρίου του, καὶ ἂν ἐπέστρεφε μὲ κενὰς χεῖρας, πολὺ ἤθελε τὸν λυπήσει. Ἀπὸ τῆς πρωίας τῆς προτεραίας, πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, καθ᾽ ἣν στιγμὴν τῆς Ἠοῦς τὰ ρόδα διεχύνοντο εἰς τὸν αἰθέρα, ὁ γέρων Γάρμπος, παλαιὸς πολέμαρχος, ὅστις εἶχε διέλθει τὸν βίον του συναθροίζων μισθωτοὺς στρατιώτας, ὅπως ἀγωνίζηται μετ᾽ αὐτῶν, ὁτὲ μὲν συμμαχῶν μὲ τοὺς Τούρκους ἢ μὲ τοὺς Βενετούς, ὁτὲ δὲ μὲ τοὺς Φράγκους ἢ μὲ τοὺς Ἕλληνας, εἶχεν ἐγερθῆ ἐκ τῆς σκληρᾶς στρωμνῆς του καὶ κράξας τὸν Βράγγην, παλαιὸν σύντροφόν του, τῷ εἶπεν.

―Ὅλην τὴν νύκτα ἐσυλλογιζόμην δι᾽ αὐτό, ἀλλὰ τέλος τὸ ηὗρα.

― Καὶ τί ηὗρες ἀφέντη; τῷ εἶπεν ὁ Βράγγης.

― Σηκώσου γρήγορα.

― Εἶμαι ὄρθιος, ἀφέντη.

―Ἑτοίμασε τὸ ἄλογόν σου, παιδί μου.

―Ἀλλὰ δὲν ἔχω ἄλογον, εἶπε μετ᾽ ἀπορίας ὁ Βράγγης.

― Δὲν πειράζει, πηγαίνεις μὲ τοὺς πόδας σου.

― Καὶ μὲ τὰς χεῖράς μου, ἂν ἦτο τρόπος.

― Νὰ ὑπάγῃς γρήγορα νὰ εὕρῃς τὸν παλαιόν μου φίλον, τὸν Λιμπέρην.

― Εἶναι ἐννέα ὡρῶν δρόμος, εἶπεν ἀπηλπισμένος ὁ Βράγγης.

― Δὲν βλάπτει, τὸν παίρνεις δι᾽ ἑπτὰ ὥρας.

― Καὶ τί θὰ κάμω;

― Νὰ τοῦ εἴπῃς…

― Τί;

― Νὰ σοῦ δώσῃ τὴν φλοκάταν του…

― Τὴν φλοκάταν του;

― Ναί.

― Νὰ τὴν κάμω τί;

― Νὰ μοῦ τὴν φέρῃς.

Ὁ Βράγγης ἐκρέμασε τὰς χεῖρας περὶ τὰ πλευρά, καὶ τὸ ἦθός του ἦτο πλῆρες ἐρωτημάτων καὶ ἀποριῶν. Ὁ γέρων Γάρμπος δικαιολογούμενος μᾶλλον πρὸς ἑαυτὸν ἢ ἀπαντῶν εἰς τὰς ἐρωτήσεις τοῦ συντρόφου του, εἶπε μετ᾽ ἐμφάσεως.

―Ἀλλὰ σὺ εἶσαι ἀνόητος, δὲν σκέπτεσαι τίποτε πλειότερον ἀπὸ τὰ μυαλά σου. Δὲν ἠξεύρεις λοιπὸν ὅτι αὔριον φθάνει ὁ κόμης, καὶ θὰ παρουσιασθῶ εἰς αὐτὸν νὰ τοῦ ζητήσω τὴν ἄδειαν νὰ στρατολογήσω! Καὶ πῶς θὰ παρουσιασθῶ εἰς αὐτὸν χωρὶς φλοκάτα;…

―Ἀλλ᾽ ἡ γενναιότης σας μὲ συγχωρεῖ νὰ τῆς ἐνθυμίσω, δὲν στερεῖται μόνον τὴν φλοκάταν, εἶπε δειλῶς ὁ Βράγγης. Ἡ γενναιότης σας δὲν ἔχει οὔτε στολὴν καθαράν, οὔτε θώρακα, οὔτε ὑποκάμισον…

―Ἀνόητε, καὶ δὲν ἠξεύρεις ὅτι ἡ τάξις ἀπαιτεῖ νὰ εἶμαι κομβωμένος, ὅταν θὰ παρουσιασθῶ; Ποῦ θὰ ἴδῃ ὁ κόμης ἂν θὰ ἔχω θώρακα ἢ ὑποκάμισον; Ἡ φλοκάτα τὰ σκεπάζει ὅλα.

―Ὑπομονή, εἶπεν ἀποφασιστικῶς ὁ Βράγγης.

― Λοιπὸν μὴ χάνῃς καιρόν.

Ὁ Βράγγης ἐκρέμασεν ἐπ᾽ ὤμου τὴν πήραν του, ἔλαβεν εἰς τὴν χεῖρα τὴν ράβδον, ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, καὶ ἤρχισε τὴν ὁδοιπορίαν. Διῆλθεν εἰς ὀκτὼ ὥρας τεσσαράκοντα περίπου μιλίων ὁδόν, καὶ ἔφθασεν εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς νήσου, ὅπου κατῴκει ὁ γέρων Λιμπέρης, διάσημος εἰς τὰ χρονικὰ τῆς Ρόδου, διότι ἦτο ὁ μόνος ὅστις διεπραγματεύθη ἐξ ἀρχῆς πρὸς τοὺς Τούρκους χωρὶς νὰ παραβῇ καὶ τὸν πρὸς τοὺς ἱππότας τῆς νήσου ὅρκον πίστεως. Ὁ ἀτυχὴς Βράγγης ἔχων τὴν γλῶσσαν ἔξω τῶν χειλέων κρεμαμένην, ἐπαρουσιάσθη πρὸς αὐτὸν καὶ τῷ μετεβίβασε τὴν παραγγελίαν τοῦ κυρίου του. Ὁ Λιμπέρης, οὐ μόνον δὲν δυσηρεστήθη διὰ τὸ αἴτημα, ἀλλ᾽ ἐμακάρισεν ἑαυτὸν διότι τόσον μικρὸν πρᾶγμα ἐζήτουν παρ᾽ αὐτοῦ. Ἤξευρεν ὅτι ὁ Γάρμπος δὲν ἠστεΐζετο, καὶ ἂν σήμερον ἐδυστύχει, ἠδύνατο ἄλλην τινὰ ἡμέραν νὰ ὁπλίσῃ δέκα ἢ δώδεκα τολμητίας, καὶ νὰ τοῦ τὰ κάμῃ θάλασσαν.

Τὴν αὐτὴν ὅμως διάκρισιν δὲν ἔδειξε καὶ ὁ ἡμίγυμνος Δαρώτας, κλέπτης ἐκ γενετῆς, ἐπιτήδειος ἀλήτης, ὅστις παρεμόνευε τοὺς διαβάτας καὶ ἠλάφρυνε πολλάκις αὐτούς, ἂν εἶχον φορτίον τι, ὅπερ ἔκρινε δυσανάλογον πρὸς τοὺς ὤμους των. Ἰδὼν τὸν Βράγγην διερχόμενον καὶ φέροντα ἐπὶ τῶν ὤμων τὴν περίφημον φλοκάταν, ἥτις ἦτο προωρισμένη νὰ καλύψῃ τὸ ἀτημέλητον διασήμου πολεμάρχου καὶ παραστήσῃ αὐτὸν εὐπρεπῆ εἰς τὰς ὄψεις τοῦ κόμητος, τοῦ μέλλοντος νὰ καταπλεύσῃ τὴν ἐπιοῦσαν μετὰ τοῦ ὑπ᾽ αὐτὸν στόλου καὶ κομίσῃ τὴν εὐδαιμονίαν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Ρόδου, ἰδὼν τὴν ἀτονίαν μεθ᾽ ἧς ἐβάδιζεν ὁ Βράγγης, ἐνόησεν ὅτι ἦτο κεκμηκὼς καὶ συμπεράνας ὅτι ἔμελλε νὰ σταθῇ μετ᾽ ὀλίγον ὅπως ἀναλάβῃ δυνάμεις παρηκολούθησε μακρόθεν αὐτόν. Τῷ ὄντι ὁ Βράγγης, ὡς ἐξῆλθεν ἐκ τῆς κώμης, ἐστάθη παρά τινα πηγὴν ἐντὸς ρεύματος, ὑπὸ τὴν σκιὰν τῶν πλατάνων καὶ ἤκουε τὸν μελαγχολικὸν ψίθυρον τοῦ ρύακος ὅπου ἐσχηματίζετο καὶ καταρράκτης ἀρκούντως ὑψηλός. Ἐξέβαλεν ἐκ τῆς πήρας τεμάχιον ξηροῦ ἄρτου, ἔβρεξεν αὐτὸ εἰς τὴν πηγὴν καὶ ἔφαγε. Τὴν αὐτὴν στιγμὴν ἐνεφανίσθη ὁ Δαρώτας, καὶ τὸν ἐχαιρέτισεν. Ἐζήτησε ν᾽ ἀρχίσῃ ὁμιλίαν μετ᾽ αὐτοῦ, ἀλλ᾽ ὁ Βράγγης προφανῶς ἐνύσταζε καὶ δὲν εἶχεν ὄρεξιν. Τοῦτο ἔκρινεν ὁ Δαρώτας ὡς κάλλιστον οἰωνόν.

― Πόθεν ἦλθες ξένε; τῷ ἔλεγεν.

Ὁ Βράγγης ἀπήντησε διὰ νεύματος, ὅτι ἦλθεν ἀπὸ τῆς ἄλλης ἄκρας τῆς νήσου.

― Καὶ ἐπιστρέφεις τώρα εἰς τὰ ἴδια;

― Ναί.

― Τί εἶχες ἔλθει νὰ κάμῃς ἐδῶ;

Ὁ Βράγγης ἀπήντησε διὰ κινήσεως τῶν ὤμων. Εἶχε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμικλείστους καὶ προσεπάθει ν᾽ ἀποσείσῃ τὸν ὕπνον, ὅστις ἤρχισε ν᾽ ἀποναρκώνῃ αὐτὸν κατ᾽ ὀλίγον. Τὴν πήραν, τὴν ράβδον καὶ τὴν φλοκάταν εἶχεν ἀκουμβήσει ὄπισθεν αὑτοῦ παρὰ τὸν κορμὸν τῆς πλατάνου. Ὁ Δαρώτας τῷ εἶπεν, ὡς νὰ τὸν εἶχε καλέσει ὁ Βράγγης, ἢ ὡς νὰ τὸν προέτρεπε νὰ μείνῃ.

― Θὰ ὑπάγω. Εἶναι καιρός. Τόσον δρόμον ἔτρεξα σήμερον!…

Συγχρόνως ὑπεξεῖλεν ἠρέμα τὴν φλοκάταν ὄπισθεν τῶν ὤμων τοῦ Βράγγη, μὴ παρατηρήσαντος αὐτόν, καὶ ἔφυγε τραπεὶς τὴν πρὸς τὴν κώμην ἄγουσαν: Διότι, ὅτε ἐπαρουσιάσθη τὸ πρῶτον πρὸς τὸν Βράγγην, δὲν ἦλθε διὰ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, ἣν ἠκολούθησε καὶ οὗτος, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀντιθέτου. Πρὶν ἢ ἔλθῃ πρὸς αὐτόν, ἐφρόντισε νὰ λάβῃ ἀτραπόν τινα, ἥτις ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὸ ἐναντίον ἄκρον, καὶ οὕτως, ὅτε ἐπέστρεψεν εἰς τὴν κυρίαν ὁδόν, ἔδειξεν ὅτι μετέβαινεν εἰς τὴν κώμην, καὶ οὐχὶ ὅτι ἐξήρχετο, ὡς ἀληθές, ἐξ αὐτῆς, ἀκολουθήσας τὰ ἴχνη τοῦ Βράγγη.

Ὅσον σιγανὸν καὶ ἂν ἦτο τὸ κίνημα τοῦ Δαρώτα, ἁρπάσαντος τὴν φλοκάταν, καὶ ὅσον ἐγγὺς τοῦ ὕπνου καὶ ἂν εὑρίσκετο ὁ Βράγγης, ἤκουσεν οὐχ ἧττον ἐλαφρὸν κρότον ὄπισθέν του. Ἐστράφη, ἀλλὰ δὲν ἐνόησε κατ᾽ ἀρχὰς τὴν ἔλλειψιν τῆς πολυτίμου φλοκάτας. Ἀπὸ τῆς κενῆς ὅμως θέσεως τὸ βλέμμα του μετέβη γοργῶς εἰς τὸν φεύγοντα Δαρώταν. Οὗτος εὑρίσκετο ἤδη τριάκοντα βήματα μακράν, καὶ ἤρχισε νὰ ἐντείνῃ τὸ βῆμα καὶ νὰ ἀνοίγῃ φοβερῶς τὰ σκέλη, ὥστε θὰ τὸν ἐφθόνει καὶ αὐτὸς ὁ κολοσσὸς τῆς Ρόδου. Προφανῶς ἐλησμόνησε πόσον δρόμον εἶχε τρέξει, ὡς ἰσχυρίζετο. Ὁ Βράγγης ἀπετίναξε τὴν νάρκην τοῦ νυσταγμοῦ, ἀνωρθώθη ἐν ἀκαρεῖ, ἔβαλε κραυγήν, καὶ τὸν κατεδίωξεν, ἐκσφενδονίζων κατ᾽ αὐτοῦ λίθους καὶ βώλους γῆς. Ἐξηκολούθησε νὰ τρέχῃ ἐπὶ πολὺ κατόπιν αὐτοῦ, ἀλλὰ μάτην. Ὁ Δαρώτας εἶχεν ἐντείνει τοὺς διασκελισμούς, καὶ ἡμιλλᾶτο πρὸς τὸν ἀρχαῖον ἐκεῖνον κομπαστήν, τὸν πηδήσαντα τὸ παρὰ τῷ μυθοποιῷ ἀναφερόμενον πήδημα…

Ὁ Βράγγης κατεδίωξεν εὐσυνειδήτως τὸν ἅρπαγα μέχρι τῶν προθύρων τῆς πολίχνης. Ἐκεῖ εἰσέδυ οὗτος εἰς ὁδόν τινα ἐν μέσῳ καλυβῶν καὶ μανδρῶν, ἐστράφη ἐπιδεξίως πολλάκις πρὸς τοὺς διαφόρους ἑλιγμοὺς τοῦ λαβυρινθώδους ἐκείνου μέρους, καὶ ὁ ἀτυχὴς Βράγγης τὸν ἔχασεν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. Μόνη δὲ ἀντηχοῦσα διαμαρτύρησις ἔμειναν αἱ κραυγαὶ τοῦ διώκτου, αἵτινες ἄνθρωπον οὐδένα προσείλκυσαν. Ὁ τόπος ἐφαίνετο ἔρημος καὶ μόνον δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες πλύνουσαι ὀθόνια ἐντὸς κήπου, διέκοψαν ἀποροῦσαι τὸ ἔργον καὶ ἐκοίταζον μηδὲν ἐννοοῦσαι. Εἷς δὲ μέγας μανδρόσκυλος καὶ ἕτερος σκύλαξ νεογνὸς ἤρχισαν νὰ ὑλακτῶσι καὶ ἐρρίφθησαν κατὰ τοῦ Βράγγη. Τότε μία τῶν πλυντριῶν ἔκραξε· Κλέπτης! Ὁ δυστυχὴς Βράγγης, οὗ ἡ ψυχὴ εἶχεν ἀναβῆ εἰς τοὺς ὀδόντας, κατὰ τὸ κοινὸν λόγιον, ᾐσθάνθη ὅτι μάταιον ἦτο τοῦ λοιποῦ νὰ μεριμνᾷ περὶ τοῦ ἁρπαγέντος πράγματος καὶ ὅτι καλύτερον θὰ ἦτο νὰ φροντίσῃ περὶ τῆς ἰδίας αὑτοῦ ἀσφαλείας. Ὅθεν σταθεὶς ἐπὶ στιγμήν τινα, ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ἀμυνόμενος διὰ λίθων κατὰ τῶν δύο κυνῶν, ἐξῆλθεν ὡς τάχιστα ἐκ τοῦ μέρους ἐκείνου. Τότε παιδία τινά, προσδραμόντα αἴφνης ἐκ τοῦ θορύβου, ἤρχισαν νὰ ἐρεθίζωσι κατ᾽ αὐτοῦ τοὺς κύνας. Τὸ ἓν ἔκραζε·

― Μὴ χτυπᾷς τὸ σκυλί μου!

Ἓν ἄλλο δὲν ἔχασε καιρὸν εἰς λόγια, ἀλλὰ συλλέξαν ὅσους ἠδυνήθη πλείστους λίθους ἤρχισε νὰ λιθοβολῇ διὰ τῆς τακτικωτάτης μεθόδου τὸν φεύγοντα. Τὰ ἄλλα δὲν ἤργησαν νὰ μιμηθῶσι τὸν σύντροφόν των, καὶ ἐν τῷ ἅμα ἐσχηματίσθη πλήρης στρατιὰ ἐμπείρων καὶ τολμηρῶν λιθοβολητῶν, καταδιώξασα τὸν φυγάδα μέχρι τοῦ λόφου. Ὁ ἀτυχὴς Βράγγης, πνευστιῶν, ἀγωνιῶν, κάθιδρως, τετραυματισμένος, οὐδ᾽ ἐτόλμησε ν᾽ ἀντεπεξέλθῃ κατὰ τοσοῦτον πολυαρίθμου ἐχθροῦ, ἀλλ᾽ ἐτράπη κανονικῶς εἰς φυγήν, ἐντείνων τὰς ὑπολειπομένας αὐτῷ δυνάμεις εἰς τὸ μὴ περαιτέρω τῆς καρτερίας καὶ εὐψυχίας. Ὅτε εἰσῆλθεν εἰς τὴν πρώτην ἐν μέσῳ τῶν ἀγρῶν ὁδόν, τὴν περιερχομένην ὀφιοειδῶς τὸν λόφον, τὰ παιδία τὸν ἄφησαν ἥσυχον, μὴ τολμήσαντα νὰ καταδιώξωσιν αὐτὸν πορρωτέρω. Ἤδη εἶχεν ἀρχίσει νὰ νυκτώνῃ, καὶ ἐφοβοῦντο τὸ σκιόφως, ὅπερ ἐν τῷ μέσῳ τῶν θάμνων καὶ τῶν δένδρων ἐφαίνετο πυκνότερον, καὶ εἶχε φανταστικόν τι καὶ ἀπειλητικόν.

Φθάσας ὁ Βράγγης εἰς τὴν πηγὴν ἐκείνην, τὴν μάρτυρα τοῦ παθήματός του, εὗρεν εὐτυχῶς τὴν ράβδον καὶ τὴν πήραν, ὅπου τὰς εἶχεν ἀφήσει, καὶ ἐπαρηγορήθη μικρόν τι, διότι δὲν εὑρέθη καὶ ἄλλος τις ἀπροσδόκητος ἀλήτης, ὅστις νὰ κλέψῃ καὶ τοὺς δύο τούτους συντρόφους τῆς ὁδοιπορίας του. Ἀλλ᾽ ἦτο τοσοῦτον ἀπηυδηκὼς ἤδη, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ ἐξακολουθήσῃ τὴν πορείαν του. Ἐκάθισε παρὰ τὴν βρύσιν, ἀπέμαξε διὰ τῆς χειρὸς τὸν ἱδρῶτα ἀπὸ τοῦ μετώπου του, ἐστέναξε παρατεταμένως καὶ διηπόρει τί ὤφειλε νὰ πράξῃ. Ἀδύνατον τῷ ἐφαίνετο νὰ ἐπανέλθῃ μὲ κενὰς χεῖρας πρὸς τὸν κύριόν του. Τί νὰ τῷ εἴπῃ; Νὰ ψευσθῇ πρὸς αὐτὸν ὅτι ὁ Λιμπέρης δὲν ἠθέλησε νὰ τῷ δώσῃ τὸν φλοκωτήν; Ἀλλ᾽ ὁ γέρων ἀρματολὸς ταχέως ἤθελε μάθει τὴν ἀλήθειαν. Νὰ διηγηθῇ τὸ πρᾶγμα ὅπως συνέβη; Ἀλλὰ προσεβάλλετο δεινῶς ἡ φιλαυτία του. Τὸ ἄριστον μέτρον ἐφαίνετο αὐτῷ τὸ ἑξῆς. Νὰ διανυκτερεύσῃ παρὰ τὴν πηγήν, καὶ ἐγερθεὶς τὴν ἐπαύριον νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν Λιμπέρην, πρὸς ὃν νὰ διηγηθῇ μὲ μικρὰν παραλλαγὴν τὸ γεγονός, νὰ περιγράψῃ τοὺς χαρακτῆρας τοῦ κλέπτου, καὶ νὰ αἰτήσῃ δικαιοσύνην διὰ τῶν νομίμων μέσων. Ἢ ἐν ἀποτυχίᾳ αὐτῶν, νὰ καταζητήσῃ αὐτὸς τὸν ἔνοχον καὶ νὰ λάβῃ τ᾽ ἀντίποινα μὲ τὴν χεῖρά του. Αὐτὸ ἦτο τὸ καλύτερον καταφύγιον. Ἄλλως δὲ οὐδὲ εἶχε νὰ ἐκλέξῃ ἄλλο. Ἀποφασίσας οὕτως, ἐδείπνησε μὲ τὸν ὑπολειπόμενον κρίθινον ἄρτον, καὶ ἔπιε δροσερὸν ὕδωρ. Εἶτα ἐξέλεξε θέσιν καλὴν ἐπὶ τῶν βρύων, ὑπό τινα βράχον ἐπικαμπῆ, ὅστις ἠδύνατο νὰ τὸν στεγάσῃ ἐν μέρει, ἔκοψε πτέριδας καὶ κλῶνας πλατάνου, ἔστρωσε δι᾽ αὐτῶν τὴν κλίνην του, ἔθεσε τὴν πήραν προσκεφάλαιον, ἔλαβεν εἰς τὰς ἀγκάλας τὴν ράβδον του καὶ ἀπεκοιμήθη δροσερὸν καὶ βαυκαλιζόμενον ὕπνον.

Δὲν εἶχον ἀρχίσει ἀκόμη τὰ ὄνειρα νὰ καταβαίνωσιν εἰς τὴν καταπεπονημένην ψυχὴν τοῦ δυστυχοῦς ἀπομάχου, καὶ ἀφυπνίσθη ὑπὸ κρότου βημάτων καὶ ἤχου φωνῆς ἀνθρωπίνης. Ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς εἶδε τότε ὄψιν τινά, ἣν ἔμελλεν ἐσαεὶ νὰ ἐκλάβῃ ὡς ὄνειρον, ἂν δὲν ἐτύγχανεν ἔκτοτε ψηλαφητῶν τεκμηρίων περὶ τοῦ πραγματικοῦ τῆς ἐμφανίσεως ἐκείνης. Ἄνθρωπός τις ἐφάνη κρατῶν δέμα ἐν τῇ χειρί, ὡς ἐφαίνετο, διότι ὁ Βράγγης δὲν ἠδύνατο καλῶς νὰ διακρίνῃ. Τὸ φέγγος τῆς σελήνης κατήρχετο διὰ τοῦ ἀνοίγματος τῶν δένδρων ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἀγνώστου καὶ ἐφώτισε τοὺς χαρακτῆράς του. Ἦτο ἄνθρωπος μὲ χρῶμα ἡλιοκαὲς ἢ φύσει μελαψόν, μὲ ὀστεώδεις καὶ μακρὰς ἐξοχὰς ἐν τῇ μορφῇ, μὲ ἐρρυτιδωμένον μέτωπον. Ὑψηλὸς τὸ ἀνάστημα, ἀλλὰ κυρτός. Ἐφόρει πενιχρότατα ἐνδύματα. Ἐκ τῶν χειρίδων του ἐξήρχοντο δύο σκελετώδεις βραχίονες, αἱ χεῖρές του δὲ ἦσαν τόσον ρικναὶ καὶ κατάξηροι καὶ μαῦραι, ὥστε ἐφαίνετο ἔχουσαι συγγένειάν τινα μὲ τὰ σκληρὰ μέταλλα, τὸν σίδηρον καὶ τὸν χαλκόν. Ἦτο ἴσως Αἰγύπτιος, ἐξ ἐκείνων οἵτινες μόνοι κατειργάζοντο κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἐν τῇ Ἀνατολῇ τὰ εἰρημένα μέταλλα.

Ἐκράτει, ὡς εἴπομεν, δέμα μεταξὺ τῶν δύο χειρῶν του. Αἱ χεῖρες αὗται ὡμοίαζον προφανῶς ἡ μία μὲ σφῦραν καὶ ἡ ἄλλη μὲ ἄκμονα. Ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἐνεποίησε παράδοξον ἐντύπωσιν εἰς τὸν Βράγγην. Ἔρριψεν ἄπληστα βλέμματα ἐπ᾽ αὐτοῦ. Δὲν ἦτο συνήθης ὁδοιπόρος, δὲν ἦτο ἁπλοῦς παροδίτης. Τὰ πάντα ἐνέφαινον πολὺ τὸ μυστηριῶδες καὶ τὸ ἀλλόκοτον ἐν αὐτῷ. Ἡ νὺξ μὲ τὰ τόσα αὐτῆς μυστήρια, προσετίθει καὶ ἄλλο τι σκότιον καὶ φανταστικὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον. Δὲν ἐφαίνετο ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἐνόμιζέ τις ὅτι τὸν εἶχε γεννήσει ἡ νύξ. Ἡ μόνη σωτηρία τοῦ Βράγγη ἦτο τὸ νὰ νομίζῃ ὅτι ὀνειρεύεται, εἰ δὲ μή, ἤθελεν ἐκβάλει κραυγὴν τρόμου. Ὁ ἄγνωστος δὲν ἐπλησίασεν εἰς τὴν πηγὴν τοῦ ρύακος, δὲν ἐκάθισεν ὑπὸ τὰ δένδρα. Τεκμήριον ὅτι δὲν ἦτο ὁδοιπόρος κεκμηκώς. Ἀνέβη εἰς τὸν μέγιστον βράχον, ἀντικρὺ τῆς κοιτίδος, ἐν ᾗ ἐκοιμᾶτο ὁ Βράγγης, καὶ δὲν ἐκάθισεν ἐπ᾽ αὐτοῦ, ἔμεινεν ὄρθιος. Ὕψωσε τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανόν, εἶτα περιέφερεν αὐτὸ γύρω. Τί διενοεῖτο; Εἶτα ἤρχισε νὰ μονολογῇ.

Ὁ βράχος, ἐφ᾽ ὃν ἀνῆλθεν ὁ ἄγνωστος, ἦτο τὸ ἐκφαντότερον μέρος τῆς μικρᾶς κοιλάδος. Ἦτο ὅλος περίοπτος. Ἐκεῖ ἡ λάμψις τῆς σελήνης κατέπιπτε καθαρωτέρα καὶ ὁ Βράγγης εἶδε τότε ἢ τῷ ἐφάνη ὅτι εἶδεν, ὅτι τὸ δέμα, ὅπερ ἐκράτει ὁ παράδοξος ἄνθρωπος εἰς τοὺς βραχίονας, ἐκινεῖτο, ὡς νὰ ἤτο ἔμψυχον.

Ὁ ἄγνωστος ἤρχισε νὰ ψιθυρίζῃ, ἀρκούντως εὐκρινῶς, ὥστε ν᾽ ἀκούῃ ὁ Βράγγης.

― Τετέλεσται, τέκνον, δὲν δύναμαι πλέον νὰ σὲ σώσω. Τὸ πεπρωμένον τὸ θέλει. Ἦτο γραπτόν. Τίς δύναται νὰ παλαίσῃ μὲ τὴν Μοῖραν; Ἐπὶ μακρὰ ἔτη περιπλανῶμαι. Ὕπνος δὲν ἔκλεισε τὰ βλέφαρά μου, ἀνάπαυσιν δὲν εὗρε τὸ σῶμά μου. Εἰς τὴν κοιλάδα αὐτὴν εἶναι τὸ τέλος. Μοὶ τὸ εἶπεν ἡ ἀψευδὴς φωνή. Ἦτο εἱμαρμένον νὰ τελειώσῃ ἐδῶ τὸ μαρτύριόν σου. Σώζων σε καταστρέφω τὴν πίστιν, φυλάττων σε προδίδω τὸν ὅρκον. Μετῆλθον ὅλα τὰ μέσα. Δὲν ἦτο γραπτὸν νὰ σωθῇς. Περιῆλθον ὅλην τὴν γῆν, διέδραμον ὅλην τὴν οἰκουμένην. Οἱ διῶκταί σου εἶναι ἰσχυροί. Ἔχουσι τὴν συμμαχίαν τοῦ πεπρωμένου. Τὸν ἄρτον μου δὲν τὸν ἔθεσα ποτὲ ἐπὶ τραπέζης, ἐπὶ προσκεφαλαίου δὲν ἐστήριξα τὴν κεφαλήν μου. Οὐδέποτε ἀνεπαύθην ὑπὸ τὸν ἥλιον, πάντοτε ἠκολούθησα τὴν πορείαν αὐτοῦ, πάντοτε διεσταύρωσα τὴν ἐπιστροφήν του. Οἱ ἀστέρες ἔλαμπον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ ὄμματά μου δὲν ἐκλείσθησαν ἐπὶ τῆς γῆς. Οἱ ἄνεμοι ἐφύσων ἐκ τῶν τεσσάρων σημείων, καὶ μετ᾽ αὐτῶν ἔτρεχον. Αἱ νεφέλαι ἐνεκυμόνουν τοὺς ὑετοὺς καὶ ἐπὶ τῆς γῆς στέγασμα δὲν ἐζήτησα. Ἡ χιὼν ἐπυκνοῦτο εἰς τὰ ὄρη καὶ ἑστίαν πυρὸς ποτὲ δὲν ἤναψα. Οἱ κεραυνοὶ ἐβρόντων εἰς τὸν αἰθέρα καὶ δὲν μὲ κατεπτόησεν ἡ φλὸξ αὐτῶν. Οἱ χειμῶνες περιέβαλλον τὴν γῆν μὲ πάγους καὶ τοὺς δακτύλους μου δὲν ἐθέρμανα. Οἱ νάρκισσοι ἤνθησαν ἀπὸ τῶν λειμώνων, ἀλλὰ τὴν εὐωδίαν αὐτῶν δὲν ἀπήλαυσα. Ὁ Σείριος ἠπείλησε τοὺς θνητοὺς μὲ βέλη τοῦ Φοίβου, ἀλλ᾽ οὐδέποτε ἐδρόσισα τὸ στόμα μου. Ὑπὸ στρῶμα φύλλων κατεκαλύφθη τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, καὶ δὲν ἐπόθησα τὴν σκιάν, ἣν δὲν εἶχον ἀπολαύσει. Καὶ τώρα τί μέλλομεν; Ἡ γῆ ὀλισθηρά, τὸ πεπρωμένον ὠθεῖ, τὰ γόνατα τρέμουσιν. Ἡ ψυχὴ ἀγωνιᾷ, τὸ στόμα δέεται, ὁ οὐρανὸς κωφεύει. Τὰ γεγονότα σπεύδουσιν, οἱ ἐχθροὶ ἀγρυπνοῦσι, μὲ καταδιώκουσι. Θεοί, θεοί, τί θὰ πράξω!

Καὶ ἔμεινεν ἐπί τινας στιγμὰς σιγῶν, ἀκίνητος, βλέπων πρὸς τὸν ὑπὸ τοὺς πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ὁ Βράγγης συνέχων τὴν ἀναπνοήν του, ἤκουεν, ἔβλεπεν, ἠπόρει, ἐσίγα.

Ὁ ἄγνωστος ἔστρεψεν αἴφνης πρὸς τὰ ὀπίσω τὴν κεφαλήν. Εἶχεν ἀκούσει ἐλαφρόν τινα κρότον, ὃν ἀπετέλεσαν βεβαίως τὰ φύλλα ὑπὸ τοῦ ἀνέμου σειόμενα. Ἠκροάσθη ἐπὶ πολύ. Εἶτα ἐπανέλαβε τὸν μονόλογόν του.

―Ὁ ἄνεμος σείει τὰ δένδρα, εἶπε, καθὼς ἐμὲ ἡ πνοὴ τῆς συμφορᾶς. Οἱ διῶκται ὅμως δὲν ἀργοῦσι. Κοιμᾶσαι, ἀθῷον πλάσμα, εἰς τὰς ἀγκάλας μου, ἀλλ᾽ οὐδὲ ὑποπτεύεις ποῦ θ᾽ ἀφυπνισθῇς. Δὲν θὰ σὲ παραδώσω εἰς τὰς χεῖράς των, θὰ σὲ μεταβιβάσω εἰς τὴν ἀθανασίαν. Εἰς τοὺς ὑποχθονίους θεοὺς θὰ σ᾽ ἀφιερώσω. Σύ, ὦ θεῖε ἄνερ, καλῶς εἶπες, οὐδ᾽ ἠδύνατο νοῦς τις νὰ ἴδῃ ὅσα σὺ κατενόησας. Μετὰ τὴν ζωὴν ἡ μετεμψύχωσις, μετὰ τὴν φθορὰν ἡ ἀθανασία. Ἡ ἰδέα ζῇ ἐν τῇ ψυχῇ, ὡς λύχνος καιόμενος. Αὕτη κατοπτρίζει τὸ θεῖον κάλλος, αὕτη γεννᾷ τὴν εὐδαιμονίαν. Ὁ ἔρως ἠράσθη τῆς ψυχῆς, ἡ ἕνωσις αὐτῶν παρήγαγε τὴν ἀνθρωπότητα. Εὐτυχία, ἀπόλαυσις, γλυκασμός, τρυφή, ἡδυπάθεια, πάντα ἐν τῷ ἔρωτι. Ὁ θεῖος ἔρως δὲν εἶναι γήινος, καὶ ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι πηλίνη. Τὸ ἄυλον ἐν τῷ ἀΰλῳ, τὸ ἰδεῶδες ἐν τῷ ἰδεώδει. Τὸ σῶμα εἶναι τὸ σκότος, ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ ἀκτίς. Ἀκτὶς τοῦ ἀιδίου, τοῦ ἀπείρου, τοῦ ὑπερτελείου φωτός. Τὸ μηδενὸς ἐπιθυμεῖν, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀπάθεια, τοῦτο θεῖον. Τὸ ὄμμα σου, ὦ θεῖε ἄνερ, ἦτο ὄμμα ἀετοῦ, ἡ διάνοιά σου ἦτο τῆς θείας διανοίας κοινωνός. Καὶ εὐτυχῶς ἐπέστη ἤδη ὁ χρόνος, ὅπως τὰ δόγματά σου βασιλεύσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς. Αἱ δυστυχίαι τῆς ἀνθρωπότητος, ἐπὶ δεκατέσσαρας αἰῶνας, ἦσαν ἡ τιμωρία αὐτῆς, διότι σὲ παρεγνώρισε. Δὲν παραπονοῦμαι δι᾽ ὅσα ὑπέφερα, ἀρκεῖ ὅτι θὰ ἴδω τὸν θρίαμβον τοῦ δόγματος. Εἰς σὲ ἀφιερῶ τὴν κόρην ταύτην, ἀξίωσον αὐτὴν τῆς δόξης καὶ τῆς ἀθανασίας. Τὸ μέγιστον δῶρον, ὅπερ δύναται θνητὸς νὰ προσφέρῃ εἰς θνητόν…

Διεκόπη. Ἤκουσε καὶ πάλιν παρατεταμένον θροῦν ὄπισθέν του. Ἠκροάσθη ἐπὶ μακρόν. Οὐδέν. Καὶ ὅμως ἐφαίνετο περιμένων νὰ ἔλθωσί τινες.

Ὁ Βράγγης εἶχεν ἰδεῖ αὖθις τὸ δέμα κινούμενον εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ ἀγνώστου, καὶ ἐσκέπτετο ὅτι ἴσως νὰ ἦτο βρέφος τι. Ἐφρικίασεν. Ὁ ἄγνωστος ἐπανέλαβεν.

― Οὕτω πρέπει νὰ πράξω καὶ νὰ μὴ διστάσω πλέον. Ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν οἱ διῶκται δύνανται νὰ φθάσωσι. Πρῶτον τὸ χρέος, εἶτα ἡ ἐλευθερία. Σύ, ὦ θεῖε Πλάτων, ἂν ἦσο, τὸ αὐτὸ θὰ ἔπραττες!…

Καὶ ἐκινήθη, ἑτοιμαζόμενος, ὡς διὰ νὰ ρίψῃ τὸ ἐν ταῖς ἀγκάλαις αὐτοῦ κρατούμενον πρᾶγμα εἰς τὸν καταρράκτην. Ὁ Βράγγης εἶδε τότε εὐκρινέστερον ὅτι τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἦτο ὄντως ἔμψυχον. Ἐκινήθη προφανῶς. Τὸ παιδίον (διότι ἦτο μικρὰ κόρη ἑξαετής, περιτετυλιγμένη ἐντὸς λευκῆς ὀθόνης) ἀφυπνίσθη ἐκ τῆς κινήσεως τῶν χειρῶν τοῦ ἀγνώστου. Ἔσφιγξε σπασμωδικῶς τοὺς βραχίονας καὶ ἐκρατήθη ἐκ τοῦ τραχήλου του. Ἔβαλε μίαν κραυγήν.

Ὁ ἄγνωστος προσεπάθησε ν᾿ ἀποσπάσῃ τοὺς βραχίονας τῆς παιδίσκης ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ του. Ἀλλ᾽ αὕτη τὸν ἐκράτει μὲ ὅλην τὴν δύναμίν της.

― Πατέρα, ἔκραξε μετὰ δακρύων, πατέρα!

― Τί ἔχεις κόρη μου;

Ἡ μικρὰ ἤρχισε νὰ ὀλολύζῃ.

― Πατέρα, μὴ μὲ φονεύῃς, ἔλεγε μετὰ λυγμῶν.

Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐφάνη ὅτι συνεκινήθη· ἀλλ᾽ ὅμως κατέπνιξε τὸ αἴσθημα τοῦτο καὶ ἀπήντησεν.

―Ὄχι, κόρη μου, ὑπάρχει ἀθανασία!

Καὶ προσεπάθησε πάλιν ν᾽ ἀπαλλάξῃ τὸν τράχηλόν του, ἀπὸ τῆς περισφίγξεως τῶν μικρῶν βραχιόνων.

Ὁ Βράγγης ταραχθείς, ἔκθαμβος, ἰλιγγιῶν, ἀνεσηκώθη ἐπὶ τῆς στρωμνῆς του, καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ ἐφορμήσῃ πρὸς βοήθειαν. Ἀλλ᾽ ἡ κοιτὶς ἐφ᾽ ἧς εὑρίσκετο, ἐχωρίζετο ἀπὸ τοῦ βράχου, ἐφ᾽ οὗ ἵστατο ὁ ἄγνωστος, διὰ πλατείας χαράδρας, καὶ ὅπως φθάσῃ ἐκεῖσε ὁ Βράγγης, ὤφειλε νὰ περιγράψῃ εὐρὺν κύκλον. Ἀνωρθώθη καὶ ἔσπευσεν, ἵνα φθάσῃ ἐγκαίρως, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Ἡ παιδίσκη ἔσφιγγε σφοδρῶς τὸν τράχηλον τοῦ ἀγνώστου, ἀλλ᾽ οὗτος ἦτο ἰσχυρότερος καὶ ἐπὶ τέλους κατώρθωσε ν᾽ ἀποσπάσῃ τοὺς βραχίονας αὐτῆς…

Φοβερὸν καὶ παθητικὸν ἦτο τὸ θέαμα τῆς ἀντιστάσεως τῆς μικρᾶς ταύτης κόρης, ὑπερασπιζούσης τὴν ζωήν της κατὰ τῶν ἀγώνων τοῦ παραδόξου ἐκείνου ἀνθρώπου. Καὶ τοῦτο μακρὰν πάσης ἀνθρωπίνης ἀρωγῆς, ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, ἐν τῇ ἐρημίᾳ ἐκείνῃ, ἐπὶ τοῦ ὕψους τοῦ μεμονωμένου βράχου, ὑπὲρ τὸν πίπτοντα καταρράκτην, ὅστις ἂν δὲν εἶχεν ἀρκετὸν βάθος πρὸς πνιγμόν, εἶχεν ὅμως ἀρκετὸν ὕψος πρὸς κατασύντριψιν ἀσθενοῦς πλάσματος.

Οἱ ὀλολυγμοὶ τῆς κόρης ἀντήχουν κατανυκτικοὶ καὶ σπαραξικάρδιοι.

― Πατέρα! μὴ μὲ φονεύῃς!…

Ὁ Βράγγης ᾐσθάνθη τὴν καρδίαν του μαλαττομένην καὶ πιεζομένην. Εἶχε φθάσει ἤδη εἰς τὴν ρίζαν τοῦ βράχου, ἐφ᾽ οὗ ἵστατο ὁ ἄγνωστος μετὰ τῆς κόρης. Ἐκεῖνος οὐδὲ εἶχε παρατηρήσει τὴν παρουσίαν αὐτοῦ. Διὰ σφοδροῦ ἅλματος ἀνέβη οὗτος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου. Ἀλλὰ δὲν ἦτο πλέον καιρός.

Ὁ Βράγγης ἤκουσε μόνον ψόφον τινά, πάταγον σώματος καταπεσόντος ἐντὸς ὕδατος. Εἶτα εἶδε τὸν ἀπαίσιον ἐκεῖνον ἄνθρωπον ἱστάμενον ἐνώπιόν του ὄρθιον, μὲ ἐσταυρωμένας τὰς χεῖρας ὑψοῦντα πρὸς τὸν οὐρανὸν τὸ βλέμμα, ὡς νὰ ἀπήγγελλε δέησιν… δέησιν ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τοῦ θύματος, ὅπερ εἶχε προπέμψει ἀρτίως εἰς τὴν αἰωνιότητα. Ἔστρεφε δὲ τὰ νῶτα πρὸς τὸν Βράγγην.

Οὗτος ᾐσθάνθη τότε τοσαύτην ὁρμὴν παραφόρου ἀγανακτήσεως, ὥστε μικροῦ ἐδέησε νὰ κατενέγκῃ ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ σφοδρὸν κτύπον, ὅστις ἔμελλε νὰ τὸν ἀποστείλῃ πρὸς συνάντησιν τοῦ ἀθῴου ἐκείνου μικροῦ πλάσματος. Ἀλλ᾽ ἐκράτησε τὴν χεῖρά του συλλαβὼν αἴφνης σκέψιν τινά. Ὁ κρότος τῆς πτώσεως τῆς μικρᾶς παιδίσκης, ὃν εἶχεν ἀκούσει, δὲν ἦτο σκληρός, οἷος ὁ ἐπὶ ἀντιτύπου σώματος. Ἦτο πλατάγημα ὅμοιον μὲ τὸ παραγόμενον ἐκ τῆς συγκρούσεως πρὸς ρευστὸν σῶμα. Δυνατὸν νὰ ἔζη εἰσέτι ἡ μικρὰ κόρη, ἂν δὲν ἐκτύπησεν ἐπὶ τοῦ βράχου. Τῷ ὄντι δὲ εἰς τὴν λεκάνην, ὅπου κατέρρεεν ὁ χείμαρρος, ἐσχηματίζετο λάκκος τις, ἔχων βάθος ἴσον πρὸς τὸ τρίτον ἀναστήματος ἀνθρώπου. Ἡ σκέψις αὕτη ἐφώτισεν ἔνδοθεν τὴν ψυχὴν τοῦ δυστυχοῦς ἀπομάχου.

Διὰ μιᾶς ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ μὲ τρία ἅλματα κατέβη εἰς τὸ ρίζωμα τοῦ κρημνοῦ, ὑπερεπήδησε τὴν χαράδραν, διέβη δύο ἢ τρεῖς χθαμαλοὺς βράχους καὶ τέλος ἔφθασεν εἰς τὸν βόθρον. Τὸ σῶμα τῆς μικρᾶς κόρης ἦτο κατὰ τὸ ἥμισυ βεβυθισμένον εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ τὰ ἐνδύματά της ἐπέπλεον. Ὁ Βράγγης ἔκυψε, τὴν ἀνέσυρε καὶ περιέβαλεν αὐτὴν εἰς τὰς ἀγκάλας του. Ρύακες ὕδατος ἔρρεον ἐκ τῶν ἐνδυμάτων της, καὶ ὁ γέρων ἀπόμαχος κατεβράχη ὅλος. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἔμελε διὰ τοῦτο. Ἔσπευσε νὰ ψηλαφήσῃ τὴν καρδίαν, νὰ βεβαιωθῇ ἂν ἦτο ζῶσα ἡ παιδίσκη. Τὸ σῶμα ἦτο κατάψυχρον. Παρ᾽ ὀλίγον ὁ γέρων στρατιώτης ἀπηλπίζετο. Ἔψαυσεν ἐπανειλημμένως τὴν καρδίαν, ἐκάθισε παρὰ τὸν λάκκον, ἐθέρμανε τὸ σῶμα διὰ προστριβῶν. Ἐφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς ἀτυχοῦς μικρᾶς. Τέλος ἐνόησεν ὅτι ἔζη, ἀλλ᾽ ἦτο βεβυθισμένη εἰς βαθεῖαν λιποθυμίαν. Ὁ Βράγγης δὲν ἐδειλίασεν· ἐξηκολούθησε νὰ ἐφαρμόζῃ τὰ γνωστὰ αὐτῷ πρόχειρα μέσα τῆς θεραπείας.

―Ὤ, Θεέ μου, ἔλεγε, φωτιά, νὰ εἶχα τρόπον ν᾽ ἀνάψω φωτιά. Ὑψώσας τὸ βλέμμα πρὸς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψηλοῦ βράχου, εἶδε μετὰ χαρᾶς ὅτι ὁ ἄγνωστος δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἐκρήμνισε τὴν μικρὰν κόρην, ἐνόμισε καλὸν νὰ γίνῃ ἄφαντος. ― Τῷ ὄντι, διενοήθη ὁ Βράγγης, τοῦτο ἦτο τὸ καλύτερον ὁποὺ εἶχε νὰ κάμῃ. Ἀλλ᾽ ἐγὼ τί νὰ κάμω; Ἂν δὲν μοῦ ἔκλεφταν τὴν φλοκάταν, ἰδοὺ ποῦ θὰ ἐχρησίμευε τώρα. Ἀλλὰ καὶ πάλιν καλύτερον ὁποὺ μοῦ ἔκλεψαν μίαν φλοκάταν, καὶ ἔσωσα μίαν ψυχήν. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὴν σώσω μέχρι τέλους.

Ἐξηκολούθησεν ἀνενδότως τὰς προστρίψεις καὶ τὰς ἐμπνοάς. Ἡ παιδίσκη παρεῖχε κατὰ μικρὸν σημεῖα ζωῆς. Στεναγμός τις ἐλαφρός, ὡς λεπτὴ αὔρα ἐν γαλήνῃ, ἐξῆλθεν ἐκ τῶν χειλέων της. Τὸ πρόσωπον ἦτο λευκόν, ὡς κηρός, καὶ οἱ καστανοὶ βόστρυχοί της περιέβαλλον τὴν μορφήν, ὡς στεφάνη γραπτῆς ἁγίας. Ὁ παλαιὸς στρατιώτης ᾐσθάνετο παράδοξον καὶ συμπαθῆ γοητείαν εἰς τὴν θέαν τοῦ δυστήνου τούτου πλάσματος. Ἐσκέπτετο ὅτι καὶ αὐτός, ἂν δὲν ἐδαπάνα τὴν νεότητά του εἰς ἀγόνους καὶ σκαιὰς ἐπιχειρήσεις, θὰ ἠδύνατο νὰ εἶναι πατήρ, καὶ νὰ ἔχῃ εἰς τὸ γῆράς του μικρὰν κόρην, οἵα αὕτη, ἥτις θὰ ἦτο ἡ παραμυθία του. ― Τώρα δὲ τί ἐκέρδησα; ἔλεγεν. Ἠκολούθησα ὅλην τὴν ζωήν μου τὸν Γάρμπον, ὅστις μ᾽ ἐδίδαξε νὰ καταφρονήσω ὅλα τὰ ἐπίγεια, χωρὶς νὰ κερδήσω τὰ οὐράνια τοὐλάχιστον. Ἀλλὰ διατί νὰ μὴ υἱοθετήσω αὐτὴν τὴν μικράν; Αὐτὴ δὲν ἔχει οὔτε πατέρα, οὔτε μητέρα. Ἕκαστος δύναται νὰ γίνῃ φυσικῶς πατὴρ μιᾶς κόρης, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ σώσῃ καὶ μίαν κόρην ἀπὸ τὸν θάνατον, καθὼς ἐγώ. Ἀλλὰ τίς ἠξεύρει ἂν δὲν εἶμαι καὶ πατήρ της; Ταῦτα σκεπτόμενος κατήντησε νὰ πιστεύσῃ ὅτι τῷ ὄντι ἡ μικρὰ αὕτη ἦτο θυγάτηρ του. Ἐσυλλογίζετο δὲ τὴν ἔκπληξιν, ἣν ἤθελεν αἰσθανθῆ ὁ Γάρμπος, ἂν ἐμάνθανεν ὅτι ὁ παλαιὸς σύντροφός του ἀπέκτησεν αἴφνης εἰς τὸ γῆρας μίαν κόρην. Πιθανὸν ὁ ἀλλόκοτος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ὅστις τὴν κατεκρήμνισεν ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ βράχου, νὰ ἦτο πατήρ της, ὡς τὸν εἶχεν ὀνομάσει αὕτη. Ἀλλὰ προφανῶς, ἀφοῦ ὑπερέβη πάντα ὅρον ἀστοργίας, ἐπιχειρήσας νὰ τὴν φονεύσῃ, ἀπέβαλε διὰ τοῦτο τὰ δικαιώματα τῆς πατρότητος. Καὶ ἀφοῦ οὕτως εἶχε τὸ πρᾶγμα, ἡ νεαρὰ αὕτη κόρη εἶχεν ἀνάγκην πατρός.

Ἐκ τῆς σκέψεως ταύτης ᾐσθάνθη ἀγαλλίασιν ὁ Βράγγης. Ἔλαβε τὴν μικρὰν εἰς τὰς ἀγκάλας του, ὑπερεπήδησε τοὺς βράχους, πατῶν μὲ ἀσφαλὲς καὶ ἔμπεδον βῆμα, καὶ ἐλθὼν ἀπέθεσε τὴν κόρην ἐπὶ τῆς κλίνης του. Τὴν ἐσκέπασε μὲ τὰ ἐνδύματά του, τὴν περιέθαλψε, τὴν ἐθέρμανε, καὶ ἐκάθισε παρ᾽ αὐτήν. Τὰ σημεῖα τῆς εἰς τὴν ζωὴν ἐπανόδου ἦσαν ἤδη προδηλότερα. Ἀλλ᾽ ὅμως βὴξ καὶ ἆσθμα κατεῖχε τὸ στῆθός της. Ὁ γέρων ἀνησύχει. Ἦτο ἤδη βαθεῖα νὺξ καὶ ἐφοβεῖτο τὸ νυκτερινὸν ψῦχος. Ἐκράτει πάντοτε τὰς χεῖράς της, αἵτινες ἦσαν ἔτι ψυχραί. Ἡ παιδίσκη δὲν ὡμίλησε, καὶ ἐφαίνετο ἐν ἀγνωσίᾳ διατελοῦσα. Ἡ δύσπνοια τοῦ στήθους ἐπετείνετο καὶ ὁ φόβος τοῦ καλοῦ ἀπομάχου παρηκολούθει μετὰ προσοχῆς τὰ συμπτώματα ταῦτα. Ἂν καὶ ἐγίνωσκε τὴν χρῆσιν τοῦ ξαντοῦ διὰ τὰ τραύματα, ποτὲ δὲν ἐφαντάσθη ὅτι ἠδύνατο νὰ εἶναι τόσον ἀγαθὸς νοσοκόμος.

Διελογίσθη ὅτι ἐκεῖ πλησίον, εἰς τὸ χωρίον, ὅπερ δὲν ἀπεῖχε πολύ, ὅθεν οἱ κύνες καὶ τὰ παιδία τὸν εἶχον ἐξώσει θριαμβευτικῶς τὴν ἑσπέραν, ὑπῆρχον μικραί τινες ἐπαύλεις, καλύβαι μᾶλλον ἢ οἰκίαι, κεχωρισμέναι ἀπὸ τῆς κυρίως κώμης, αἵτινες κατῳκοῦντο ὑπὸ ἀνθρώπων, καὶ ἠδύναντο νὰ ἔχωσι πῦρ εἰς τὴν ἑστίαν καὶ θερμὴν κλίνην δι᾽ ὕπνον. Ἂν ἐλάμβανε τὴν ἀτυχῆ ταύτην παῖδα εἰς τὰς ἀγκάλας του, καὶ ἐβάδιζε δύο ἢ τρία μίλια, διότι δὲν ᾐσθάνετο πλέον κάματον, ἂν ἔβλεπε φῶς λάμπον εἰς τὸν φεγγίτην, καὶ ἔκρουε μετὰ θάρρους καὶ συστολῆς ἅμα τὴν θύραν… Πιθανὸν νὰ δυσηρεστοῦντο οἱ κάτοικοι τῆς καλύβης διὰ τὸ ἄκαιρον καὶ ἀπροσδόκητον τῆς ἐνοχλήσεως, ἀλλ᾽ αὐτὸς θὰ ὡμίλει, θὰ διηγεῖτο μὲ δύο λέξεις τὸ πρᾶγμα, θὰ μετήρχετο τὴν εὐγλωττίαν τοῦ πάθους καὶ τῆς ὀδύνης, καὶ ἴσως θὰ τοὺς συνεκίνει.

Δὲν ἐδίστασεν ἐπὶ πλέον. Ἀνήγειρε τὴν μικρὰν κόρην, ἐτύλιξεν αὐτὴν μὲ τὸ ἔνδυμά του, καὶ λαβὼν τὴν πήραν καὶ τὴν ράβδον του, ἤρχισε νὰ βαδίζῃ. Καθ᾽ ἣν στιγμὴν διήρχετο ὑπὸ τὴν πλάτανον, τὴν ἐγγυτέραν πρὸς τὸν βράχον ὅθεν ἔπιπτεν ὁ καταρράκτης, εἶδε, βοηθείᾳ ἀκτῖνός τινος τῆς σελήνης, στίλβον τι πρᾶγμα κείμενον κατὰ γῆς. Ἔκυψε καὶ τὸ ἔλαβε. Τὸ ἔθηκεν εἰς τὴν πήραν, χωρὶς νὰ τὸ περιεργασθῇ, διότι τὸ συμπαθὲς φορτίον ὅπερ ἐβάσταζε δὲν ἐπέτρεπε αὐτῷ τοῦτο. Ἐτάχυνε γενναίως τὸ βῆμα, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν σύνδενδρον καὶ σκιερὰν ὁδόν, τὴν ἄγουσαν εἰς τὸ χωρίον.

Ὅτε προέβη ἀρκετὴν ὁδόν, ἤκουσεν αἴφνης ποδοβολητὸν ἵππων ἐρχομένων ὄπισθέν του. Τὰ σιδηρᾶ πέταλα ἀντήχουν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους καὶ αἱ φωναὶ τῶν ἱππέων ἠκούοντο. Ἡ πρώτη ἐλθοῦσα αὐτῷ ἰδέα ἦτο νὰ ἀποταθῇ πρὸς τοὺς ἱππεῖς καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν βοήθειαν, ἧς εἶχεν ἀνάγκην. Οὐδεμίαν ἀντίληψιν ἢ ἀνάμνησιν εἶχε τῶν λόγων τοῦ ἀγνώστου, δι᾽ ὧν ὑπῃνίχθη διώκτας τῆς μικρᾶς κόρης ἐπερχομένους. Ἀλλ᾽ ὅμως συνέλαβεν ἀόριστόν τινα φόβον, καὶ ἐσκέφθη ὅτι οὐχὶ παρὰ τῶν διαβατῶν, οἵτινες δὲν εἶχον προφανῶς τὰ μέσα, ἀλλὰ παρὰ τῶν ἐν οἴκῳ ὤφειλε νὰ ζητήσῃ βοήθειαν. Παρεμέρισεν ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἐπορεύθη εἰς πυκνὸν θάμνον, καὶ ἐκρύβη ὄπισθεν αὐτοῦ, περιμένων νὰ περάσωσιν οἱ ἱππεῖς. Ὅτε ἐπλησίασαν οὗτοι, ἤκουσε τὸν ἑξῆς διάλογον.

― Δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι μακράν.

― Αὐτὸς ὁ διαβολόγερος ἠξεύρει τὸν τρόπον νὰ χάνεται ὡς κονιορτός.

― Καὶ ὅταν συλλογίζωμαι ὅτι τὸ ἄλογόν μου κοντεύει νὰ σκάσῃ.

― Μήπως θὰ εἶναι τὸ πρῶτον;

― Καὶ τρέχομεν τόσας ὥρας, χωρὶς νὰ ἠξεύρωμεν διατί!

― Καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ παραπονεθῇ;

―Ἀλλὰ δὲν εἶναι εὐχάριστον νὰ ἐνεργῇ τις εἰς τὰ τυφλά.

― Πιστεύεις ὅτι ἐνεργοῦν εἰς τὰ τυφλά;

― Δι᾽ ἡμᾶς εἶναι ἄγνωστον.

―Ἐγὼ λέγω ὅτι χάνομεν τὸν κόπον μας.

― Οἱ καταδιωκόμενοι δὲν εὑρίσκονται εἰς τοὺς μεγάλους δρόμους.

Αἱ τελευταῖαι λέξεις μόλις ἠκούσθησαν. Ἡ συνοδία παρῆλθεν. Ὁ Βράγγης οὐδεμίαν ὑπόνοιαν συνέλαβεν ἐκ τοῦ διαλόγου τούτου. Προέκυψεν ὄπισθεν τοῦ θάμνου, παρετήρησε μετὰ προσοχῆς, καὶ ὅτε οἱ ἱππεῖς ἀπεμακρύνθησαν ἀρκούντως, ἐξηκολούθησε καὶ οὗτος τὸν δρόμον του.

Ἀλλὰ μόλις προέβη δύο ἢ τρία βήματα, καὶ ἐξέπεμψε σπαρακτικὴν κραυγήν. ᾘσθάνθη εἰς τὰς ἀγκάλας του κατάψυχρον τὸ σῶμα τῆς μικρᾶς κόρης. Τότε δὲν ἐδίστασε πλέον. Οἱ ἱππεῖς δὲν ἦσαν παραπολὺ μακράν, καὶ ἠδύναντο εἰσέτι νὰ τὸν ἀκούσωσιν. Ἔκραξε μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ στήθους.

― Κύριοι! Ἱππεῖς! Βοήθειαν!

Οἱ ἱππεῖς ἐστάθησαν εὐθύς. Ἦσαν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ τὸν ἀριθμόν. Ὁ Βράγγης ἔσπευσε νὰ φθάσῃ εἰς τὸ μέρος, ὅπου ἐσταμάτησαν, ὅλος ταραχὴ καὶ ἀγωνία.

― Τί τρέχει, ἔκραξεν εἷς τῶν ἱππέων. Ποῖος φωνάζει;

― Κύριοι, δι᾽ ἔλεος, βοήθειαν!

― Ποῖος εἶσαι;

― Πτωχὸς γέρων ἀπόμαχος.

― Καὶ τί θέλεις;

― Βοήθειαν εἰς ἕνα πλάσμα, κύριοι!

― Τί πλάσμα;

― Μίαν μικρὰν κόρην, ἥτις ἀποθνήσκει.

Οἱ ἱππεῖς παρετήρησαν μετὰ προσοχῆς, διότι ὁ Βράγγης εἶχε πλησιάσει ἤδη, καὶ εἶδον τὸ ἐν ταῖς ἀγκάλαις αὐτοῦ βασταζόμενον. Παρετήρησαν ἀλλήλους ἐρωτηματικῶς.

Ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔλεγον.

― Αὐτὴ νὰ εἶναι ;

― Καὶ ὅμως ὁ γέρος δὲν εἶναι αὐτός, εἶπε μεγαλοφώνως εἷς αὐτῶν.

―Ἠμπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ὁ γέρος, καὶ νὰ εἶναι ἡ μικρά, ἀπήντησεν ἄλλος.

― Πῶς εὑρέθης ἐδῶ καὶ τί συνέβη; ἠρώτησε τὸν Βράγγην, ὁ φαινόμενος ὡς ἀρχηγὸς τῶν ἱππέων.

― Βοήθειαν πρῶτον, αὐτὴ ἡ μικρὰ κινδυνεύει.

― Καὶ τί ἔχει;

― Κρυώνει θανατηφόρως.

― Τύλιξέ την μ᾽ αὐτό.

Ὁ ἱππεὺς ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ μαρσίπου του μάλλινον σκέπασμα καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν Βράγγην. Οὗτος δὲ ἔσπευσε νὰ περιτυλίξῃ τὸ σῶμα τῆς κόρης.

―Ἀλλ᾽ εἰπὲ μὲ δύο λέξεις, τί συνέβη, ἐπανέλαβεν ὁ ἱππεύς.

Ἄλλος ἐκ τῶν ἱππέων ἐξέβαλε φιάλην ἐκ τοῦ κόλπου του καὶ τὴν ἔδωκεν εἰς τὸν Βράγγην.

― Δός της νὰ μυρισθῇ αὐτό, εἶπεν.

Ὁ Βράγγης ἐξετέλεσε καὶ τὴν δευτέραν ταύτην παραγγελίαν.

― Εἰπὲ τί συνέβη, ἐπανέλαβεν ἀνυπομόνως ὁ πρῶτος τῶν ἱππέων.

― Κύριοι, ἐγὼ ἐκοιμώμην, ἐκεῖ ὑποκάτω τῶν δένδρων, σιμὰ εἰς τὸν ρύακα. Ἔξαφνα βλέπω ἕνα μανιακόν, ἕνα ἀλλόκοτον ἄνθρωπον, ἕνα ἔξω-ἀπ᾿ -ἐδῶ, καὶ ἦλθε καὶ ἔρριψεν αὐτὴν τὴν μικράν, τὴν ἐκρήμνισεν εἰς τὸν καταρράκτην. Ἐπρόφθασα καὶ τὴν ἔσωσα, ἀλλ᾽ ὅμως ἀποθνήσκει!

Πρὶν ἢ τελειώσῃ τὸν λόγον του ὁ Βράγγης, ὁ πρῶτος τῶν ἱππέων ἔνευσε πρὸς ἕνα τῶν συντρόφων του. Οὗτος ἔκαμε δύο βήματα μὲ τὸν ἵππον καὶ ἐκτείνας τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Βράγγην·

― Δός μοι αὐτὴν τὴν μικράν, εἶπε.

― Τί θέλετε;

― Δός μοι τὴν μικρὰν καὶ πήγαινε τὸν δρόμον σου, γέρο.

Ὁ Βράγγης κατελυπήθη, ἰλιγγίασεν, ᾐσθάνθη ἐπιθυμίαν ν᾽ ἀντισταθῇ.

―Ἀλλ᾽ εἶναι δική μου ἡ μικρά, εἶπεν. Ἐγὼ μόνον βοήθειαν ἐζήτησα.

― Εἶναι δική σου;

― Εἶναι δική μου, κόρη μου. Δὲν ἠμπορῶ ν᾽ ἀποχωρισθῶ ἀπ᾽ αὐτήν.

―Ἐτρελάθης, γέρο!

― Σᾶς λέγω, εἶναι κόρη μου, ἐπέμεινεν ὁ Βράγγης, μεταμεληθεὶς ὅτι δὲν διηγήθη ἐξ ἀρχῆς τὸν μῦθον τοῦτον.

― Μὴ ἀστεϊσμούς, γέρο! εἶπεν αὐστηρῶς ὁ πρῶτος τῶν ἱππέων. Δὸς τὴν μικράν, καὶ τράβα!

―Ἀλλ᾽ εἶναι δική μου, κύριε!

―Ὅταν θέλῃς νὰ λέγῃς ψεύματα, νὰ τὰ σκέπτεσαι ἐξ ἀρχῆς.

Ὁ Βράγγης κατεταράχθη, ἐπόνεσεν, ἔκλαυσεν. Ἀντεστάθη μέχρις ἐσχάτων.

Οἱ ἱππεῖς ἐδέησε νὰ μετέλθωσι βίαν. Ἥρπασαν ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ Βράγγη τὴν μικρὰν παιδίσκην, καὶ ἐξηκολούθησαν τὸν δρόμον των.

Ὁ Βράγγης ἔκλαιεν ὡς παιδίον.

― Πάρε αὐτό, γέρο, διὰ νὰ παρηγορηθῇς! ἔκραξεν ὁ πρῶτος τῶν ἱππέων ρίψας αὐτῷ βαλάντιον πλῆρες χρημάτων.

Ὁ Βράγγης κατεπάτησε τὸ βαλάντιον μὲ τοὺς δύο πόδας του, καὶ ἔτρεξε κλαίων κατόπιν τῶν καλπαζόντων ἵππων. Ἔμελλε δὲ νὰ τρέχῃ μέχρι τῆς αὐγῆς, διότι οἱ ἱππεῖς δὲν ἀπῆλθον εἰς μέρος ἐγγὺς κείμενον. Τέλος ἀπώλεσε τὰ ἴχνη των.

.........................................

Ὅτε ἀνέτειλεν ἡ ἡμέρα, καὶ ὁ Βράγγης συνῆλθεν ὀλίγον τι, θέσας τυχαίως τὴν χεῖρα εἰς τὴν πήραν του, ἀνεῦρεν ἐκεῖ τὸ μόνον ἐνθύμιον, ὅπερ τῷ ἔμεινεν ἐκ τῆς νυκτερινῆς ὀπτασίας. Ἦτο τὸ στίλβον ἐκεῖνο πρᾶγμα ὅπερ εἶχεν εὑρεῖ ὑπὸ τὴν πλάτανον. Ἦτο δὲ εἶδος ἀργυροῦ ἐγκολπίου, ἔχον ἐγκεχαραγμένα σύμβολα καὶ μίαν λέξιν. Τὰ σύμβολα παρίστων γλαῦκα, θύρσον, καὶ στέφανον δάφνης. Ἡ λέξις, ἣν καὶ ἂν ἤξευρε ν᾽ ἀναγινώσκῃ, δὲν θὰ ἐνόει πάντως ὁ Βράγγης, ἔλεγε κεφαλαίοις γράμμασι: ΠΛΗΘΩΝ.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´

Η ΙΚΕΤΙΣ

Μίλιά τινα μακρὰν τῆς Μονεμβασίας, ἔκειτο παρὰ τὸν αἰγιαλόν, κατὰ τὸν ΙΕ´ αἰῶνα, συνοικία τις ἁλιέων καλουμένη κοινῶς Στάμπα. Ὁ ὅρμος ἦτο ἀρκούντως εὐρύς, καὶ πλήρης λέμβων καὶ ἀκατίων, ὑπῆρχον λίθιναι ἀποβάθραι, ἐργαστήριά τινα, καὶ ἓν πλινθοποιεῖον. Παρὰ τὴν ἀντίθετον ἄκραν τῆς παραλίας ἔκειτο πύργος, ὅστις δυνατὸν νὰ κατῳκεῖτο πάλαι ποτέ, ἀλλὰ κατὰ τὸν εἰρημένον χρόνον ἦτο ἔρημος.

Νύκτα τινὰ τοῦ Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1453, καθ᾽ ἣν ὥραν οἱ ἁλιεῖς ἡτοίμαζον τοὺς πυρσοὺς διὰ τὰς νυκτερινὰς ὀψοθηρίας, αἱ δὲ γυναῖκές των ἀπεκοίμιζον τὰ βρέφη ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῶν, συρίζουσαι τὸ σύνηθες νανούρισμα καὶ ἡμικλείστους ἔχουσαι ὑπὸ νυσταγμοῦ τοὺς ὀφθαλμούς, παράπηγμά τι ἦτο ἀνοικτὸν εἰς τὴν ἄκραν τῆς συνοικίας. Ὁ μπάρμπα Κατούνας ὁ οἰνοπώλης δὲν ἦτο δύσκολος ἄνθρωπος, καὶ ἐδέχετο πάσης τάξεως πελάτας εἰς τὸ καπηλεῖόν του, ἤρκει νὰ ἦσαν οἰνοπόται. Κατὰ τὴν παροῦσαν στιγμὴν δύο μόνον θαμῶνες ὑπῆρχον ἐν τῷ παραπήγματι, καὶ ἔπινον καθήμενοι παρὰ τράπεζαν. Ὁ Κατούνας ὄρθιος, μὲ τὴν ποδιὰν κρεμαμένην ἐκ τῆς ὀσφύος, περιέμενε, πρὶν ἢ ἀποκοιμηθῇ, νὰ κενώσωσι τὰ ποτήρια οἱ δύο πόται, ἵνα παραγγείλωσι καὶ ἄλλον οἶνον.

Οἱ δύο οὗτοι ἡλιοκαεῖς ἄνθρωποι συνδιελέγοντο σιγά, ἐνῷ ἔπινον. Ὁ Κατούνας οὐδὲ λέξιν ἤκουεν. Εἰς μάτην ἔτεινε τὰ ὦτα. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι οἱ δύο ὁμιληταὶ δὲν ἐπεθύμουν προφανῶς ν᾽ ἀκουσθῶσι. Δὲν ἦσαν ἐξ ἐκείνων οἵτινες ἐνεργοῦσι τὰ πράγματα πρὸς ἐπίδειξιν.

― Λοιπόν, ἔλεγεν ὁ εἷς, πῶς τὸ ἠξεύρεις;

―Ἔχω πληροφορίας, σοὶ λέγω, ἀπήντα ὁ ἕτερος.

― Πόθεν σοῦ ἦλθαν; ἠρώτα ὁ πρῶτος, ὅστις ἐφημίζετο ὡς ἐπιτήδειος κλέπτης, ἦτο δὲ διάσημος εἰς τὰ πέριξ. Ὠνομάζετο Σκούντας, ἐπεκαλεῖτο δὲ κοινῶς Περίδρομος.

― Μοῦ ἦλθαν ἀπὸ τὴν Ρώμην, ἀπήντα ὁ δεύτερος, Τρανταχτὴς ὀνόματι. Οὗτος εἶχε δύο ἐπαγγέλματα. Μὲ τοὺς τιμίους ἦτο τίμιος, καὶ μὲ τὸν Σκούνταν ὁμότεχνός του.

― Καὶ ἔχεις ἐσὺ σχέσεις εἰς τὴν Ρώμην, διαβόλου Τρανταχτή;

― Δὲν τὸ ἠξεύρεις; ἀπήντησεν ὁ Τρανταχτὴς ἰλλωπίζων τοὺς ὀφθαλμούς.

― Καὶ ποῖος εἶναι ὁ ἀνταποκριτής σου;

―Ὁ Πάπας, εἶπεν ἀπαθῶς ὁ Τρανταχτής.

Ὁ Σκούντας ἔβαλε πλατὺν γέλωτα.

― Διατί γελᾷς;

― Διότι μ᾽ ἐμπαίζεις, εἶπεν ὁ Σκούντας.

Τὴν στιγμὴν ταύτην ὁ Κατούνας, ἰδὼν τὴν φαιδρότητα τοῦ Σκούντα ἔλαβε θάρρος καὶ ἐπλησίασε δύο βήματα. Ἀλλ᾽ ὁ Περίδρομος συνέστειλε τὰς ὀφρῦς.

― Τί θέλεις, Κατούνα; εἶπεν ὀργίλως.

―Ἐνόμισα ὅτι εἴχετε σώσει τὸ κρασί, ἐμορμύρισεν ὁ Κατούνας.

― Φέρε μίαν φιάλην, ἀνόητε, διὰ νὰ μὴν εὑρίσκῃς πρόφασιν νὰ ἔρχεσαι κάθε λίγο.

Ὁ Κατούνας ἔσπευσε νὰ ὑπακούσῃ.

― Καὶ πῶς συμβαίνει ὥστε ὁ Πάπας νὰ εἶναι ἀνταποκριτής σου; ἐπανέλαβεν ὁ Σκούντας.

―Ὅπως συμβαίνουν ὅλα τὰ πράγματα, ἀπήντησεν ὁ Τρανταχτής.

―Ἐξήγησέ μου λοιπὸν πῶς συμβαίνουν τότε, διότι ἐγὼ δὲν τὸ ἠξεύρω.

― Διὰ νὰ συμβῇ κάτι, εἶπεν ὁ Τρανταχτής, ἐγὼ ὡμίλησα μὲ σπουδαίους ἀνθρώπους καὶ τὸ ἔμαθα αὐτό, ἀπαιτοῦνται δύο τινά· θέλησις καὶ δύναμις.

― Λοιπόν;

― Λοιπόν, τὴν θέλησιν τὴν ἔχουν ὅλοι, τὴν δύναμιν ὅμως ὀλίγοι.

― Καὶ ἔπειτα;

― Καὶ διὰ τοῦτο βλέπομεν ὅτι ὀλίγοι ἐπιτυγχάνουν εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον.

― Καὶ εἶσαι σὺ ἐκ τῶν ὀλίγων;

―Ἐννοεῖται, ἀφοῦ ἔχω τόσα μέσα.

― Καὶ τί μέσα ἔχεις;

―Ὅσα θέλω.

Ὁ Σκούντας ἔλαβε τὸ ποτήριόν του, καὶ τὸ συνέκρουσε μὲ τὸ τοῦ συμπότου. Ἐξεκένωσε δὲ ὁ Σκούντας τὸν οἶνον ἀπνευστί. Ὁ Τρανταχτὴς μόνον ὀλίγον ἔπιε.

―Ἂς ἀφήσωμεν τοὺς ἀστεϊσμούς, ἐπανέλαβεν ὁ Σκούντας.

― Δὲν εἶναι ἀστεϊσμοί, εἶπεν ὁ Τρανταχτής.

―Ὁμιλεῖς σπουδαῖα;

― Βέβαια.

― Λέγε λοιπὸν καθαρὰ τότε.

― Καθαρὰ ὅπως αὐτὸ τὸ ποτήρι.

―Ἔμαθες ἀληθῶς ὅτι θὰ ἔλθῃ;

― Ναί.

―Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν τὸ ἔμαθες;

― Σοὶ εἶπα, ἀπὸ τὸν Πάπαν.

Ὁ Σκούντας ἐμόρφασεν ἀνυπομόνως.

―Ἀλλὰ δὲν εἶναι παράξενον, μοὶ φαίνεται, ἐπανέλαβεν ὁ Τρανταχτής, νὰ τὸ ἔμαθα ἀπὸ τὸν Πάπαν, ἀφοῦ αὐτός, διὰ τὸν ὁποῖον ὁμιλοῦμεν, εἶναι καρδινάλιος.

― Τὸ ἠξεύρω.

― Καὶ ἀπὸ τὸν καρδινάλιον ἕως τὸν Πάπαν δὲν εἶναι, μοὶ φαίνεται, μεγάλη ἀπόστασις.

― Δὲν ἠξεύρω.

―Ἀλλ᾽ ἂς εἶναι, ἐγὼ σοὶ λέγω ὅτι τὸ ἔμαθα ἀπὸ τὸν θαλαμηπόλον του.

― Καὶ τὸν γνωρίζεις;

― Εἶναι φίλος μου.

― Τί διάβολον! ὅλους τοὺς ἔχεις φίλους; εἶπεν ὁ Σκούντας.

― Καὶ διὰ νὰ πεισθῇς, ἰδού.

Ὁ Τρανταχτὴς ἤνοιξε τὸ περιστήθιόν του καὶ ἐξήγαγε φάκελον ἐκ τοῦ κόλπου. Ἔσυρε δὲ ἔνδοθεν τοῦ φακέλου χαρτίον καὶ τὸ ἔδωκεν εἰς τὸν Σκούνταν.

―Ἰδού, διάβασε, εἶπεν.

Ὁ Σκούντας ἀνέγνω τὴν ἑξῆς ἐπιστολήν:

«Ἀγαπητέ μοι ἐν Χῷ ἀδελφέ. Πολὺ ταχέως ἐλπίζω νὰ ἐνταμωθῶμεν, Θεοῦ θέλοντος, καὶ μὲ τὴν εὐχὴν τοῦ Ἁγίου ἡμῶν Πατρός. Ὁ κύριός μου σκοπεύει μετὰ ἕνα μῆνα νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Ἀνατολήν. Μοὶ φαίνεται ὅτι ἡ ἀποστολή του ἔχει ἐκκλησιαστικὸν καὶ πολιτικὸν σκοπόν, ἀλλὰ πλειότερα δὲν ἀνεκάλυψα. Ὅ,τι ἄλλο μάθω, θὰ σὲ πληροφορήσω. Θὰ μεταβῇ δέ, πιστεύω, εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἀλλὰ θὰ περάσωμεν καὶ ἀπὸ τὰ χώματά σας, διότι ἔχει σκοπὸν νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν παλαιὸν διδάσκαλόν του. Ἂν, ὡς εἶναι βέβαιον ἐκτελέσῃ τὴν ἐπίσκεψιν ταύτην, θὰ ἀποβιβασθῶμεν χωρὶς ἄλλο εἰς τὴν παραλίαν τῆς Μονεμβασίας. Ἐπιθυμῶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον θὰ ἐνταμώσω, νὰ εἶσαι σύ, διότι τὸ νομίζω ὡς καλὸν οἰωνόν. Ἄσπασαί μοι τὴν Πογγίαν, τὴν Βεάτην καὶ τὴν Πίαν, τὰς ἀγαπητάς μοι ἐν Χῷ ἀδελφάς. Νὰ τὰς συμβουλεύῃς δὲ νὰ μὴ δοθῶσιν εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ εἰς τὴν σκληραγωγίαν, διότι τοῦτο θὰ τὰς κάμῃ νὰ φαίνωνται ὡς γραῖαι, καὶ θ᾽ ἀποβάλωσι τὸ κόσμημα τοῦ κάλλους, τὸ ὁποῖον εἶναι ἓν ἐκ τῶν ἑπτὰ ἁγίων χαρισμάτων. Ὅλος ἀσπασίως εἰς σέ, μένω. Ὁ φίλος, Ἄγγελος Δερμίνιος, μοναχὸς ἐκ τοῦ τάγματος τοῦ Ἁγ. Βενεδίκτου. Εἴθε ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Πατρὸς νὰ εἶναι μεθ᾽ ἡμῶν. Ἀμήν.»

Ἀφοῦ ἀνέγνω ὁ Σκούντας τὴν ἀνωτέρω ἐπιστολήν, τὴν ἀπέδωκεν εἰς τὸν Τρανταχτήν, ὅστις ἐμειδία πονηρῶς.

― Τώρα, ναί, σὲ πιστεύω. Διότι δὲν γίνεται νὰ εἶναι πλαστὸν αὐτὸ τὸ γράμμα, τί διάβολο!

― Δὲν πιστεύω νὰ μὲ κάμῃς καὶ πλαστογράφον, εἶπεν ὁ Τρανταχτής, ὑποκρινόμενος ὅτι δυσαρεστεῖται.

― Καὶ ποῖαι εἶναι αὐταί, ὁποὺ λέγει;

― Ποῖαι;

― Ἡ Μπογγία, ἡ Πεάτη καὶ ἡ Βία…

― Ἡ Πογγία, ἡ Βεάτη καὶ ἡ Πία;

― Ναί.

― Εἶναι μοναχαί.

― Εἰς ποῖον μέρος;

― Δὲν ἠξεύρεις ὅτι ἔχω σχέσεις εἰς ἓν γυναικεῖον μοναστήριον;

― Νομίζω νὰ ἤκουσα.

― Εἶναι τὸ μοναστήριον τῆς Ἁγίας Ἐλισάβετ. Ἀπέχει τρεῖς ὥρας ἀπ᾽ ἐδῶ.

― Τὸ ἠξεύρω.

―Ἐκεῖ ἔχω πολλὰς σχέσεις.

― Τίνος εἴδους;

― Καλάς.

― Καλάς, τὸ ἠξεύρω, ἀλλὰ…

― Ἁγνὰς ἐννοεῖται.

― Τόσον καλύτερον, εἶπεν ὁ Σκούντας στενάζων.

Παραδόξως δ᾽ ἐσκυθρώπασε, καὶ δὲν ἐπέμεινε περιπλέον εἰς τὸ θέμα τοῦτο τοῦ λόγου.

―Ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸ προκείμενον, εἶπεν.

―Ἂς ἔλθωμεν.

―Ἕως πότε λέγεις νὰ φθάσῃ ἐδῶ;

― Ποῖος;

―Ὁ καρδινάλιος, αὐτός, πῶς τὸν λέγουν.

― Δυστυχῶς αὐτὸς ὁ Δερμίνης, ὁ ὑποκριτής, ἐλησμόνησε νὰ βάλῃ τὴν χρονολογίαν εἰς τὴν ἐπιστολήν.

―Ὥστε δὲν ἠξεύρεις;

― Τὴν ἔλαβα πρὸ ὀκτὼ ἡμερῶν. Ἡ ἐπιστολὴ λέγει ὅτι μετὰ ἕνα μῆνα θὰ γίνῃ τὸ ταξίδιον.

― Λοιπόν;

―Ἂν ὑπολογίσωμεν καὶ τρεῖς ἑβδομάδας ἐπάνω κάτω ἕως νὰ φθάσῃ εἰς χεῖράς μου ἡ ἐπιστολή…

―Ὡς τόσον, πιστεύω.

―Ὁ καρδινάλιος τότε εἶναι εἰς τὸν δρόμον.

― Βέβαια.

― Λοιπόν;…

Ὁ Τρανταχτὴς ἐκοίταξεν ἀτενῶς κατὰ πρόσωπον τὸν Σκούνταν. Οὗτος δὲ κατέστη σύννους καὶ σκεπτικὸς ἐπί τινας στιγμάς. Εἶτα ἐκένωσε καὶ ἄλλο ποτήριον καὶ ἀπέμαξε τὸν μύστακα.

― Δὲν ἔχω κανὲν σχέδιον, εἶπεν. Ἀλλὰ θὰ σκεφθῶ καὶ σοὶ λέγω.

Ὁ Τρανταχτὴς προσῆλθεν ἐγγύτερον πρὸς τὸν Σκούνταν καὶ ἐσφίγχθη παρ᾽ αὐτόν. Ἐταπείνωσε πολὺ τὴν φωνὴν καὶ τῷ εἶπεν.

―Ὁ καρδινάλιος εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ φέρῃ μαζί του πολλὰ χρήματα.

― Τὸ ἠξεύρω. Ἀλλὰ θὰ τὰ φέρῃ ἐπάνω του; Ἀδύνατον.

―Ὄχι. Ἀλλ᾽ ἕνα πρᾶγμα δὲν μοὶ λέγει ἡ ἐπιστολή.

― Τὸ ποῖον;

―Ἂν θὰ ἔχῃ ἰδιαίτερον πλοῖον.

― Τῷ ὄντι.

―Ἀλλ᾽ ἐγὼ πιστεύω ὅτι, ἂν ἀληθεύῃ αὐτὸ ὁποὺ λέγει αὐτὸς ὁ ὑποκριτής, ὁ Δερμίνιος…

― Τί λέγει;

― Λέγει ὅτι ἔρχεται διὰ πολιτικὴν ἀποστολήν.

― Ναί.

― Λοιπὸν ἀφοῦ ἔρχεται διὰ πολιτικὴν ἀποστολήν…

―Ἔπειτα;

― Θὰ εἰπῇ ὅτι τὸν στέλλει ὁ Πάπας.

― Ἴσως.

― Καὶ ἀφοῦ τὸν στέλλει ὁ Πάπας…

―Ἔ;

― Τοῦτο σημαίνει ὅτι θὰ τοῦ δώσῃ πλοῖον.

― Πιθανόν.

― Καὶ ἀφοῦ θὰ ἔχῃ πλοῖον…

― Λοιπόν;

― Θὰ εἰπῇ ὅτι τὰ χρήματα θὰ τὰ ἔχῃ εἰς τὸ πλοῖον μέσα.

Ὁ Σκούντας ἐσκυθρώπασεν αὖθις.

― Εἶναι δύσκολον, εἶπε.

― Τὸ ἠξεύρω.

―Ἠμποροῦμεν ἡμεῖς νά;…

― Τί νά;

― Νὰ λῃστεύσωμεν τὸ πλοῖον; εἶπεν ὁ Σκούντας.

― Πιθανὸν νὰ μὴ λάβωμεν ἀνάγκην νὰ τὸ λῃστεύσωμεν.

―Ἀλλὰ τί;

― Νὰ τὸ γδύσωμεν μόνον.

― Δὲν εἶναι τὸ ἴδιον; εἶπε μειδιάσας ὁ Σκούντας.

― Κατὰ τὰς περιστάσεις.

― Διατί;

―Ὑπόθεσε ὅτι δὲν εἴμεθα ἱκανοὶ δι᾽ ἔφοδον.

―Ὑποθέτω.

― Οὔτε διὰ καύσιμον.

― Οὔτε.

― Οὔτε διὰ βούλιαγμα.

― Οὔτε.

― Τότε δὲν βλέπεις ἓν ἄλλο μέσον;

― Ποῖον;

―Ὁ Δερμίνης αὐτὸς εἶναι φίλος μου.

― Τὸ ἠξεύρω.

―Ἐμβαίνει ὀλίγον εἰς τὰ ἔντιμα μέσα.

― Ἴσως.

― Εἶναι ψευδευλαβής, ὑποκριτής, ἀσυνείδητος Φαρισαῖος.

― Πιστεύω.

―Ἂν συνεννοηθῶμεν μ᾽ αὐτόν…

―Ἔ;

― Τότε αὐτὸς θὰ μᾶς εὕρῃ τὸ μέσον.

―Ἄμποτε.

―Ἢ θὰ τὸ εὕρωμεν ἡμεῖς.

Ὁ Σκούντας ἔσεισε τοὺς ὤμους. Παρετήρησεν ὅτι ἡ φιάλη εἶχε κενωθῆ. Ἔκρουσεν αὐτὴν ἐπὶ τῆς σανίδος τῆς τραπέζης. Ὁ κρότος ἐξύπνισε τὸν Κατούναν, ὅστις μόνον μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκοιμᾶτο, μὲ τὰ ὦτα ὅμως ἠγρύπνει.

― Τί ἀγαπᾶτε; ἠρώτησε.

― Κρασί.

Ὁ Κατούνας ἔλαβε τὴν φιάλην καὶ ἐπορεύθη πρὸς τὸ βαρέλιον.

― Θὰ ἴδωμεν, ἀπήντησεν ὁ Σκούντας πρὸς τὸν σύντροφόν του. Σὰν δύσκολα βλέπω τὰ πράγματα, ἀλλὰ ὁ Θεὸς βοηθός.

Δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμη ὁ Σκούντας τὸν λόγον καὶ παράδοξος κρότος ἠκούσθη ἔξωθεν. Βήματα δρομαῖα ἀντήχησαν, πνοὴ δὲ καὶ κραυγὴ διακεκομμένη ἔπληξε τὰ ὦτα τῶν δύο συμποτῶν.

― Τί τρέχει; εἶπεν ὁ Σκούντας.

Ὁ Τρανταχτὴς δὲν ὡμίλησεν· ἔμεινε μὲ τὸ στόμα κεχηνός, βλέπων πρὸς τὴν θύραν τοῦ παραπήγματος, ὁ δὲ Κατούνας, ὅστις εἶχεν ἀνοίξει τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν κρουνὸν τοῦ βαρελίου, ἔχυσεν ἀρκετὸν ρεῦμα οἴνου ἐκτὸς τῆς φιάλης, κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, διότι ἔστρεψεν ἀκουσίως τὸ πρόσωπον πρὸς τὸ θόρυβον.

Νεᾶνίς τις ἀτημελῶς ἐνδεδυμένη, λυσίκομος, ἀνυπόδητος, ἐν ἐξάλλῳ ταραχῇ διατελοῦσα, εἰσώρμησεν εἰς τὸ καπηλεῖον κράζουσα.

― Σώσατέ με! Σώσατέ με!

Οἱ δύο συμπόται ἀνωρθώθησαν αὐτομάτως. Ἡ νεᾶνις ἤσθμαινεν, εἶχε τὸ πρόσωπον κάτωχρον καὶ ἔτρεμεν ὅλον τὸ σῶμά της.

―Ἀϊμά, ἔκραξεν ὁ Σκούντας, ἀναγνωρίσας αὐτήν, σὺ εἶσαι, Ἀϊμά;

Συγχρόνως τρεῖς ἄνδρες μαυρισμένον τὸ πρόσωπον ἔχοντες, ἡμίγυμνοι, κατησβολωμένοι, κρατοῦντες σφύρας καὶ πυράγρας εἰσέβαλον κατόπιν τῆς νέας κόρης εἰς τὸ καπηλεῖον, κράζοντες.

― Τζάνουμ*! Πιάστε την! Πιάστε την, γιὰ τὸ Θεό!..

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β´

ΚΑΠΝΟΙ ΚΑΙ ΣΚΩΡΙΑΙ

Ὅπως διηγηθῶμεν τί συνέβη, ἀνάγκη μικρᾶς ἀναδρομῆς εἰς τὸ παρελθόν.

Οὐχὶ μακρὰν τοῦ καπηλείου τοῦ Κατούνα, περὶ τὰ δισχίλια βήματα, ἔκειτο μεμονωμένη τις καλύβη, σκαιὰ καὶ ἀλλόκοτος τὴν θέαν, ἱδρυμένη εἰς τὴν ὑπώρειαν πετρώδους τινὸς λόφου, ὅπου οὐδὲ ἴχνος βλάστης ὑπῆρχεν. Ὁ ἄχαρις ἐκεῖνος καὶ γυμνὸς βράχος ἠδύνατο νὰ προκαλῇ πάμπολλα σχόλια καὶ μομφὰς ἐπὶ ἐλλείψει φιλοκαλίας, ἂν ἦτο ἔργον ἀνθρώπινον. Ἐπειδὴ ὅμως ἦτο ἔργον τῆς φύσεως, οὐδεὶς ἐδικαιοῦτο νὰ παραπονεθῇ. Ἡ ἐν λόγῳ καλύβη ἦτο εὐρεῖα, καὶ εἶχε μεγίστην ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ τῆς στέγης. Κατῳκεῖτο δὲ ὑπὸ οἰκογενείας σιδηρουργῶν, συγκειμένης ἐκ τριῶν ἀνδρῶν καὶ δύο γυναικῶν, εἰς οὓς ἐχρησίμευεν οὐ μόνον ὡς κατοικία ἀλλὰ καὶ ὡς ἐργαστήριον. Ἐν τῷ μέσῳ ἔκειτο ἡ κάμινος, κτιστὴ καὶ ὑψηλὴ μέχρι τῶν βουβώνων ἀνδρικοῦ ἀναστήματος, ἐφ᾽ ἧς νυχθημερὸν ἔκαιον οἱ ἐξ ἐρείκης ἄνθρακες. Αὕτη συνείχετο μὲ ἰσοϋψὲς ἴκριον, ἐφ᾽ οὗ ἦσαν ἱδρυμέναι αἱ δύο φῦσαι. Διὰ τῆς ἐν τῇ ὀροφῇ μεγίστης ὀπῆς ἐξήρχετο ὁ καπνός. Περὶ τὴν κάμινον ἵσταντο τρεῖς μεγάλοι ἄκμονες, παρ᾽ αὐτοὺς ἔκειντο οἱ ραιστῆρες, αἱ σφῦραι, αἱ πυράγραι καὶ τὰ λοιπὰ ἐργαλεῖα.

Παρὰ τὰς τέσσαρας γωνίας τῆς καλύβης ἐκοιμῶντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους οἱ σιδηρουργοὶ καὶ αἱ δύο γυναῖκες. Ὥρα τοῦ ὕπνου ἦτο συνήθως ἀπὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου μέχρι μέσων νυκτῶν καὶ τότε ἀφυπνίζοντο, ἤναπτον τὸ πῦρ καὶ ἤρχιζον τὴν ἐργασίαν, μέχρι τῆς πρωίας διαρκοῦσαν. Τὴν ἡμέραν σπανίως εὑρίσκοντο οἱ ἄρρενες ἐν τῷ ἐργαστηρίῳ. Ἐξετέλουν ἐκδρομὰς εἰς τὰ πέριξ, εἴτε πρὸς πώλησιν τῶν προϊόντων τῆς τέχνης εἴτε καὶ πρὸς ἄλλους ἀγνώστους σκοπούς. Ἐπέστρεφον δὲ τὴν ἑσπέραν κατάκοποι καὶ κατεκλίνοντο. Ὅτε δὲ ἠγείροντο πρὸς τὸ μεσονύκτιον, ὡς ἐλέχθη, δὲν ἦσαν συνήθως μόνοι οἱ τρεῖς σιδηρουργοί, οἵτινες εἰργάζοντο. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἤρχοντο καὶ ἄλλοι ὁμότεχνοι καὶ συνηγωνίζοντο μετ᾽ αὐτῶν. Αἱ δύο γυναῖκες δὲν ὑστέρουν καὶ αὐταὶ εἰς τὸ νὰ βοηθῶσι τοὺς ἄνδρας. Ὁ ριπισμὸς τῶν ἀνθράκων διὰ τῶν φυσῶν, ὁ ραντισμὸς τοῦ πυρός, ἡ κατάσβεσις τοῦ πεπυρακτωμένου μετάλλου ἦσαν ἴδια αὐτῶν ἔργα. Ἐνίοτε δὲ καὶ εἰς τὸν χειρισμὸν τοῦ ραιστῆρος ἐλάμβανε μέρος ἡ πρεσβυτέρα τῶν δύο. Ἦτο δὲ αὕτη ἑξηκοντοῦτις, ἐρρυτιδωμένη τὰς παρειάς, μὲ δύο μεγάλους κυνόδοντας κρεμαμένους ἐκ τῆς ἄνω σιαγόνος. Εἴτε ἤνοιγε τὸ στόμα, εἴτε κλειστὸν εἶχεν αὐτό, οἱ δύο κυνόδοντες οὐδέποτε ἠδύναντο νὰ κρυβῶσιν. Ὅτε ἐμειδία (μειδίαμα δ᾽ ἐννοοῦμεν τὸν συνήθη αὐτῇ μορφασμὸν τοῦ προσώπου), ἐπροξένει τρόμον εἰς τὴν μικρὰν προστατευομένην της. Ἡ γραῖα αὕτη ἦτο σύζυγος τοῦ πρεσβυτέρου τῶν τριῶν ἀνδρῶν καὶ μήτηρ τῶν δύο νεαρῶν γύφτων. Ἠδύνατο δὲ νὰ ὁρκισθῇ εἰς τὸν Ἥφαιστον ὅτι καὶ τῆς νέας κόρης ἐπίσης ἦτο μήτηρ.

Ὁ γέρων ἦτο παράξενος, δριμύς, ὀξύχολος, ἐμορμύριζε πάντοτε, ποτὲ δὲν ἦτο εὐχαριστημένος. Ἕκαστος γογγυσμὸς αὐτοῦ ἀπήντα εἰς ἕκαστον μορφασμόν, εἰς ἑκάστην θωπείαν καὶ φιλοφρόνησιν τῆς γραίας. Οἱ δύο νέοι γύφτοι ἐσύριζον, ἐτραγῴδουν ἀδιαλείπτως, καὶ δὲν ὡμίλουν ποτέ. Ὁ εἷς ἦτο 22 ἐτῶν, ὁ ἕτερος 19. Ὁ εἷς ὠνομάζετο Βοῦγκος καὶ ὁ ἕτερος Μάχτος. Οὕτω τοὺς παρωνόμαζεν ὁ πατήρ, ἀγνοεῖται ἂν εἶχον καὶ ἄλλα ὀνόματα. Ἡ μήτηρ τοὺς ἀπεκάλει μεγάλον καὶ μικρόν. Ὡς δεῖγμα περὶ τοῦ τρόπου, καθ᾽ ὃν συνεννοοῦντο πρὸς ἄλληλα τὰ τέσσαρα ταῦτα πρόσωπα, ἀρκεῖ νὰ παράσχωμεν τὸ ἑξῆς· Ὁ Βοῦγκος ἔθετε τὸν σίδηρον εἰς τὸ πῦρ καὶ ἐτραγῴδει:

Μὲ τὸ βαριό, μὲ τὸ βαριό,

Ξυπνᾷ ὁ γύφτος τὸ χωριό,

Τὸ χωριό, τὸ χωριό.

Τρὰ λὰ λὰ λὰ ρὸ λὰ ρό…

Γιὰ τὸ σφυρί, γιὰ τὸ σφυρὶ

Τρελαίνεται κι ἡ λυγερή,

Λυγερή, λυγερή.

Τρὰ λὰ λὰ λὰ λὰ ρὴ λὰ ρὴ κτλ.

Ὁ Μάχτος ἐσύριζεν ἄλλον ἦχον, ὅστις ἀντέφασκε καὶ κατὰ μέλος καὶ κατ᾽ ἔννοιαν πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ Βούγκου ᾀδόμενον. Ὁ γέρων ἐγόγγυζεν, ἐψιθύριζεν, ἐστέναζεν ἀδιακόπως, καὶ συνάμα κατέφερε τὴν σφῦραν ἐπὶ τοῦ ἄκμονος. Ἡ μαστόρισσα ἐμειδία, ἐμόρφαζεν, ἐδείκνυε τοὺς δύο κρεμαστοὺς ὀδόντας, καὶ ἔλεγεν:

―Ἄκουσέ τους, πῶς τὸ τερερίζουν. Μία χαρά!

― Σκάσε, παλιόστριγλα, ἐγόγγυζεν ὁ γέρων. Χμ!… Γμ!…

― Σὶ σὶ σί, σὶ σὶ σί! ἐσύριζεν ὁ Μάχτος.

―Ὄμορφα ποὺ σφυρίζεις, μικρό μου! ἔλεγεν ἡ γραῖα.

― Σκασμός, γριὰ φούρκα! ἔκραζεν ὁ μέγας Γύφτος. Γρού!…

Ὁ Βοῦγκος ἐξηκολούθει τὸ ᾆσμα.

Μὲς τὴν φωτιά, μὲς τὴν φωτιὰ

Παίζει ὁ Γύφτος τὴ ματιά,

Τὴ ματιά, τὴ ματιά.

Τρὰ λὰ λὰ λὰ τρὰ λὰ τά, κτλ.

Ἡ γραῖα ἐνεθάρρυνεν αὐτόν.

― Μπράβο, παιδί μου, ὄμορφα!

― Θὰ σκάσῃς, γραῖα λώβα! ἔκραζεν ὁ γέρων.

Καὶ τότε ἥρπαζε τὸν ραιστῆρα καὶ τὸν ἀνύψου κατὰ τῆς γραίας. Ὁ Βοῦγκος ἐξέτεινε τὴν χεῖρα καὶ προελάμβανε τὸ κτύπημα. Διότι ἡ δυστυχὴς γύφτισσα δὲν εἶχεν οὐδεμίαν πλευρὰν σώαν. Τὸ ραχοκόκκαλόν της εἶχε κυρτωθῆ, καὶ τὰ παγίδιά της ἐκρέμαντο γύρω τόσον ἀνειμένως, ὥστε τὸ σύνολον τῶν ὤμων καὶ τῆς ράχεως εἶχον ὄψιν σωροῦ. Καὶ ἂν ὁ εἷς τῶν υἱῶν της, ἀφότου ἦλθον εἰς ἡλικίαν, ἢ ἡ νέα κόρη, δὲν ἀπέτρεπόν τινα περιπλέον κτυπήματα, καὶ δὲν ἥρπαζον τολμηρῶς τὸ βαρὺ ἐργαλεῖον ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ σκληροῦ Γύφτου, πρὸ πολλοῦ ὁ σωρὸς οὗτος δὲν θὰ ἦτο ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.

Ἡ νέα, περὶ ἧς δὲν ὡμιλήσαμεν, Ἀϊμὰ ὀνόματι, ἦτο δεκαὲξ ἐτῶν. Μέχρις οὗ χρόνου ἐξικνεῖτο ἡ μνήμη της, ἐκτὸς μιᾶς μόνης καὶ φρικώδους ἀναμνήσεως τῆς βρεφικῆς της ἡλικίας, δὲν ἐνθυμεῖτο ἄλλην οἰκίαν πλὴν τῆς καλύβης τῶν σιδηρουργῶν, οὐδὲ ἄλλους γονεῖς πλὴν τοῦ σεβασμίου τούτου ἀνδρογύνου. Ἐνταῦθα εἶχεν ἡλικιωθῆ, τὸ μόνον δὲ ὅπερ κατώρθωσεν ἦτο, ἀφότου ἡλικιώθη, τὸ νὰ ἀποφύγῃ τὴν βαναυσότητα τοῦ πρώτου τῶν γύφτων, καὶ τοῦτο διὰ τῆς γλυκείας γλώσσης της. Εἶχε μέλανας καὶ μεγάλους ὀφθαλμούς, ὠχρὰν καὶ ἀδύνατον τὴν ὄψιν, καὶ ὡραίαν καστανὴν κόμην. Τὸ ἀνάστημά της ἐφαίνετο ὀλίγον κυρτόν. Ἠδύνατο νὰ καταστῇ ὡραία, ἂν δὲν ἔζη ἐν μέσῳ τοιούτου κύκλου, ἀλλὰ νῦν δυσκόλως ἠδύνατό τις νὰ διακρίνῃ ἂν ἦτο εὐειδὴς ἢ ἄσχημος. Μεθ᾽ ὅλην τὴν ἀσβόλην καθ᾽ ἧς ἐπάλαιε, προσεπάθει νὰ ἐνδύηται κοσμίως, καὶ σπανίως ἐφαίνετο κηλιδωμένη. Ἄλλοτε ἴσως ἐχειρίζετο καὶ αὐτὴ τοὺς φυσητῆρας καὶ ἐβοήθει καὶ εἰς τὰ λοιπὰ ἔργα. Ἀλλὰ πρὸ πολλοῦ ἦτο ἀπηλλαγμένη ἤδη τῆς ἀγγαρείας ταύτης. Ἡ γραῖα μαστόρισσα εἶχε συναισθανθῆ τὴν ἀνάγκην τῆς οἰκιακῆς τάξεως, καὶ ἀνέθηκεν αὐτὴν εἰς τὴν Ἀϊμάν. Πλὴν τούτου οἱ δύο νέοι γύφτοι εἶχον ἀγαθὴν καρδίαν, καὶ ὁσάκις ἔπαυον νὰ τραγῳδῶσι, συνηγόρουν ὑπὲρ τῆς νεάνιδος πάντοτε. Ὁ δὲ γέρων ἦτο ἀφωπλισμένος ὑπ᾽ αὐτῆς καὶ ποτὲ τὸ τρομερὸν ἐργαλεῖόν του κατ᾽ αὐτῆς δὲν ἐστράφη.

Ἡ Ἀϊμὰ διετήρει, ὅσον ἐνῆν, τὴν καθαριότητα, ἔπλυνε τὰ ἐνδύματα τῶν τριῶν γύφτων, παρεσκεύαζε τὸ φαγητόν, ἔκλωθεν, ἔπλεκεν, ἔρραπτε καὶ ἐπεσκεύαζε τὰς ποδιὰς καὶ τὰ ὑποκάμισα. Κατώρθωσε δὲ νὰ ἐκτελέσῃ καὶ ἄλλον ἆθλον, ἀνήκουστον τέως, ὡς πρὸς τὸν πετρώδη ἐκεῖνον τόπον, τὸν ἠδικημένον ὑπὸ τῆς φύσεως, τὸν μὴ εὐλογημένον ὑπὸ τοῦ οὐρανοῦ, τὸν ἀπεξηραμμένον ὑπὸ τῶν σκωριῶν καὶ μαυρισμένον ὑπὸ τῶν ἀνθράκων. Μεταξὺ δύο ὑψηλῶν βράχων ἀνεκάλυψεν ὡς ἐκ θαύματος γῆν, καὶ μάλιστα λιπαράν. Συνέλαβε τὴν ἰδέαν νὰ κάμῃ κῆπον. Μετεχειρίσθη τὸ ὀλίγον ἐκεῖνο χῶμα ὡς ζώπυρον, μετέφερε μακρόθεν ἐπὶ τῶν ὤμων της ἑκατοντάδας κοφίνων μεστῶν χώματος, καὶ οὕτω κατεσκεύασε τὴν φωλεάν της. Ἐφύτευσε διάφορα δένδρα καὶ εὐώδη φυτά, βασιλικούς, καρυόφυλλα, ἡδυόσμους, τὰ ἐπότιζε δὶς τῆς ἡμέρας, κατεσκεύασεν αἱμασιὰν ἐκ λίθων μὲ τὰς χεῖράς της, καὶ μετ᾽ ὀλίγον χρόνον πάντες οἱ γύφτοι ἠναγκάσθησαν νὰ σέβωνται τὸ ἔργον τοῦτο τῶν χειρῶν της. Τῷ ὄντι δὲ ὁ κῆπος ἐκεῖνος, μικρὸς ὅσον ἦτο, ἀπετέλει εὐάρεστον θέαμα καὶ ἦτο εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς σκυθρωποὺς καὶ καπνισμένους τοίχους τῆς μελαγχολικῆς καλύβης.

Καθ᾽ ὅσον ἡλικιοῦτο ἡ Ἀϊμά, ᾐσθάνετο ἐν ἑαυτῇ ὁρμεμφύτως τῆς συστολῆς καὶ εὐπρεπείας τὸ αἴσθημα. Ἐντὸς τῆς ἀκόμψου ἐκείνης καλύβης κατώρθωσε νὰ κάμῃ καὶ εἶδος κοιτῶνος δι᾽ ἑαυτήν. Δύο σανίδες ἤρκεσαν ὅπως ἀποτελέσωσι χώρισμα εἰς μίαν τῶν γωνιῶν, δι᾽ οὗ ἐκρύπτετο ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἄλλων, καὶ ἕτεραι δύο ὁριζοντίως καρφωθεῖσαι ἀπετέλεσαν κλίνην. Ἄλλως δὲν κατεκλίνετο αὐτὴ ἀφ᾽ ἑσπέρας, ὅπως οἱ λοιποὶ σύνοικοι. Τὴν μὲν ἡμέραν πλὴν τῆς ἐπιμελείας τοῦ κήπου, εἶχε τὴν παρασκευὴν τοῦ φαγητοῦ, καὶ τὴν πλύσιν καθ᾽ ἑβδομάδα, τὴν δ᾽ ἑσπέραν μέχρι βαθείας νυκτὸς ἔρραπτεν, ἔπλεκε καὶ ἐμβάλωνε. Ὅτε δὲ οἱ γύφτοι ἐξύπνουν μὲ τὴν φωνὴν τοῦ ἀλέκτορος, ὅπως ἀρχίσωσι τὴν σφυρηλασίαν, αὕτη ἀπεκοιμᾶτο τότε. Ὁ βαρὺς κρότος τῶν σφυρῶν καὶ τῶν ραιστήρων δὲν ἠνώχλει πλέον, φεῦ! τὰ ὦτά της, ἀπὸ πολλοῦ συνηθισμένα εἰς τὸν ἦχον τοῦτον. Ἴσως μάλιστα ἡ μακρὰ συνήθεια εἶχε καταστήσει εὐαρέστους εἰς τὴν ἀκοὴν αὐτῆς τοὺς κρότους ἐκείνους. Πλὴν τούτου ἤκουεν ἀπὸ ὄρθρου βαθέος μέχρι πρωίας συνδιαλέξεις, βλασφημίας, ἐπιφωνήσεις καὶ ᾄσματα. Εἴπομεν ὅτι ὄχι μόνοι οἱ τρεῖς γύφτοι εἰργάζοντο πάντοτε, καὶ τοῦτο ἐμετρίαζε τὴν μονοτονίαν τῶν γογγυσμῶν τοῦ πρώτου γύφτου, τῶν μειδιαμάτων καὶ ἀκκισμῶν τῆς γραίας καὶ τῶν ἀδιαλείπτων συριγμῶν τῶν δύο μικρῶν γύφτων. Οἱ ἄλλοι προσερχόμενοι εἰς συνεργασίαν χαλκεῖς ἦσαν εὔθυμοι ὁπωσοῦν σύντροφοι. Ὁ εἷς αὐτῶν διηγεῖτο μύθους, οἵτινες δὲν ἐτελείωνόν ποτε αὐτονυχί, οἱ δὲ ἄλλοι δύο ἔλεγον πολλὰ τετριμμένα ἀστεῖα ἐν τῷ μεταξὺ καὶ ἠμπόδιζον τὸν πρῶτον νὰ τελειώσῃ. Ἡ μαστόρισσα ἦτο ἡ δυστυχεστάτη πασῶν γυναικῶν, διότι, ἐνῷ ὕψωνε καὶ κατεβίβαζε τὰς δύο σφύρας, ἐνύσταζεν. Ἀλλὰ τίς ἔπταιε; Τὴν ἡμέραν δὲν ἤθελε νὰ κοιμηθῇ φιλοτιμουμένη νὰ δίδῃ εἰς τὴν μικρὰν συμβουλὰς εἰς ὅλα τὰ ἔργα της.

Ἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ τις, κατὰ τοὺς βαθεῖς ὄρθρους, καθ᾽ ὃν χρόνον τὰ μαυρισμένα πρόσωπα τῶν γύφτων ἔλαμπον φανταστικὴν λάμψιν ἀντικρὺ τοῦ πυρός, ὁ δὲ βαρύγδουπος ραιστὴρ κατεφέρετο ἐκ διαλειμμάτων διακόπτων τὴν μονότονον ἰαχὴν τῶν δύο φυσητήρων, καὶ ὁ μέλας καπνὸς ἀνεπέμπετο διὰ τῆς ὕπερθεν ρωγμῆς, καὶ οἱ σπινθῆρες ἀνέβαινον ἀπειράριθμοι εἰς ὕψος, ἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ διαλόγους οἷος ὁ ἑπόμενος:

― Κάργα, γέρο μάστορη!

― Βρόντα!

― Τζάνουμ! σπρῶξε.

― Σβῆσε το!

― Μπούφ! Μπούφ!

―Ἀκόμα!

― Κτύπα! Δύναμη!

― Φόρτσα*!

― Δός μου χέρι!

― Φόρτε*!

― Σώνει, μάστορη!

― Δός του!

― Βάρδα Μάχτο!

―Ὤχ! κόμπιασα…

― Θὰ χραπανίσῃς ψιλούς1.

―Ὁ διάβολος νὰ σὲ πνίξῃ, πανούκλα!

― Μὴ περιβολᾷς2.

― Χαρχαντές, μαντὲς καὶ ἀντάρες!

Καὶ οὕτω παρήρχοντο αἱ νύκτες ἐκεῖναι, προπεμπόμεναι ὑπὸ γελώτων, θορύβων, βλασφημιῶν καὶ ὑπὸ τῆς κραυγῆς Ἥλιος! ἣν συνήθιζε νὰ ἐκπέμπῃ πάντοτε ὁ Μάχτος, ὅτε ἡ πρώτη ἀκτὶς ἀνέτελλεν ἐπὶ τοῦ στερεώματος.

Ἐν μέσῳ τοῦ ἀλλοκότου τούτου κύκλου, ὅπου ἔζη ἡ Ἀϊμά, παράδοξον πρᾶγμα, ἦτο σχεδὸν εὐτυχής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ´

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ

Θὰ ἦτο δ᾽ εὐτυχεστέρα, ἂν δὲν συνέβαινον καὶ μικρὰ δυσάρεστα ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν. Ὄπισθεν τοῦ πετρώδους λόφου εὑρίσκετο ἡ ἔπαυλις ἀγρότου τινός, ὅστις ἔβοσκε πέντε πρόβατα, δύο ἀγελάδας, μίαν αἶγα καὶ ἀγέλην χηνῶν. Ἡ οἰκία ἦτο ἔρημος σχεδὸν ὅλην τὴν ἡμέραν, διότι ὁ χωρικὸς μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν δύο μικρῶν υἱῶν του μετέβαινεν εἰς τὰ λιβάδια, ὅπου εὕρισκε βοσκὴν δι᾽ ὅλους τοὺς ὑποτελεῖς αὐτοῦ. Ἀλλ᾽ ἐνίοτε αἱ δύο μικραὶ μάγκαι ἐπανήρχοντο εἰς τὴν οἰκίαν ἐνωρίς, καὶ τότε εὕρισκον διασκέδασιν εἰς τὸ νὰ ρίπτωσι μεγάλους λίθους κατὰ τῶν τοίχων τῆς καλύβης.

Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐτόλμων νὰ πλησιάσωσι πολύ, διότι ἐφοβοῦντο τὴν βρεχτούραν τοῦ Μάχτου, ὅστις δὲν ἠγάπα τὰ ἀστεῖα, φυσικῷ τῷ λόγῳ οἱ λίθοι ἔπιπτον ἐντὸς τοῦ κήπου τῆς Ἀϊμᾶς, καὶ ἐπροξένουν θραῦσιν εἰς τὰ βασιλικὰ καὶ εἰς τὸν δενδρολίβανον. Ἀπερίγραπτος ἦτο ἡ λύπη τῆς Ἀϊμᾶς, ὅτε ἔβλεπε τὰ ἄνθη της καὶ τὰ εὐώδη της φυτά, δι᾽ ἃ εἶχε τόσον πολὺ κοπιάσει, θραυόμενα οὕτω καὶ καταστρεφόμενα. Ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ βλάψῃ τοὺς μικροὺς βοσκούς, ὧν ὁ μεγαλύτερος μόλις ἦτο δεκαετής, δὲν ἔκαμε κανὲν παράπονον εἰς τὸν Μάχτον. Ἀλλ᾽ ἐφαντάσθη ἄλλον τρόπον, δι᾽ οὓ ἤλπιζε ν᾽ ἀφοπλίσῃ τοὺς δύο μικροὺς βανδάλους. Ἔδρεψε παντὸς εἴδους εὐώδη φυτὰ καὶ τὰ προσέφερεν εἰς τοὺς μικροὺς βοσκούς, εἰποῦσα αὐτοῖς·

― Μὴ ρίχνετε πέτρες, διότι κάμνετε κακόν. Μὲ τὰ χέρια θέλουν κόψιμον αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἰδού, λάβετε.

Οἱ δύο μικροὶ ἔπαυσαν τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ λιθοβολῶσι. Τὴν ἐπαύριον ὅμως ἤρχισαν ἐκ νέου τὰ αὐτά.

Ἰδοῦσα ἡ Ἀϊμὰ ὅτι ἀπέτυχε τὸ ἄκρως ἀφελὲς ἐκεῖνο μέσον, ἐσκέφθη νὰ μεταβῇ εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀγρότου, καὶ νὰ παρακαλέσῃ τὴν μητέρα τῶν δύο ὀχληρῶν νὰ περιορίσῃ ὀλίγον τὰς κακὰς ἕξεις των. Τῷ ὄντι μετὰ δύο ἡμέρας μετέβη εἰς τὴν μικρὰν ἔπαυλιν. Ἡ γυνὴ τοῦ χωρικοῦ ἦτο ἀνίκανος ὅλως νὰ παιδεύσῃ τοὺς δύο μικροὺς διαβόλους. Ἦτο μεγαλόσωμος γυνή, ἔχουσα δύο ὑπερμεγέθεις μαστοὺς κρεμαμένους ἔξω τῆς τραχηλιᾶς, καὶ ποτὲ δὲν κατώρθωσε νὰ τοὺς συμμαζεύσῃ εἰς τὸ περιστήθιόν της. Ἦτο πελιδνή, λημῶσα τοὺς ὀφθαλμούς, ἀδρανὴς καὶ ἄτονος. Ὅτε εἶδε τὴν νέαν εἰσερχομένην·

― Τί θέλεις; τῇ εἶπε.

― Κυρά, εἶπεν ἱκετευτικῶς ἡ Ἀϊμά, νὰ χαρῇς τὸ στέφανόν σου καὶ τὰ παιδιά σου, μίαν χάριν ἦλθα νὰ σοῦ ζητήσω.

― Τί χάριν; εἶπεν ἡ χωρική.

― Μάλωσε τὰ παιδιά σου νὰ μὴ μοῦ χαλνοῦν τὸν κῆπον.

―Ἔχεις κῆπον;

―Ἔχω ἕνα μικρόν.

― Καὶ τί ἔχεις σπαρμένα; Κρομμύδια, μαρούλια;…

―Ὄχι. Βασιλικοὺς καὶ ἄλλα διάφορα μυριστικά.

― Οὔφ! εἶπεν ἡ χωρική, αἰσθανθεῖσα ἀηδίαν ἐπὶ τῇ ματαιοπονίᾳ τῆς νέας. Καὶ τί σοῦ χρησιμεύουν αὐτά;

― Μ᾽ ἀρέσουν, εἶπεν ἡ Ἀϊμά.

― Καὶ σοῦ τὰ χαλνοῦν τὰ παιδιά μου;

― Ναί.

― Μὲ ποῖον τρόπον;

― Ρίχνουν πέτρες κάθε βράδυ.

― Κάθε βράδυ; Ἀλλὰ τὰ παιδιά μου πηγαίνουν μὲ τὸν πατέρα των. Μήπως εὑρίσκονται ἐδῶ;

―Ὅταν ἔρχωνται, τέλος.

Ἡ χωρικὴ ἐσιώπησε.

― Σὲ παρακαλῶ, κυρά, ἐπανέλαβεν ἡ νέα, μάλωσέ τα, νὰ μὴ μοῦ πειράζουν τὰ φυτά μου. Τί κακὸν τοὺς κάμνουν τὰ καημένα τὰ φυτά μου; Ἐγὼ τὰ περιποιοῦμαι, τὰ ποτίζω, κοπιάζω τόσον δι᾽ αὐτά. Δὲν εἶναι κρῖμα νὰ μοῦ ρίχνουν πέτρες, νὰ μοῦ τὰ καταστρέφουν;

― Καὶ τί πταίω ἐγώ; εἶπεν ἡ χωρική.

― Δὲν λέγω πὼς πταίεις, ἀλλὰ νὰ τὰ μαλώσῃς, κυρά. Μοῦ φαίνεται ὅτι ὡς μητέρα ἠμπορεῖς πολὺ καλὰ νὰ τὰ παιδεύσῃς.

― Εἶναι παιδεμένα τὰ παιδιά μου, εἶπεν ἡ γυνὴ τρωθεῖσα.

―Ἠμπορεῖ νὰ εἶναι παιδεμένα, ἀλλ᾽ ἂς μὴ βλάπτουν τὸν κῆπόν μου.

― Θὰ τὰ ἐπείραξες τίποτε.

―Ἐγώ; εἶπεν ἡ νέα ἀγανακτοῦσα. Ἐγὼ τὰ ἐπείραξα; Καὶ τί εἶχα ἐγὼ νὰ κάμω μὲ αὐτά; Ὄχι μόνον δὲν τὰ ἐπείραξα, ἀλλ᾽ οὐδὲ εἶπα εἰς τὸν ἀδελφόν μου νὰ τὰ πειράξῃ, ἐνῷ ἂν τὸ ἔλεγα, τότε δὲν θὰ εἶχα ἀνάγκην νὰ σᾶς παρακαλέσω διὰ τίποτε. Ἀλλὰ θέλω μὲ τὸ καλόν.

― Δὲν ἐκατάλαβα τί εἶπες, εἶπεν ἡ ἀγρότις.

― Εἶπα ὅτι, ἂν τὸ ἔλεγα τοῦ Μάχτου τί τρέχει, ὁ Μάχτος δὲν χωρατεύει, καὶ θὰ τὰ ἔδερνε.

―Ἔχομε καὶ ἀπ᾽ αὐτά; ἔκραξεν ἡ χωρική, μᾶς φοβερίζεις κιόλας, παλιογύφτισσα! Φεύγ᾽ ἀπ᾽ ἐδῶ, νὰ μὴν ἔλθουν τώρα, καὶ σοῦ σχίσουν τὸ φουστάνι…

Ἡ Ἀϊμὰ ᾐσθάνθη τὸ αἷμά της ἀναβαῖνον εἰς τὴν κεφαλήν, καὶ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν της κατελήφθη ὑπὸ ἐπιθυμίας ὅπως πνίξῃ ἄνθρωπον. Ἐν τούτοις συνέσχε τὸν θυμόν της, ἐνθυμηθεῖσα ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὸν οἶκον τῆς γυναικὸς ἐκείνης, καὶ δὲν θὰ ἔπραττε καλῶς. Τῇ εἶπεν ὅμως μὲ φωνὴν τρέμουσαν.

― Δὲν φέρεσαι καλά, κυρά, ἐγὼ ἦλθα νὰ σὲ παρακαλέσω δι᾽ ἕνα μικρὸν πρᾶγμα, καθὼς ἐνόμιζα, καὶ σὺ τὸ ἔκαμες βουνόν. Ἂς εἶναι, ἐγὼ θὰ παραπονεθῶ καὶ εἰς τὸν ἄνδρα σου ἀκόμη, καὶ ἐλπίζω ἐκεῖνος νὰ φερθῇ διακριτικώτερα.

― Φεύγ᾽ ἀπ᾽ ἐδῶ, ἔγρυξεν ἡ χωρική.

Ἡ Ἀϊμὰ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς μικρᾶς ἐπαύλεως αἰδήμων καὶ τεταραγμένη. Ἐκυριεύθη δὲ ὑπὸ τοσαύτης λύπης, ὥστε ἐπὶ πολὺ περιεπάτει ἀλλόφρων, καὶ ἐξετράπη ἀπροσέκτως ἐκ τῆς ὁδοῦ. Ὅτε ἦλθεν εἰς ἑαυτὴν ἐνόησεν ὅτι ἦτο μακρὰν τῆς ὁδοῦ αὑτῆς, καὶ εἶχεν ἀνάγκην νὰ περιγράψῃ μέγαν κύκλον, ὅπως παρακάμψῃ τὰ βραχώδη μέρη τῆς ἀκτῆς καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν καλύβην της. Εἶχε δὲ δύσει ἀρτίως ὁ ἥλιος, καὶ ἡ ἀμφιλύκη ἤρχιζε νὰ πίπτῃ ἐπὶ τὴν γῆν. Ἡ νεᾶνις ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Εὐτυχῶς ἐγνώριζε καλῶς ὅλα τὰ μονοπάτια τῶν πέριξ μερῶν.

Φθάσασα εἰς ρεῦμά τι, ὅπερ ὤφειλε νὰ διαβῇ, ὅπως ἀνέλθῃ εἰς τὸ ὕψωμα τὸ κείμενον ἀντικρὺ τῆς καλύβης, ᾐσθάνθη φόβον. Τὸ μέρος ἦτο σκιερὸν καὶ ὑγρόν, θάμνοι δὲ καὶ καλαμῶνες πυκνοὶ ὑψοῦντο πέριξ. Πάντοτε ἐφοβεῖτο νὰ διαβῇ νύκτα διὰ τοῦ ρεύματος ἐκείνου. Καὶ δὲν ἦτο μὲν νύξ, ἀλλ᾽ ἐπέκειτο. Εὐτυχῶς βλέπει αἰφνιδίως ἐκεῖ ἕνα ἵππον προσδεδεμένον εἰς κορμὸν δένδρου, καὶ ἀκούει φωνὴν ἀνθρωπίνην. Δύο ἄνθρωποι ἐκάθηντο παρὰ τὴν ὁδὸν καὶ συνδιελέγοντο. Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἤκουσε τί ἔλεγον, καθότι δὲν εἶχε περιέργειαν ν᾽ ἀκούσῃ λέξεις, ἀλλ᾽ ἐπεθύμει φωνὴν ἀνθρωπίνην.

Τοὺς ἐχαιρέτισε καὶ διέβη. Ἀλλ᾽ αἴφνης ἡ φωνὴ τοῦ ἑνὸς τῶν δύο ἀνθρώπων παρήγαγε παλμοὺς εἰς τὴν καρδίαν της. Ἡ νέα ἐσταμάτησεν ἄκουσα. Ἠκροάσθη μετὰ προσοχῆς. Τῷ ὄντι δὲν ἠπατᾶτο. Ἡ φωνὴ ἦτο γνωστὴ εἰς τὴν ἀκοήν της. Ἠδύνατο νὰ μὴ τὴν εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν, ἀλλ᾽ ὅμως δὲν τὴν εἶχε λησμονήσει. Ἡ φωνὴ αὕτη ἐνεποίησε βόμβον καὶ ζάλην εἰς τὴν κεφαλήν της. Τῇ ἐνθύμιζε παλαιόν τι συμβάν, φοβερὸν συμβὰν τῆς βρεφικῆς ἡλικίας της. Καὶ ὁποία τρομερά, ἀλλὰ καὶ ἐναργὴς ἀνάμνησις! Πάντα τὰ ἄλλα τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου χρόνου ἦσαν συγκεχυμένα ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτῆς, μόνον ἡ ἀνάμνησις αὕτη ἔμενε σαφής. Ἠκροάσθη πάλιν. Τῷ ὄντι, ἦτο ἡ φωνή, ἡ φωνὴ ἧς τὸν ἦχον δὲν εἶχε λησμονήσει.

Οἱ δύο ὁδοιπόροι παρετήρησαν ὅτι εἶχε σταματήσει ἡ νέα, καὶ ἡ προσοχή των ἐστράφη πρὸς αὐτήν.

― Τί τρέχει; Μήπως θέλεις τίποτε, κόρη; εἶπεν ὁ ἀνήρ, οὗ εἶχεν ἀναγνωρίσει τὴν φωνὴν ἡ Ἀϊμά.

―Ὄχι, ἐψέλλισεν ἡ νεᾶνις.

Ὁ ἀπευθύνας τὴν ἀνωτέρω ἐρώτησιν ἦτο γηραλέος ἀνήρ, καὶ ἐφαίνετο σεβάσμιος. Ἠγέρθη καὶ ἐπλησίασεν εἰς τὴν νέαν.

― Μήπως ἔχεις ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε; Μήπως ἔχασες τὸν δρόμον;

Ἡ Ἀϊμὰ εἶδεν ὁπωσοῦν καλῶς τοὺς χαρακτῆρας τοῦ ἀνθρώπου τούτου, καὶ ἔφριξεν. Ὄχι μόνον ἡ φωνή, ἀλλὰ καὶ ἡ μορφὴ αὐτοῦ ἀλλόκοτον ἐντύπωσιν τῇ ἐπροξένει.

― Ποῦ ὑπάγεις; ἠρώτησεν ὁ ξένος.

Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἀπήντησεν. Ἐπεθύμει νὰ φύγῃ, καὶ δὲν ἠδύνατο. Τὸ συνέχον αὐτὴν αἴσθημα ἦτο κρᾶμα φόβου, συγκινήσεως καὶ δειλίας.

― Μήπως ὀνειρεύομαι; ἔλεγε καθ᾽ ἑαυτήν.

― Ποῦ κατοικεῖς; τῇ εἶπε μετ᾽ ἀγαθότητος ὁ ξένος.

Ἡ νέα ἐψεύσθη. Ἀγνοῶ ἂν τυχαίως ἢ ἐκ προθέσεως.

― Κατοικῶ πολὺ μακράν, ἐψιθύρισεν.

Ἀλλ᾽ ὁ ἄγνωστος ἔλαβε τότε ἐνδιαφέρον.

― Εἰπὲ εἰς ποῖον μέρος, διὰ νὰ σὲ ὁδηγήσωμεν ἐκεῖ. Δύνασαι νὰ ἀναβῇς εἰς τὸν ἵππον μου, ἂν εἶσαι κουρασμένη.

―Ὄχι, εἶπεν ἡ Ἀϊμά.

― Θεόδωρε! ἔκραξεν ὁ ξένος πρὸς τὸν σύντροφόν του.

― Τί διατάττει ὁ ἄρχων; ἀπήντησεν ὁ Θεόδωρος.

― Θὰ ἀναβιβάσῃς αὐτὴν τὴν κόρην εἰς τὸν ἵππον. Ἡμεῖς περιπατοῦμεν πεζοί.

―Ὁρισμός σας, ἄρχων!

― Εἶναι λοιπὸν ἄρχων; εἶπε καθ᾽ ἑαυτὴν ἡ Ἀϊμά. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος τότε, ὁ ἰδικός μου, ἐφαίνετο ἐπαίτης. Δὲν θὰ εἶναι αὐτός.

―Ἔλα λοιπόν, κόρη, εἶπεν ὁ ἄρχων, λαβὼν τὴν χεῖρα τῆς νέας. Μὴ συστέλλεσαι. Νὰ μᾶς εἴπῃς μόνον ποῦ θέλεις νὰ σὲ φέρωμεν.

Εἰς τὴν ἐπαφὴν τῆς χειρὸς ἐκείνης, ἡ Ἀϊμὰ ᾐσθάνθη παράδοξον φρικίασιν. Ἀπώθησε τὴν χεῖρα καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν, ἀφήσασα ἐκπλήκτους τοὺς δύο ἀνθρώπους.

― Ποῦ ὑπάγεις, κόρη; ἔκραξεν ὁ ἄρχων.

― Θὰ εἶναι τρελή, εἶπεν ὁ Θεόδωρος.

Τὸ συμπέρασμα τοῦτο ἠναγκάσθη νὰ παραδεχθῇ καὶ ὁ ἄρχων προσωρινῶς. Ἀλλ᾽ ὕστερον ἐσκέφθη, καὶ ἀνεῦρεν ἀπορίας καὶ φόβους εἰς τὴν συνείδησίν του. Ἡ σκέψις δὲ αὕτη προήγαγεν αὐτὸν εἰς τὸ νὰ συλλάβῃ ὑπονοίας, ἃς ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἔμελλε νὰ ἀνακυκᾷ ἐν τῇ ψυχῇ.

Ἐν τούτοις ἡ Ἀϊμὰ εἶχε γίνει ἄφαντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ´

ΑΙ ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΑΙ

Ἀπό τινος χρόνου καὶ ἄλλο τι ἠνώχλει τὴν Ἀϊμάν. Σχεδὸν καθ᾽ ἑκάστην, ὅτε μετέβαινεν ἵνα ἀντλήσῃ ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἢ δι᾽ ἄλλο ἔργον ἀπεμακρύνετο ἐκ τῆς καλύβης, νέος τις διήρχετο, ἵστατο, ἔφευγεν, ἐπανήρχετο καὶ τὴν ὠφθαλμοβόλει ἀδιακόπως. Ἦτο δὲ οὗτος ὁ γνώριμος ἡμῶν Σκούντας, ὁ ἐπιλεγόμενος Περίδρομος, διαβόητος ἀλήτης καθ᾽ ὅλα τὰ περίχωρα. Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἐγνώριζεν οὔτε αὐτὸν οὔτε τὸ ἐπάγγελμά του. Οὐδεμίαν ἀντιπάθειαν εἶχε πρὸς αὐτόν, ἀλλ᾽ ὅμως εἰς μάτην ἐκεῖνος ἐξετέλει εἰς τὰ πέριξ τόσους δρόμους. Ἡ πνοὴ αὐτοῦ δὲν ἦτο τόσον ἰσχυρά, ὅπως ἀνοίξῃ τὸν κάλυκα. Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ᾐσθάνετο οὐδὲν ἐν τῇ καρδίᾳ. Οὐδὲν ἄλλο ἠγάπα εἰμὴ τὸ φῶς, τὴν αὔραν, τὰ ἄνθη καὶ τὴν ἐργασίαν. Ὁ πρὸς τὴν οἰκογένειαν τῶν χαλκέων σύνδεσμος αὐτῆς δὲν ἦτο στοργή. Πλὴν τοῦ Μάχτου, ὅστις ἤξευρε νὰ περιποιῆται αὐτὴν στοιχειωδῶς, πρὸς οὐδένα ἄλλον εἶχε συμπάθειαν. Ὁ Βοῦγκος, καίπερ λίαν ἀφελὴς τοὺς τρόπους, μετεῖχεν ὀλίγον τῆς βαναυσότητος τοῦ γέροντος. Ἡ δὲ γραῖα θὰ ἦτο ἀνεκτή, ἂν δὲν εἶχε τοὺς δύο μακροὺς ὀδόντας κρεμαμένους ἔξω τοῦ στόματος. Τὸ συνδέον αὐτὴν πρὸς τὴν οἰκογένειαν ἐκείνην πλειότερον ἀκόμη καὶ τοῦ ἄρτου καὶ τῆς στέγης καὶ τῆς συνηθείας, ἦτο τὸ κοινὸν τῶν παθημάτων. Τὸ ὄνομα γύφτισσα, τὸ ζοφερὸν τοῦτο μορμολύκειον τῶν νηπίων, τὸ κατάμαυρον ἐκ σκωρίας καὶ καπνοῦ, ὁ κεραυνὸς οὗτος τῆς περιφρονήσεως, ὁ ἐκσφενδονιζόμενος καθ᾽ ἑκάστην κατὰ τῶν δυστυχῶν ἐκείνων πλασμάτων, δὲν ἐρρίπτετο μόνον κατὰ τῆς δυστυχοῦς γραίας, ἐρρίπτετο καὶ κατ᾽ αὐτῆς, τῆς Ἀϊμᾶς. Πᾶς διαβάτης, πᾶν παιδίον, πᾶς μοχθηρὸς γείτων, πᾶσα κακότροπος γραῦς ἐξετόξευε τὸ βέλος τοῦτο κατὰ τῆς ἀτυχοῦς Ἀϊμᾶς. Τί νὰ πράξῃ τότε; Ἀναλογιζομένη ὅτι ἦτο γύφτισσα, ὅτι ἦτο καταδικασμένη νὰ εἶναι γύφτισσα, ὤφειλε τοὐλάχιστον νὰ συμπονῇ τοὺς συναδέλφους αὐτῆς ἐν τῇ δυστυχίᾳ. Πανταχοῦ ὅπου μετέβαινεν, ὅπου ἵστατο, ὅθεν διήρχετο, ἐρρίπτετο κατ᾽ αὐτῆς ὡς λίθος ἀναθέματος ἡ λέξις αὕτη. Γειτονοποῦλαί τινες ἦσαν τόσον μοχθηραί (λέγομεν δὲ τὰς κατοικούσας τρία ἢ τέσσαρα στάδια μακράν, διότι δὲν ὑπῆρχον ἄλλαι πλησιέστεραι), ὥστε οὐδ᾽ ἐτόλμα ποτὲ ἡ Ἀϊμὰ νὰ διαβῇ ὑπὸ τὰ παράθυρα αὐτῶν. Ἡ μία τούτων ἤρκει νὰ τὴν ἴδῃ, καὶ παρευθὺς ἐσάλπιζε σύναξιν. Ἐκτύπα τὰς παλάμας ὡς κώδωνα, ὕψου, ὡς σύριγγα, τὴν φωνήν, καὶ ἀνέκραζεν.

― Ἡ γυφτοπούλα! Ἡ γυφτοπούλα!

Καὶ ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, ὅσαι δὲν εἶχον ἐργασίαν νὰ κάμουν, ἔτρεχον. Εἶναι δὲ περίεργον πόσον ὀλίγον ἀπῃτεῖτο (καὶ ἴσως γενικῶς ἰσχύει τοῦτο), ὅπως ἐπιφέρῃ ἄκραν θυμηδίαν καὶ ἱλαρότητα εἰς ἐκείνην τὴν συναναστροφήν. Τὰ πάντα ἐφαίνοντο ἀστεῖα εἰς τὰς γειτονοπούλας ἐκείνας, χωρὶς νὰ εἶναι τοιαῦτα. Αἱ γυναῖκες ἐκεῖναι ἐφαιδρύνοντο, ἐκάγχαζον, ἐξεκαρδίζοντο ἄνευ αἰτίας σχεδόν. Διότι, αὐστηρῶς ἂν κρίνωμεν τὰ πράγματα, ἡ Ἀϊμὰ οὐδὲν τὸ γελοῖον εἶχεν. Ἀλλ᾽ αἱ καλαὶ γειτόνισσαι ἐγέλων, μόνον διότι ἦτο γυφτοπούλα. Διὰ τοῦ ὀνόματος τούτου ἐξεδικοῦντο δι᾽ ὅ,τι φοβερὸν ὑπέστησάν ποτε ἐκ τοῦ ἄλλου τύπου, γύφτισσα. Διότι ἡ Ἀϊμά, παρὰ πᾶσαν τὴν σοβαρότητά της, ἐφαίνετο φαιδρά, ἕνεκα τῆς νεότητος αὐτῆς. Ἡ μήτηρ της ὅμως, μὲ τοὺς δύο προκύπτοντας καὶ ἐπικαμπεῖς ὀδόντας, ἦτο τὸ φόβητρον ὅλων τῶν μικρῶν παιδίων.

Ἀπὸ παραθύρου εἰς παράθυρον, περὶ τὴν πρώτην ἀμφιλύκην τῆς ἑσπέρας, συνήπτοντο πολλάκις διάλογοι οἷος ὁ ἑξῆς μεταξὺ νεαρῶν γυναικῶν, καὶ ἠδύνατο ὁ διαβάτης νὰ τοὺς ἀκούσῃ.

― Γειτόνισσα!

― Τί θέλεις;

― Εἶδες τὴν Γυφτοπούλαν;

―Ὄχι.

― Κρῖμα!

― Διατί;

― Εἶναι τόσον νόστιμη!

―Ἀστειεύεσαι!

―Ὄχι.

―Ἀλήθεια;

― Νὰ χαρῶ τὰ μάτιά μου.

― Καὶ πῶς σοῦ ἦλθεν αὐτό;

― Νὰ σοῦ εἰπῶ, δὲν εἶναι τόσον ἄσχημη.

― Εἶναι πολὺ μαύρη.

― Σοῦ φαίνεται;

― Βέβαια.

― Θὰ εἶναι ἄνιφτη, πιστεύω.

― Νὰ νίπτωνται λέγεις ποτέ, αὐτὲς οἱ Τσιγγάνες;

― Ποιὸς ξεύρει;

―Ἀλλά, ὡς γυφτοπούλα, δὲν φαίνεται καὶ πολὺ μαύρη.

―Ὄχι.

― Καὶ ἴσως, ἂν ἐσυνήθιζε νὰ νίπτεται…

Ἡ γειτόνισσα ἐκάγχαζε, προφανῶς χωρὶς ν᾽ ἀκούσῃ κανὲν ἀστεῖον. Καὶ οὕτως αἱ εὔθυμοι ἐκεῖναι νέαι εὕρισκον εὔκολον διασκέδασιν. Ἡ Ἀϊμὰ ἐτρέπετο εἰς φυγήν, ὁσάκις ἔβλεπεν ὅμιλον δύο ἢ τριῶν γυναικῶν ἐπὶ τὸ αὐτό. Ἡμέραν τινὰ εἰς τὸ φρέαρ προτοῦ νὰ γεμίσῃ ἀκόμη τὴν στάμναν της, ἔφθασαν τέσσαρες νεαραὶ γυναῖκες ὅπως ἀντλήσωσι. Καὶ τότε εὗρον πρόχειρον θῦμα.

―Ἄ! ἡ γυφτοπούλα! Ἐδῶ εἶσαι;

― Γυφτοπούλα, τί κάμνεις;

― Καλά, ἐψέλλισεν ἡ Ἀϊμὰ ἐνοχληθεῖσα, καὶ ἐπέσπευσεν ὅπως ἀνασύρῃ τὸ ταχύτερον δύο ἢ τρία ἰβάνια ὕδατος καὶ ἀπογεμίσῃ τὴν λάγηνον.

― Καὶ πῶς δὲν σὲ βλέπομεν, γυφτοπούλα;

― Μὴ τὴν πειράζῃς, εἶπεν ἄλλη, δὲν ἔχει τὴν ὄρεξίν σου.

― Καὶ δὲν μᾶς λές, γυφτοπούλα, πῶς περνᾷς τὸν καιρόν σου;

― Καὶ ποῦ κρύβεσαι καὶ δὲν σὲ βλέπομεν συχνά;

― Γυφτοπούλα, εἶπεν ἄλλη τῶν γυναικῶν, ἕνα πρᾶγμα ἤθελα νὰ σ᾽ ἐρωτήσω. Ἀληθεύει, ὅτι ἐσεῖς, ἡ φυλή σας, τρώγετε ἀνθρώπινον κρέας;

― Μπᾶ, αὐτὸ δὲν τὸ κάμνουν, μὴ κολάζεσαι ἄδικα.

― Καὶ ὅτι ξεχώνετε τὴν νύκτα τοὺς πεθαμένους, καὶ τοὺς γδύνετε;

― Τέτοιο φριχτὸ πρᾶγμα!

― Πιστεύεις νὰ τὸ κάμνουν αὐτό;

― Μήπως εἶναι αὐτοὶ ἄνθρωποι, σὰν ἡμᾶς;

― Αὐτοὶ εἶναι ἄπιστοι.

―Ἄθρησκοι.

―Ἀφύσικοι.

― Καὶ κάμνουν καὶ μαγείας.

― Τὸ κάμνετε καὶ αὐτό, γυφτοπούλα;

― Αὐτὸ τὸ πιστεύω.

― Τίποτε δὲν ἀφήνουν.

―Ὅλα τὰ διαβολικὰ εἰς ἐνέργειαν τὰ ἔχουν.

― Τί ἀσυνείδητοι!

― Καὶ ἄλλα χειρότερα ἀκόμα.

― Εἶναι καὶ ἄλλα χειρότερα;

― Βέβαια.

― Σὰν τί;

― Αὐτοὶ παίρνονται ἀναμεταξύ τους, ἀδελφὸς μὲ ἀδελφή, πατέρας μὲ κόρη.

― Τί λέγεις;!

― Δὲν τὸ πιστεύεις;

―Ἐρώτησε τὴν Γυφτοπούλαν.

― Γυφτοπούλα, εἶναι ἀληθές;

Ἡ Ἀϊμὰ εἶχε τελειώσει τὸ ἄντλημα καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ἄρῃ τὴν λάγηνον ἐπ᾽ ὤμων. Ἀγνοεῖται ἂν τὸ ἐρύθημα, ὅπερ ἔβαπτε τὰς παρειάς της, προῆλθεν ἐκ τοῦ κόπου καὶ ἐκ τῆς σωματικῆς κινήσεως, ἣν ἔκαμε κύψασα πρὸς τὴν γῆν ὅπως ἀναλάβῃ τὴν βαρεῖαν στάμναν.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐξέλεξεν ἡ τολμηροτέρα τῶν τεσσάρων γυναικῶν, ὅπως τῇ δώσῃ τὸ τελευταῖον κτύπημα.

― Γυφτοπούλα, εἶπεν, εἶναι ἀληθὲς ὅτι κάμνεις τὸν ἔρωτα μὲ τὸν ἀδελφόν σου;

Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ᾐσθάνθη πλειοτέραν ἀγανάκτησιν πρὸς τὸ ἄκουσμα τῆς διαβολῆς ταύτης. Ἔλεγε καθ᾽ ἑαυτὴν ὅτι εἶναι ψεῦδος, καὶ δὲν τὴν ἔμελεν. Οὐδ᾽ ἐνόει εὐκρινῶς ποίαν ἔννοιαν εἶχον οἱ λόγοι οὗτοι, καὶ ἂν εἶχον δ᾽ ἔννοιάν τινα, πάλιν ὤφειλε νὰ εἶναι ψευδὴς αὕτη. Εἶχε φορτωθῆ τὴν στάμναν καὶ ἀπεμακρύνθη.

Ἐν τούτοις τὰ παρὰ τῶν γυναικῶν τούτων ἐκπεμπόμενα βέλη δὲν ἦσαν τὰ δριμύτατα. Ὑπῆρχεν ἄλλη τις τάξις, ἡ τάξις τῶν γραϊδίων, ὧν οἱ ὀνειδισμοὶ οὐδεμίαν εἶχον φαιδρότητα, ἀλλ᾽ ὡμοίαζον μὲ βέλη ἀγρίων. Μία τούτων, ἥτις κατῴκει μόνη εἰς ὀπήν τινα ὑποχθόνιον, οὐχὶ μακρὰν τῆς καλύβης τῶν χαλκέων, ὠνομάζετο δὲ κοινῶς Ἑφταλουτρού*, ἦτο τὸ φόβητρον τῆς δυστυχοῦς νέας. Ἡ γραῦς αὕτη ἐκράτει ὀζώδη ράβδον, δι᾽ ἧς ὑπεστήριζε τὸ βῆμα, ἔτρεμε, καὶ εἶχεν ἐπὶ τῆς ράχεως δύο ὀγκώδεις ὕβους οὐχὶ ἰσομεγέθεις. Ὁ εἷς ἦτο διπλάσιος τοῦ ἑτέρου, καὶ ὑψοῦτο πρὸς τὸν δεξιὸν ὦμον. Τοῦτο ἔδιδεν εἰς τὸ κυρτὸν σῶμα τῆς γραίας τοιαύτην ροπήν, ὥστε ἐβάδιζε πάντοτε μὲ τὴν μίαν πλευράν, τὴν εὐώνυμον, ἥτις ἔκλινε χαμηλότερον πρὸς τὸ ἔδαφος.

Ἡ Ἑφταλουτροὺ ἐξήρχετο δὶς τῆς ἡμέρας ἐκ τῆς φωλεᾶς της, καὶ ἔκαμνε γῦρον περὶ τὴν ἀκτήν· ἐπεσκέπτετο ὅλας τὰς οἰκίας, καὶ εἰσέπραττεν οὐχὶ ἐλεημοσύνην, ἀλλὰ φόρον παρ᾽ ὅλων τῶν γυναικῶν. Διότι τὴν ἐφοβοῦντο, καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ μὴ τῆς δώσουν κάτι. Ἐὰν εὕρισκε θύραν τινὰ κλειστήν, δὲν ἔφευγεν. Ἐστρώνετο ἐπὶ τοῦ κατωφλίου καὶ ἤρχιζε μὲ ἱκεσίας πρῶτον καὶ μὲ ὑποκοριστικὰ λέγουσα:

―Ἀνοίξατε τὴν πορτίτσα σας εἰς τὴν φτωχήν, τὴν ἄμοιρην, τὴν ἔρημην γρίτσα. Θὰ σᾶς δώσω τὴν εὐχούλα μου, νὰ τὰ χιλιάνετε, νὰ τὰ μυριάνετε, νὰ πάρετε τὰ χρονάκιά μου, ὄχι τὰ βάσανά μου. Πάντα μοναχή, ἔρημη καὶ σκοτεινὴ ζῶ εἰς αὐτὸν τὸν κοσμάκη. Δὲν ἔχω ψωμάκι, δὲν ἔχω λαδάκι, δὲν ἔχω φαγάκι. Ἀνοίξατε τὴν πορτούλα σας, χριστιανές.

Ἂν ἡ οἰκοδέσποινα ἐκάμπτετο εὐθὺς καὶ ἤνοιγε τὸ ἓν θυρόφυλλον, ἡ γραῖα ἐστήριζε τὸν ὕβον της ὡς μοχλὸν ἐπ᾽ αὐτοῦ, μετεχειρίζετο ὡς ἀντηρίδα τὴν βακτηρίαν της καὶ εἰσεχώρει εἰς τὴν οἰκίαν. Τούτου κατορθουμένου, μετέβαινε καὶ ἐγκαθιδρύετο παρὰ τὴν ἑστίαν, μεθ᾽ ὅλους τοὺς μορφασμοὺς τῆς οἰκοδεσποίνης. Τότε αὕτη τῇ ἔδιδε τεμάχιον ἄρτου.

― Τί νὰ τὸ κάμω ψωμὶ μοναχό; ἔγρυζεν ἡ γραῖα. Δῶσέ μου καὶ ὀλίγο τυράκι, δυὸ ἐλίτσες ἢ ἄλλο τίποτα.

Ἡ οἰκοδέσποινα τῇ ἔδιδε τότε ὅ,τι εὑρίσκετο εἰς τὸ ἑρμάριον.

― Νά ᾽χῃς τὴν εὐχίτσα μου, ἔλεγεν ἡ Ἑφταλουτρού. Δῶσέ μου καὶ λίγο λαδάκι, ν᾽ ἀνάψω τὸ καντήλι.

Καὶ ἀνέσυρεν ἐκ τοῦ θυλάκου, ὃν εἶχεν εἰς τὴν ἐσθῆτά της, εἰς βάθος τριῶν σπιθαμῶν, μικρὰν φιάλην, καὶ τὴν ἐπαρουσίαζε πρὸς τὴν οἰκοδέσποιναν. Αὕτη ἑκοῦσα ἄκουσα ἐγέμιζε μὲ ἔλαιον τὴν φιάλην.

― Νὰ χαρῇς τὰ νιάτα σου, νὰ ζήσῃς, νὰ ἰδῇς τέκνα τέκνων, δὲν σοῦ βρίσκεται κανένα παλιὸ ὑποκάμισο, καμμιὰ μαντήλα, κανένα μισοφούστανο…

― Δὲν μοῦ περισσεύει τέτοιο πρᾶγμα, ἔλεγεν ἡ οἰκοκυρά. Μακάρι νὰ εἶχα.

― Γιά ψάξε, κόρη μου, ἠμπορεῖ νὰ εὑρεθῇ. Κάμε τὸν κόπον.

Ἡ οἰκοδέσποινα ἑκοῦσα ἄκουσα, τῆς ἔδιδεν ἡμιτριβῆ τινα μανδήλαν. Ἡ γραῖα τὴν ἐδίπλωνε καὶ τὴν ἔρριπτεν εἰς τὸν πυθμένα τοῦ θυλάκου της. Ἐλέγετο δὲ ὅτι τὰ τοιαῦτα ἐνδύματα, ὅσα κατώρθου συχνάκις νὰ ἀποσπᾷ, τὰ ἐπώλει εἰς τοὺς ἑβραίους μεταπράτας, οἵτινες ἤρχοντο εἰς τὸν τόπον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν.

― Δῶσέ μου καὶ δυὸ κάρβουνα, κόρη μου, ἔλεγεν εἶτα ἡ γραῖα. Ἤθελα ν᾽ ἀνάψω ὀλίγη φωτίτσα, νὰ πυρωθῶ. Κρύο, κόρη μου, κάμνει κρύο εἰς ἐκείνη τὴν τρύπα.

Ἡ οἰκοδέσποινα τῆς ἔδιδε καὶ κάρβουνα. Εἶτα ἡ γραῖα ἐζήτει προσέτι οἶνον, ὄξος, καυσόξυλα, δᾳδίον, καὶ ἄλλα πολλά. Ἀφοῦ δ᾽ ἔμενεν ἐπὶ πολλὰς ὥρας, ἀπήρχετο τέλος περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἀποκομίζουσα ὅλα τὰ λάφυρα. Ταῦτα συνέβαινον καθ᾽ ἑκάστην, ἂν ἡ οἰκοδέσποινα τῇ ἤνοιγε τὴν θύραν. Ἂν ὅμως ἐσκληρύνετο, καὶ δὲν ἤθελε νὰ τῇ ἀνοίξῃ, τότε ἡ γραῖα ἀπὸ τῶν ἱκεσιῶν μετέβαινεν εἰς τὰς ἐπιπλήξεις καὶ παραινέσεις.

― Τόσον σκληρὲς καὶ ἀδιάκριτες εἶσθε! Μὴ τὸ παίρνετε ἀπάνω σας. Ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει. Κ᾽ ἐγὼ εἶδα χρόνια, κ᾽ ἐγὼ εἶδα εὐτυχίες. Μὴν εἶσθε παράξενες. Θὰ τὸ μετανοήσετε. Καὶ σεῖς θὰ γεράσετε. Εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον εἴδαμεν δὰ πολλά. Μὴ θαρρεῖτε πὼς θὰ εἶσθε πάντα νέες, πὼς θὰ ἔχετε πάντα τοὺς ἄνδρας σας νὰ σᾶς κουβαλοῦν. Ἔχετε τοῦ κόσμου τὰ καλά, μὰ εἶναι ψεύτικα. Ἔρχεται μιὰ ὥρα καὶ γίνονται ἄφαντα ὅλα. Φαγητά, πιοτά, στολίδια, φορεσιές, ἀσημικά, διαμαντικά, ὅλα φεύγουν. Κ᾽ ἐγὼ εἶχα. Τώρα δὲν ἔχω οὐδὲ ψωμί.

Ἡ οἰκοδέσποινα ἐπτοεῖτο συνήθως ἐκ τῶν λόγων τούτων καὶ ἤνοιγεν. Ἂν ὅμως ἐπέμενεν αὕτη εἰς τὴν ἀπόφασίν της, τότε ἡ Ἑφταλουτροὺ ἀπὸ τῶν παραινέσεων μεθίστατο εἰς τὰς λοιδορίας.

― Κακὴ καὶ διαστραμμένη! Ἄσπλαχνη καὶ ἀγλύκαντη*! Μὴν εἶσαι δὰ τόσον ὑπερήφανη. Ἡ κακή σου γνώμη θὰ σὲ βλάψῃ. Πολὺ γρήγορα τὸ ἐπῆρες ἐπάνω σου. Δὲν εἶδα γυναῖκα ἀνόητη σὰν ἐσέ. Τί ἐθάρρεψες δά, πὼς εἶσαι καμμιὰ νοικοκυρά, ἀπὸ κεῖνες; Ἐπίστεψες πῶς ἤθελα νὰ ζητήσω τίποτα; Καὶ τί ἔχεις νὰ μοῦ δώσῃς; Τί ἔκλεισες τὴν πόρτα σου; Ἔχει καμμιὰ τὴν ἀνάγκη σου, θαρρεῖς; Καὶ ποῦ ἠκούσθη νὰ ζητήσωμεν ἐλεημοσύνην ἀπὸ μίαν ὁλόγυμνην, ἀπὸ μίαν τσιτσάνω*, ἀπὸ μίαν ψώραν!…

Τέλος, ἀφοῦ καὶ τὸ τελευταῖον ἐπιχείρημα δὲν ἔπειθε τὴν οἰκοδέσποιναν, ἡ γραῖα μετέπιπτεν ἀπὸ τῶν λοιδοριῶν εἰς τὰς ἀρὰς καὶ βλασφημίας, ὧν ὁ χείμαρρος ἔρρεε τόσον προχείρως καὶ δαψιλῶς ἀπὸ τοῦ λάρυγγος αὐτῆς, ὅσον καὶ ἡ βρύσις τῶν φιλοφρονήσεων καὶ τῶν θωπευμάτων.

―Ἀστραπὴ καὶ πούλβερη*, φωτιὰ καὶ ἀστροπελέκι νὰ πέσῃ εἰς τὸ ἐρμάδι σου, νὰ τὸ κάψῃ, νὰ τὸ κάμῃ στάχτη καὶ κορνιαχτό!… Κακὴ χολέρα νὰ σᾶς κόψῃ, μαύρη πανούκλα καὶ ὀστρακιὰ νὰ σᾶς θερίσῃ! Καθὼς ἔκλεισες τὴν πόρτα σου, ἔτσι νὰ μένῃ πάντα κλειστή, κλειστὴ ναί, καὶ ποτὲ νὰ μὴν ἀνοίξῃ. Νὰ ρημάξῃ τὸ ἐρμαδιακό σου, νὰ πέσῃ, νὰ βουλιάξῃ, νὰ καῇ. Ὁ χρόνος νὰ μὴ σὲ βγάλῃ, ὁ μήνας νὰ μὴ σ᾽ εὕρῃ, πέντε νὰ εἶν᾽ αἱ ὧρες σου. Νὰ σαβανώσῃς τὸν ἄντρα σου ἀνήμερα τὴ Λαμπρὴ καὶ νὰ θάψῃς τὲς κλῆρές* σου. Κακὴ τρομάρα καὶ συμφορὰ νὰ σᾶς ἔλθῃ! Ἀπὸ πνίξιμο νὰ μὴ γλυτώσῃς, ἀπὸ σεισμὸ καὶ καταποντισμὸ νὰ μὴ σωθῇς. Νὰ πέσῃ τὸ ἔρμο σου νὰ σὲ πλακώσῃ, τὰ σκυλιὰ νὰ σὲ τραβοῦν, τὰ φίδια νὰ σὲ φάγουν, καὶ τοῦ χρόνου νὰ μὴ σώσῃς, ἀμήν, Παναγία μου.

Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς τοιαύτης σκηνῆς ἦτο, ὅτι συνήθως ἡ οἰκοδέσποινα μὴ δυναμένη ν᾽ ἀνέχηται τὰς τοσαύτας ἀράς, ἤνοιγε βιαίως τὴν θύραν, καὶ κατεδίωκε μὲ σανίδα τινὰ τὴν γραῖαν. Ἀλλ᾽ αὕτη ἦτο ἤδη μακράν, καὶ ἅμα ἐκπέμπουσα τοὺς κεραυνούς της, ἔφευγε. Παράδοξον δὲ ὅτι μ᾽ ὅλον τὸν δίδυμον ὕβον καὶ τὸν συνεχῆ τρόμον τοῦ σώματος, τὰ σκέλη της τότε ἀνελάμβανον ἀσυνήθη δύναμιν, καὶ ἔτρεχε. Συνήθιζε δὲ εἰς τὴν ὁδόν, ὅτε ἔβλεπε μακρόθεν προσερχόμενον διαβάτην, νὰ ἀρχίζῃ συχνὸν καὶ παρατεταμένον γογγυσμόν, ὅστις ἔπαυεν εὐθὺς ὡς ὁ διαβάτης παρήρχετο.

Ἡ τοιαύτη γραῖα, ὁσάκις συνήντα τὴν Ἀϊμάν, ἂν μάλιστα ἐτύγχανεν ἐπιστρέφουσα ἐξ ἀποτυχούσης ἐπιδρομῆς, οἵαν περιεγράψαμεν ἀνωτέρω, ἐξέσπα κατὰ τῆς ἀθῴας νεάνιδος πᾶσαν τὴν ὀργὴν καὶ τὴν λύσσαν τῆς ἀποτυχίας, ὡς νὰ τῆς ἔπταιεν αὐτὴ τίποτε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε´

Η ΜΑΝΤΕΙΑ

Ἤρκει νὰ παρατηρήσῃ αὐτὴν πόρρωθεν, καὶ κύπτουσα πρὸς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἡ ρίς της δὲν ἀπεῖχε πολύ, ἐλάμβανε λίθον καὶ ἐξεσφενδόνιζεν αὐτὸν κατὰ τῆς νέας κόρης, κράζουσα:

―Ἐδῶ εἶσαι, ἄπιστη; Ἐδῶ εἶσαι, ἄθεη; Πάντα ἐσένα θὰ βλέπω; Πάντα ἐμπροστὰ στὰ μάτιά μου βρίσκεσαι; Δὲν πάγεις εἰς καμμίαν τρύπαν νὰ χωθῇς, νὰ μὴ σὲ βλέπω!

Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ᾐσθάνθη ποτὲ πικρίαν ἐξ οὐδενὸς πράγματος. Ὅλα ἔβλεπε μειδιῶντα πέριξ της, οὐχὶ ὅτι ἐμειδίων δι᾽ αὐτήν, διότι δὲν εἶχε ζηλευτὴν τύχην, ἀλλὰ δύναμαι νὰ εἴπω ὅτι ἡ νέα τοῖς ἐδάνειζε τὸ μειδίαμα τοῦτο, ἐπιστρέφον καὶ ἀντανακλώμενον ἐπ᾽ αὐτήν, καὶ εἰς αὐτὴν μόνην ὁρατόν. Ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη ποτὲ νὰ ἐννοήσῃ καὶ τὴν μοχθηρίαν τῆς γραίας ταύτης. Ἔλεγεν ἀφελῶς.

― Τί σοῦ ἔκαμα;…

Τοῦτο δὲ ὑπῆρξεν ἡ πρώτη σταγὼν χολῆς ἡ ἐγχυθεῖσα εἰς τὴν καρδίαν της, καὶ ἐγέννησεν ἀπαισίους λογισμούς. Ἦτο ἆρα μοχθηρὰ ἡ ἀνθρωπότης, ἢ αὐτὴ ἡ κόρη ἦτο ἀξία μίσους; Ἀλλὰ διατί;

Ἐν τούτοις τὸ παρηγορῆσαν αὐτὴν ἦτο ὅτι δὲν ἦσαν πᾶσαι αἱ γραῖαι ἐξίσου κακαί. Τοὐλάχιστον ἡμέραν τινὰ ἀπήντησε μίαν, ἥτις ἔδειξε πρὸς αὐτὴν μεγίστην ἀγαθότητα. Ἀλλ᾽ ὅμως τὸ πρᾶγμα, ὅπως συνέβη, ἠδύνατο νὰ τὸ ἐκλάβῃ ὡς ἀπατηλὴν ὀπτασίαν, διότι ἡ γραῖα ἐκείνη πρώτην καὶ τελευταίαν φορὰν ὤφθη, οὐδ᾽ ἤξευρέ τις πόθεν ἤρχετο καὶ ποῦ διηυθύνετο, οὐδὲ τὴν εἶδεν ἔκτοτε ἀνθρώπινον ὄμμα εἴτε παρὰ τὴν ἀκτήν, εἴτε εἰς τὴν κώμην, εἴτε παρὰ τὴν συνοικίαν τῶν ἁλιέων. Ἐφόρει δὲ ἀλλόκοτον ἐσθῆτα, ἀσυνήθη εἰς τὸν τόπον, καὶ ἐλθοῦσα Κυριακήν τινα πρωὶ ἔκρουσε τὴν θύραν τῆς καλύβης. Ἡ Ἀϊμὰ ἦτο μόνη. Ἡ μήτηρ Ἀθιγγανὶς εἶχεν ἀκολουθήσει τοὺς δύο υἱούς της καὶ τὸν ἄνδρα της εἰς τὴν συνήθη ἐκδρομήν. Ἐγερθέντες λίαν πρωὶ ἐφορτώθησαν πυράγρας, ἐσχάρας, καρφία καὶ ἄλλα τεχνήματα, καὶ ἀπῆλθον ἵνα τὰ πωλήσωσιν εἰς τὰ περίχωρα. Ἡ δὲ Ἀϊμὰ μόλις εἶχεν ἐγερθῆ καὶ ἐνεδύετο. Διενοεῖτο δὲ ὅτι, ἐπειδὴ ἦτο Κυριακή, οἱ χριστιανοὶ θὰ ἦσαν εἰς τὴν λειτουργίαν, καὶ θὰ προσηύχοντο. Αὐτὴ δὲν ἤξευρε νὰ δεηθῇ, διότι δὲν τὴν εἶχον διδάξει καμμίαν θρησκείαν. Καὶ ὅμως πολλάκις ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ψιθυρίζῃ αὐτοσχεδίους δεήσεις. Περὶ τούτου ἠρώτησε τὸν πατέρα της, τὸν Πρωτόγυφτον (οὕτως ὠνομάζετο ὑπὸ τῶν περιοίκων, ἀγνοούντων ἂν εἶχε κύριόν τι ὄνομα), ἂν εἶναι καλὸν νὰ φοιτᾷ εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ νὰ προσεύχηται. Ὁ γέρων ἀπήντησε διὰ τοῦ συνήθους αὐτῷ γρυσμοῦ, ὅστις ἂν εἶχεν ἔννοιάν τινα, θὰ ἐσήμαινε βεβαίως ὅτι· «οἱ γύφτοι δὲν ἔχουν ἐκκλησίαν.»

― Διατί, πατέρα; εἶπεν ἡ Ἀϊμά.

― Δὲν ἠξεύρω.

― Δὲν τοὺς δέχονται μέσα;

― Δὲν ὑπῆγα ποτέ, εἶπεν ὁ γέρων, ἀλλ᾽ ἂν ἐπήγαινα θὰ μ᾽ ἔδιωχναν.

― Εἶναι λοιπὸν ἐμποδισμένον;

― Δὲν ἠξεύρω.

― Καὶ δὲν εἴμεθα ἡμεῖς βαπτισμένοι;

― Δι᾽ αὐτὸ ἐρώτα τὴν μητέρα σου.

Ἡ Ἀϊμὰ ἔσπευσε νὰ ἐρωτήσῃ τὴν μητέρα Γύφτισσαν, τρέψασα τὴν ἐρώτησιν ἐπὶ τὸ ἀτομικώτερον.

― Μητέρα, εἶμ᾽ ἐγὼ βαπτισμένη;

― Δὲν ἠξεύρω, ἀπήντησεν ἀδιστάκτως ἡ Γύφτισσα.

Βεβαίως δέ, ἂν ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ, ἤθελε μετανοήσει διότι ἔσπευσε ν᾽ ἀπαντήσῃ οὕτω. Ἡ ἀπάντησις αὕτη ἔκαμε τὴν Ἀϊμὰν νὰ πεισθῇ περὶ ὅσων ἀμφέβαλλε. Δὲν ἤξευρεν ἂν ἡ κόρη ἦτο βαπτισμένη. Δὲν ἦτο ἄρα μήτηρ της.

Περὶ τούτου ἐσκέπτετο καθ᾽ ἑκάστην ἡ Ἀϊμά. Πλὴν τῆς ἀναμνήσεως, ἥτις ἔλαμπεν ὡς λύχνος ἀνημμένος ἐν τῇ συνειδήσει, ὑπῆρχον καὶ ἄλλαι ἐνδόμυχοι νύξεις, ὑπῆρχε φωνή τις ἥτις ἐψιθύριζε λίαν ἠρέμα, ὥστε νὰ μὴ ἀνατέλλῃ μηδεμία κακὴ ἐντύπωσις ἐπὶ τοῦ προσώπου τῆς κόρης, ἀλλ᾽ ἀρκούντως μεγαλοφώνως ὥστε ν᾽ ἀκούηται ὑπὸ τῆς καρδίας αὐτῆς, ὑπῆρχε φωνὴ ψελλίζουσα ὅτι δὲν ἦτο ἡ Ἀϊμὰ γνησία κόρη τῆς οἰκογενείας ἐκείνης. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα γύφτισσα ὁσάκις ἠρωτᾶτο περὶ τούτου ὑπὸ τῶν περιέργων καὶ τῶν ὀχληρῶν, ἐκήρυττε μεγαλοφώνως καὶ ἐβεβαίου μεθ᾽ ὅρκου ὅτι ἡ Ἀϊμὰ ἦτο θυγάτηρ της. Ἴσως δὲ καὶ αὐτὴ ἐπὶ τέλους κατήντησε νὰ τὸ πιστεύσῃ.

Ἡ ξένη ἔκρουσεν, ὡς εἴπομεν, τὴν θύραν. Ἡ Ἀϊμὰ ἔκραξε·

― Ποῖος εἶναι;

―Ἄνοιξε, Ἀϊμά.

Ἡ φωνὴ αὕτη προυξένησεν ἀπορίαν εἰς τὴν νέαν. Πλὴν τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας, οὐδεὶς ἄλλος ἐκάλει αὐτὴν ὀνομαστί. Οἱ ἄλλοι τὴν ὠνόμαζον Γυφτοπούλαν. Ἀλλὰ τώρα ἦτο γυναικεία φωνή, φωνὴ εὔηχος καὶ μειλιχία, ἥτις κατ᾽ οὐδὲν ὡμοίαζε μὲ τὴν βραγχνὴν φωνὴν τῆς μητρός της. Τίς ἆρα ἠδύνατο νὰ εἶναι;

Ἡ Ἀϊμὰ ἐβράδυνεν ὀλίγον νὰ μεταβῇ πρὸς τὴν θύραν. Ἡ ξένη ἐπανέλαβεν·

―Ἄνοιξε, σὲ παρακαλῶ, Ἀϊμά.

Ἡ κόρη, χωρὶς νὰ αἰσθανθῇ φόβον, ἐλθοῦσα ἤνοιξεν. Εἰσῆλθε δὲ γυνὴ ὑψηλή, εὔσωμος, φέρουσα τὰ σημεῖα τοῦ γήρως ἐπὶ τῆς μορφῆς. Ἀλλὰ τὸ γῆρας τοῦτο ἦτο ἱλαρὸν καὶ εὔχαρι. Ὑπὸ τὸν λευκὸν κρήδεμνον, ὅστις ἐκάλυπτε τὴν κεφαλήν, ἐφαίνοντο οἱ πολιοὶ βόστρυχοι τῆς κόμης, στιλπνοὶ καὶ οἱονεὶ ἐπάργυροι. Ἐφόρει δὲ ποδήρη ἐσθῆτα φαιὰν καὶ κιτρινοβαφῆ. Ἡ Ἀϊμὰ τὴν παρετήρησε μετὰ περιεργείας. Ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν ἔβλεπε τὴν γυναῖκα ταύτην.

Ἡ ξένη προέβη εἰς τὰ ἔσω τῆς καλύβης, καὶ περιειργάζετο μετὰ πολλοῦ διαφέροντος πάντα ὅσα ἔβλεπεν. Ἠρεμαία τις ἀπόχρωσις λύπης καὶ οἴκτου ἐσκίασε τὴν μορφήν της. Τὸ λεπτὸν τοῦτο νέφος παρετήρησεν ἡ Ἀϊμά. ᾘσθάνθη δὲ εὐθὺς συμπάθειαν πρὸς τὴν ξένην, καὶ οὐδεμία κακὴ ἰδέα διέβη διὰ τῆς φαντασίας της.

― Δός μοι ἓν κάθισμα, διότι εἶμαι πολὺ κουρασμένη, Ἀϊμά.

Ἡ νέα ἔσπευσε νὰ προσφέρῃ αὐτῇ τὸν μόνον σκίμποδα, ὅστις εὑρίσκετο ἐν τῇ καλύβῃ. Καθίσασα ἡ ξένη ἔρριψε παρατεταμένον βλέμμα ἐπὶ τῆς κόρης. Αὕτη ᾐσθάνθη ἠλεκτρικὴν τὴν ἐπίδρασιν τοῦ βλέμματος τούτου, καὶ ἐταπείνωσε τοὺς ὀφθαλμούς.

―Ἀϊμά, σὲ λυποῦμαι, κόρη μου, εἶπεν ἡ ξένη.

― Διατί μὲ λυπεῖσθε; εἶπεν ἡ Ἀϊμά.

― Διότι σὲ ἀγαπῶ, ἀπήντησεν ἡ ξένη.

― Καὶ πῶς μὲ γνωρίζετε;

―Ὤ, σὲ γνωρίζω πάντοτε, σὲ γνωρίζω ἀπὸ τοῦ λίκνου σου, Ἀϊμά.

―Ἀληθῶς; εἶπεν ἡ νέα, καὶ οἱ ὀφθαλμοί της ἤστραψαν.

― Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τῆς μήτρας, σὲ γνωρίζω καὶ πρὸ τῆς συλλήψεως.

Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἐνόει πλέον.

― Προτοῦ νὰ γεννηθῇς καὶ νὰ συλληφθῇς σ᾽ ἐγνώριζον.

―Ἀλλὰ γίνεται τοῦτο; ἠρώτησεν ἀφελῶς ἡ νεᾶνις.

― Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν εἶναι ἀδύνατον.

Ἡ Ἀϊμὰ οὐδὲν εἶπεν.

― Εἰς τὴν ὑπεράνθρωπον ὅμως εἶναι δυνατόν, ἐπανέλαβεν ἡ ξένη.

― Δὲν ἐννοῶ, εἶπεν ἡ Ἀϊμά.

― Καὶ σὲ λυποῦμαι πολύ, κόρη μου.

Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἀπήντησεν. Ἦτο ἔκπληκτος.

―Ἔχεις ἐχθρούς, ἔχεις διώκτας. Τὸ πεπρωμένον σὲ ἀδικεῖ. Τὰ πάντα συνώμοσαν ἐναντίον σου. Καὶ ὅμως εἶσαι τόσον συμπαθής, καὶ τόσον καλή!

― Εἰπέτε καθαρώτερα, κυρία, ἐψέλλισεν ἡ Ἀϊμά.

― Καὶ εἰς τί ἥμαρτες, ταλαίπωρον πλάσμα! Εἰς τί ἠδύνασο νὰ παροργίσῃς τὸν Θεόν; Εἶσαι ἀθῴα καὶ ἁγνή, ὡς τὰ οὐράνια πλάσματα. Καὶ ὅμως πάντες σὲ καταδιώκουσι. Πάντες σὲ ἀδικοῦσιν. Οὐδεὶς σὲ ὑπερασπίζει.

― Καὶ τίνες εἶναι αὐτοὶ οἱ ἐχθροί; ἠρώτησεν ἡ Ἀϊμά.

―Ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ἀπήντησεν ἡ ξένη.

― Τί τοὺς ἔκαμα;

― Εἰς οὐδὲν ἔπταισες. Ἀλλ᾽ εἶναι ἀνάγκη νὰ πληρωθῇ τὸ πεπρωμένον. Μεγάλας δυστυχίας ὑπέστης, ἀλλ᾽ ἦσο ἀνήλικος, καὶ δὲν ἠδύνασο νὰ τὰς αἰσθανθῇς, Τοῦ λοιποῦ ὅμως τίς οἶδεν; ἴσως σοὶ ἐπιφυλάττονται μεγαλύτεραι. Πρέπει νὰ ὁπλισθῇς μὲ καρτερίαν, Ἀϊμά.

Ἡ νέα δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῇ, καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ. Ἔκυψε τὴν κεφαλὴν καὶ ἀπέμασσε τὰ δάκρυα ἐκ τῶν παρειῶν της.

― Μὴ κλαίῃς, μὴ κλαίῃς, εἶπεν ἡ ξένη. Δὲν εἶσαι σὺ μόνη δυστυχής. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι δυστυχέστεροι. Μὲ βλέπεις ἐμέ; εἶπε φέρουσα τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ στήθους, ὅπως ἑλκύσῃ τὴν προσοχὴν τῆς νεάνιδος.

Ἡ Ἀϊμὰ τὴν ἐκοίταζε μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς πλήρεις δακρύων.

― Μὲ βλέπεις; Εἶμαι πολὺ δυστυχεστέρα σοῦ.

― Δυστυχεστέρα; ἐψιθύρισεν ἡ κόρη.

― Παραπολύ, ἀσυγκρίτως.

― Διατί;

― Διότι κ᾽ ἐγὼ ἔχω ἐχθρούς, κ᾽ ἐγὼ καταδιώκομαι.

―Ἀπὸ ποίους;

― Καταδιώκομαι καὶ πολιορκοῦμαι ἤδη, ἐπανέλαβεν ἡ ξένη.

― Πολιορκεῖσθε;

― Πολιορκοῦμαι, Ἀϊμά, καὶ μέχρι τέλους δὲν θὰ σωθῶ.

― Δὲν θὰ σωθῆτε! εἶπεν ἡ Ἀϊμὰ συμπονοῦσα.

― Δὲν θὰ σωθῶ. Οἱ ἐχθροί μου εἶναι ἰσχυροί, καὶ ἔχουσι πολλοὺς συμμάχους.

Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἐνόει.

― Καὶ ἴσως μετὰ ἕνα μῆνα θὰ φύγω διὰ παντός.

― Θὰ φύγετε;

― Θὰ φύγω ἀπὸ τὴν οἰκίαν μου.

― Καὶ διὰ ποῦ; ἠρώτησεν ἡ Ἀϊμά, ὑποπτεύσασα ὅτι ἡ γυνὴ αὕτη παρεφρόνει.

― Δι᾽ ἀγνώστους τόπους, ἀπήντησεν ἡ ξένη.

Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἀπήντησεν.

―Ἦλθα νὰ σ᾽ ἀποχαιρετίσω διὰ τελευταίαν φοράν, κόρη μου. Ἔλα νὰ σὲ φιλήσω.

Καὶ ὀρθωθεῖσα ἔσυρε τὴν κόρην πρὸς ἑαυτὴν καὶ ἐνετύπωσεν ἐπὶ τῶν χειλέων της ἔνθερμον φίλημα. Ἡ Ἀϊμὰ συνέλαβεν ἰδέαν τινά.

― Μήπως εἶναι ἡ μήτηρ μου; εἶπε καθ᾽ ἑαυτήν. Καὶ νέα δάκρυα ἀνέβλυσαν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν της.

Ἤθελε νὰ τὴν ἐρωτήσῃ καὶ δὲν ἐτόλμα. Τέλος ἐσχημάτισε τὸ ἐρώτημα εἰς τρόπον πλάγιον, διότι τῇ ἐφαίνετο ἀπότομον νὰ τὴν ἐρωτήσῃ ἀπ᾽ εὐθείας ἂν εἶναι μήτηρ της.

― Κυρία, εἶπεν, ἠξεύρετε ποῦ εἶναι ἡ μήτηρ μου;

― Ἡ μήτηρ σου; Ἡ μήτηρ σου, Ἀϊμά, δὲν ζῇ πλέον.

―Ἀπέθανεν! ἐψέλλισε θλιβερῶς ἡ Ἀϊμά.

―Ἀλλ᾽ ὅμως εἶσαι ἓν τῶν τέκνων μου.

― Σεῖς λοιπόν;…

Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἐτόλμα νὰ συμπληρώσῃ τὸ συμπέρασμα τοῦτο.

―Ὄχι, ἔνευσεν ἡ ξένη. Τὰ τέκνα μου εἶναι ἀναρίθμητα. Καὶ ἐκινήθη πρὸς τὴν θύραν, ὅπως ἐξέλθῃ.

― Ποῦ θὰ ὑπάγητε; ἠρώτησεν ἡ Ἀϊμά.

― Θὰ ὑπάγω εἰς τὴν οἰκίαν μου, ὁπόθεν ἦλθα.

― Καὶ ποῦ εὑρίσκεται ἡ οἰκία σας;

― Εἶναι πολὺ μακρὰν ἀπ᾽ ἐδῶ.

Ἡ Ἀϊμὰ τὴν ἠκολούθησεν ἔξω τῆς θύρας. Εἶδεν αὐτὴν λαβοῦσαν τὴν ὁδόν, ἥτις περιέκαμπτε τὸν λόφον, καὶ γενομένην ἄφαντον ὄπισθεν τῆς πρώτης καμπῆς. Εἶτα ἔτρεξε κατόπιν της. Εἶχε περιέργειαν νὰ ἴδῃ ποῦ διηυθύνετο ἡ ξένη. Φθάσασα ἡ νέα εἰς τὸ σύμπλεγμα τῶν βράχων, ὧν ὄπισθεν εἶχε κρυβῆ ἀπὸ τῶν ὄψεων αὐτῆς ἡ ξένη, παρετήρησε, καὶ εἶδε, πρᾶγμα παράδοξον, ὅτι αὕτη δὲν ἦτο ὁρατὴ πλέον, καθ᾽ ὅλον τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ. Κάτωθεν ἐσχηματίζετο πεδιάς, τὸ μέρος δ᾽ ἐφ᾽ οὗ ἵστατο ἡ Ἀϊμά, ἦτο ὑψηλότερον καὶ οὐδὲν ἀπεκρύπτετο ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἐκεῖθεν θεωμένου. Ποῦ λοιπὸν ἐκρύβη ἡ ξένη; Ἡ Ἀϊμὰ παρετήρησε γύρω εἰς ὅλα τὰ μέρη τὰ ὕποπτα, εἰς ὅλα τὰ κοιλώματα, ὅπου ἠδύνατο νὰ κρυβῇ προσκαίρως ἄνθρωπος. Οὐδαμοῦ εὗρεν οὐδὲ ἴχνος τῆς ξένης. Παρέτεινε τὰς ἐρεύνας της ἐπὶ πολλὴν ὥραν. Οὐδαμοῦ. Ἡ ξένη εἶχε γίνει ἄφαντος.

Τότε ἡ Ἀϊμὰ ᾐσθάνθη φόβον καὶ ἐπέστρεψε σύννους εἰς τὴν καλύβην. Εἰς μάτην ἐβασάνιζε τὸν νοῦν της. Δὲν ἠδύνατο νὰ λύσῃ τὸ αἴνιγμα τοῦτο. Ἐπὶ πολὺν χρόνον ἔμελλε νὰ σκέπτηται εἰς μάτην περὶ τούτου. Ἡ ἀνάμνησις τῆς ὀπτασίας ἔμενεν ἐσαεὶ εἰς τὴν φαντασίαν της. ᾘσθάνετο δὲ καὶ τὰ χείλη της καίοντα ἐκ τοῦ φιλήματος ἐκείνου. Δὲν εἶχε δὲ συνείδησιν, ἂν κατ᾽ ὄναρ ἢ καθ᾽ ὕπαρ εἶδε τὴν ὄψιν ταύτην.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ´

ΑΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΙ

Ἡ Ἀϊμὰ κατέστη σύννους καὶ σκυθρωπή. Ἀδιαλείπτως ἐβόμβουν περὶ τὰ ὦτά της αἱ ἐν ὀνείρῳ προρρήσεις τῆς ἀγνώστου. Εἶχε λοιπὸν ἐχθροὺς καὶ ἔμελλε νὰ ὑποφέρῃ! Δὲν ἠδύνατο νὰ πιστεύσῃ τοῦτο. Αὐτὴ ἡ τόσον ταπεινή, ἡ τόσον πενιχρῶς ζῶσα, εἶχεν ἐχθρούς; Καὶ ὑπῆρχέ τις, ὅστις ἠδύνατο νὰ φθονήσῃ τὸ εὐτελὲς τοῦ βίου της; Καὶ τί πλειότερον ἠδύνατο νὰ ὑποφέρῃ, εἰμὴ τὴν ἔνδειαν καὶ τὰς περιφρονήσεις ἃς καθ᾽ ἑκάστην ὑπέφερε;

Δὲν ἠδύνατο ἐν τούτοις ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν ἐπίδρασιν τῶν προρρήσεων ἐκείνων. ᾘσθάνετο ἤδη ἀνησυχίαν πρὸς πᾶσαν ἐμφάνισιν ἀνθρώπου. Ἐφαντάζετο ὅτι ἠδύνατο νὰ εἶναι εἷς τῶν διωκτῶν της, περὶ ὧν εἶχεν εἰπεῖ ἡ ἄγνωστος. Ἔμελλε δὲ ταχέως νὰ λάβῃ ἀφορμήν, ὅπως ἀποδεχθῇ μετὰ μείζονος δεισιδαιμονίας τὴν ὀρθότητα τῶν προρρήσεων.

Τοῦτο συνέβη ἑσπέραν τινά, ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ὀπτασίαν. Ὁ γέρων Πρωτόγυφτος εἶχεν ἐπανέλθει ἀρτίως ἐκ τῆς ἐκδρομῆς καὶ ἐκάθητο ἔξωθεν τῆς καλύβης. Ἡ Ἀϊμὰ ἦτο ἐν τῷ κήπῳ. Οἱ δύο νεαροὶ Γύφτοι ἦσαν ἐν τῇ καλύβῃ καὶ διηυθέτουν τὰ ἐργαλεῖα. Ἠκούετο ὁ συριγμὸς τοῦ Μάχτου, καὶ τὸ ᾆσμα τοῦ Βούγκου. «Ἐσὺ πεθαίνεις, μάστορη». Ἡ γραῖα γύφτισσα ἐκάθητο ἀντικρὺ τοῦ συζύγου της, ὅστις ἠκούετο γογγύζων.

― Τί νὰ φᾶμε ἀπόψε; ἔλεγεν ἡ γραῖα.

―Ἐμένα ρωτᾷς; ἐγόγγυζεν ὁ γέρος. Γμού!… Γρού!…

― Δὲν ἔχομε τίποτα, εἶπεν αὖθις ἡ γύφτισσα.

―Ἐγὼ εἶμαι κουρασμένος. Γκρού! Χρού!…

― Νὰ βράσω ὀλίγα λάχανα;

― Τ᾽ ἄντερά σου νὰ βράσῃς, ἔγρυζεν ὁ γέρος. Γκού!…

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐφάνη καλπάζων ἱππεύς, ὅστις ἤρχετο πρὸς τὴν καλύβην. Ἠκολουθεῖτο δὲ ὑπὸ πεζοῦ θεράποντος. Πρὶν ἢ φθάσῃ εἰς τὴν καλύβην, ὁ ἱππεὺς ἐπέζευσε καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ ὄχθου τινὸς τῆς ὁδοῦ. Ἀπεῖχε δὲ περὶ τὰ πεντακόσια βήματα. Ἡ Ἀϊμὰ ἐκ τοῦ κήπου εἶδε τοὺς δύο ὁδοιπόρους, καὶ ἔμενεν ἐμβλέπουσα ἀτενῶς πρὸς αὐτούς.

Ὁ πεζὸς θεράπων διηυθύνθη πρὸς τὴν καλύβην. Πλησιάσας, ἐχαιρέτισε τοὺς δύο συζύγους. Ἡ Ἀϊμὰ παρετήρει προσεκτικῶς, καὶ ἔλεγε καθ᾽ ἑαυτὴν ὅτι κάπου εἶχεν ἰδεῖ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον. Τοῦ ἄλλου, ὅστις εἶχε καταβῆ ἀπὸ τοῦ ἵππου, οἱ χαρακτῆρες δὲν διεκρίνοντο καλῶς. Ἦτο ἤδη ἑσπερινὴ ἀμφιλύκη.

Ὁ ὁδοιπόρος ἐκάθισε καὶ ἤρχισεν ἀσήμαντον συνδιάλεξιν μὲ τὸν γέροντα.

― Πῶς πάγουν οἱ δουλειές;

― Πῶς θέλεις νὰ πάγουν;

― Πάγουν καλά;

― Στραβὰ καὶ ἀνάποδα, ἀπήντησεν ὁ Γύφτος. Γμ…

― Δὲν ἔχετε πολλὴ δουλειά;…

― Τίποτα.

― Δὲν κερδίζετε πολλά;..

― Κεσάτια, εἶπεν ὁ Γύφτος.

― Τὸ ἔχουν οἱ χρονιές, φαίνεται.

― Λόγια. Ἐγὼ δὲν θυμᾶμαι καμμία διαφορὰ ἀπὸ χρονιὰ εἰς χρονιά…

―Ὅλο τὰ ἴδια;

―Ἐκτὸς εἰς τὸ χειρότερο, ἀπήντησεν ὁ Πρωτόγυφτος. Γρ…

― Καὶ δουλεύεις μόνος σου;

―Ἔχω τὸν Βοῦγκον καὶ τὸν Μάχτον.

― Ποῖοι εἶν᾽ αὐτοί;

― Εἶναι οἱ γυιοί μου.

― Καὶ ποῦ εὑρίσκονται;

― Μέσα, εἶπε, δείξας τὴν καλύβην.

― Καὶ κατοικεῖτε πάντοτε ἐδῶ;

― Ναί.

― Εἶναι πολλὰ χρόνια;

― Εἶναι καθὼς ἐγεννήθηκα. Γκμρ…

Ὁ ξένος, ἐνῷ ἐλάλει, ἔρριπτε συνάμα λαθραῖα βλέμματα πρὸς τὸν κῆπον, ὅπου εὑρίσκετο ἡ Ἀϊμά. Αὕτη παρετήρησε τὴν πολυπραγμοσύνην ταύτην τοῦ ὁδοιπόρου. Ὁ γέρων οὐδὲν εἶδε.

― Θὰ μοῦ κάμῃς μερικὲς παραγγελίες; ἐπανέλαβεν ὁ ξένος.

― Τί παραγγελιές;

― Τῆς τέχνης σου.

― Σὰν τί;

―Ἀπὸ πολλὰ εἴδη.

― Λέγε.

― Κάμνεις σύρτες καὶ μάνδαλα διὰ τὲς πόρτες;

― Κάμνω.

― Σιδηρωσιὲς διὰ θεμέλια;

― Κάμνω.

― Λοστούς, δικέλλια, φτυάρια;

― Κάμνω.

― Κλειδαριές, καρφιά, ρεζέδες;

― Κάμνω ἀπ᾽ ὅλα, εἶπεν ἀνυπομόνως ὁ Γύφτος.

― Τότε θὰ μοῦ κάμῃς.

― Θὰ σοῦ κάμω.

― Καὶ εἰς πόσον καιρόν;

― Τί πρᾶγμα;

― Πότε ἠμπορεῖς νὰ τελειώσῃς τὴν παραγγελίαν μου;

― Δὲν μοῦ τὴν εἶπες. Εἰπέ μου πρῶτα.

― Τί νὰ σ᾽ εἴπω;

― Τὴν παραγγελιά σου.

―Ἀλλὰ σοῦ τὴν εἶπα, μοὶ φαίνεται.

― Πῶς;

―Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ μοῦ χρειάζονται.

― Ποῖα ὅλα;

―Ὅλα ὅσα κάμνεις.

― Θέλεις κάθε λογῆς πράγματα;

― Ναί.

― Τότε πρέπει νὰ μ᾽ εἴπῃς…

― Τί;

― Νὰ μ᾽ εἴπῃς καὶ ἀπὸ πόσα.

― Σὺ προσδιόρισε τὴν πληρωμήν.

―Ὄχι τὴν πληρωμήν, νὰ μ᾽ εἴπῃς ἀπὸ πόσα σοῦ χρειάζονται ἀπὸ τὸ κάθε εἶδος.

Ὁ Γύφτος ᾐσθάνετο στενοχωρίαν διότι τὸν ἐβίαζεν ὁ ξένος νὰ ὁμιλῇ παραπολλά. Ἀπὸ μακροῦ ἤδη χρόνου δὲν εἶχεν ἐκπέμψει τόσους φθόγγους ἀνθρωπίνους ἐκ τοῦ λάρυγγος. Ἔλεγε καθ᾽ ἑαυτὸν ὅτι παρόμοιον μουστερὴν ποτὲ δὲν εἶχεν ἰδεῖ, καὶ καλύτερον ἦτο νὰ ἔλειπε καὶ αὐτὸς καὶ τὸ ἀλεσβερίσι του. Εἰς ἐπίμετρον δὲν ἠδύνατο, βιαζόμενος ὑπὸ τῆς πρὸς τὸν πελάτην ἐξηναγκασμένης φιλοφροσύνης, νὰ ἐκβάλῃ ἐκ τοῦ στόματος πρὸς ἀνακούφισιν οὔτε γρού, οὔτε χμού, οὔτε κανὲν τῶν ἐπιφωνημάτων ἐκείνων, δι᾽ ὧν κατεμυκτήριζε τὴν ἀνθρωπίνην λαλιάν, ὡς ὅλως ἄσκοπον καὶ ἀνόητον.

Ὁ ξένος ἀπήντησεν εἰς τὴν τελευταίαν παρατήρησιν τοῦ Γύφτου.

― Φτιάσε μου, ὅσα θέλεις, καὶ βάλε τὰ δυνατά σου.

―Ὅσα θέλω;

― Βέβαια.

― Μὴ τὰ ἔχῃς χαμένα; εἶπεν ὁ Γύφτος μὴ δυνηθεὶς νὰ κρατηθῇ.

― Διατί; εἶπεν ὁ ξένος, χωρὶς νὰ φανῇ δυσαρεστηθείς.

― Οἱ μουστερῆδες ποὺ κάμνουν παραγγελιές, ξεύρω ᾽γώ, ἐμορμύρισεν ὁ Γύφτος, λέγουν σωστὰ πράγματα, πόσα τοὺς χρειάζονται.

― Κάμε μου τότε ἀπὸ μίαν δωδεκάδα ἀπὸ ὅλα, εἶπεν ὁ ξένος.

―Ἀπὸ τὰ χονδρά, ναί. Μὰ ἀπὸ τὰ ψιλά;

― Τὰ ψιλὰ πῶς λογαριάζονται, μὲ τὸ καντάρι;

― Μὲ τὸ καντάρι.

― Κάμε λοιπὸν ἀπὸ ἕνα καντάρι.

― Πάγει καλά. Καὶ πότε τὰ θέλεις;

―Ὁπόταν ἠμπορέσῃς, εἶπεν ὁ ξένος.

― Καὶ τὴν πληρωμήν; ἠρώτησεν ὁ Γύφτος.

― Τὴν πληρωμὴν ὅρισέ την, ἀπήντησεν ὁ ξένος.

Ὁ Γύφτος ἐλογάριασε μὲ τὰς χεῖρας ἐπί τινα ὥραν, κρατῶν τοὺς δακτύλους τῆς ἀριστερᾶς ἐκτεταμένους, καὶ μεταφέρων ἐπ᾽ αὐτοὺς ἀμοιβαδὸν τὸν δείκτην τῆς δεξιᾶς. Εἶτα συνέπτυξε τὴν χεῖρα καὶ συνήγαγε τὸ ἄθροισμα ἐπὶ τῶν ἁρμῶν τῶν δακτύλων, διὰ τοῦ αὐτοῦ δείκτου. Μετὰ τοῦτο ἐξήγγειλε τὸ ἀποτέλεσμα πρὸς τὸν πελάτην του, ὅστις τὸν ἐθεώρει μετὰ περιεργείας.

― Δεκαοχτὼ φλωριὰ διὰ τὸ σίδερον, εἶπε, καὶ εἰκοσιπέντε διὰ τὴν δουλειά.

― Καλά.

― Τὸ σίδερο ἐδικό σου θὰ εἶναι;

―Ὄχι, ἐδικό σου.

― Τότε θὰ μοῦ πληρώσῃς τὴ σερμαγιά, εἶπεν ὁ Γύφτος.

Ὁ ξένος ἐξέβαλεν ἐκ τῆς ζώνης τὸ βαλάντιον καὶ τῷ ἔδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ὁ Γύφτος ἐφαιδρύνθη ἐκ τῆς θέας καὶ τῆς ψαύσεως τοῦ χρυσοῦ.

― Καὶ πότε θέλεις νὰ εἶναι ἕτοιμα; ἠρώτησεν.

―Ὁπόταν ἠμπορῇς. Σιγὰ σιγά.

― Παράξενος μουστερής! διενοήθη ὁ Γύφτος.

―Ἐγὼ θὰ εἶμαι ἐδῶ σιμά, εἶπεν ὁ ξένος, καὶ θὰ ἔρχωμαι νὰ βλέπω πῶς πάγει ἡ ἐργασία. Πειράζει τοῦτο;

―Ὄχι.

― Καὶ ἐν τῷ μεταξὺ θὰ γνωρισθῶμεν καλύτερα.

― Πιστεύω. Ἀφοῦ εἶσαι τόσον καλοπληρωτής.

―Ἔχω συνήθειαν νὰ πληρώνω καλά, εἶπεν ὁ ξένος. Φρονῶ ὅτι ἡ ἐργασία πρέπει ν᾽ ἀνταμείβηται.

― Βέβαια, βέβαια, εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος, μὴ ἐλθὼν ἀπὸ πολλοῦ χρόνου εἰς τοιαύτην εὔθυμον διάθεσιν.

― Καὶ μάλιστα εἰς τοὺς καλοὺς τεχνίτας, προσέθηκεν ὁ ξένος.

― Σωστά.

―Ἔχεις πολλὴν ὑπόληψιν εἰς τὴν τέχνην, εἶπεν ὁ ξένος. Ἀλήθεια ὅτι σὲ ὀνομάζουν ὅλοι Πρωτόγυφτον;

―Ἀλήθεια.

― Καὶ δικαίως, φρονῶ.

― Κ᾽ ἐγὼ αὐτὸ λέγω.

Ὁ ξένος ἐσηκώθη καὶ ἡτοιμάζετο ἵνα ἀπέλθῃ. Περιέφερε καὶ αὖθις τὸ βλέμμα πρὸς τὸν κῆπον, ὅπου εὑρίσκετο εἰσέτι ἡ Ἀϊμά.

― Πῶς βιάζεσαι τόσον, εἶπεν ὁ Γύφτος. Δὲν θὰ σὲ φιλεύσωμεν κάτι;

― Εὐχαριστῶ.

―Ὕπαγε, μωρή, νὰ φέρῃς τὴν φιάλην μὲ τὸ κρασὶ νὰ κεράσωμεν τὸν μουστερήν, εἶπεν ὁ Γύφτος πρὸς τὴν γυναῖκά του. Ἀλλ᾽ ἂς εἶναι, κάθισε, παγαίνω ἐγώ.

Ἡ δευτέρα αὕτη σκέψις προῆλθεν ἐκ τῆς ἐπιθυμίας ἣν εἶχεν ὅπως κρύψῃ τὰ χρήματα, χωρὶς νὰ τὸν ἴδῃ ἡ γυνή, ἐντὸς τῆς καλύβης, κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην, καθ᾽ ἣν αὕτη ἦτο ἠναγκασμένη νὰ κρατήσῃ συντροφίαν εἰς τὸν ξένον. Ὅσον διὰ τοὺς δύο νεαροὺς Γύφτους, οὗτοι εὑρίσκοντο εἰσέτι ἐν τῇ καλύβῃ. Ὁ γέρος εἰσελθὼν εἶπε πρὸς αὐτούς.

― Σύρτε νὰ ἰδῆτε ἕνα παράξενο πρᾶγμα ἔξω.

― Τί παράξενο; εἶπεν ὁ Μάχτος.

― Εὑρέθη μουστερὴς δι᾽ ὅλον τὸν χρόνον.

―Ἀλήθεια;

―Ἀλήθεια. Τρέξατε.

Ὁ Μάχτος μετέβη πρὸς τὴν θύραν. Ὁ Βοῦγκος ἔμενεν ἔτι ἐντός, καὶ ἠσχολεῖτο, κεκυφὼς εἰς τὸ ἔδαφος, εἰς τὴν τοποθέτησιν ἐργαλείου τινός.

― Πηγαίνετε λοιπὸν γρήγορα, τρέξε, Βοῦγκο! Ἡ μάννα σου φοβοῦμαι μὴ μᾶς τὸν χαλάσῃ μὲ τὴν ἀνοησίαν της. Σύρτε νὰ τοῦ κρατήσητε συντροφιά.

Ὤθησε δὲ τὸν Βοῦγκον πρὸς τὴν θύραν, καὶ ἐβίασεν αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, μηδὲν ἐννοοῦντα.

Ἀφοῦ ἐξῆλθε καὶ οὗτος, ἔσπευσεν ὁ Πρωτόγυφτος ν᾽ ἀποσπάσῃ μίαν πλίνθον ἐκ τῆς καμίνου, ἧς τὸ μυστικὸν ἦτο εἰς αὐτὸν μόνον γνωστόν, καὶ ἔκρυψεν ἐκεῖ τὰ ἀστράπτοντα φλωρία. Εἶτα ἔλαβε τὴν φιάλην τοῦ οἴνου μετὰ τοῦ ποτηρίου καὶ ἐξῆλθε.

Καθ᾽ ἣν στιγμὴν εἶχεν εἰσέλθει ὁ Γύφτος εἰς τὴν καλύβην καὶ προτοῦ νὰ ἐξέλθωσιν οἱ δύο νέοι ἐξ αὐτῆς, ὁ ξένος ἤρχισε συνδιάλεξιν μὲ τὴν Γύφτισσαν.

― Δὲν μοῦ λές, μαστόρισσα, ἐκείνη ἐκεῖ;…

Καὶ ἔδειξε τὴν Ἀϊμάν.

― Τί; εἶπεν ἡ Γύφτισσα.

―Ἐκείνη ἡ κόρη, ἐπανέλαβεν ὁ ξένος.

―Ἔ;

― Ποία εἶναι;

― Ποία εἶναι;

― Ναί.

― Εἶναι ἡ Ἀϊμά.

―Ἀϊμά;

― Ναί.

― Εἶναι τὸ ὄνομά της;

― Βέβαια.

― Καὶ τί ὄνομα εἶναι αὐτό;

―Ὄνομα.

― Βαπτιστικόν της;

Ἡ γύφτισσα ἐκίνησε τοὺς ὤμους.

― Καὶ τί κάμνει ἐκεῖ; ἐπανέλαβεν ὁ ξένος.

― Τί κάμνει;

― Ναί.

― Δουλεύει.

― Τί δουλεύει;

― Τὸν κῆπόν της.

― Καὶ ποῦ κατοικεῖ;

― Ποῦ κατοικεῖ;

― Ναί.

―Ἐδῶ.

― Ποῦ;

― Εἰς τὸ σπίτι μου.

― Τὴν ἔχεις εἰς τὸ σπίτι σου;

― Βέβαια.

― Διατί;

― Διατί;

― Ναί.

― Μὰ ποῦ θέλεις νὰ τὴν ἔχω;

― Δὲν ἔχει αὐτὴ σπίτι;

― Αὐτὴ σπίτι;

― Ναί.

― Ποῦ νὰ τὸ βρῇ;

― Εἶναι λοιπὸν ὀρφανή;

―Ὀρφανὴ εἶπες;

― Βέβαια.

― Μὰ ὄχι.

―Ἔχει γονεῖς;

― Βέβαια ἔχει.

― Καὶ ποῦ εὑρίσκονται;

― Ποῦ θέλεις νὰ εὑρίσκωνται; Δὲν μᾶς βλέπεις;

― Σᾶς βλέπω. Καὶ τί μ᾽ αὐτό;

―Ἐγὼ καὶ ὁ γέρος μου.

―Ἔ;

― Εἴμεθα ζωντανοί;

― Βέβαια.

― Θὰ εἰπῇ πῶς δὲν ἀπεθάναμεν.

― Σωστά.

― Καὶ ἡ Ἀϊμά…

― Ἡ Ἀϊμά…

― Ζοῦν οἱ γονεῖς της…

― Ζοῦν;

― Ζοῦν, ἀφοῦ ἡμεῖς ζῶμεν.

―Ἐννοῶ…

―Ἐννοεῖς βέβαια.

― Θέλεις νὰ πῇς…

― Τί;

―Ὅτι τὴν ἔχετε ψυχοκόρην.

― Ψυχοκόρην;

― Ναί.

― Ποίαν;

― Τὴν Ἀϊμάν.

― Θεὸς φυλάξῃ!

― Διατί;

― Διότι εἶναι κόρη μας.

― Κόρη σας;

―Ἐγκαρδιακή.

― Μὲ τὰ σωστά σου;

― Παίρνω ὅρκον.

―Ὅρκον;

― Βέβαια.

― Εἰς τί πρᾶγμα;

― Εἰς ὅ,τι θέλεις.

Καὶ ἡ γύφτισσα, ὡς νὰ ἦτο χριστιανή, διότι δὲν εἶχε περὶ τούτου σαφῆ συνείδησιν ἂν ἦτο ἢ ὄχι, ἥνωσε τοὺς λιχανοὺς ἑκατέρας τῶν χειρῶν εἰς σχῆμα σταυροῦ, καὶ ἔφερε τὸ σημεῖον τοῦτο εἰς τὰ χείλη της. Ὁ ξένος ἐμειδίασε σαρκαστικῶς.

― Ποῖος ἠμπορεῖ ν᾽ ἀμφιβάλλῃ τώρα; εἶπε.

― Εἶναι κόρη μου, ἐπανέλαβεν ἡ γύφτισσα μὲ τραγικὸν ἦθος. Κόρη μου, ἀπὸ τὰ σπλάγχνα μου καὶ ἀπὸ τὰ σωθικά μου.

― Καὶ διὰ πολὺν καιρόν; εἶπεν ὁ ξένος.

― Τί, διὰ πολὺν καιρόν;

―Ἐννοῶ, διὰ πόσον καιρὸν εἶναι κόρη σου;

― Δὲν ἀγροικῶ, εἶπεν ἡ γύφτισσα.

― Δὲν ἀγροικᾷς;

― Ναί. Τί θέλεις νὰ πῇς;

―Ἔχεις δίκαιον.

―Ἀμμή;…

―Ἄλλο ἤθελα νὰ εἴπω.

― Τί ἄλλο.

― Διὰ πόσα χρήματα;

― Χρήματα;

― Ναί.

― Τί θὰ πῇ;

―Ἄσπρα.

―Ἔ, καὶ τί;

― Διὰ πόσα ἄσπρα εἶναι κόρη σας;

― Πάλιν δὲν ἀγροίκησα, εἶπεν ἡ γύφτισσα.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐξῆλθον ἐκ τῆς καλύβης ἐξωσθέντες παρὰ τοῦ πατρός των, ὁ Μάχτος καὶ κατόπιν ὁ Βοῦγκος. Ὁ Μάχτος ἐσύριζε τὸ σύνηθες αὐτῷ σύριγμα. Ὁ ξένος ἠναγκάσθη νὰ παύσῃ τὴν συνδιάλεξιν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ´

ΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑΙ

Πολλὴν δραστηριότητα παρήγαγεν ἐν τῷ χαλκείῳ ἡ ἀπροσδόκητος καὶ κολοσσαία ἐκείνη παραγγελία τοῦ παραδόξου πελάτου. Ὁ Πρωτόγυφτος ᾐσθάνθη τὸ αἷμά του σφύζον καὶ τὰς δυνάμεις του νεαζούσας. Δὲν ἀπῃτεῖτο δὲ πολλὴ ἐπιτηδειότης, ὅπως ἡ προθυμία αὕτη μεταδοθῇ καὶ εἰς τοὺς δύο νεαροὺς γύφτους, οἵτινες πάντοτε ἦσαν φιλόπονοι. Ὁ θεόπεμπτος πελάτης ἤρχετο καθ᾽ ἑκάστην εἰς τὸ ἐργαστήριον καὶ προσέκειτο παρακολουθῶν μετὰ διαφέροντος τὴν πρόοδον τῆς ἐργασίας. Ὁ Πρωτόγυφτος τὸν εἶχε συνηθίσει καὶ συνῆπτε πάντοτε συνδιαλέξεις μετ᾽ αὐτοῦ. Οἱ δύο νέοι, ὡς τὸν ἔβλεπον, ἔπαυον τὰ συρίγματα καὶ ἠναγκάζοντο νὰ δάκνωσι τὰ χείλη των, ὅπως φαίνωνται σοβαροί. Ὁ ξένος ἐφαίνετο μεγαλοπρεπὴς καὶ ἐνεδύετο πλουσίως. Ἡ γύφτισσα ἐθαύμαζε τὸν καλὸν τρόπον τοῦ ξένου, εἶχε δὲ λησμονήσει ἐντελῶς τὴν ἐξέτασιν, εἰς ἣν τὴν ὑπέβαλεν οὗτος περὶ τῆς νέας Ἀϊμᾶς. Αὕτη δέ, ἀπησχολημένη ὅλην σχεδὸν τὴν ἡμέραν, μόλις τὸν ἔβλεπε μακρόθεν φαινόμενον, καὶ δὲν προσεῖχεν εἰς αὐτόν. Ὑπόνοιά τις τὴν ἐβασάνιζεν ἐν τούτοις. Ἀλλ᾽ ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ ἐξηλείφετο καὶ ἡ ἐντύπωσις τοῦ ὀνείρου ἐκείνου, διότι ὄνειρον πρέπει νὰ ἦτο. Ἡ Ἀϊμὰ εἰς οὐδένα εἶπέ τι περὶ τῆς ἐμφανίσεως τῆς παραδόξου γυναικός. Οὔτε πεποίθησιν εἶχεν εἰς τὴν σοφίαν τῶν περὶ αὑτήν, ὅτι ἠδύναντο νὰ τὴν διαφωτίσωσι περὶ τῆς σημασίας τοῦ πράγματος, ἐφοβεῖτο δὲ καὶ τοὺς μυκτηρισμούς των, ἂν ἐδείκνυεν ὅτι ἐπίστευε τὴν ἐμφάνισιν ὡς πραγματικήν. Καὶ οὕτως ἦτο ἠναγκασμένη νὰ συνέχῃ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς τόσους κρυφίους λογισμούς. Ἄλλως δὲ ὁ ξένος δὲν τὴν ἠνώχλει. Ἐφυλάττετο νὰ τὴν κοιτάξῃ, καὶ δὲν ὡμίλησε πλέον περὶ αὐτῆς εἰς τὴν γραῖαν. Αὕτη πάλιν δὲν εἶχε διηγηθῆ εἰς τὴν νεάνιδα τί τῇ εἶπεν ὁ ξένος κατὰ τὴν πρώτην συνέντευξιν. Περὶ ἀλλοίας δ᾽ ἐπιβουλῆς οὐδένα εἶχε φόβον ἡ Ἀϊμά, διότι ἠγνόει σχεδὸν καὶ τὸ δυνατὸν τοιαύτης. Πρὸς δὲ τοὺς χαλκεῖς ὁ ξένος ἦτο ὅλως ἀνύποπτος, διότι δὲν ἐφαίνετο πολὺ νέος. Ἦτο πλέον ἢ τεσσαράκοντα ἐτῶν. Ἔπειτα τὸ κόσμιον καὶ χρηστὸν τοῦ ἤθους ἀπήλαυνε πᾶσαν κακὴν ὑπόνοιαν.

Μετά τινας ἡμέρας ὁ ξένος ἀπέκτησε πολλὴν οἰκειότητα ἐν τῷ χαλκείῳ. Αἱ πρὸς τὸν Πρωτόγυφτον συνδιαλέξεις του καθίσταντο διεξοδικαὶ καὶ δὲν ἐγίνοντο παρουσίᾳ ἄλλων. Περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἔβλεπέ τις τοὺς δύο τούτους ἀνθρώπους καθημένους ὑπὸ βράχον τινὰ ὑψηλόν, ἀρκετὰ μακρὰν τῆς καλύβης, καὶ συνδιαλεγομένους ἐμπιστευτικῶς. Τίς οἶδε τί ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους.

Ἐκ πάντων τῶν κατοίκων τῆς καλύβης μόνος ὁ Μάχτος ἤρχισε νὰ συλλαμβάνῃ ὑποψίαν τινά. Ἀλλ᾽ οὐδαμοῦ εὗρε νὰ στηρίξῃ ταύτην. Κατ᾽ αὐτὸν ὁ ξένος (ἀλλὰ πρὶν ἢ συμπληρώσῃ τὴν ἰδέαν του ὁ Μάχτος ᾐσθάνθη παράδοξον καὶ ἄγνωστον τέως αἴσθημα, αἴσθημα ὀδύνης καὶ σπαραγμοῦ)… Ὁ Μάχτος ἐπεφυλάχθη καὶ ὤμοσε πρὸς ἑαυτὸν νὰ ἐξακριβώσῃ τὸ πρᾶγμα καὶ νὰ βεβαιωθῇ. Συνεφώνησε μὲ τὴν συνείδησίν του νὰ μεταχειρισθῇ πρὸς τοῦτο πᾶν μέσον, διότι ᾐσθάνετο ἑαυτὸν πολὺ δυστυχῆ. Περιέμενε δὲ ἀνυπομόνως πρόσφορον στιγμὴν νὰ βάλῃ εἰς πρᾶξιν τὰ μέσα, ἅτινα εἶχε, τουτέστι τὴν ἀτομικήν του ἐνέργειαν.

Ἑσπέραν τινά, ὅτε τὸ πρῶτον σκότος διεχύνετο ὑπὲρ τὴν γῆν, ὁ ξένος, ὃν ἀπὸ πολλῶν ἡμερῶν κατεσκόπευεν ὁ Μάχτος, ἔνευσε πρὸς τὸν Πρωτόγυφτον νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ, καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀμφότεροι τῆς καλύβης. Βαδίσαντες ἐπὶ πολὺ ἔφθασαν εἰς μέρος τι καὶ ἐκάθισαν. Ὁ Μάχτος τοὺς παρηκολούθησεν ἡσύχως. Ἔφθασεν ἕρπων, συνέχων τὴν ἀναπνοήν, καὶ προσπαθῶν νὰ καλυφθῇ ὑπὸ τοῦ σκότους καὶ νὰ συγχέηται πρὸς αὐτό, ἔφθασεν ὄπισθεν τοῦ βράχου ἐφ᾽ οὗ εἶχον καθίσει ὁ ξένος καὶ ὁ Πρωτόγυφτος. Ἔκυψε πρὸς τὴν γῆν, ἔπεσεν ἐπίστομα παρὰ τὴν ρίζαν τοῦ βράχου καὶ ἠγωνίσθη νὰ κρυβῇ ὑπ᾽ αὐτόν, προσκολληθεὶς εἰς τὸ ἔδαφος. Ἡ καρδία του ἐπάλλετο δεινῶς. Ὁ Μάχτος ἤξευρεν ὅτι ἡ πρᾶξίς του ἦτο κακή, ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο νὰ τὴν παραλίπῃ. Εἶχεν ἀνάγκην νὰ μάθῃ τί ἔλεγεν εἰς τὸν πατέρα του ὁ ξένος. Ἄλλως δὲν ἠδύνατο νὰ ἡσυχάσῃ.

Ἡ ὑπόνοια, ἣν εἶχε συλλάβει ὁ Μάχτος, ἂς εἴπωμεν τοῦτο, ἦτο περίπου τοιαύτη. Ὁ νέος ὑπώπτευσεν ὅτι ὁ ξένος οὗτος ἠρᾶτο τῆς Ἀϊμᾶς, καὶ ἤθελε νὰ τὴν νυμφευθῇ. Πρὸς τοῦτο λοιπὸν διεπραγματεύετο μὲ τὸν πατέρα του. Ἀλλὰ διατί ὁ Μάχτος ᾐσθάνθη τόσην λύπην ἐπὶ τούτῳ; Οὔτε ἤξευρε διατί, οὔτε εἶχεν ὑποπτεύσει πρότερον τοιοῦτον πρᾶγμα, οὔτε ἠδύνατο νὰ εἴπῃ ποίαν σημασίαν εἶχεν. Ἀλλ᾽ ὅμως ᾐσθάνθη σφοδρότατον ἄλγος, ὅτε τὸ πρῶτον ἐφαντάσθη τὸ ἐνδεχόμενον τοῦτο.

Ὁ Μάχτος ἔτεινε τὸ οὖς καὶ ἠκροάσθη. Οἱ δύο ὁμιληταὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους τὰ ἑξῆς:

― Καὶ λέγεις νὰ εἶναι αὐτό; εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Τί ἄλλο θέλεις νὰ εἶναι; ἀπήντησεν ὁ ξένος.

― Δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω ἀπ᾽ αὐτά, εἶπεν αὖθις ὁ Γύφτος.

― Καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ;

― Εἶναι ἄλλοι ὁποὺ καταλαβαίνουν.

― Δὲν βαρύνεσαι!

― Λοιπὸν οὐδὲ σὺ δὲν ἠξεύρεις τίποτε;

― Τί ἠμπορῶ νὰ ἠξεύρω;

―Ἀφοῦ εἶσαι μέσα.

― Ποῦ μέσα;

― Μέσα στὰ πράγματα.

―Ἔ, ἀπ᾽ ἔξω ἀπ᾽ ἔξω.

― Πῶς ἀπ᾽ ἔξω;

― Δὲν ἠξεύρω τὰ μυστικά.

― Διατί;

― Δὲν μ᾽ ἐμβάζουν μέσα.

― Λοιπὸν δὲν σ᾽ ἐμπιστεύονται;

― Φαίνεται.

― Καὶ δὲν βλέπεις τίποτε;

―Ἀπὸ ποῦ;

―Ἀπὸ καμμίαν τρύπαν.

― Δὲν ἔχει τρύπαν.

― Δὲν ἀκούεις τοὐλάχιστον;

― Τί ν᾽ ἀκούσω;

― Τί λέγουν.

― Δὲν ἀκούεται.

― Δὲν μυρίζεσαι τὸν ἀέρα, δὲν ἔχει τίποτε σημάδια;

― Τί σημάδια;

― Τίποτε ὁποὺ νὰ μπορῇ νὰ καταλάβῃ κανείς;

― Τίποτε.

― Κρῖμα!

― Διατί;

― Διότι εἶναι καλὰ νὰ ἠξεύρῃ κανεὶς ἀπ᾽ ὅλα.

―Ἔχεις σύ, μάστορη, τόσην περιέργειαν;

― Δὲν λέγω.

―Ἀλλὰ τί;

―Ἂν ἤμουν εἰς τὴν θέσιν σου…

―Ἔ;

― Καὶ ἀνεκατωνόμουν μ᾽ αὐτοὺς τοὺς διαβόλους…

― Καλά, ὕστερα;

― Καὶ ἤμουν μέσα εἰς τὰ πράγματα, καθὼς ἐσύ…

―Ἀλλὰ σοῦ εἶπα, δὲν εἶμαι μέσα.

―Ἂς εἶναι.

― Λοιπὸν λέγε.

―Ἐγὼ θὰ ἤμουν μέσα, ἂν ἤμουν εἰς τὴν θέσιν σου.

― Πιστεύω.

― Καὶ δὲν θὰ μὲ διέφευγεν ὅ,τι καὶ ἂν ἐγίνετο.

―Ἂς εἶναι. Λέγε τώρα, τί θέλεις νὰ πῇς;

― Τὸ εἶπα.

― Τί εἶπες;

― Αὐτὸ ὁποὺ εἶπα ἴσα ἴσα.

―Ἤγουν;

―Ὅτι, ἂν ἤμουν εἰς τὴν θέσιν σου…

―Ἔ, καὶ τί;

― Θὰ τὰ ἤξευρα ὅλα.

― Πιστεύεις;

― Καὶ δὲν θὰ μοῦ διέφευγε τίποτε.

―Ἀλλὰ πῶς θέλεις νὰ τὸ κατορθώσω ἐγὼ αὐτό;

― Δὲν ἠξεύρω.

― Τότε μὴ λέγῃς.

― Διαφέρει, ἂν ἤμουν ἐγώ.

― Θὰ τὸ κατώρθωνες;

― Βέβαια.

― Μὲ ποίαν τέχνην;

― Δὲν ἠξεύρω.

―Ἀλλ᾽ ὅμως;

―Ἂν ἦτο τρόπος νὰ εὑρεθῶ…

― Ποῦ;

― Εἰς τὴν θέσιν ὁποὺ εὑρίσκεσαι.

―Ἔ, λοιπόν;

― Θὰ εὕρισκα τότε μέσον.

― Λέγεις;

― Πιστεύω.

― Πολὺ εὔκολα τὸ πιστεύεις.

― Διατί;

― Διότι ἀπ᾽ ἔξω ὅταν εἶναι κανείς…

― Καθὼς σύ;

― Καθὼς σύ.

― Δὲν ἐκατάλαβα.

― Μακρὰν τῶν πραγμάτων.

― Ναί, ἀλλ᾽ εἶχες εἰπεῖ ὅτι καὶ σὺ ἦσο ἔξω.

―Ἄλλο πρᾶγμα.

― Λοιπόν;

― Λέγω, ὅταν εἶναι κανεὶς μακράν…

〈― * * * 〉

―Ὕστερα τοῦ φαίνονται ὅλα εὔκολα.

― Αὐτό;

―Ὅταν ὅμως εἶναι πλησίον…

― Τότε;

― Τὰ βλέπει ὅλα ζερβοδίμιτα.

― Ζερβοδίμιτα; εἶπεν ὁ Γύφτος. Τί θὰ πῇ;

― Ζερβανάποδα, ἤθελα νὰ πῶ.

―Ἄ!

― Καὶ μάλιστα εἰς ἐσέ…

― Τί;

― Θὰ ἐφαίνοντο πλέον ζερβὰ καὶ πλέον ἀνάποδα…

―Ἔ, δά.

― Παρὰ εἰς κάθε ἄλλον.

― Διατί αὐτό;

― Διότι θὰ τὰ ἐνόμιζες…

― Θὰ τὰ ἐνόμιζα;…

― Διὰ μαγείαν.

―Ἔτσι;

― Βέβαια.

― Πῶς τοῦτο;

― Διότι αὐτὸ λέγουν.

― Ποῖοι τὸ λέγουν;

―Ὁ κόσμος.

―Ἔ, καὶ θὰ ἐπίστευα ἐγὼ τοῦτο;

― Ἴσως.

―Ἀλλὰ τότε δὲν θὰ εἶχα ἀνάγκην νὰ ψάξω.

― Πῶς;

― Διὰ νὰ βεβαιωθῶ μὲ τὰ μάτια μου.

―Ἔ;…

―Ἔσωνε νὰ παραδεχθῶ τί λέγει ὁ κόσμος.

― Καὶ ὕστερα;

― Καὶ δὲν θὰ ἐζητοῦσα πληροφορίας.

― Λέγεις;

― Οὔτε σὲ θὰ ἐρωτοῦσα.

―Ὄχι δά.

― Οὔτε θὰ ἔλεγα τίποτε.

― Μὴ δά.

― Οὔτε θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ εἶμαι στὴν θέσιν σου.

― Αὐτά;

― Οὔτε θὰ σοῦ τὸ ἔλεγα.

―Ἀλλὰ τί θά ᾽καμνες;

― Θὰ ἐκοίταζα τὴν δουλειά μου.

― Μήπως τώρα;

― Καὶ δὲν θὰ ἔβγαζα λόγον.

―Ἀλλά;

― Θὰ ἐσιωποῦσα.

― Ναί;

― Καὶ θὰ δάγκανα τὴν γλῶσσάν μου.

―Ὑπομονή.

― Καὶ θὰ ἔσφιγγα τὰ δόντιά μου.

―Ἔ, δά…

― Τί;

― Καὶ θὰ τὸ ἔκαμνες αὐτό;

― Βέβαια.

― Στὸ Θεό σου;

―Ἀλήθεια.

―Ἀλλά… ξέχασα…

― Τί;

― Μὲ συγχωρεῖς.

― Διὰ ποῖον πρᾶγμα;

― Εἶπα, στὸ Θεό σου.

―Ἔ, καὶ σὰν εἶπες;

―Ἐξέχασα.

― Τί;

―Ὅτι σεῖς οἱ Γύφτοι δὲν ἔχετε.

― Τί πρᾶγμα;

― Θεόν.

―Ἔ δά, μή, τζάνουμ

― Πῶς;

― Μὴ τὸ λέγῃς αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ.

― Διατί;

― Μὴν ἀκούῃς τί λέγει ὁ κόσμος.

― Λοιπὸν ἔχετε Θεόν;

― Βέβαια.

― Τότε ἔσφαλα.

Καὶ ἐνταῦθα ὁ διάλογος διεκόπη. Ὁ Μάχτος, ὅστις ἦτο κολλημένος κάτω εἰς τὸ ἔδαφος δὲν ἐνόησε μὲν οὐδὲν πλέον τῶν ἡμετέρων ἀναγνωστῶν ἐκ τῆς ἀνωτέρω συνδιαλέξεως, ἀλλ᾽ ᾐσθάνθη ἀμέτρητον εὐτυχίαν. Ὁ πατήρ του καὶ ὁ ξένος ὡμίλουν περὶ ἄλλων πραγμάτων, καὶ δὲν διεπραγματεύοντο περὶ ἐκδόσεως τῆς Ἀϊμᾶς εἰς γάμον, ὅπως εἶχεν ὑποπτεύσει ὁ νέος. Ὅθεν ἀνωρθώθη ἠρέμα, προνοῶν καὶ φειδόμενος, μὴ καταλάβωσιν αὐτὸν ὠτακουστὴν ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ, ἐβώβανε τὸν κρότον τῶν βημάτων του καὶ ἀπεμακρύνθη. Ἄλλως δὲ ἦτο ἀνυπόδητος καὶ τὸ βῆμά του ἦτο φύσει ἐλαφρόν, πλειότερον δὲ ἠδύνατο ν᾽ ἀκουσθῇ ἡ ἀναπνοή του ἢ τὰ βήματά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η´

ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ

Παρῆλθον πολλαὶ ἡμέραι. Οὐδὲν νεώτερον ἐπισυνέβη. Τὰ πράγματα ἔβαινον ὡς τὸ σύνηθες.

Καὶ ὅμως ὁ Μάχτος δὲν εἶχεν ἐντελῶς καθησυχάσει. Ὁ ξένος προσήδρευε πάντοτε παρὰ τὴν κάμινον τοῦ χαλκείου. Καὶ τοῦτο μέν, καίπερ δυνάμενον νὰ φανῇ ἀλλόκοτον, οὐδεμίαν προυξένει ἀνησυχίαν. Ἀλλ᾽ οἱ καθημερινοὶ περίπατοι αὐτοῦ μετὰ τοῦ γέροντος Γύφτου, καὶ αἱ παρατεταμέναι κατὰ μόνας συνδιαλέξεις, εἰς ἃς ὁ Μάχτος δὲν ἠδύνατο πάντοτε νὰ ὠτακουστῇ, δὲν ἄφηνον τὸν νέον νὰ κοιμηθῇ ἥσυχος.

Ἐν τῇ ἀμηχανίᾳ του ὁ Μάχτος διενοήθη νὰ εἴπῃ τι εἰς τὴν Ἀϊμὰν περὶ τοῦ πράγματος. Ἀλλὰ δὲν ἤξευρε πόθεν ν᾽ ἀρχίσῃ. Περίεργον ὅτι εἶχε καταληφθῆ ὑπὸ τόσης συστολῆς, οἵας ἠγνόει ἂν ἦτο ἐπιδεκτικὸς πρότερον. Ὡς νὰ ἔμελλε νὰ εἴπῃ κακόν τι πρὸς αὐτήν, τόσον ἐδίσταζε καὶ ἐφοβεῖτο. Καὶ ὅμως αὐτό, ὅπερ ἤθελε νὰ τῇ ἀνακοινώσῃ, ἦτο τόσον ἐπαινετόν, ὥστε οὐδεὶς λεπτολόγος ἠδύνατο νὰ τὸν ψέξῃ. Διότι τί ἄλλο θὰ τῇ ἔλεγεν, εἰμὴ ὅσας εἶχεν ὑπονοίας, ὅτι ὁ πελάτης ἐκεῖνος εἶχε σκοποὺς δι᾽ αὐτήν; Εἶχε τοῦτό τι τὸ ἐπίψογον;

Ἑσπέραν τινὰ ἡ Ἀϊμά, ὡς συνήθως, ἦτο ἐν τῷ κήπῳ. Ὁ Μάχτος εἶχε κυριευθῆ ὑπὸ πρωτοφανοῦς ὀκνηρίας καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἐργασθῇ. Εἶχεν ἐξέλθει τῆς καλύβης, καὶ στηριχθεὶς ἐπὶ τοῦ τοίχου ἔμενε σύννους. Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἔρριπτε βλέμματα πρὸς τὸν κῆπον. Ἔβλεπε μελαγχολικῶς τὴν Ἀϊμάν, ἥτις ἐπότιζε τὰς ρίζας τῶν βοτανῶν της, καὶ δὲν τὸν παρετήρει. Εἶτα ὁ νέος ἤρχισε νὰ περιπατῇ βραδέως, μεταξὺ τῆς καλύβης καὶ τοῦ κήπου. Ἵστατο κατὰ διαλείμματα καὶ πάλιν δὲν ἀπεφάσιζεν. Ἐπανελάμβανε δὲ τὸν περίπατόν του θλιβερῶς.

Ὁ Μάχτος εἶχε κάμει ἀπόφασιν, στερρὰν καὶ ἀμετάτρεπτον, ὡς ἐνόμιζε, νὰ ὁμιλήσῃ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην πρὸς τὴν Ἀϊμάν. Ἀλλὰ φεῦ! ἐνόησεν ἤδη ὅτι αἱ στερρόταται ἀποφάσεις εἶναι αἱ δυσεκτελεστόταται. Ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ συνέβαινε τόσον σφοδρὰ πάλη, ὥστε ἦτο τῷ ὄντι θλιβερὸν θέαμα νὰ βλέπῃ τις τὴν κατήφειαν τῆς μορφῆς του. Καὶ ὅμως οἱ μελαγχροινοὶ χαρακτῆρές του ἦσαν ὄχι ἄσχημοι. Ὁ Μάχτος ἠδύνατο νὰ φανῇ ἀνεκτός, ἂν μετρίως ἐκαλλωπίζετο. Εἶχε τὴν συμμετρίαν τῶν χαρακτήρων καὶ τὴν ἔκφρασιν τοῦ βλέμματος καὶ τὸ ἦθος ὅπερ ὀνομάζουσί τινες τῶν συγχρόνων «συμπαθητικόν», ἐλλείψει ἄλλης λέξεως δυναμένης νὰ ἐκφράσῃ ἀκριβέστερον τὸ πρᾶγμα. Ἀλλ᾽ ὅμως μεθ᾽ ὅλα τὰ φυσικὰ ταῦτα δῶρα, τὴν στιγμὴν ταύτην ἐφαίνετο ἄσχημος, μὲ τὴν σκαιὰν ἐκείνην κατήφειαν τοῦ προσώπου. Ἂς φαντασθῇ τις πόσον ἀσχημότερος θὰ ἐφαίνετο, ἂν δὲν εἶχε φύσει καὶ μίαν ἀκτῖνα καλλονῆς.

Βλέπων τις αὐτόν, κλίνοντα τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸ στῆθος, συνεσταλμένας ἔχοντα τὰς ὀφρῦς, μορφάζοντα κατὰ τὰς δύο ἄκρας τοῦ στόματος, στενάζοντα ὑποκώφως, μ᾽ ἐσταυρωμένας ἐπὶ τοῦ στήθους τὰς χεῖρας, μὲ τὸ πρόσωπον μεμελανωμένον καὶ κάθιδρον, ἡμίγυμνον τὸ στῆθος καὶ ἄχαριν τὸν ἱματισμόν, θὰ ἤρχετο εἰς πειρασμὸν νὰ τῷ εἴπῃ.

―Ἄ, ἄσχημο λείψανο ποὺ θὰ κάμῃς, φίλε μου!

Τέλος ὁ Μάχτος, ἀφοῦ ἐδίστασεν ἐπὶ πολλὴν ἔτι ὥραν, ἐφάνη αἴφνης ὅτι ἀπεφάσισε, καὶ ὥρμησε πρὸς τὸν κῆπον μὲ παράφορον βῆμα. Διὰ τῆς βεβιασμένης ταύτης σφοδρότητος ἤθελεν, ὡς φαίνεται, νὰ ἐμπνεύσῃ θάρρος εἰς ἑαυτόν. Ἔφθασε λοιπὸν εἰς τὸν κῆπον. Ἀλλὰ τῆς καρδίας του οἱ παλμοὶ ἐπετάθησαν τόσον, καὶ κατέστησαν τόσον βίαιοι, ὥστε ἐκινδύνευσε νὰ λιποθυμήσῃ. Συγχρόνως δὲ τῷ ἐπῇλθε καὶ ἰδέα τις, ἰδέα ἣν τῷ ἐνέπνευσεν ἡ δειλία, ὑφ᾽ ἧς κατείχετο.

― Ναί, ἔτσι εἶναι, εἶπε καθ᾽ ἑαυτόν. Δὲν ἠξεύρω τίποτε βέβαιον. Δὲν ἔχω ἀποδείξεις ἀκόμα. Δὲν πρέπει νὰ τῆς εἰπῶ τίποτε. Ἀργότερα, ὅταν θὰ μάθω.

Καὶ ὠπισθοδρόμησε. Κενόν τι ἔβλεπε καὶ αὐτὸς ὅτι εἶχεν ὁ συλλογισμός του. Συνεπλήρωσε δὲ τὴν ἰδέαν του ὡς ἑξῆς:

―Ὄχι δὲν θ᾽ ἀμελήσω. Ὁρκίζομαι νὰ μάθω. Θὰ τοὺς ἀκολουθῶ παντοῦ, θὰ γίνω ἴσκιος τους, θὰ μάθω τί θέλει αὐτός. Καὶ ὅταν τὸ μάθω, τότε θὰ τῆς τὸ εἴπω.

Ἀφοῦ διενοήθη ταῦτα, ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ κήπου.

Ἐν τούτοις ἡ Ἀϊμὰ παρετήρησε τὰ τελευταῖα κινήματα τοῦ Μάχτου, καὶ ἐστράφη πρὸς αὐτόν. Ὑπώπτευσεν ὅτι συνέβη τι.

― Τί εἶναι, Μάχτο; ἔκραξε.

Ὁ Μάχτος δὲν ἠδυνήθη ν᾽ ἀρθρώσῃ λέξιν.

― Τί θέλεις; ἐπανέλαβεν ἡ νέα.

― Τίποτε, ἐψέλλισεν ὁ Μάχτος ἀμηχανῶν.

― Τρέχει τίποτε;

―Ὄχι.

― Διατί ἦλθες καὶ ἔφυγες εὐθύς; ἐπέμενεν ἡ Ἀϊμά.

―Ἤθελα νὰ κόψω ἕνα λουλούδι, εἶπεν ὁ Μάχτος.

― Δὲν κόβεις ὅσα θέλεις;

Καὶ ὁ Μάχτος ἐπανελθὼν εἰς τὸν κῆπον ἔδρεψεν ἴον τι.

― Αὐτὸ μόνον ἦτον; εἶπεν ἡ νεᾶνις.

― Βέβαια αὐτό.

― Καὶ μ᾽ ἐτρόμαξες.

― Σ᾽ ἐτρόμαξα; Ὄχι, Ἀϊμά.

― Πῶς ὄχι;

― Δὲν ἤθελα ἐγὼ νὰ σὲ τρομάξω, Ἀϊμά, εἶπε χωρὶς νὰ ἐννοῇ τί ἔλεγε.

― Διατί λοιπὸν ἔρχεσαι ἔτσι ἔξαφνα;

― Δὲν θέλω ἐγὼ τὸ κακό σου, Ἀϊμά, ἐπανέλαβεν ὁ νέος.

― Τὸ ἠξεύρω, Μάχτο, ὁποὺ δὲν μοῦ θέλεις κακόν. Ἀλλὰ διατί νὰ γίνῃς παράξενος;

―Ἐγώ;

― Σὺ βέβαια.

― Εἰς τί ἀπάνω;

―Ἔρχεσαι καὶ φεύγεις ἔξαφνα, χωρὶς νὰ καλησπερίσῃς τὴν ἀδελφήν σου.

―Ὤ, ναί, ἔχεις δίκαιον, Ἀϊμά, εἶπεν ὁ νέος. Συγχώρησέ με.

Ὁ Μάχτος ἐζήτει φιλόφρονας φράσεις καὶ δὲν εὕρισκε. Δὲν ἦτο βεβαίως συνηθισμένος εἰς τὸ νὰ ὁμιλῇ ἐπικαίρως, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς, ἂν καὶ μηδεμιᾶς ἔτυχεν ἀνατροφῆς, ἦτο ἀπηλλαγμένος καὶ πάσης βαναυσότητος περὶ τὴν γλῶσσαν. Ἡ ἐργασία ἦτο ἡ μόνη ἀνατροφή, ἣν εἶχε λάβει παρὰ τοῦ πατρός του, αὕτη δὲν ἦτο, φρονῶ, ἡ ἀρίστη, ἣν ἠδύνατο νὰ λάβῃ, καὶ αὕτη τὸν ἔσωζεν. Ἄλλως ἦτο τόσον σκαιὸς καὶ ἀδέξιος, ὅσον καὶ εἰλικρινής, καὶ ὄχι μόνον δὲ ἠδύνατο νὰ εἴπῃ ψεῦδος, ἀλλ᾽ οὐδὲ τὴν ἀλήθειαν ἠδύνατο νὰ ἐκφράσῃ, ἂν αὕτη ἦτο κολακευτικὴ πρὸς πρόσωπόν τι. Νέος πρὸς νέαν, ἁγνὸς πρὸς ἁγνήν, πένης πρὸς ἄπορον, δὲν ἠδύνατο νὰ ἔχῃ πλήμμυραν λόγων οὐδὲ φιλοφρονήσεων. Τὴν καρδίαν του μόνην εἶχε, καὶ αὕτη δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναβῇ μέχρι τῶν χειλέων.

Ὁ Μάχτος ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν τοῦ κήπου ὅπως ἐξέλθῃ. Ἡ Ἀϊμὰ τῷ εἶπεν·

―Ἔκοψες λουλούδια;

―Ἔκοψα.

― Ποῦ εἶναι;

Ὁ Μάχτος ἔδειξε τὸ μόνον ἄνθος ὅπερ εἶχε δρέψει.

― Αὐτὸ μόνον; Κόψε καὶ ἄλλα.

― Δὲν θέλω.

― Κόψε καὶ ἄλλα, ἐπέμεινεν ἡ νέα.

Ὁ Μάχτος κύψας ἔδρεψεν ἄνθη, καὶ ἀπῆλθεν εὐτυχής. Ἡ ἀφελὴς αὕτη εὔνοια, ἡ ἐπιδειχθεῖσα πρὸς αὐτὸν παρὰ τῆς κόρης, τῷ ἐφάνη ὡς μειδίαμα ἀόριστον τῆς τύχης, προοιωνίζον εὐτυχίαν. Ἡ ἀρχαϊκὴ αὕτη λιτότης τοῦ αἰσθήματος, ἡ ὀλιγάρκεια αὕτη τῆς ἐπιθυμίας, ἦτο λίαν χαρακτηριστικὴ παρὰ τῷ ἀπαιδεύτῳ ἐκείνῳ νέῳ. Ἐν τούτοις δὲν παρετήρησεν ὅτι ἡ νέα δὲν τῷ ἔδωκεν ἄνθη μὲ τὰς ἰδίας αὐτῆς χεῖρας, ἀλλὰ τῷ εἶπε μόνον νὰ δρέψῃ. Ἀλλὰ τοῦτο ἤρκει εἰς αὐτόν.

Τοῦ λοιποῦ ὁ νέος κατελήφθη ὑπὸ τοσαύτης αἰδημοσύνης, ὥστε οὐδ᾽ ἐτόλμα νὰ θεωρήσῃ τὴν Ἀϊμὰν κατὰ πρόσωπον. Ἐκείνη τῷ ἐλάλει πάντοτε κοιτάζουσα αὐτὸν ἀκλινῶς, οὗτος ἐταπείνου τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπὸ τὸ βλέμμα της. Ὅτε ἡ Ἀϊμὰ εἶχεν ἐστραμμένον ἀλλαχόσε τὸ βλέμμα, τότε ὁ Μάχτος τὴν ἐθεώρει ἐξ ἐγκαρσίων καὶ λαθραίως. ᾘσθάνετο δὲ ἡδονὴν θεωρῶν αὐτὴν οὕτω. Τοῦτο ἀπετέλει τὴν δευτέραν εὐτυχίαν τοῦ Μάχτου, εὐτυχίαν συνεχῆ καὶ λιτοτέραν ἔτι καὶ τῆς δρέψεως τῶν ἀνθέων κατὰ παραγγελίαν αὐτῆς. Περίεργον δὲ εἶναι ὅτι δὲν ἐτόλμα οὐδὲ ν᾽ ἀποδώσῃ τοὐλάχιστον φανερῶς τὴν εὐτυχίαν, ἣν τῷ ἐπροξένει αὕτη. Πρὶν ἢ ἀνακαλύψῃ τὸ ἄγνωστον τοῦτο αἴσθημα, ἐγίνωσκε νὰ ἐκδηλοῖ διὰ μυρίων τρόπων τὴν στοργὴν αὐτοῦ πρὸς τὴν Ἀϊμάν. Μειδιάματα, φιλοφρονήσεις, γλυκεῖς λόγους, ὅλα δι᾽ αὐτὴν τὰ εἶχε. Τώρα ὅμως ἔπαυσε καὶ νὰ μειδιᾷ καὶ νὰ ὁμιλῇ πρὸς αὐτήν. Ἐνώπιον αὐτῆς ἦτο σύννους καὶ κατηφής. Ὅτε ὅμως ἐκείνη ἦτο ἀποῦσα, ἂν εὑρίσκετό τις ὅστις νὰ εἴπῃ κακὸν λόγον ἐναντίον της, ὁ Μάχτος θὰ τὸν ἐφόνευε. Παρεμέριζεν ὅτε ἐκείνη διέβαινε, χωρὶς νὰ τῇ ἀπευθύνῃ λόγον. Κοιμωμένης ἐκείνης, πᾶσα ἡ μέριμνα τοῦ Μάχτου ἀφιεροῦτο εἰς τὸ νὰ προλάβῃ μήπως τὴν ἐνοχλήσῃ τις. Εἶχε δὲ μεταβληθῆ σήμερον καὶ ἡ τάξις τοῦ βίου ἐν τῇ καλύβῃ. Ἐπειδὴ ὅλη ἡ ἐργασία ἦτο ἀφιερωμένη εἰς τὴν μεγάλην παραγγελίαν τοῦ ὀψιφανοῦς πελάτου, δὲν ἐξετέλουν πλέον συχνὰς ἐκδρομὰς πρὸς πώλησιν, οὐδ᾽ εἰργάζοντο ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου. Ἡ ἐργασία ἤρχιζε περὶ ὄρθρον βαθὺν καὶ διήρκει ὅλη τὴν ἡμέραν.

Ὅσον διὰ τὸν ξένον, οὗτος δὲν ἔπαυε τὰς ἐκτενεῖς συνδιαλέξεις μὲ τὸν Πρωτόγυφτον. Ὁ Μάχτος ἐνθυμεῖτο τὸν ὅρκον, ὃν εἶχεν ὀμόσει ὅπως ἀνακαλύψῃ τὸ σχέδιον τοῦ ξένου, ἂν εἶχε τοιοῦτον ὡς πρὸς τὴν Ἀϊμάν, ἀλλ᾽ ἡ ἀτολμία αὐτοῦ ἦτο πρόσκομμα. Νύκτα τινὰ μετὰ τὸ δεῖπνον ὁ Πρωτόγυφτος καὶ ὁ ξένος ἐξῆλθον κατὰ τὸ σύνηθες. Σημεῖά τινα εἶχον ἐπισπάσει τὴν προσοχὴν τοῦ Μάχτου. Ὁ γέρος ἐφαίνετο κατεχόμενος ὑπὸ λογισμοῦ τινος καὶ ἦτο σκυθρωπός. Ὁ ξένος τοὐναντίον ἦτο φαιδρός. Ἠστειεύθη μὲ τὴν γύφτισσαν, πρὸς ἣν ἔλεγεν ἀηδῶς χαριεντιζόμενος ὅτι τὴν ἐρωτεύεται. Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἦτο παροῦσα.

―Ἀλήθεια; ἔλεγεν ἡ γραῖα. Μὲ ἀγαπᾷς μὲ τὰ σωστά σου;

― Καλὲ τί λές! Δὲν τὸ πιστεύεις;

― Καὶ τώρα πῶς νὰ κάμωμεν; ἔλεγεν ἡ γραῖα προτείνουσα τοὺς δύο ὀδόντας.

― Σὺ εὑρὲ τὸν τρόπον, μάτιά μου.

― Νὰ μὲ ἄφηνεν ὁ γέρος μου, θὰ μ᾽ ἔπαιρνες;

―Ἀκοῦς ἐκεῖ! φτάνει νὰ θέλῃς.

― Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν καταφέρωμε;

― Αὐτὸ κ᾽ ἐγὼ προσπαθῶ.

―Ἀλήθεια;

― Βέβαια. Δι᾽ αὐτὸ ὁμιλοῦμεν κάθε βράδυ.

― Κάθε βράδυ;

― Ναί. Ἔχω ἕνα μῆνα ὁποὺ τὸν παρακαλῶ.

― Δι᾽ αὐτὸ πηγαίνετε οἱ δύο σας μοναχοὶ καὶ τὰ λέτε;

― Σωστά. Δὲν τὸ κατάλαβες;

― Ποῦ νὰ τὸ καταλάβω; Καὶ τὸν παρακαλεῖς νὰ μὲ ἀφήσῃ;

― Μὲ τόσα δάκρυα, εἶπεν ὁ ξένος ποιήσας χειρονομίαν.

― Καὶ δὲν τὸν κατάφερες ἀκόμη;

―Ὄχι. Σὲ θέλει.

― Τί μὲ θέλει;

― Σὲ θέλει διὰ νὰ ζεσταίνεται.

― Γού! ἔκαμεν ἡ γύφτισσα. Μὴ χειρότερα!

― Δὲν μὲ πιστεύεις;

―Ἀλήθεια, γέρο μου;

― Σκάσε, παλιόστριγλα, εἶπεν ὁ Γύφτος. Χρού!… Γμού!…

Καὶ ὁ ξένος ἠναγκάσθη νὰ παύσῃ τὴν παιδιάν.

Καὶ ἂν δὲν εἶχε σκοπὸν ὁ Μάχτος ν᾽ ἀπέλθῃ πρὸς κατόπτευσιν ἐκείνην τὴν νύκτα, ἡ περίστασις αὕτη, ὅτι ἠθέλησεν ὁ ξένος νὰ μνημονεύσῃ τῶν νυκτερινῶν συνδιαλέξεων καὶ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὰς παίζων τὴν ἑρμηνείαν ἐκείνην, ἤθελε προκαλέσει τὴν περιέργειαν αὐτοῦ, ὅθεν εὐθὺς ὡς ἐξῆλθον, ἠγέρθη καὶ τοὺς ἠκολούθησεν.

Οἱ δύο καλοὶ σύντροφοι δὲν ἀπῆλθον μακράν. Ἐκάθισαν εἰς ἄλλο μέρος, ὅπου ἐσχηματίζετο κοίλωμα μεταξὺ τῶν βράχων. Ἡ περίστασις αὕτη ἦτο εὐνοϊκὴ πρὸς τοὺς σκοποὺς τοῦ Μάχτου, διότι ἠδύνατο νὰ κρυβῇ ὄπισθεν καὶ ν᾽ ἀκούῃ ἀνέτως τί ἔλεγον. Τὴν δευτέραν ταύτην φορὰν δὲν ᾐσθάνετο πλέον τόσον σφοδροὺς τοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας, ὅσον τὴν πρώτην. Οἱ δύο ἡρμοσμένοι φίλοι ὡμίλουν λίαν σιγά. Τοῦτο ηὔξησε τὴν περιέργειαν τοῦ νέου. Ἠδυνήθη δὲ ν᾽ ἀκούσῃ τινὰ ἐκ τῆς συνδιαλέξεως.

―Ὥστε εἶναι μαγεία χωρὶς ἄλλο; ἔλεγεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Δὲν εἶναι μαγεία, φίλε μου, εἶναι κάθε ἄλλο πρᾶγμα. Μὴν πιστεύῃς καὶ σὺ αὐτὰς τὰς ἀνοησίας.

― Τί πρᾶγμα εἶναι, εἰπέ μου. Ἐγώ, ξεύρεις, καλὰ καλὰ δὲν τὰ στοχάζομαι.

―Ὁ κύριός μου πιστεύει ὅτι ἀνεκάλυψε νέον Θεόν. Φαίνεται ὅτι ὁ παλαιὸς ἐγήρασε πολύ.

― Νέον Θεόν; εἶπεν ὁ Γύφτος. Καὶ τί εἶναι αὐτὸς ὁ νέος Θεός;

―Ἔχει εἴδωλα καὶ τὰ προσκυνεῖ, εἶπεν ὁ ξένος.

― Καὶ τί πρᾶγμα εἶναι αὐτὰ τὰ εἴδωλα;

― Τὰ εἴδωλα εἶναι ἀγάλματα ὁποὺ τὰ ἐπροσκυνοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι.

― Ποῖοι ἀρχαῖοι;

― Οἱ Ἕλληνες.

― Καὶ πῶς τὰ ἐπροσκυνοῦσαν;

―Ὅπως οἱ χριστιανοὶ προσκυνοῦν τὰς εἰκόνας, μοὶ φαίνεται.

― Καὶ σὰν τί πρᾶγμα εἶναι αὐτὰ τὰ ἀγάλματα; Πές μου καλὰ νὰ καταλάβω, διατὶ ἐγὼ ἀργῶ νὰ μπῶ μέσα.

― Τὰ ἀγάλματα εἶναι κάτι μοῦτρα, κάτι φιγοῦρες πέτρινες, ὁποὺ παριστοῦν τοὺς ἀρχαίους θεούς, τὸν Δία, τὸν Ἀπόλλωνα, καὶ τοὺς ἄλλους δὲν τοὺς θυμοῦμαι.

― Λοιπὸν ἔχει τέτοια ὁ ἀφέντης σου καὶ τὰ προσκυνεῖ;

― Σοῦ τὸ εἶπα. Καὶ ὄχι μόνον τὰ προσκυνεῖ, ἀλλὰ τελεῖ καὶ μυστήρια.

― Τί μυστήρια;

― Τὰ μυστήρια εἶναι, πῶς νὰ σοῦ πῶ; κάτι πράγματα καὶ φερσίματα κρυφά, ὁποὺ δὲν εἶναι διὰ νὰ τὰ βλέπουν ξένα μάτια.

― Καὶ αὐτὴν τὴν δουλειὰ κάνει ὁ ἀφέντης σου;

― Ναί. Καὶ μαζεύει καὶ ἄλλον κόσμον. Ἔχει μαθητάς.

― Πολλούς;

― Παραπολλούς. Καὶ αὐτοὶ εἶναι τὰ πρῶτα ὀνόματα. Οἱ πλέον γραμματισμένοι τῆς χώρας. Ὅλοι οἱ ἄρχοντες, ὅλοι οἱ πρόκριτοι, ὅλοι οἱ λογιώτατοι εἶναι μὲ τὸ μέρος του. Ὁ σκοπός του ὅμως εἶναι πολὺ μακρὰν διὰ νὰ ἐπιτύχῃ.

― Διατί;

― Διότι ἔχει σκοπὸν νὰ διαδώσῃ αὐτὴν τὴν θρησκείαν εἰς ὅλον τὸ ἔθνος.

―Ἀληθινά;

― Σωστά. Ὁ κύριός μου δὲν χωρατεύει.

― Καὶ ἂν τὸ ᾽πιτύχῃ αὐτό, τί θὰ κερδήσῃ;

― Θὰ δοξασθῇ εἰς ὅλον τὸν κόσμον.

― Θὰ δοξασθῇ; Δὲν τὸ καταλαβαίνω ἐγὼ αὐτό.

― Ποῦ νὰ καταλάβῃς σύ; Ἡμεῖς οἱ ἁπλοῖ δὲν ἐννοοῦμεν ἀπ᾽ αὐτά. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἔχει ἄλλον σκοπὸν παρὰ τὴν δόξαν.

― Εἰπέ μου καλὰ νὰ καταλάβω τί θὰ πῇ δόξα.

― Δόξα θὰ πῇ, νὰ ἔχουν νὰ κάμουν ὅλοι δι᾽ ὄνομά σου, κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ σὲ γνωρίζουν κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν σὲ γνωρίζουν, καὶ ἅμα σὲ βλέπουν νὰ λέγουν· Νά, ὁ Πρωτόγυφτος! Δόξα θὰ πῇ νὰ σὲ ξεύρουν καὶ ὅσοι δὲν σὲ εἶδαν, καὶ ὅσοι εἶναι μακράν, εἰς ἄλλον τόπον. Δόξα θὰ πῇ νὰ σὲ ξεύρουν ὄχι μόνον οἱ ζωντανοί, ἀλλὰ καί…

― Οἱ πεθαμένοι, εἶπεν ὁ Γύφτος· πῶς γίνεται αὐτό;

― Μὲ συγχωρᾷς, δὲν τὸ εἶπα καλά. Ἄλλο ἤθελα νὰ πῶ. Ἤθελα νὰ πῶ νὰ σὲ ξεύρουν ὄχι μόνον ὅταν εἶσαι ζωντανός, ἀλλὰ καὶ ὅταν θὰ εἶσαι ἀποθαμένος.

―Ἄ! εἶπεν ὁ Γύφτος. Κατάλαβα.

― Καθὼς εἶναι εἰς ἡμᾶς τοὺς μικροὺς ὅταν σφάλωμεν, ὁποὺ δείχνουν μὲ τὸ δάχτυλο καὶ λέγουν· Νά, ὁ ποῖσος, ὁ δεῖξος! Ὅταν ὅμως κάμωμεν κανένα καλόν, κανένας δὲν μᾶς λέγει οὔτε καλημέρα. Ἔτσι εἶναι εἰς αὐτοὺς τοὺς μεγάλους, εἴτε καλὸν κάμουν εἴτε κακόν, δοξάζονται.

― Δοξάζονται, ἐπανέλαβεν ὁ Γύφτος· κατάλαβα…

― Κ᾽ ἐγὼ ἐπίτηδες τὸ εἶπα, διὰ νὰ καταλάβῃς. Ὥστε βλέπεις, ὅτι αὐτὸς ὁ κύριός μου δὲν εἶναι μικρὸς ἄνθρωπος. Ἔχει τὸν διάβολον μέσα του. Σκοπεύει μεγάλα πράγματα νὰ κατορθώσῃ.

― Ναί, ἀλλὰ δι᾽ αὐτὸ δὲν μᾶς μέλει.

― Μᾶς μέλει διὰ ἕνα ἄλλο πρᾶγμα, καὶ ὑπομονή. Κάθε λόγος μὲ τὴν σειράν του.

―Ἀκούω.

―Ὁ κύριός μου ἔχει πολλὰ καὶ καλὰ χαρίσματα. Εἶναι ἄνθρωπος σοφὸς καὶ δὲν καταδέχεται νὰ ἔλθῃ εἰς τὰ ταπεινά. Δὲν ἔχει τὰ μικρὰ ἐλαττώματα τῶν κοινῶν ἀνθρώπων.

― Τὸ πιστεύω.

― Πρῶτον εἶναι ὁποὺ δὲν λέγει ποτὲ ψεύματα. Δεύτερον, δὲν θέλει νὰ κάμῃ κακὸν εἰς κανένα. Τρίτον, κάμνει καλόν, ὅσον ἠμπορεῖ.

― Αὐτό;

― Βέβαια. Ἔπειτα δὲν λυπᾶται ποτὲ τὰ χρήματα. Ὄχι μόνον δὲν τὰ λυπᾶται, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐκτιμᾷ ποσῶς. Δὲν τὰ βλέπει ἐμπροστά του οὔτε ὡς λιθάρια. Τὰ καταπατεῖ ὡς χαλίκια. Πλειότερον ἐκτιμᾷς ἐσὺ τὲς σκωριὲς παρὰ ἐκεῖνος τὸ μάλαμα.

―Ἀληθινά; εἶπεν ὁ Γύφτος μετὰ θαυμασμοῦ.

―Ἀληθινά, ἐπανέλαβεν ὁ ξένος. Καὶ εἶναι φυσικόν. Διότι ἐκεῖνος δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἀνάγκην ἀπὸ χρήματα.

― Εἶναι δὰ πολὺ πλούσιος, θὰ πῇ;

―Ὄχι ὅτι εἶναι πλούσιος. Ἀλλὰ ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ὅσα χρήματα θέλει.

― Δὲν τὸ ἀγροικῶ αὐτὸ τί θέλει νὰ πῇ.

― Θέλει νὰ πῇ ὅτι δὲν εἶναι πλούσιος μὲ δικά του χρήματα, ἀλλὰ εἶναι μὲ ξένα. Ὅσες χιλιάδες ὑπέρπυρα ἐπιθυμήσῃ, τοῦ τὰ στέλνουν οἱ φίλοι του.

― Ποῖοι φίλοι του;

― Σοῦ εἶπα ὅτι ἔχει μὲ τὸ μέρος του ὅλους τοὺς μεγάλους. Καὶ ἐκτὸς ἀπ᾽ αὐτὸ εἶναι καὶ ὁ ἴδιος εἰς τὸν Μωρέαν ἄρχων. Εἶναι νομοθέτης τοῦ Μωρέως. Αὐτὸς βάζει ὅλους τοὺς νόμους εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Ὁποὺ θὰ πῇ ἀπ᾽ αὐτὸν ἐξαρτῶνται οἱ νόμοι καὶ οἱ προφῆται. Λοιπὸν ἐρωτᾷς ὕστερα ποῦ εὑρίσκει τὰ χρήματα; Ὁ κύριός μου ἔχει χιλιάδες χιλιάδων φλωρίων εἰς τὴν διάθεσίν του.

― Μεγάλο πρᾶγμα αὐτό, εἶπεν ὁ Γύφτος στενάζων.

― Καὶ δι᾽ αὐτὸ ὁ κόσμος δὲν ἔχει ἄδικον νὰ τὸν λέγῃ μάγον. Περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄλλα ὅλα, τοῦτο μοῦ φαίνεται νὰ τὸν κάμνῃ μάγον. Διότι εἶναι ἄπορον ποῦ τὰ εὑρίσκει τὰ χρήματα.

― Λοιπὸν εἶναι μάγος;

― Τὸ εἴπαμεν, ὅτι αὐτὸ λέγει ὁ κόσμος. Διότι τὸν βλέπουν καὶ κάμνει μερικὰ πράγματα ἀνεξήγητα. Καθὼς τὰ μυστήρια, ὁποὺ σοῦ ἔλεγα. Καὶ τί δὲν λέγουν; Ὅλοι οἱ χωρικοί, ἂν πλησιάσουν εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, κάμνουν τὸν σταυρόν των. Ὅλα τὰ λαδικὰ* καταρῶνται κάθε ἡμέραν τὸ ὄνομά του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ὁποὺ ὁρκίζονται ὅτι εἶδαν μὲ τὰ μάτιά των φαντάσματα σιμὰ εἰς τὸ σπήλαιον. Εἰς ὅλα τὰ χωρία διηγοῦνται ὅτι ὁ κύριός μου ὑπέγραψε συμβόλαιον μὲ τὸν διάβολον, νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ πιστὰ εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ εἰς τὸν ἄλλον νὰ πάρῃ τὴν ψυχήν του. Καὶ τὴν ὑπογραφήν του ὁ κύριός μου τὴν ἔβαλε μὲ τὸ αἷμά του, καθὼς λέγουν.

― Μὲ τὸ αἷμά του;

― Ναί. Τώρα τί νὰ πιστεύσῃς; Τὸ σωστὸν εἶναι ὅτι δὲν ὁμοιάζει μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ ἔχουν δίκαιον νὰ τοῦ τὰ ψάλλουν αὐτά. Καὶ ἐνῷ, καθὼς σοῦ εἶπα, κακὸν εἰς κανένα δὲν ἔκαμε, πάλιν δὲν τοῦ θέλουν καλόν. Ποῦ νὰ ἔκαμνε καὶ κακόν. Ἀλλὰ τὸν κατατρέχουν μόνον, διότι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του δὲν ὁμοιάζει μὲ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὅπου νὰ πᾷς, δεξιά, ἀριστερά, παντοῦ ὁ Μάγος ἀκούεις, ὁ Μάγος. Ὁ μικρὸς λαὸς τὸν ἔχει γραμμένον εἰς μαῦρο χαρτί. Καλὸν κανεὶς δὲν τοῦ λέγει. Ὅταν ὑπάγῃ τὸ πρωὶ ὁ χωρικὸς εἰς τὴν δουλειά του, καὶ κάμνῃ τὸν σταυρόν του, κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ὁποὺ θὰ παρακαλέσῃ, θὰ εἴπῃ: «Γλύτωσέ με, Θεέ μου, ἀπὸ τὸν Μάγον». Ὅταν καθίσῃ τὸ μεσημέρι νὰ γευματίσῃ, θὰ εὐχηθῇ νὰ μὴ τὸν μπουκώσῃ* ὁ Μάγος. Ὅταν θὰ πλαγιάσῃ τὴν νύκτα, παρακαλεῖ νὰ μὴν ἴδῃ τὸν Μάγον εἰς τὸ ὄνειρόν του. Ὅταν ἐξυπνήσῃ τὴν αὐγήν, παρακαλεῖ νὰ μὴν ἀπαντήσῃ τὸν Μάγον εἰς τὸν δρόμον καὶ τοῦ φέρῃ δυστυχίαν. Ἐὰν εἶναι καμμία γυνὴ ἔγκυος, εὔχεται νὰ μὴν ὁμοιάσῃ μὲ τὸν Μάγον τὸ παιδὶ ποὺ θὰ κάμῃ. Ἂν εἶναι γάμος ἢ βάπτισις, ὁ σύντεκνος καὶ οἱ προσκαλεσμένοι εὔχονται νὰ μὴ κάμῃ κακὸν ὁ Μάγος εἰς τοὺς νεονύμφους ἢ εἰς τὸν νεοφώτιστον. Ἂν εἶναι κανεὶς διὰ τὸν ἄλλον κόσμον καὶ ψυχομαχῇ, ἐξορκίζουν μὲ εὐχὰς καὶ μὲ θυμιάματα τὸν Μάγον, νὰ μὴ τυχὸν ἐμποδίσῃ μὲ τὴν ἀόρατον παρουσίαν του τὸν μισοπεθαμένον, καὶ δὲν ὑπάγῃ κατευόδιον εἰς τὸν κάτω κόσμον. Τέλος ἂν βήξῃ κανεὶς ἢ πταρνισθῇ, ὁ πρῶτος λόγος τοῦ ἄλλου ὁποὺ θὰ τύχῃ ἐκεῖ, δὲν εἶναι τὸ νὰ εὐχηθῇ ὑγείαν εἰς ἐκεῖνον ποὺ πταρνίζεται, ἀλλὰ «ἐξορκίζω σε, Μάγε». Καὶ ἔτσι νομίζει ὅτι ἐξοφλεῖ ἀπὸ κάθε ἐναντίον.

Ὁ Γύφτος ἤκουε χωρὶς νὰ ὁμιλῇ. Ὁ ξένος ἐπανέλαβε μετὰ μικρὰν παῦσιν.

― Σὲ βεβαιώνω, τὸν λυποῦμαι καμμίαν φορὰν τὸν δυστυχῆ τὸν κύριόν μου, δι᾽ αὐτὰ ποὺ ὑποφέρει ἀδίκως. Ἐνῷ εἶναι τόσον καλός! Καὶ ἔχει τόσα χαρίσματα!

― Κ᾽ ἐγὼ τὸν λυποῦμαι, εἶπε ψυχρῶς ὁ Γύφτος, ὡς νὰ ἔλεγε· Μοὶ εἶναι ἀδιάφορον.

― Καὶ δικαίως. Διότι εἶναι πολὺ φιλάνθρωπος.

― Σωστά, εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Καὶ δὲν λυπᾶται τὰ χρήματα, οὔτε ὡς ἄμμον.

― Τὸ μεγαλύτερο αὐτὸ εἶναι, εἶπεν ὁ Γύφτος, καὶ ἠκούσθη ὁ κρότος τῆς γλώσσης ἐπὶ τῶν χειλέων του.

― Καὶ ἠμπορεῖ νὰ δώσῃ πολλά, νὰ κάμῃ ἕναν ἄνθρωπον πλούσιον διὰ τὸ τίποτε.

― Διὰ τὸ τίποτε; ἀντήχησεν ὁ λάρυγξ τοῦ Γύφτου.

― Μὲ μικρὰς ὑπηρεσίας καὶ ἐκδουλεύσεις.

― Τί ἐκδουλεύσεις; ἠρώτησε μετὰ μεγίστης περιεργείας ὁ Πρωτόγυφτος.

―Ἐκδουλεύσεις φιλικάς. Καὶ ὄχι δυσκόλους. Ὁ κύριός μου ὁ ταλαίπωρος ἔχει καημόν, διότι ὁ κόσμος ὁ μικρὸς δὲν τοῦ θέλει τὸ καλόν του. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι οἱ μεγάλοι εἶναι ὅλοι φίλοι του. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἀηδίασε πλέον νὰ ἔχῃ ὅλο μὲ μεγάλους νὰ κάμῃ. Ἔπειτα δὲν τοὺς ἔχει πάντοτε προθύμους εἰς τὴν συναναστροφήν του. Εὑρίσκεται ἀναγκασμένος νὰ ζῇ πάντοτε εἰς τὴν μοναξίαν, ἕνεκα ὁποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς γείτονας δὲν θέλει νὰ ζυγώσῃ εἰς τὸ σπήλαιον, καὶ ἐπιθυμεῖ τὴν κοινωνίαν τῶν ἀνθρώπων.

― Πρωτύτερα μοῦ τὸν ἐψήλωσες πολύ, παρετήρησεν ὁ Γύφτος· τώρα ἄρχισες νὰ τὸν κατεβάζῃς ὀλίγο παρακάτω.

― Εἶναι σωστόν, ἀλλὰ ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, εἶπεν ὁ ξένος φιλοσοφικῶς. Ἐγὼ τὰ ἔμαθα αὐτὰ ἀπὸ τὸν κύριόν μου καὶ δὲν ξιππάζομαι. Ὅσον ὑψηλὰ καὶ ἂν εἶναι κανείς, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔβγῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, οὐδὲ εἶναι εὐχαριστημένος νὰ ζῇ μοναχός του ὡς ἀγριόχοιρος. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου αἰσθάνεται βαθὺ σκότος καὶ ἐρημίαν, ὅταν ὅλοι τὸν ἐγκαταλίπουν καὶ ζῇ πάντοτε μόνος του. Κρῖνέ το ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου, ἂν θέλῃς.

― Δὲν στοχάζομαι καλά, ἀλλ᾽ ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι, ἀπήντησεν ὁ Γύφτος.

― Λοιπὸν βαρύνεται κανεὶς τὸν κόσμον αὐτόν. Ποῖος ἠξεύρει πόσας κρυφὰς καὶ βαθείας πληγὰς θὰ ἔχῃ ὁ καημένος ὁ κύριός μου, καὶ πόσον θὰ πονῇ μέσα του.

― Καὶ αὐτὸ γίνεται.

― Λοιπὸν αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ὁποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν συναναστροφὴν τῶν μικρῶν ἀνθρώπων. Διότι ὅλοι τὸν ἀποφεύγουν, ὡς νὰ εἶναι λωβιασμένος.

― Δὲν ὑποφέρεται αὐτό, εἶπεν ὁ Γύφτος.

―Ἐννοῶ διατί ἀναστενάζεις, μάστορη, εἶπεν ὁ ξένος. Σοῦ ἐπροξένησα λύπην. Σὲ ἔκαμα ἴσως νὰ ἐνθυμηθῇς τοὺς ἰδικούς σου καημοὺς καὶ τὰ βάσανα.

―Ἐγώ;

― Βέβαια. Διότι καὶ ἡ φυλή σας ὑποφέρει τὰ ἴδια.

― Ποία φυλή;

― Ἡ φυλὴ τῶν Ἀθιγγάνων, εἶπεν ὁ ξένος. Δὲν εἶναι ἀλήθεια ὅτι καὶ σᾶς σᾶς μισεῖ ὁ κόσμος;

―Ἀλήθεια εἶναι, εἶπεν ἐν ἀμηχανίᾳ ὁ Γύφτος.

― Καὶ χωρὶς καμμίαν αἰτίαν;

― Χωρὶς αἰτίαν βέβαια.

― Διότι τί κακὸν κάμνετε; Σεῖς εἶσθε τίμιοι, ἐργατικοί. Κανένα δὲν πειράζετε. Κοιτάζετε τὴν δουλειά σας.

― Ναί, ἔτσι εἶναι, ἐψιθύρισεν ἀμηχανῶν ὁ Γύφτος. Χμού!… Γρού!…

―Ὥστε, βλέπεις, εἶσθε ὁμοιοπαθεῖς μὲ τὸν κύριόν μου. Καὶ διὰ σᾶς τοὐλάχιστον, ὑπομονή, παρετήρησεν ὁ ξένος, χωρὶς νὰ τὸν μέλῃ ἂν προσέβαλλε τὸν φίλον του, διότι εἶσθε κοινοὶ καὶ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι καὶ δὲν σᾶς κακοφαίνεται καὶ πολύ. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος φιλόσοφος, ἄρχων, μεγάλος ἄνθρωπος!… Βέβαια πολὺ θὰ δυσαρεστῆται.

― Καθένας τὸ ξέρει, εἶπεν ὁ Γύφτος. Χρού!…

― Ξεύρεις, μάστορη, ὁποὺ μοῦ ἔρχεται μία ἰδέα; εἶπεν ὁ ξένος ἀλλάξας τόνον.

― Τί πρᾶγμα;

―Ὅταν δύο εἶναι ὁμοιοπαθεῖς, καθὼς ἐλέγαμεν, δὲν παρηγοροῦνται εὐκόλως;

― Δὲν ἠξεύρω τί θέλεις νὰ πῇς, ἐμορμύρισεν ὁ Γύφτος.

― Λέγω, ὅταν δύο ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα κοινὸν πάθος, μίαν θλῖψιν ἥτις νὰ εἶναι καὶ εἰς τοὺς δύο ὁμοία, τότε μὲ τὴν συναναστροφὴ ὁ ἕνας παρηγορεῖ τὸν ἄλλον.

―Ἔ, ὕστερα;

― Λοιπόν, καθὼς εἶναι τώρα ἡ περίστασις, μοῦ φαίνεται δὲν εἶναι ἄσχημον νὰ κάμωμεν οἱ δύο μας ἕνα μικρὸ ταξίδι.

― Τί ταξίδι;

― Δὲν εἶναι πολὺ μακράν. Ὀλίγες ὧρες δρόμος. Καὶ πιστεύω ὅτι ἔχομεν καὶ οἱ δύο γερὰ πόδια.

― Διὰ ποῦ; ἠρώτησεν ὁ Γύφτος.

― Διὰ τὴν κατοικίαν τοῦ αὐθέντου μου.

― Νὰ κάμωμεν τί;

― Θὰ ἰδῇς. Μοῦ φαίνεται, δὲν εἶναι ἄσχημα, καὶ δὲν θὰ κακοπάθῃς.

― Ποῦ τὸν ηὗρες τὸν μουστερή!… εἶπεν εἰρωνικῶς ὁ Γύφτος. Ἐγὼ τώρα, καθὼς εἶμαι κουρασμένος, καὶ εἶναι καὶ νύχτα…

―Ὄχι τώρα, ὑπέλαβεν ὁ ξένος. Ἔχομεν καιρόν. Αὔριον, μεθαύριον.

― Καὶ τί δουλειὰ ἔχω, νὰ πάγω ἐκεῖ; ἀντεῖπεν ὁ Γύφτος.

― Ἴσως θὰ εὕρῃς δουλειά, ἐπέμενεν ὁ ξενος.

―Ἄλλην ἀπ᾽ αὐτὴν ποὺ κάμνω κάθε μέρα;…

―Ἐὰν εὕρης καλύτερην, δὲν τὴν ἀφήνεις;

―Ὄχι, εἶπε σταθερῶς ὁ Γύφτος.

― Μὲ τὰ σωστά σου;

―Ἀμμή;…

― Λοιπὸν τὴν ἔχεις ἀπ᾽ ἀγάπη;

― Τί θαρρεῖς;

― Εἶσαι λοιπὸν ἐρωτευμένος μὲ τὸ βαρειὸ καὶ μὲ τὴ βρεχτούρα;

― Χωρὶς ἄλλο. Καθένας τὴν τέχνη του πρέπει νὰ τὴν τιμᾷ, καὶ ἂς εἶναι καὶ ταπεινή.

― Δὲν λέγω. Ἔχεις πολὺ δίκαιον.

― Τότε τί;

―Ἀλλὰ χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ τὴν τιμᾷ, ἠμπορεῖ νὰ τὴν ἀφήσῃ εἰς τὰ γηρατεῖα, διὰ ν᾽ ἀναπαυθῇ.

― Καὶ ἂν ἀναπαύεται χωρὶς νὰ τὴν ἀφήσῃ; εἶπε φαιδρῶς ὁ Πρωτόγυφτος.

― Εἶσαι λοιπὸν ἀναπαυμένος;

― Τί θέλεις νὰ σοῦ πῶ; Δὲν φτάνει ὁ νοῦς μου μακρύτερα.

― Αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ἐγώ, ἐπανέλαβεν ὁ ξένος, δὲν θὰ εἶναι διὰ ν᾽ ἀφήσῃς τὴν τέχνη σου. Θὰ εἶναι διὰ νὰ γίνῃ κάτι καλὸν διὰ σέ, καθὼς πιστεύω.

Ὁ Γύφτος ἐσίγησεν. Ὁ ξένος ἐπανέλαβε.

― Θὰ ὑπάγωμεν μίαν ἡμέραν ἐκεῖ, θὰ σὲ συστήσω εἰς τὸν κύριόν μου, καὶ ποιὸς ξεύρει;… Ἠμπορεῖ νὰ βγῇ σὲ καλό.

―Ἐμεῖς οἱ παραμικροί, οἱ ἐργατικοί, εἶπε πανούργως ὁ Πρωτόγυφτος, δὲν ἔχομεν νὰ κάμωμε τίποτα μὲ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς μεγάλους.

Ὁ ξένος ᾐσθάνθη ὡς νύγμα τὸν λόγον τοῦτον τοῦ γηραιοῦ Γύφτου καὶ ἔμεινε σιγῶν ἐπί τινας στιγμάς. Εἶτα ἐπανέλαβε.

― Μὲ ἐκδικεῖσαι, φίλε, δι᾽ αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα πρωτύτερα, ἀλλὰ δὲν τὸ εἶπα μὲ κακὸν σκοπόν. Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, συμπάθησέ με.

―Ὄχι δά, δὲν ξεύρω, εἶπεν ὁ Γύφτος.

― Καὶ πάλιν, ἀφοῦ δὲν θέλεις, δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ βιάσω. Ἂν θέλῃς, τὰ ξαναλέμε.

Ὁ Γύφτος δὲν ἀπήντησεν δι᾽ ἐνάρθρου φθόγγου, ἀλλ᾽ ἠκούσθη μόνον ἓν πεπνιγμένον Χμού, ἐξελθὸν ἐκ τοῦ στόματός του. Συγχρόνως δὲ ἠγέρθη.

― Πᾶμε τώρα, εἶπε.

― Πᾶμε, εἶπε καὶ ὁ ξένος.

Καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν καλύβην. Ὁ ξένος ηὐχήθη τὴν καλὴν νύκτα καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸ κατάλυμά του, ἐγγὺς τῆς παραλίας κείμενον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ´

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΜΑΧΤΟΥ

Ὁ Μάχτος ἔμεινε τελευταῖος εἰς τὴν κρύπτην του, προσδοκῶν μέχρις οὗ ἀπομακρυνθῶσιν οἱ δύο σύντροφοι. Βαθεῖαν αἴσθησιν εἶχον ἐμποιήσει αὐτῷ αἱ προτάσεις καὶ αἱ παρακελεύσεις τοῦ ξένου. Ἐσκέπτετο ἐπὶ μακρόν, τί ἆρα ἐσκόπει ὁ παράδοξος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, καὶ ποῖον συμφέρον ἠδύνατο νὰ ἔχῃ, ὅπως πείσῃ τὸν Πρωτόγυφτον νὰ μεταβῇ εἰς τὴν κατοικίαν τοῦ μάγου, ἢ τοῦ ἄρχοντος, ὡς τὸν ὠνόμαζε. Ὅσον ἄπειρος τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου καὶ ἂν ἦτο ὁ Μάχτος, τῷ ἐφαίνετο, ὅτι τὰ πράγματα ἅτινα ἔβλεπε καὶ ἤκουε δὲν ἦσαν συνήθη, καὶ μυστήριόν τι ἐκρύπτετο ὄπισθεν τοῦ προσωπείου, ὅπερ ἐφόρει ὁ ξένος. Ὁ Μάχτος ἐβασάνιζεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν τὴν κεφαλήν του καὶ τὴν φαντασίαν του, προσπαθῶν νὰ διΐδῃ τι ἐν μέσῳ τοῦ σκότους, τοῦ ἐκτεινομένου πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. Εἰς μάτην. Οὐδὲν κατώρθου νὰ μαντεύσῃ. Μόλις τῷ ἐφαίνετο ὅτι ἔλαμπε φωτεινή τις ἀκτὶς εἰς τὴν ὄψιν του, καὶ πάραυτα τὸ σκότος ἐπυκνοῦτο καὶ καθίστατο δεινότερον.

Ἔμεινεν ἐπὶ μακρὰς ὥρας εἰς τὴν θέσιν ἐκείνην, λησμονήσας ἑαυτόν. Ἡ νυκτερινὴ δρόσος ἐπήνεγκε νάρκην εἰς τὸ σῶμα αὐτοῦ, καὶ κάρωσις τῷ ἐπῆλθεν. Ἦτο μεσαία κατάστασις μεταξὺ ὑπνοβασίας καὶ ἐγρηγόρσεως, λήθαργος, νάρκωσις καὶ οὐχὶ ὕπνος. Τότε αἱ ἐλπίδες ἃς εἶχε συλλάβει, οἱ φόβοι οὓς εἶχεν ὑποστῆ, αἱ εἰκόνες τῆς φρίκης, τὰ ἰνδάλματα τῆς εὐτυχίας, ἐσωματώθησαν, ἔλαβον μορφὴν καὶ ὄψιν, καὶ παρήλασαν ἐν σχήματι ὀνείρων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. Ἡ πρώτη διαβᾶσα μορφὴ ἦτο περικαλλής. Ἦτο τὸ πρόσωπον τῆς Ἀϊμᾶς, λάμπον ὡς ἀστήρ, καὶ τὸ σῶμα αὐτῆς εὐωδιάζον ὡς κρίνον. Τοιαύτην τὴν ἔβλεπεν ὁ Μάχτος εἰς τοὺς ὀνείρους του. Ἀλλὰ παρῆλθε ταχέως, καὶ τὸ κενὸν ἐξετάθη πάλιν παρελθούσης αὐτῆς. Ὁ νέος ἔμεινε κεχηνώς, ἄναυδος, τεθαμβωμένος. Ἐψιθύρισε γλυκυτάτην τινὰ λέξιν, ἥτις τῷ ἐφάνη ὡς φθόγγος ὑπερφυοῦς ὀργάνου. Τὴν λέξιν ταύτην οὐδέποτε ἤθελε τολμήσει ὁ Μάχτος νὰ προφέρῃ, ἂν ἦτο ἐγρηγορώς. Ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Ἐκείνη ἔγινεν ἄφαντος. Ὁ νέος τὴν ἐκάλει, ἀλλὰ δὲν ἤρχετο πλέον. Ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἦτο σκότος. Ἔκλεισε πάλιν αὐτοὺς ἐλπίζων ὅτι ἤθελεν ἐπανίδει τὴν ποθεινὴν εἰκόνα. Οὐδέν. Ἐν τούτοις ἡ γλυκεῖα ἐντύπωσις ἔμενεν. Ὁ νέος ἤλπιζεν ὅτι ἠδύνατο εἰσέτι νὰ τὴν ἐπανίδῃ. Φεῦ! ἡ Ἀϊμὰ ἔφευγε. Τὴν εἶδε πάλιν, ἀλλὰ φεύγουσαν. Ἦτο ἐντὸς πλοίου, ὅπερ ὁρμητικῶς ἀπεμακρύνετο ἐκ τῆς παραλίας, ὁ δὲ Μάχτος, ὡς τῷ ἐφαίνετο, ἵστατο ὄρθιος ἐπὶ τῆς ἀκτῆς, καὶ τὴν ἀπεχαιρέτιζε μακρόθεν. Προσεπάθει δι᾽ ἀτόλμων καὶ ἐπιμόνων σημείων καὶ νευμάτων νὰ ἑλκύσῃ τὴν προσοχήν της, ὅπως τὸν ἴδῃ καὶ τῷ ἀποδώσῃ τὸν χαιρετισμόν. Ἀλλ᾽ ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἔβλεπε πρὸς αὐτόν. Ἡ προσοχή της ἦτο εἰς τὰ κύματα καὶ ἐφαίνετο ἀναμετροῦσα μετὰ τρόμου τὸ πέλαγος, ὅπερ ἔμελλε νὰ διαπλεύσῃ. Τὸ πλοῖον ἀπῆρε. Τότε ὁ Μάχτος δὲν ἐδίστασεν, ἀλλ᾽ ἐρρίφθη εἰς τὰ κύματα. Τὸ πήδημα ὅπερ τῷ ἐφαίνετο ὅτι εἶχε κάμει, δὲν ἴσχυσε νὰ τὸν ἀφυπνίσῃ. Ἄλλως δὲ ὁ Μάχτος ἐπέμενεν εἰς τὸ ὄνειρον τοῦτο, καὶ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὅτι αὐτομάτως πως τὸ κατεσκεύαζε μᾶλλον, ἢ ὅτι ὑφίστατο παθητικῶς αὐτό. Ἐφέρετο μεθ᾽ ὁρμῆς εἰς τὸ ὄνειρον τοῦτο καὶ ἐκράτει αὐτὸ σφιγκτῶς. Ἐξηκολούθει δὲ νὰ νήχηται οὕτως ἐπὶ πολύ. Καὶ πράγματι ἐνήχετο, ἀλλ᾽ ἐνήχετο εἰς τὸ πέλαγος τῶν ὀνείρων. Τὸ πλοῖον ἔπλεε, καὶ ὁ Μάχτος ἔπλεεν. Ἐκεῖνο ἔφευγεν, ἀλλ᾽ οὗτος δὲν ἠδύνατο νὰ τὸ φθάσῃ. Ὁ ἄνεμος ἐφούσκωνε τὰ ἱστία, καὶ αἱ κῶπαι ὑπεβοήθουν τὸν δρόμον τοῦ σκάφους. Ὁ Μάχτος μετεχειρίζετο ὡς κώπας τοὺς βραχίονας καὶ τοὺς πόδας. Ἀλλὰ τὸ πλοῖον ἔφευγε καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὸ φθάσῃ. Μετ᾽ ὀλίγον ὁ Μάχτος ἔβλεπεν αὐτό, μὲ τὰ λευκὰ ἱστία ἀναπεπταμένα, ὡς λάρον, ἐπὶ τοῦ ἀμετρήτου κυανοῦ πεδίου. Τότε ὁ κολυμβητὴς εὑρέθη ἐν ἀμηχάνῳ θέσει. Τὸ πλοῖον εἶχε γίνει ἄφαντον ἔμπροσθέν του, καὶ ἡ γῆ εἶχεν ὁμοίως ἐξαφανισθῆ ὄπισθεν. Ἐστράφη καὶ δὲν εἶδε πλέον τὴν ἀκτὴν ἀφ᾽ ἧς εἶχεν ἀναχωρήσει. Ἀχανὲς πέλαγος ἐξετείνετο ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω καὶ πέριξ καὶ ἐγγὺς καὶ πόρρω καὶ πανταχοῦ. ᾘσθάνθη ὅτι αἱ δυνάμεις του ἐξέλειπον κατ᾽ ὀλίγον καὶ ἤρχισε νὰ βυθίζηται. Πελώριον κῦμα ἔπληξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ ἐπήνεγκε πνιγμὸν εἰς τὸν λάρυγγα αὐτοῦ. Τὸ σῶμά του ἤσπαιρεν. Ὀλίγου δεῖν ἐπνίγετο. Ὁ τρομερὸς ἐκεῖνος κτύπος τὸν ἀφύπνισεν. ᾘσθάνθη ὅτι ἦτο ὅλος βεβρεγμένος, καὶ ἦτο πραγματικῶς. Ἀλλ᾽ ἡ ὑγρότης αὕτη προῆλθεν ἐκ τοῦ ἱδρῶτος τῆς ἀγωνίας, καὶ ὁ πνιγμὸς ἐκ τῶν δακρύων τῆς θλίψεως καὶ τῶν λυγμῶν, οἵτινες διέσειον τὸ στέρνον αὐτοῦ. Ὁ Μάχτος δὲν ἐπανῆλθεν ἐντελῶς εἰς τὴν κατάστασιν τοῦ ἐγρηγορότος. Ἐκοιμᾶτο εἰσέτι. Ἔκλεισεν αὖθις τοὺς ὀφθαλμούς. Τὸ ὄνειρον μετεβλήθη. Ἐνεφανίσθη ὑπὸ ἄλλην μορφήν. Εἶδεν ὁ Μάχτος τὸν ξένον, τὸν κακὸν ἐκεῖνον δαίμονα, ὡς τὸν ἐνόμιζεν. Εἶδεν αὐτὸν καὶ τὸν πατέρα του, ὡς τοὺς ἔβλεπεν ἐν τῇ πραγματικότητι πρὸ ὀλίγων στιγμῶν. Ἦσαν ὁμοῦ ἐν τῷ ὀνείρῳ, ὡς ἦσαν καὶ καθ᾽ ὕπαρ πρὸ μικροῦ, ἀλλ᾽ οὐχὶ μόνοι. Τρίτον πρόσωπον ἦτο μετ᾽ αὐτῶν. Τὸ πρόσωπον τοῦτο ἦτο ἄγνωστον εἰς τὸν Μάχτον. Ἦτο γηραιὸς ἀνὴρ εὐπρεπὴς τὴν ἀναβολὴν καὶ κόσμιος τὸ ἦθος. Ἐκάθητο οὗτος ἐπὶ σκίμποδος, οἱ δὲ δύο ἵσταντο ὄρθιοι ἐνώπιον αὐτοῦ. Ὡμίλουν καὶ ἐχειρονόμουν. Τὰς χειρονομίας τὰς ἔβλεπεν, ἔβλεπε καὶ τὰ χείλη των κινούμενα, ἀλλ᾽ ἡ φωνή των δὲν ἦτο ἀκουστή. Παράδοξον δέ, διότι ὁ Μάχτος δὲν ἵστατο μακράν, ἀλλ᾽ ἔβλεπεν αὐτοὺς ἐκ τοῦ σύνεγγυς καὶ ἠδύνατο ν᾽ ἀκούῃ. Ἀλλ᾽ ὡς φαίνεται, ἡ φωνή των δὲν εἶχεν ἦχον. Τοῦτο ἐπίστευσεν ὁ Μάχτος ἐν τῷ παραλήρῳ, ἐν ᾧ διετέλει, διότι ἄλλως δὲν ἠδύνατο νὰ ἑρμηνεύσῃ πῶς, ἐνῷ ὡμίλουν ἐνώπιόν του, δὲν τοὺς ἤκουεν. Ὁ Μάχτος δὲν ἐπέμεινε πλειότερον εἰς τὴν λύσιν τοῦ προβλήματος τούτου, καὶ μετέβη εἰς ἄλλην ἀπορίαν. Ἠρώτα ἑαυτὸν τίς ἦτο ὁ τρίτος οὗτος καὶ ἄγνωστος ἄνθρωπος, ὅστις ἐνεφανίζετο ἀποτόμως οὕτω εἰς τὰς ὄψεις αὐτοῦ. Ἀπωτάτη καὶ συγκεχυμένη, ὡς ἀνάμνησις ἄλλου κόσμου, τῷ ἦλθε τότε ἡ ἠχὼ τῆς ἑσπερινῆς συνδιαλέξεως, ἣν εἶχεν ἀκροασθῆ, καὶ τῷ ἐφαίνετο ὅτι ὁ ξένος οὗτος ἴσως ἦτο ὁ Ἄρχων, ἢ ὁ Μάγος, περὶ οὗ ὡμίλουν ἐκτενῶς οἱ δύο φίλοι.

Καθ᾽ ὃν χρόνον ὁ Μάχτος διετύπου κατ᾽ ὄναρ τὰς σκέψεις ταύτας, ἡ σκηνὴ τοῦ ὀνείρου εἶχε μεταβληθῆ. Δὲν ἦσαν πλέον οἱ τρεῖς, καὶ τέταρτον πρόσωπον εἶχε παρουσιασθῆ. Ἀλλὰ τὸ πρόσωπον τοῦτο δὲν παρῆλθεν ἐπὶ τὴν σκηνὴν ἄνευ προσωπείου. Ὡς φαίνεται, εἶχε λόγους νὰ καλύπτῃ τὴν μορφήν. Δὲν ἐπεθύμει νὰ φαίνεται τίς ἦτο. Τὸ πρόσωπον τοῦτο ἐφόρει πυκνὸν πέπλον, μακρὸν καὶ ποδήρη, μεταπλάττοντα οὐ μόνον τὴν μορφήν, ἀλλὰ καὶ τὸ σχῆμα τοῦ σώματος καὶ τὸ ἔνδυμα. Οὔτε ἂν ἦτο ἀνὴρ ἢ γυνὴ ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ ὁ Μάχτος. Ὁποῖα μετημφιεσμένα ὄνειρα! Πόσον ἐπεθύμει ὁ Μάχτος νὰ σχίσῃ δι᾽ ἑνὸς κινήματος τὸν πέπλον ἐκεῖνον, ἀλλ᾽ ὅτε ἀπεπειράθη νὰ κινηθῇ, ἐνόησεν ὅτι τὰ μέλη του ἦσαν δέσμια, καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀνορθωθῇ, ὁ ἐφιάλτης τὸν κατεῖχεν ὅλον καὶ ἀμέριστον.

Μὴ δυνάμενος νὰ ἐνεργήσῃ μὲ τὰς χεῖρας, ἠναγκάσθη ὁ Μάχτος νὰ σκέπτηται πλατωνικῶς, ὅπως καὶ πρότερον. Διηπόρει ἐν ἑαυτῷ, πρὸς τίνα σκοπὸν τὸ πρόσωπον τοῦτο ἐπαρουσιάσθη οὕτω βαθύπεπλον πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. Ἐβασάνιζε τὸν νοῦν του νὰ εὕρῃ τί ἐσήμαινεν ὁ πέπλος. Ἐβίαζε τὴν μνήμην του νὰ τῷ εἴπῃ ἂν εἶχεν ἰδεῖ ἄλλοτε πεπλοφόρους ἀνθρώπους. Τέλος ἀνεμνήσθη ὅτι μόνον εἰς τοὺς γάμους ἦτο ἐνιαχοῦ συνήθεια νὰ στολίζωσι μὲ τὸν ἀρνητικὸν τοῦτον στολισμὸν τὰς νεαρὰς νύμφας, ὅσαι ἐπεθύμουν νὰ ἔχωσιν ἀσπίδα τινὰ κατὰ τῶν βλεμμάτων τοῦ κόσμου καὶ νὰ κρύπτωσι τὴν συγκίνησιν καὶ τὴν αἰδῶ ὑπὸ τὸ ὕφασμα. Ἀλλ᾽ ἔμελλε λοιπὸν νὰ τελεσθῇ γάμος ὑπὸ τὰς ὄψεις του, τόσον εὐκόλως καὶ προχείρως; Ὁ Μάχτος ᾐσθάνθη φρικώδη ὀδύνην. Μὴ εἶναι ἡ Ἀϊμά; εἶπε καθ᾽ ἑαυτόν. Τὴν ἔννοιαν ταύτην δὲν ἠδυνήθη νὰ μεταβάλῃ εἰς λέξιν, τὴν λέξιν δὲν ἴσχυσε νὰ ἐκφέρῃ εἰς κραυγήν, καὶ ὁ πέπλος αὐτομάτως ἔπεσε. Τὸ βλέμμα τοῦ νέου ἔπεσεν ἁρπακτικὸν ἐπὶ τῆς μορφῆς ἐκείνης. Φρικῶδες! Ἦτο ἡ Ἀϊμά. Δὲν ἠπατήθη. Τότε ὁ κλοιὸς τῆς γλώσσης ἐλύθη, ὁ κύφων τοῦ σώματος διερράγη. Ὁ Μάχτος ἐξέπεμψε βρυχηθμὸν λεαίνης καὶ ἅμα ὥρμησεν ὡς σκύμνος πρὸς τὸ θέαμα ἐκεῖνο. Ἤλπιζεν ὅτι ἤθελε σώσει τὴν Ἀϊμὰν ἐκ τοῦ βεβιασμένου ἐκείνου γάμου, διότι ὡς βεβιασμένον τὸν ἐνόμιζε. Συγχρόνως ὁ Μάχτος ἀφυπνίσθη.

Εὑρέθη ὄρθιος καὶ εἶδε μόνον τὸ σκότος τῆς νυκτός, ὅπερ περιέβαλλε πανταχόθεν αὐτόν. Οὔτε ἀνθρώπινον ὂν ἦτό που, οὔτε συνέβη τι, οὔτε ψόφος τις ἠκούετο. Ἐνόησεν ὅτι εἶχε καταστῆ παίγνιον τῶν ὀνείρων. Ἐπανῆλθεν εἰς τὴν καλύβην λίαν κατηφής.

Ἤναψε λύχνον καὶ πλησιάσας σιγὰ εἰς τὴν κλίνην, ὅπου ἐκοιμᾶτο ἀόρατος ἡ Ἀϊμά, διότι τὸ σανίδωμα τὴν ἀπέκρυπτεν ἀπὸ τῶν βλεμμάτων, ἔτεινε τὸ οὖς. Ἤκουσε τὴν ὁμαλὴν καὶ ἠρεμαίαν ἀναπνοὴν τῆς νέας, ἥτις ἐκοιμᾶτο ὡς ἀρνίον. Ὁ Μάχτος ἀπεμακρύνθη ὅλος αἰδήμων. ᾘσθάνθη πάλιν εὐτυχίαν. Ἡ Ἀϊμὰ ἦτο ἐκεῖ καὶ τὰ ὄνειρά του ἦσαν ὄνειρα. Δὲν ἦσαν ταῦτα ἀξιοπιστότερα, ἂν καὶ φρικώδη, ἢ ὅσον εἶναι συνήθως τὰ μανιώδη ὄνειρα τῆς εὐτυχίας, ἅτινα οἱ ἐγρηγορότες καθ᾽ ἑκάστην ὀνειρεύονται.

Ὁ Μάχτος δὲν κατεκλίθη, φοβηθεὶς μὴ καὶ πάλιν ὀνειρευθῇ τὰ αὐτά. Διότι προυτίμα νὰ ὀνειρεύηται χωρὶς νὰ ὑπνώττῃ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι´

ΑΙ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑΙ

Τὴν ἐπιοῦσαν ὁ ξένος δὲν ἦλθεν εἰς τὴν καλύβην. Ὁ δὲ Πρωτόγυφτος ἦτο ὅλην τὴν ἡμέραν σκυθρωπός.

Ψυχρότης ἐπῆλθεν, ὡς φαίνεται, μεταξὺ τῶν δύο ἠγαπημένων φίλων, μετὰ τὴν τελευταίαν συνδιάλεξιν. Ἀλλ᾽ ὁ ξένος δὲν ἐμνησικάκει εὐκόλως, καὶ δὲν ἔμελλε νὰ εἶναι ἀπὼν ἐπὶ πολὺν χρόνον. Τὴν μεθεπομένην, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, ὁ ξένος ηὐχήθη τὴν καλὴν ἡμέραν εἰς τὸν Πρωτόγυφτον. Οὗτος δὲ τὸν ὑπεδέχθη μετὰ φαιδρότητος.

― Καὶ πῶς δὲν σὲ εἴδαμε ψές, τῷ εἶπε· τί ἔγινες; Μᾶς ἐκάκιωσες;

Τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς εὐπροσηγορίας ἤρεσεν εἰς τὸν ξένον, καὶ προσεπάθησε νὰ κρύψῃ τὴν χαράν του. Πρὶν ἢ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ Γύφτου, ἀπήντησεν εἰς ἑαυτόν.

― Θὰ τὸν καταφέρω, εἶπεν ἐνδομύχως, βαθύτατα, εἰς τὸν πυθμένα τῆς συνειδήσεώς του.

Ἀκολούθως ἀπήντησε μεγαλοφώνως.

―Ἐψὲς δὲν ἤμουν ἐδῶ.

― Καὶ ποῦ ἤσουνα; ἠρώτησεν ὁ γέρος.

―Ὑπήγα μ᾽ ἕνα φίλον μου.

― Ποῦ;

― Εἰς τὸ ψάρευμα.

―Ἄ, εἶσαι καὶ ψαράς;

―Ὄχι, δι᾽ εὐχαρίστησιν μόνον.

Ὁ Βοῦγκος, ὅστις ἦτο εἰς ἄκρον ἀπονήρευτος, ἐκοίταξε κατὰ πρόσωπον τὸν ξένον. Οὗτος παρετήρησε τὸ βλέμμα αὐτοῦ.

― Τί εἶναι, Βοῦγκο; τῷ εἶπε· τί μὲ κοιτάζεις;

― Τίποτε, ἀπήντησεν ὁ Βοῦγκος, βαρυνόμενος τοὺς πολλοὺς λόγους, καὶ μὴ θέλων νὰ δυσαρεστήσῃ τὸν ξένον.

Ἐν τούτοις ὁ Βοῦγκος ἐγίνωσκε μετὰ βεβαιότητος ὅτι ἐψεύδετο ὁ ξένος. Λίαν πρωὶ τῆς προτεραίας, ἀπομακρυνθεὶς ἐκ τοῦ χαλκείου ὁ Βοῦγκος, εἶχεν ἰδεῖ τυχαίως αὐτὸν ἐπὶ ἡμιόνου καθήμενον καὶ βαδίζοντα πρὸς τὰ μεσόγεια. Ὁ Βοῦγκος δὲν εἶπε περὶ τούτου λέξιν εἰς οὐδένα, διότι ἐβαρύνετο νὰ ὁμιλῇ. Ἀλλ᾽ ὅμως μὲ ὅλην τὴν εὐθύτητα τῆς καρδίας του, ἔλεγε τώρα καθ᾽ ἑαυτόν, ὅτι δὲν ὑπῆρχον δύο ἀπαράλλακτοι ἄνθρωποι ἀποτελοῦντες ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον, οὐδὲ εἶχεν ὁ φίλος οὗτος τὴν παράδοξον δύναμιν τοῦ νὰ διαιρῆται διχῇ, καὶ ὁ μὲν ἥμισυς αὐτοῦ νὰ ὀχῆται ἐπὶ ἡμιόνου καὶ νὰ ὁδοιπορῇ κατὰ γῆν, ὁ δ᾽ ἕτερος ἥμισυς νὰ ἐπιβαίνῃ ἐπὶ λέμβου καὶ ν᾽ ἀπέρχηται εἰς ἁλιείαν κατὰ θάλασσαν. Τοῦτο ὁ Βοῦγκος τὸ ἐνόμιζεν ἀδύνατον. Ἀλλ᾽ ὅμως ἐσίγησε.

Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας, ὁ Λάκων (διότι ὁ ἀνὴρ ἐκεῖνος ἦτο γηγενής, ὠνομάσαμεν δὲ αὐτὸν ξένον ἐλλείψει ἄλλου ὀνόματος) καὶ ὁ Πρωτόγυφτος, δὲν ἦσαν πλέον ἐν τῷ χαλκείῳ. Εἶχον ἀπέλθει εἰς ἐκδρομήν. Οὐδεὶς μάρτυς αὐτήκοος ὑπῆρχεν, ἵνα μαρτυρήσῃ τί εἶχε συμβῆ μεταξὺ τῶν δύο. Εἰκάζεται ὅμως ὅτι ὁ Λάκων εὗρε τὰ ἰσχυρότατα τῶν ἐπιχειρημάτων αὐτοῦ, ὅπως πείσῃ τὸν γέροντα σιδηρουργὸν ν᾽ ἀπέλθωσιν εἰς ἐπίσκεψιν παρὰ τῷ Μάγῳ. Διότι, ὡς φαίνεται, ὁ Πρωτόγυφτος ἐκ στιγμιαίας ἰδιοτροπίας ἢ σκαιότητος ἔφερε κατ᾽ ἀρχὰς δυσκολίας, ἀλλ᾽ ὅμως τὸ δέλεαρ τὸ προσειόμενον αὐτῷ ὑπὸ τοῦ ξένου ἦτο ἑλκυστικόν. Ὁ Λάκων ἐφρόντισε νὰ ἐξάρῃ δι᾽ ὅλης τῆς στωμυλίας αὐτοῦ τὸ μέγα ἐκεῖνο καὶ μοναδικὸν προτέρημα τοῦ Ἄρχοντος, ὅπερ τοσοῦτον ἐξετίμα ὁ Γύφτος, ἤτοι τὴν ἐλευθεριότητα.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Πρωτόγυφτος ἠγάπα τοὺς ἐλευθερίους, ὅσον ἐμίσει τοὺς φιλαργύρους (ὅσον ὤφειλον νὰ μισῶσιν αἱ δυσειδεῖς τὸ κάτοπτρον, ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ πεισθῶσι περὶ τοῦ πραγματικοῦ τῆς δυσμορφίας των), διὰ τοῦτο δὲν εἶχε λόγον ὅπως ἀποστρέφηται τὸν ἄνδρα ἐκεῖνον, ἀφοῦ μάλιστα δὲν τὸν εἶχεν ἀκόμη γνωρίσει. Λοιπὸν ἀπῆλθον ὁμοῦ εἰς τὴν ἐπίσκεψιν ταύτην. Ἐν τῷ χαλκείῳ ἠγνοεῖτο ποῦ εἶχε μεταβῆ ὁ Πρωτόγυφτος. Λέγομεν ἠγνοεῖτο, καθ᾽ ὅσον δὲν εἶχεν ἀναγγείλει ποῦ ὑπάγει. Ἀλλ᾽ ὅμως ὑπῆρχέ τις ὅστις δὲν εἶχεν ἀνάγκην τῆς ἀγγελίας ταύτης, ὅπως γινώσκῃ ποῦ ἀπῆλθεν ὁ γέρων, καὶ οὗτος ἦτο ὁ Μάχτος. Καὶ ὅτι μὲν ὁ Μάχτος ἐγίνωσκε τὸ πρᾶγμα, τοῦτο εἶναι σαφές. Ἀλλ᾽ ἴσως ὤφειλε νὰ τὸ γνωστοποιήσῃ καὶ πρὸς ἄλλον τινά, καὶ τοῦτο τὸν ἐβασάνιζεν. Ὁ νέος ἐν τῇ συνειδήσει του οὐδένα λόγον ἀναβολῆς εὕρισκεν, ὅπως μὴ ἀνακοινώσῃ καὶ σήμερον πρὸς τὴν Ἀϊμὰν τοὺς φόβους, οὓς ἔτρεφεν ἀπὸ τοσούτου χρόνου. Ἀλλ᾽ ὁπόσον ἐπεθύμει νὰ ἦτο εὔλογος ἡ τοιαύτη ἀναβολή!

Ἡ ἀπουσία τοῦ πατρός του διήρκεσεν ἐπὶ δύο ἡμέρας. Ὁ Μάχτος ἦτο εἰς τὰ βασανιστήρια, ἄνευ οὐδεμιᾶς ὑπερβολῆς. Διότι ποία ἄλλη βάσανος ἠδύνατο νὰ ὑπάρχῃ διὰ τὸν νέον μείζων τῆς ἠθικῆς βασάνου; Ἀλλ᾽ ὅμως ἐν κεφαλαίῳ ἀπεφάσισεν ὁ Μάχτος νὰ εἴπῃ ὅ,τι ὤφειλεν εἰς τὴν νέαν κόρην. Ἐταλαιπωρεῖτο μόνον νὰ εὕρῃ τὸν τρόπον καθ᾽ ὃν ἔμελλε νὰ προβῇ. Ἐσχεδίαζε λέξεις καὶ φράσεις, κατεσκεύαζε διαλόγους, προέβλεπεν ἐρωτήσεις, ἔπλαττε λύσεις ἀποριῶν. Τὰ πάντα εἰς μάτην. Ἂν ἐπρόκειτο τοὐλάχιστον περὶ ἐπιστολῆς (ἀλλ᾽ ἐγίνωσκε γράμματα ὁ Μάχτος;) ἠδύνατο νὰ σχίσῃ ἑκατοντάκις τὸν χάρτην μέχρις οὗ κατασκευάσῃ τὸ προοίμιον, καὶ οὕτω θὰ εὕρισκεν ἄψυχόν τι πρᾶγμα καθ᾽ οὗ νὰ ἐκχύσῃ τὴν ὀργήν του. Ἀλλὰ προκειμένου περὶ στοματικοῦ διαλόγου, ποῖον θετικὸν σχέδιον ἠδύνατο νὰ καταστρώσῃ ὁ Μάχτος, καὶ ἐπὶ τίνος πράγματος ν᾽ ἀκονήσῃ τὸν ζῆλόν του; Τὸ προχειρότερον καταφύγιον, ὅπερ εὕρισκεν, ἦτο νὰ κτυπᾷ συχνάκις τὴν κεφαλήν του μὲ τὴν πυγμήν, καὶ ἴσως δὲν ἔπραττε κακῶς, οὐδ᾽ ᾐσθάνετο πόνον τινὰ ἐκ τούτου. Ἄλλως τὸ μαρτύριόν του ἦτο ἄληκτον. Ἀπεμακρύνετο τῆς καλύβης, καὶ ἐκεῖ ἐμονολόγει, φανταζόμενος ὅτι ὁμιλεῖ πρὸς τὴν Ἀϊμὰν περὶ τοῦ προκειμένου. Ἐκεῖ τοὐλάχιστον δὲν ἠδύναντο νὰ τὸν ἀκούωσι. Μετὰ διημέρους ἀγῶνας δὲν εἶχε κατορθώσει οὐδὲ νὰ ὁρίσῃ τὴν πρώτην λέξιν, ἣν ἔμελλε ν᾽ ἀπευθύνῃ πρὸς τὴν νέαν. Ἔλεγε, φέρ᾽ εἰπεῖν.

― Πῶς ν᾽ ἀρχίσω; Ἀϊμά, θέλω νὰ σοῦ πῶ. Ὄχι, Ἀϊμά, δὲν πάγει. Θὰ τῆς φανῇ χωριάτικο. Ἀδελφή μου, θέλω νὰ σοῦ μιλήσω. Ὄχι, ἀδελφή μου, δὲν ἔρχεται καλά. Διατὶ δὲν τὸ συνήθιζα ἀπ᾽ ἀρχῆς. Καὶ μήπως τάχα δὲν εἶναι ἀδελφή μου, εἶναι ψεύματα; Δὲν ἀνετράφημεν τάχα μαζί; Ἐγὼ θυμοῦμαι τὴν ἡμέραν ποὺ μᾶς τὴν ἔφεραν εἰς τὸ σπίτι μας, καὶ τὴν ἐπῆραν διὰ παιδί τους οἱ γονεῖς μου, ἦτο μικρά, πολὺ μικρά. Αὐτὴ δὲν θὰ τὸ θυμᾶται. Ἐγὼ ἤμουν μεγάλος, θὰ εἶμαι ὡς τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος ἀπ᾽ αὐτήν. Αὐτὴ θὰ μὲ νομίζῃ ἀδελφόν της, καὶ ἔχει δίκαιον. Ἀδελφός της εἶμαι. Λοιπὸν τί ἔλεγα; Ἠμπορῶ καλὰ νὰ τὴν ὀνομάσω ἀδελφήν. Ἀδελφή μου, ἤθελα κάτι νὰ σοῦ πῶ. Πολὺ καλά. Ἀδελφή μου μόνον, χωρὶς τὸ ὄνομα; Ἀδελφή μου Ἀϊμά, εἶναι καλύτερα. Ἀδελφή μου Ἀϊμά, θέλω νὰ σοῦ μιλήσω. Ἀδελφή μου Ἀϊμά, ἢ Ἀϊμὰ ἀδελφή μου; Ποῖον εἶναι καλύτερον ἀπὸ τὰ δύο; Κ᾽ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω. Δὲν εἶναι τὸ ἴδιον; Βέβαια τὸ ἴδιον θὰ εἶναι. Ἀλλὰ διατί μοῦ φαίνεται πῶς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα; Ἂς ἰδοῦμεν καλά, τί διαφορὰν ἔχουν. Κάποια διαφορὰ πρέπει νὰ εἶναι, διότι ἄλλο φαίνεται τὸ ἕνα, καὶ ἄλλο τὸ δεύτερον. Ἀδελφή μου Ἀϊμά, τί θὰ πῇ; Θὰ πῇ ὅτι σὺ ἡ ἀδελφή μου λέγεσαι Ἀϊμά. Αὐτὸ δὲν θὰ πῇ τάχα; Βέβαια αὐτό. Καὶ Ἀϊμὰ ἀδελφή μου τί θὰ πῇ; Θὰ πῇ ὅτι σὺ ἡ Ἀϊμὰ εἶσαι ἀδελφή μου. Χωρὶς ἄλλο αὐτὸ θὰ πῇ. Καὶ διὰ τοῦτο μοῦ φαίνεται καλύτερον. Διότι τὸ ἄλλο, σένα, ἀδελφή μου, σὲ λέγουν Ἀϊμά, εἶναι ἀνόητον. Τὸ ξεύρω θὰ μοῦ πῇ κ᾽ ἐκείνη, τὸ ξεύρω πὼς μὲ λέγουν Ἀϊμά, δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ μοῦ τὸ πῇς. Τότε τί θὰ τῆς πῶ; Ὅσο καὶ νὰ σπάσω τὸ κεφάλι μου, δὲν θὰ εὑρῶ λέξιν διὰ νὰ τῆς ἀποκριθῶ. Καὶ τότε θὰ φανῇ ἡ ἀνοησία μου, θὰ κοκκινίσω, θὰ τὰ χάσω, θὰ κοντεύσῃ ὁ ἀνασασμός μου, ἡ φωνή μου θὰ πιασθῇ, καὶ θὰ φανῶ ἀνόητος. Κρῖμα σ᾽ ἐμένα! Καλύτερον, χίλια μερτικὰ ἢ καλύτερον, εἶναι νὰ τὴν πῶ, Ἀϊμὰ ἀδελφή μου! Ἀλλὰ σὰν μοῦ πῇ ἔξαφνα, ἐσὺ δὲν συνηθίζῃς νὰ μὲ λές, Ἀϊμὰ ἀδελφή σου. Τόσον καιρὸν μ᾽ ἔκραζες Ἀϊμά, καὶ τώρα μὲ λέγεις ἀδελφήν σου. Τώρα λοιπὸν ἔμαθες πὼς εἴμεθα ἀδελφοί, διὰ πρώτην φοράν. Κ᾽ ἐγώ, ὁποὺ ἐπίστευα ἀπ᾽ ἀρχῆς πὼς εἴμεθα ἀδελφοί, ἤμουν ἀπατημένη; Πρέπει νὰ εἶναι ψεύματα, διότι μοῦ τὸ λέγεις τώρα διὰ πρώτην φοράν. Τότε τί νὰ τῆς πῶ; Τότε θὰ τῆς πῶ ὅτι τώρα σὲ ἀγαπῶ… (ἐνταῦθα ἡ φωνὴ τοῦ Μάχτου ἐλάμβανε παράδοξον ἦχον, ὅμοιον μὲ στόνον ἡδυπαθείας) πλειότερον παρὰ ἄλλην φοράν, καὶ διὰ τοῦτο σὲ ὀνομάζω Ἀϊμὰ ἀδελφή μου. Ἠμπορῶ ποτε νὰ τὸ πῶ αὐτό, ἀφοῦ μόλις τὸ εἶπα τώρα, καὶ τὸ μέτωπόν μου καίει ἔξαφνα, πόσον καίει! (ὁ Μάχτος ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸ μέτωπον). Ἠμπορῶ νὰ τὸ πῶ ἐνώπιόν της; Ἂν θυμώσῃ; Ἂν λυπηθῇ; Ἂν ἀγριεύσῃ; Ἡ Ἀϊμὰ νὰ ἀγριεύσῃ; Ἡ Ἀϊμὰ νὰ θυμώσῃ; Δὲν ἠμπορεῖ νὰ θυμώσῃ, ἀλλ᾽ ἠμπορεῖ νὰ λυπηθῇ. Καὶ τότε πῶς θὰ τὴν ἱκανοποιήσω; Εἶναί ποτε δυνατόν; Καὶ τὴν ζωήν μου ὅλην νὰ θυσιάσω, καὶ τὸ αἷμά μου νὰ χύσω, δὲν ἠμπορῶ νὰ πληρώσω ἓν δάκρυ της. Ἀλλὰ τί λέγω; Δὲν θὰ κάμω τίποτε. Εἶμαι εἰς ἀπελπισίαν. (Μετά τινων στιγμῶν παῦσιν, καθ᾽ ἣν ὁ Μάχτος ἐστέναζε τοιούτους βαθεῖς στεναγμούς, οἵους αἱ λόχμαι καὶ αἱ φάραγγες μόνον ἠδύναντο ν᾽ ἀντηχήσωσιν, ἐπανελάμβανεν). Ὤ, θάρρος. Δὲν εἶναι τόσον μεγάλη ἀπελπισία. Ἐδῶ χρειάζεται ἐνέργεια. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει κακὸν σκοπὸν διὰ τὴν Ἀϊμάν. Ἐγὼ πρέπει νὰ τὴν σώσω.

Καὶ ποίαν σωτηρίαν ἠμπορῶ νὰ τῆς κάμω, ἀφοῦ δὲν ἠξεύρω τίποτε; Δὲν πειράζει, θὰ μάθω. Τώρα, πρέπει ν᾽ ἀρχίσω νὰ ἐνεργῶ. Ἀνάγκη νὰ τῆς εἴπω ὅσα ἠξεύρω, καὶ νὰ μὴ τὰ κρύπτω. Τοῦτο εἶναι χρέος μου. Λοιπὸν θὰ τὴν φωνάξω εἰς τὸν κῆπον… ὄχι, δὲν πρέπει, αὐτὸ εἶναι βάρβαρον. Δὲν θὰ τὴν κράξω ἐγὼ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κῆπον, θὰ φυλάξω τὴν ὥραν ὅπου θὰ εὑρίσκεται ἐκεῖ. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνον σωστόν. Τὸ ἄλλο δὲν ταιριάζει. Πόσον ἀνόητος εἶμαι, συλλογίζομαι τώρα δύο ἡμέρες πῶς ν᾽ ἀρχίσω τὴν ὁμιλίαν, μὲ ποίας λέξεις, καὶ τὸ κυριώτερον εἶναι εἰς ποῖον μέρος νὰ τὴν εὑρῶ, διὰ νὰ τῆς κάμω τὴν ὁμιλίαν. Εἰς τὸν κῆπον, ὅταν θὰ εἶναι ἐκεῖ μέσα. Ναί, αὐτὸ εἶναι τὸ σωστόν. Ἀλλ᾽ εἰς τὸν κῆπον, τὴν ὥραν ποὺ θὰ ποτίζῃ τὰ λουλούδια της, νὰ ὑπάγω κ᾽ ἐγὼ νὰ τῆς κάμω ἐνόχλησιν; Εἶναι τοῦτο πρέπον; Θὰ δυσαρεστηθῇ. Ἀλλὰ δὲν θὰ ὑπάγω τὴν ὥραν ὅπου ἔχει ἐργασίαν, θὰ ὑπάγω εἰς ἄλλην ὥραν. Ἀλλ᾽ ὅμως ἡ Ἀϊμὰ σχεδὸν ὅλας τὰς ὥρας ἔχει ἐργασίαν, δὲν κάθηταί ποτε ἀργή. Ἂς εἶναι. Θὰ τῆς εἰπῶ πρωτύτερα, τί ὥρα θὰ εἶναι εἰς τὸν κῆπον, χωρὶς νὰ κάμνῃ ἐργασίαν, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ τῆς ὁμιλήσω. Καὶ τότε πῶς θὰ τῆς φανῇ; Θὰ τὴν ξιππάσω ἄδικα. Θὰ λέγῃ τί νὰ μὲ θέλῃ ὁ Μάχτος, τί ἔχει νὰ μοῦ πῇ; Διατί νὰ τῆς προξενήσω αὐτὴν τὴν ἀνησυχίαν; Δὲν εἶναι καλύτερον νὰ ἐμπῶ εἰς τὸν κῆπον, νὰ τὴν χαιρετίσω καὶ νὰ τῆς πῶ: Ἀδελφή μου Ἀϊμά, συμπάθησέ με, παῦσε μίαν στιγμὴν τὴν ἐργασίαν σου, ἔχω νὰ σοῦ πῶ κάτι; Νὰ παύσῃ τὴν ἐργασίαν της; Καὶ πῶς ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ τῆς πῶ νὰ παύσῃ τὴν ἐργασίαν της, ποῖον δικαίωμα ἔχω; Δὲν θὰ τῆς φανῇ βάρβαρον αὐτό; Δικαίως θὰ κακιώσῃ, καὶ θὰ μὲ νομίσῃ χωριάτην, θὰ εἰπῇ μέσα της, ὁ Μάχτος δέν ᾽ξεύρει πῶς νὰ φέρεται, κρῖμα! Καὶ εἶναι ἀδελφός μου. Ὕστερα ἐγὼ τί θὰ πῶ; Βλέπω ὅτι τοῦ κάκου σπάνω τὸ κεφάλι μου. Ὅσο συλλογίζομαι, τόσο χειρότερο τὸ βρίσκω. Κοίταξε πόσον εἶμαι πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμον! Δὲν ξέρω τί μοῦ γίνεται. Νὰ ἤξευρα πὼς δὲν ἠμποροῦσα νὰ βγάλω μίαν ἰδέαν, δὲν θὰ ἔκαμνα τόσον κόπον νὰ συλλογίζωμαι, καὶ νὰ χτυπῶ τὸ κεφάλι μου τόσες ὧρες. Τί νὰ γένῃ, τὸ κεφάλι δὲν ἀλλάζει. Τώρα πρέπει νὰ πάρω μίαν ἀπόφασιν. Διότι ἄλλως δὲν ἠμπορεῖ νὰ γένῃ. Καὶ ἀφοῦ δὲν ἠμπορῶ τόσον καιρὸν νὰ ἀποφασίσω τί θὰ τῆς πῶ, τὸ καλύτερον εἶναι νὰ μὴ συλλογίζωμαι τίποτε. Ἂς τὸ ἀφήσω εἰς τὴν τύχην. Ὅ,τι μοῦ κατεβῆ ἐκείνην τὴν ὥραν, ἐκεῖνο θὰ τῆς πῶ.

Ὁ Μάχτος, λαβὼν τέλος τὴν ἀνωτέρω ἀπόφασιν, ἠρκέσθη εἰς τοῦτο καὶ μόνον, δὲν ηὐτύχησε δὲ καὶ νὰ τὴν ἐκτελέσῃ. Τὴν αὐτὴν ἑσπέραν ὁ Πρωτόγυφτος καὶ ὁ συνοδοιπόρος του ἐπανῆλθον ἐκ τῆς ἐκδρομῆς των.

Ἡ γύφτισσα ἐτόλμησε νὰ ἐρωτήσῃ τὸν σύζυγον ποῦ εἶχε μεταβῆ, καὶ διατί δὲν ἀνήγγειλε πρὸς αὐτὴν οὐδὲν περὶ τῆς ἀπουσίας του.

Ὁ Πρωτόγυφτος ἥρπασε τὴν πρώτην πυράγραν, ἣν εὗρε προχειροτέραν, καὶ τῇ κατάφερε πληγάς. Ὁ Βοῦγκος σπεύσας ἐκράτησε τὴν χεῖρα τοῦ πατρός του.

― Διατί τὴν δέρνεις, πατέρα; εἶπε.

―Ἄφησε, Βοῦγκο, νὰ βάλῃ γνώση ἡ παλιοστρίγλα. Χμού! Γρού!…

― Δὲν τὴν λυπᾶσαι, πατέρα;

― Μίαν ὀργυιὰν γλῶσσα μοῦ πετᾷ ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα ἡ πανούκλα, Γρού! Κμρού!…

― Πατέρα, δὲν σοῦ εἶπε τίποτε· σὲ ἠρώτησε ποῦ ὑπῆγες, εἶπεν ὁ Βοῦγκος. Πειράζει αὐτό;

― Αὐτὴ ἡ λώβα θὰ μ᾽ ἐρωτήσῃ ποῦ πῆγα; εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Καὶ ποῖος θέλεις νὰ σ᾽ ἐρωτήσῃ;

― Δὲν εἶναι δουλειά της ν᾽ ἀνακατώνεται. Γρού!

―Ἔφυγες χωρὶς νὰ μᾶς πῇς τίποτε, πατέρα, εἶπεν ὁ Βοῦγκος.

―Ἔπρεπε νὰ πάρω θέλημα ἀπὸ σᾶς; εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Δὲν ἠξεύραμεν ποῦ εὑρίσκεσαι.

―Ἦτον ἀνάγκη νὰ ξεύρετε; Ἐγὼ πῆγα εἰς τὴν δουλειά μου.

Καὶ οὐδεὶς πλέον ἐτόλμησε νὰ εἴπῃ λέξιν. Ἡ δευτέρα ἀπουσία τοῦ Γύφτου διήρκεσεν ἄλλας τρεῖς ἡμέρας. Καὶ πάλιν ὁ Μάχτος, παρὰ πάσας τὰς ὑπονοίας του, δὲν ἐθάρρησε νὰ εἴπῃ 〈τι〉 εἰς τὴν Ἀϊμάν. Δικαιολογῶν δ᾽ ἐνδομύχως τὴν ἀτολμίαν του προσεπάθει διὰ τῆς βίας νὰ πείσῃ ἑαυτόν, ὅτι πᾶς φόβος ἦτο μάταιος, καὶ ἀδίκως εἶχε βασανισθῆ.

Ὅτε ἐπέστρεψεν ἐκ τῆς δευτέρας ἐκδρομῆς, ὁ Πρωτόγυφτος εἶχε μεταβεβλημένον τὸ ἦθος. Εἶδός τι ὑπερηφανείας ἀήθους ἔλαμπεν εἰς τὴν ὄψιν του, καὶ παρεῖχεν ἔκφρασιν εἰς τοὺς τραχεῖς αὐτοῦ χαρακτῆρας. Ἡ ταλαίπωρος γύφτισσα δὲν ἐτόλμησε νὰ τῷ ἀπευθύνῃ ἐρώτησίν τινα. Ἐν τούτοις ὁ Βοῦγκος ἐκάλεσε ἰδιαιτέρως τὸν Λάκωνα καὶ τῷ εἶπε.

― Θὰ σ᾽ ἐρωτήσω ἕνα πρᾶγμα.

― Λέγε.

―Ἠξεύρεις, ὅτι εἶμαι πονηρότερος ἀπὸ ὅσον φαίνομαι;

― Καὶ τί μὲ τοῦτο;

― Πολλὲς φορὲς καταλαβαίνω πολλά, ἀλλὰ δὲν λέγω τίποτε.

―Ἔτσι, ἔ;

― Τὴν ἄλλην φοράν, ὅταν εἶχες λείψει διὰ μίαν ἡμέραν ἀπὸ ἐδῶ, τὸ ἐνθυμεῖσαι;

― Τὸ ἐνθυμοῦμαι.

― Σὲ ἠρώτησεν ὁ πατέρας μου, καὶ εἶπες ὅτι εἶχες πάγει διὰ ψάρευμα.

― Ναί.

―Ἐγὼ ὅμως σὲ εἶχα ἰδεῖ ποὺ ὑπῆγες, εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ὄχι εἰς τὴν θάλασσαν.

― Λέγεις;

― Καὶ δὲν ἠθέλησα νὰ πῶ τίποτε, διότι δὲν μ᾽ ἔμελε καὶ τόσον.

―Ἂς εἶναι.

― Κατάλαβα ὅμως ὅτι δὲν λέγεις ὅλες τὲς φορὲς τὴν ἀλήθεια.

― Καὶ αὐτὸ γίνεται.

― Τώρα θὰ σ᾽ ἐρωτήσω κάτι ἄλλο.

― Λέγε.

― Ποῦ ὑπήγατε δύο φορὲς μὲ τὸν πατέρα μου;

Ὁ Λάκων ἐδίστασεν ἐπὶ στιγμὴν καὶ εἶτα εἶπε.

― Δὲν ἔλεγες τώρα ὅτι ἐγὼ δὲν λέγω πάντοτε τὴν ἀλήθεια;

― Ναί.

― Λοιπὸν τότε τί μ᾽ ἐρωτᾷς, ἀφοῦ δὲν ξεύρεις ἂν θὰ πῶ ἀλήθειαν.

― Σωστά.

― Καὶ ἂν πρέπει νὰ μὲ πιστεύσῃς ἢ ὄχι.

― Βέβαια.

―Ὥστε, ἀφοῦ ἀπ᾽ ἀρχῆς μὲ βγάζεις ψεύστην, τότε τί ἠμπορῶ νὰ σοῦ πῶ;

―Ἔχεις δίκαιον.

―Ὅμως ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ, καὶ ἂν θέλῃς, πίστευσε.

― Θὰ πιστεύσω.

― Μὲ τὸν πατέρα σου πηγαίνομεν εἰς τὸ χωριὸ τὸ δικό μου.

― Καὶ ποῦ εἶναι αὐτό;

― Τέσσαρες πέντε ὧρες μακριὰ ἀπ᾽ ἐδῶ.

― Καὶ τί κάμνετε ἐκεῖ;

― Αὐτὸ κ᾽ ἐγὼ δὲν τὸ ξεύρω καλὰ καλά.

― Δὲν τὸ ξεύρεις;

― Βέβαια.

― Πῶς γίνεται;

― Γίνεται.

― Τί θὰ πῇ;

― Γιὰ τὴν ὥρα, δὲν ξεύρω τί κάμνομεν. Εἰς τὸ μέλλον ὅμως ἴσως θὰ κάμωμεν τίποτε.

― Τί πρᾶγμα;

― Πάντοτε καλόν, καὶ μὴν ἔχῃς κακὴν ἰδέαν, Βοῦγκο.

― Πῶς θὰ μὲ κάμῃς νὰ πιστεύσω;

― Δὲν ἠμπορῶ. Ἀφοῦ πρῶτα πρῶτα μὲ εἶπες ψεύστην.

Ὁ Βοῦγκος συνέστειλε τὰ χείλη, ἔσεισε τὴν κεφαλὴν καὶ δὲν εὗρεν ἄλλην λέξιν νὰ εἴπῃ. Ἄπορον δ᾽ ἐφαίνετο καὶ εἰς αὐτὸν ὅτι κατώρθωσεν ἤδη νὰ εἴπῃ τόσας, ὅπερ δὲν ἐνθυμεῖτο ἂν συνέβη ἄλλοτε.

Ἡ τρίτη ἀπουσία τοῦ Γύφτου παρετάθη ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ´

ΜΗΤΗΡ ΚΑΙ ΥΙΟΣ

Ἤδη ἀπεφάσισε τέλος ὁ Μάχτος νὰ ὁμιλήσῃ. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἣν εἶχε καταστρώσει τὰ σχέδια καὶ ἦτο πλήρης θάρρους, δὲν εὑρέθη κατὰ τύχην ἡ Ἀϊμὰ παροῦσα. Ὁ Μάχτος δὲν τὴν εὗρεν οὔτε εἰς τὸν κῆπον οὔτε εἰς τὴν καλύβην καὶ τὴν ἐζήτει εἰς μάτην. Ἐσκέφθη ὅτι ἡ Ἀϊμὰ θὰ ἦτο πιθανῶς εἰς τὸ φρέαρ, καὶ μετέβη ἐκεῖσε. Ἀλλὰ δὲν εὗρε τὴν Ἀϊμάν. Περιῆλθε τὰ μέρη εἰς ὅσα συνήθως μετέβαινεν αὕτη πρὸς ἐργασίαν. Οὐδαμοῦ Ἀϊμά.

Ὁ Μάχτος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν καλύβην, ἐλπίζων ὅτι ἡ νέα θὰ ἐπανῆλθεν ἤδη αὐτόσε καὶ ἔμελλε νὰ τὴν εὕρῃ. Ἀποῦσα ἡ Ἀϊμά.

Ὁ νέος ἔκαμε καὶ ἄλλον γῦρον, καὶ μετέβη προσέτι καὶ εἰς ὅσους τόπους σπανιώτατα εὑρίσκετο ἐκείνη, οὐδ᾽ εἶχε μεγάλην πιθανότητα ὅτι ἤθελε τὴν εὕρει. ᾬχετο ἡ Ἀϊμά.

Τέλος ἐπέστρεψε τὸ δεύτερον εἰς τὴν καλύβην, πεποιθὼς ὅτι θὰ τὴν εὕρισκε τέλος. Ἀλλ᾽ ὅμως δὲν τὴν εὗρεν.

Ἀντὶ τῆς Ἀϊμᾶς εὗρε τὴν γύφτισσαν, καθημένην ἐπὶ τοῦ οὐδοῦ. Εἶχεν ἐξηπλωμένα τὰ σκέλη, καὶ ἀπήλαυε τὴν μακαρίαν ἄνεσιν, ἣν τῇ παρεῖχεν ἡ ἀέναος καὶ πυρετώδης φιλοπονία τῆς νέας κόρης. Ὅτε εἶδε τὸν Μάχτον, οἱ δύο κρεμαστοὶ ὀδόντες, οἵτινες συνέσφιγγον ἀδιαλείπτως τὸ κάτω χεῖλος, ὑπεχώρησαν αὐτομάτως, καὶ ἀφῆκαν τὸ στόμα νὰ μειδιάσῃ τὸ ἰδιάζον αὐτῇ μειδίαμα, ὅπερ μόνον ὅτε ἔβλεπε τὸν Μάχτον ἐσημείου τὸ πρόσωπόν της.

― Ποῦ ἤσουνα μικρέ μου; εἶπε.

― Μάννα, εἶπεν ἀνυπομόνως ὁ Μάχτος, μέσα εἶναι ἡ Ἀϊμά;

―Ὄχι.

― Δὲν εἶναι μέσα; ἐπανέλαβε μὴ θέλων νὰ πιστεύσῃ.

Καὶ διασκελίσας τὸν οὐδόν, χωρὶς νὰ δώσῃ καιρὸν εἰς τὴν μητέρα του ὅπως ἀπομακρυνθῇ καὶ τῷ ἀφήσῃ ἐλευθέραν τὴν δίοδον, εἰσῆλθεν ὅπως βεβαιωθῇ. Ἐν τούτοις μάταιον τὸ κίνημα, ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἦτο ἐν τῇ καλύβῃ.

Ὁ Μάχτος συνέλαβεν ἄλλην τινὰ ἐλπίδα.

― Μὴν κοιμᾶται; εἶπε.

Καὶ ἔρριψεν εἰς τὸν κοιτῶνα τῆς κόρης τὸ δειλότατον καὶ αἰδημονέστατον βλέμμα, ὅπερ ἐξῆλθέ ποτε ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν νεαροῦ Ἀθιγγάνου. Καὶ τοῦτο μάταιον. Ἡ Ἀϊμὰ δὲν ἐκοιμᾶτο, ἔλειπεν.

Ὁ Μάχτος ᾐσθάνθη ἤδη μεγίστην ἀνησυχίαν. Τῷ ὄντι τὸ πρᾶγμα τῷ ἐφαίνετο σοβαρόν.

― Ποῦ εἶναι ἡ Ἀϊμά, μάννα; ἔκραξεν.

Ἡ γύφτισσα εἶχε νικήσει τὴν ρᾳστώνην, ἥτις ἐδέσποζεν αὐτῆς πρὸ ὀλίγων στιγμῶν, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν καλύβην.

― Δὲν ξεύρω, ἀπήντησεν ἁπλῶς.

― Δὲν ξεύρεις; εἶπεν ὁ Μάχτος· δὲν ξεύρεις ποῦ εἶναι;

― Δὲν ξεύρω, ἐπανέλαβεν ἡ Γύφτισσα.

― Μὲ τὰ σωστά σου, μάννα; εἶπεν ὁ Μάχτος ἀδημονῶν.

― Τί ἔπαθες, μικρέ μου; εἶπεν ἡ Γύφτισσα.

― Τί ἔπαθα; Ἡ Ἀϊμὰ ποῦ εἶναι;

― Ποῦ θέλεις νὰ εἶναι; Ὅπου εἶναι θὰ ᾽ρθῇ.

―Ἀλλὰ λείπει πολλὴν ὥραν;

― Δὲν ξεύρω πόσην ὥραν λείπει, μικρέ μου, εἶπεν ἡ Γύφτισσα.

― Καὶ τί κάμνεις ἐδῶ; Νὰ μὴ ξέρῃς πότε ἔφυγε, καὶ ποῦ πάγει;

― Ποῦ θέλεις νὰ πάγῃ; Δουλειὰ θὰ ἔχῃ.

―Ἐγὼ ὑπῆγα παντοῦ. Δὲν εἶναι πουθενά.

― Δὲν πειράζει. Αὐτὴ μοναχή της φεύγει, καὶ μοναχή της πάλι ἔρχεται.

―Ἀλλὰ ἐγὼ τὴν θέλω, ἐπέμεινεν ὁ Μάχτος.

― Καὶ τί τὴν θέλεις;

― Θέλω νὰ τῆς πῶ.

― Τῆς λὲς ὅταν ἔρθῃ.

― Καὶ πότε θὰ ἔρθῃ;

―Ὅποτε θέλει.

― Λοιπόν, σὺ ὡς μητέρα, δὲν φροντίζεις δι᾽ αὐτήν;

― Τί νὰ φροντίσω;

― Τὴν ἀφήνεις καὶ πάγει ὅπου θέλει;

Ὁ Μάχτος ᾐσθάνθη σπαραγμόν, καὶ ἡ τελευταία αὕτη φράσις ἐκόπη εἰς δύο πρὶν ἢ ἐξέλθῃ ἐκ τῶν χειλέων του. Μετὰ τὴν ἀνησυχίαν, ἣν πρότερον ᾐσθάνθη, τώρα τοῦ ἤρχετο ὑπόνοια καὶ ζηλοτυπία ὅλως ἀδικαιολόγητος.

― Καὶ τί θέλεις νὰ κάμω, μικρέ μου;

― Νὰ σοῦ λέγῃ ποῦ θὰ πάγῃ, νὰ τὸ ξεύρῃς.

― Ποῦ θὰ πάγῃ; Αὐτὴ κάμνει ὅλες τὲς δουλειές.

―Ἀλλὰ δὲν τὴν ηὗρα πουθενά.

― Τί τὴν ἤθελες;

― Θέλω νὰ τῆς πῶ.

― Τί νὰ τῆς πῇς;

―Ἀλλὰ τέτοια ποὺ εἶναι… εἶπεν ὁ Μάχτος ἕτοιμος νὰ κλαύσῃ.

― Τί ἔχεις, μικρέ μου;

― Τίποτε, εἶπεν ὁ Μάχτος, συσταλείς.

―Ἔπαθες τίποτε;

―Ὄχι.

― Τί τὴν θέλεις τὴν Ἀϊμάν;

― Τὴν ἤθελα κάτι.

― Τί τὴν ἤθελες;

―Ἤθελα νὰ τῆς εἰπῶ πράγματα…

― Τί πράγματα;

― Νὰ τὴν κάμω νὰ ἔχῃ προσοχήν.

― Διὰ τί πρᾶμα;

― Διὰ τὸ καλόν της, εἶπεν ὁ Μάχτος, καὶ δεύτερον ρεῦμα δακρύων τῷ ἐπῆλθε.

― Δὲν ξέρω τί ἔπαθες, μικρέ μου.

―Ἀλλ᾽ αὐτὴ δὲν εἶναι ἐδῶ, εἶπε παραπονετικῶς ὁ Μάχτος.

― Καὶ σὰν δὲν εἶναι, θά ᾽ρθῃ.

― Πότε θά ᾽ρθῃ;

― Τὸ γρηγορώτερο.

― Καὶ σὰν δὲν ἔρθῃ;

― Πῶς γίνεται νὰ μὴν ἔρθῃ;

― Ξεύρεις, καμμιὰ φορά. Ὤχ, μάννα μου, θ᾽ ἀποθάνω…

Καὶ κατενεχθεὶς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἤρχισε νὰ κλαίῃ μὲ ἀληθῆ δάκρυα.

― Σὲ καλό σου, μικρό μου, εἶπεν ἡ Γύφτισσα κύψασα ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Τί ἔχεις!;

―Ἄχ Ἀϊμά! Ἐστέναξεν ὁ Μάχτος.

― Μὴν κλαῖς, μικρέ μου.

― Ποῦ νὰ εἶσαι;

― Τί εἶναι πό ᾽παθες, μικρέ μου; ἔλεγεν ἡ Γύφτισσα.

― Ἡ Ἀϊμὰ ποῦ πάγει; ἐπανέλαβε δεκάτην φορὰν ὁ Μάχτος.

― Διατί κάμνεις ἔτσι, μικρό μου; Πὲς τί ἔχεις.

― Κ᾽ ἐγὼ ἤθελα νὰ τῆς πῶ, ἔλεγεν ὁ Μάχτος χωρὶς ν᾽ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν Γύφτισσαν.

― Καὶ τί ἤθελες νὰ τῆς πῇς;

―Ἤθελα νὰ τῆς πῶ νὰ φυλάγεται.

― Τί νὰ φυλάγεται;

― Νὰ φυλάγεται ἀπ᾽ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον.

― Ποῖον ἄνθρωπον;

―Ἐκεῖνον τὸν μουστερήν μας.

Ὁ Μάχτος ἀνωρθώθη, καὶ ἀνένηψεν ὀλίγον. Αὐθορμήτως δ᾽ ἔσπευσε νὰ εἴπῃ τὰς σκέψεις του πρὸς τὴν Γύφτισσαν.

― Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, μάννα, δὲν ἔρχεται ἐδῶ διὰ καλό.

― Πῶς τὸ ξεύρεις, μικρό μου;

― Τὸ ξεύρω, εἶπεν ὁ Μάχτος.

― Καὶ ποιὸς σοῦ τὸ εἶπεν;

―Ἐγὼ τὸ λέγω.

― Καὶ διατί ἔρχεται;

―Ἔρχεται διὰ τὴν Ἀϊμάν.

― Διὰ τὴν Ἀϊμάν;

― Ναί.

― Τῆς θέλει κακόν;

― Βέβαια.

― Καὶ σὰν τί κακὸν τῆς θέλει;

―Ὅλα τὰ κακά.

― Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ κακά, μικρέ μου; εἶπεν ἡ Γύφτισσα.

― Θέλει νὰ τὴν πάρῃ.

― Νὰ τὴν πάρῃ;

― Βέβαια.

― Τί πάρσιμο εἶν᾽ αὐτό;

― Θὰ καταφέρῃ τὸν πατέρα μου, εἶπεν ὁ Μάχτος.

― Τόσο καλύτερα, εἶπεν ἡ Γύφτισσα.

― Τί λές, μάννα; εἶπε τρέμων ὁ Μάχτος.

― Φτάνει νὰ μὴ γυρεύῃ προῖκα, εἶπεν ἡ Γύφτισσα. Θὰ λείψῃ καὶ ὁ μπελάς της.

― Αὐτὴ ποὺ σοῦ κάνει ὅλες τὲς δουλειές;

― Καλὲς εἶναι οἱ δουλειές, μὰ τὸ μούχτι εἶναι καλύτερο.

― Ποιὸ μούχτι;

― Τὰ ἄσπρα, εἶπεν ἡ Γύφτισσα, καὶ ἤστραψαν οἱ ὀφθαλμοί της, ὡς νὰ ἔβλεπε τῷ ὄντι ἄσπρα λάμποντα ἐνώπιόν της.

―Ἄ! ἔτσι; εἶπεν ὁ Μάχτος αἰσθανθεὶς ἀγανάκτησιν. Θέλετε σεῖς νὰ τὴν πωλήσετε; Δὲν σᾶς μέλει τίποτε! Ἄ, ἐντροπή!

Ὁ Μάχτος ἠγέρθη.

―Ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω, ἔκραξε· διὰ πώλημα τὴν εἴχατε τόσον καιρὸν ἐδῶ; Ὁ Θεὸς θὰ σᾶς τιμωρήσῃ… Καὶ ἂν ὁ Θεὸς τὸ δεχθῇ, ἐγὼ δὲν τὸ δέχομαι…

Ὁ Μάχτος εἶχεν ἀλλοιωθῆ ὅλος, ἀπαγγέλλων τὰς λέξεις ταύτας. Τὸ ὄμμα του ἔλαμπε παραδόξως, καὶ τὸ ἀνάστημά του ὠρθοῦτο στιβαρῶς. Τὰ δάκρυα εἶχον ξηρανθῆ ἐπὶ τῆς μορφῆς αὐτοῦ, καὶ τὰ ἴχνη αὐτῶν ἐφαίνοντο ἐπὶ τῶν παρειῶν μεμειγμένα μετὰ τῆς ἀσβόλης, ἥτις συνήθως ἔχραινε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ. Ἡ δὲ γύφτισσα οὐδὲν ἐνόει ἐκ τῆς ἀγανακτήσεως, ἣν ἐξέφραζεν ἡ στάσις αὕτη. Τὸν ἐθεώρει μετ᾽ ἐκπλήξεως καὶ δὲν εὕρισκε λέξιν νὰ εἴπῃ.

Ὁ Μάχτος ἐξῆλθεν ἐκ τῆς καλύβης, καταλιπὼν αὐτὴν ἄναυδον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ´

ΑΙ ΔΥΟ ΠΛΗΓΑΙ

Μέχρι τινὸς εἶχεν ἀποσπασθῆ ἐκ τῆς διανοίας τοῦ Μάχτου ἡ ἐπὶ τῇ ἀπουσίᾳ τῆς Ἀϊμᾶς μέριμνα. Ἀλλ᾽ ἅμα ἐξελθών, ἀνεμνήσθη ὅτι ὤφειλε νὰ φροντίσῃ περὶ τούτου. Ἤρχισε δρομαίως νὰ βαδίζῃ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀγούσης εἰς τὴν κώμην. Ὅτε προέβη πολλὰ βήματα, εἶδε συρροὴν λαοῦ, ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παίδων, ἀποφράττουσαν τὴν δίοδον παρά τινα μάνδραν. Ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Διαβάτης ἀποσπασθεὶς ἐκ τοῦ ὁμίλου ἤρχετο πρὸς αὐτόν.

― Τί τρέχει; τὸν ἠρώτησεν ἀνυπομόνως ὁ Μάχτος.

― Δὲν ξεύρω κ᾽ ἐγώ, ἀπήντησεν ὁ διαβάτης. Γυναῖκες, θαρρῶ, μάλωσαν ἀναμεταξύ τους.

Ὁ Μάχτος ἐδιπλασίασε τὴν ταχύτητα τοῦ βήματος. Νὰ εἶναι τάχα ἡ Ἀϊμά; ἠρώτησε καθ᾽ ἑαυτόν. Προσεγγίσας εἰς τὸν ὅμιλον ἐπείσθη ὅτι δὲν εἶχεν ἀπατηθῆ.

Ἡ Ἀϊμά, χωρὶς ν᾽ ἀναγγείλῃ εἰς τὴν γύφτισσαν, εἶχε φορτωθῆ πρὸ δύο ὡρῶν κάνεον πλῆρες φορεμάτων καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸν αἰγιαλόν, σκοποῦσα νὰ πλύνῃ αὐτὰ εἰς τὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ καὶ ἀκολούθως νὰ τὰ ξεγλυκάνῃ. Ἀλλ᾽ ἐτιμωρήθη διὰ τὴν καλωσύνην της. Ὅτε εἶχε τελειώσει τὸ ἔργον καὶ φορτωθεῖσα ἐκ νέου τὸ κάνεον, ἐπανήρχετο εἰς τὰ ἴδια, οἱ παῖδες τοῦ δρόμου, ζητοῦντες διασκέδασιν, εὗρον τοιαύτην εἰς τὸ νὰ λιθοβολῶσι τὸ κάνεον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς, ἁμιλλώμενοι τίς νὰ φανῇ δεξιώτερος σκοπευτής. Ἀτυχῶς λίθος τις ἐκτύπησε τὴν Ἀϊμὰν εἰς τὸ μέτωπον. Ἡ νέα ᾐσθάνθη σκοτοδίνην, ἐκάθισεν εἰς τὸ μέσον τῆς ὁδοῦ, κατεβίβασε τρέμουσα τὸ κάνεον ἀπὸ τῆς κεφαλῆς της, καὶ προσεπάθει νὰ ἐπίσχῃ τὸ ρέον αἷμα. Ἰδόντες τὸ πάθημα οἱ παῖδες, ἐτράπησαν εἰς φυγήν, καὶ ἤρχισαν νὰ ἐπιρρίπτωσιν εἰς ἀλλήλους τὴν μομφὴν τοῦ ἀδικήματος.Ἐν τούτοις παροδίτης τις ἐσπλαγχνίσθη τὴν κόρην κλαίουσαν, καὶ ἦλθε πλησίον αὐτῆς.

― Τί ἔχεις, μικρά; τῇ εἶπε.

Ἡ Ἀϊμὰ ἔδειξε τὴν πληγήν της, ἣν συνέσφιγγε μὲ τὴν χεῖρα.

― Ποῖος σ᾽ ἐκτύπησε;

― Κάτι παιδιά, εἶπεν ἡ Ἀϊμά.

Ὁ παροδίτης ἀπέσυρεν ἐκ τοῦ θυλακίου τὸ μανδήλιόν του καὶ ἔδεσε τὸ τραῦμα τῆς κόρης.

― Σηκώσου νὰ πᾶμε εἰς τὸ σπίτι σου, εἶπεν ὁ ἐλεήμων διαβάτης. Ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε; Ἐγὼ βαστῶ τὸ πανέρι σου μὲ τὰ ροῦχα.

Συγχρόνως ἀπὸ τῆς ἄλλης ἄκρας τῆς ὁδοῦ ἠκούσθησαν φωναὶ γυναικεῖαι, ἀραί, ὕβρεις καὶ βλασφημίαι.

― Νὰ χαθῇς, κλέφτρα! Νὰ χαθῇς! ἔκραζε νέα τις γυνή.

― Μεγάλο ἄδικο, καὶ ὁ Θεὸς νὰ σὲ κρίνῃ. Μαύρη φωτιὰ νὰ σὲ κάψῃ καὶ κακὴ ἀνάγκη νὰ σὲ θερίσῃ· ἀπήντα γραῖά τις. Χαΐρι καὶ προκοπὴ νὰ μὴν ἰδῇς, καὶ σὰν φίδι κολοβὸ νὰ σέρνεσαι χάμου. Μεγάλο ξαφνικὸ νὰ σ᾽ εὑρῇ καὶ κακὸ μαντάτο νὰ σοῦ ᾽ρθῃ, νὰ κρένεσαι καὶ νὰ καίεσαι καὶ μερωμὸ νὰ μὴν ἔχῃς, ὅσο σοῦ ἔκλεψα ἐγὼ ροῦχα. Ναί.

Ἡ Ἀϊμὰ εἶχεν ἐγερθῆ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἠθέλησε νὰ φέρῃ αὐτὸς τὸ κάνεον. Ἐν τούτοις ἡ νέα δὲν ἐπείσθη καὶ ἔλαβε τὸ κάνεον ὑπὸ τὴν μασχάλην της. Τὴν αὐτὴν στιγμὴν συνήντησε τὴν γραῖαν, ἥτις ἔκρωζε τὰς ἀνωτέρω βλασφημίας. Ἦτο δὲ αὕτη ἡ γνωστὴ Ἑφταλουτρού.

Ἅμα ἰδοῦσα ἡ Ἑφταλουτροὺ τὴν νέαν, δὲν παρετήρησεν οὔτε τὸ δέμα περὶ τὸ μέτωπόν της, οὔτε τὴν ὀδύνην ἣν ἐξέφραζεν ἡ μορφή της. Ἓν μόνον εἶδε. Τὸ κάνιστρον μὲ τὰ ἐνδύματα. Τότε δὲν ἔχασε καιρόν, ἀλλ᾽ ἔβαλεν ἰσχυρὰν κραυγήν, ὁποίαν μόνον νέα γυνὴ φωνασκὸς ἠδύνατο νὰ βάλῃ.

―Ἔλα ἐδῶ! ἔκραξεν ἀγρίως ἡ Ἑφταλουτροὺ πρὸς τὴν ἐκεῖθεν τῆς αἱμασιᾶς γυναῖκα, ἥτις ἐμέμφετο αὐτὴν ἐπὶ κλοπῇ. Ἔλα ἐδῶ νὰ ἰδῇς, ποιὰ σοῦ ἔκλεψε τὰ ροῦχά σου.

Ἀκούσασα τὴν πρόσκλησιν ταύτην ἡ ἄλλη γυνὴ δὲν ἔχρῃζε μεγάλης νοημοσύνης ὅπως ἐννοήσῃ. Ἔσπευσε νὰ φθάσῃ ἐντεῦθεν τοῦ φράκτου, καὶ ἔρριψεν ἄπληστον βλέμμα ἐπὶ τοῦ κανίστρου τῆς Ἀϊμᾶς. Χωρὶς δὲ νὰ ἐρευνήσῃ προσεκτικώτερον, ἐνόμισεν ὅτι ἐβεβαιώθη περὶ τοῦ πράγματος, διότι ἡ σύμπτωσις κατέπληξεν αὐτήν.

Ὡς φαίνεται, ἡ γυνὴ αὕτη εἶχεν ἡπλωμένα ἐνδύματα πρὸς στέγνωσιν ἐπί τινος φράκτου, ἅτινα ἐκλάπησαν, καὶ αἱ ὑπόνοιαί της εἶχον πέσει ἐπὶ τῆς Ἑφταλουτροῦς, περιπολούσης πάντοτε ἐκεῖ τριγύρω.

―Ἄ! ἔκραξεν· σὺ εἶσαι ποὺ τὲς κάμνεις αὐτὲς τὲς δουλειές, κυρὰ ἀρχόντισσα γυφτοπούλα; Μπράβο σου.

Ἡ Ἀϊμὰ ἔμεινεν ἄναυδος. Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Ἐν τῇ παραζάλῃ ταύτῃ ἐλησμόνησε καὶ τὸ κάταγμα τοῦ μετώπου, ὅπερ ἔπαθε πρὸ μικροῦ.

― Μπράβο σου, δὲν τό ᾽λπιζα· ἔκραξεν αὖθις ἡ γυνή.

―Ἐγώ; εἶπε μόνον ἡ Ἀϊμά. Ὄχι.

― Αὐτὴ εἶναι, αὐτὴ εἶναι· ἐπέμενεν ἡ γραῖα Ἑφταλουτρού.

―Ὄχι, ὄχι· εἶπεν ὁ προστάτης τῆς Ἀϊμᾶς. Αὐτὴ δὲν εἶναι τέτοια.

― Αὐτὴ εἶναι, σοῦ λέγω· ἔλεγεν ἡ Ἑφταλουτρού. Καὶ ἐπέμενε διὰ νευμάτων καὶ διὰ κτυπημάτων τῆς ράβδου ἐπὶ τοῦ ἐδάφους νὰ βεβαιοῖ τοὺς ἰσχυρισμοὺς αὐτῆς. Εἶναι δὲ περίεργον ὅτι ἡ Ἑφταλουτροὺ κατὰ τὴν παροῦσαν περίστασιν δὲν ἐξεστόμιζεν οὔτε ὕβρεις, οὔτε βλασφημίας. Ἀφοῦ ἀνεκάλυψε τοιοῦτον θῦμα, τόσον εὐάλωτον, καὶ ἀφοῦ εἶχε πράγματα ὑπὸ τὰς ὄψεις της, οἱ πολλοὶ λόγοι τῇ ἐφαίνοντο κενὸς καὶ μάταιος ἦχος.

― Αὐτὰ εἶναι, ἐπέμενε λέγουσα, αὐτά. Δὲν βλέπεις τὰ ροῦχα;

Ἡ γυνὴ οὐδ᾽ ἔλαβε τὸν κόπον νὰ παρατηρήσῃ μετὰ προσοχῆς τὰ ἐνδύματα, ἂν ἦσαν τὰ ἐδικά της. Καὶ ἂν ὑπῆρχεν ὁμοιότης ἢ διαφορά, δὲν ἦτο ἱκανή, παραφερομένη ὑπὸ τοῦ θυμοῦ, νὰ ἐξακριβώσῃ τοῦτο. Τέλος τὰ φαινόμενα ἔπειθον αὐτὴν νὰ ἐπαναλαμβάνῃ.

― Μπράβο, κυρὰ Γυφτοπούλα, εἶσαι καὶ τέτοια; Ποιὸς τὸ πίστευε;

―Ὄχι, ἔλεγεν ἡ Ἀϊμά, ὄχι. Αὐτὰ τὰ ροῦχα εἶναι ἐδικά μου.

― Κοίταξε, κυρά, εἶπεν ὁ ἀνὴρ ὁ συνήγορος τῆς Ἀϊμᾶς, κοίταξε νὰ ἰδῆς ἂν εἶναι τὰ ἴδια. Αὐτὴ ἡ νέα φαίνεται φρόνιμη, δὲν πιστεύω νὰ σοῦ ἔκλεψε.

― Αὐτὰ εἶναι τὰ ροῦχα, ἔλεγε προπετῶς ἡ Ἑφταλουτρού, λησμονοῦσα ὅτι δὲν ἦτο ἔργον αὐτῆς νὰ βεβαιώσῃ τὸ πρᾶγμα. Αὐτὰ εἶναι τὰ ροῦχα, τὰ ἔκλεψε.

― Καὶ πῶς πετιέσαι ἐσύ, γριά; εἶπεν ὁ ξένος. Ἀπὸ ποῦ ξεύρεις ὅτι τὰ ἔκλεψε;

― Τέτοια εἶναι αὐτή, τέτοια, ἐπέμενεν ἡ γραῖα, ἀγωνιζομένη νὰ κρατῇ τὴν νέαν γυναῖκα ὑποχείριον, διότι ἐφοβεῖτο μὴ αὕτη μεταπεισθῇ.

― Τὸ παίρνεις στὴν ψυχή σου, γριά; ἐπανέλαβεν ὁ ξένος.

― Στὴν ψυχή μου καὶ στὴ συνείδησή μου, ἀπήντησεν ἡ Ἑφταλουτρού, θέτουσα δραματικῶς τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ στήθους.

Τοσαύτην δὲ πεποίθησιν ἐνέφαινε τὸ ἦθος αὐτῆς καὶ ὁ λόγος, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ αὐθόρμητος συνήγορος τῆς Ἀϊμᾶς ἤρχισε νὰ κλονίζηται. Ἐπὶ τέλους δὲν ἐγνώριζε τὴν νέαν καὶ ἦτο ἐνδεχόμενον νὰ εἶναι καὶ κλέπτρια, ὅπως ἐβεβαίου ἡ Ἑφταλουτρού. Ἤρκει ὅτι περιέδεσε μὲ τὸ μανδήλιόν του τὸ τραῦμα τῆς δυστήνου κόρης, ἤρκει ὅτι εἶπεν ἕνα καλὸν λόγον πρὸς ὑπεράσπισιν αὐτῆς, καὶ ἠδύνατο εὐλόγως νὰ νομίζῃ ὅτι ἐξεπλήρωσε τὸ χρέος του. Τοῦ λοιποῦ ἂς ἐμερίμνα αὐτὴ περὶ ἑαυτῆς.

Ἡ γραῖα ἰδοῦσα τὸν δισταγμὸν τοῦ ξένου, ἐνόησεν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐπιμείνῃ ὅπως κερδήσῃ τὴν δίκην.

― Εἶμαι ὀγδόντα τριῶν χρόνων, εἶπε, καὶ ψέμα ἀκόμα ὣς τώρα δὲν ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰ χείλη μου. Σᾶς λέγω ὅτι αὐτὰ εἶναι τὰ ροῦχα.

― Καὶ πῶς τὰ ξεύρεις ὅτι εἶναι αὐτά; ἠρώτησεν ὁ ξένος.

― Τὰ εἶδα ἁπλωμένα.

― Καὶ τὸ πανέρι ποῦ εὑρέθη; Εἶναι καὶ αὐτὸ τῆς κυρᾶς;

― Δὲν ξεύρω διὰ τὸ πανέρι, ἠμπορεῖ νὰ εἶχεν αὐτή, ἡ Γυφτοπούλα, πανέρι μὲ ροῦχα δικά της. Καὶ ἐπειδὴ θὰ ἦτον μισοάδειο, ἐπῆρε καὶ τὰ ξένα ροῦχα διὰ νὰ τὸ ἀπογεμίσῃ.

Εἰς τὸν ξένον οἱ τελευταῖοι λόγοι τῆς Ἑφταλουτροῦς δὲν ἐνέπνευσαν τὴν αὐτὴν ἐμπιστοσύνην. Τῷ ἐφάνη ὅτι διέγνω πανουργίαν.

―Ἄμε στὸ καλό, γραῖα, δὲν λὲς ἀλήθεια.

―Ἀλήθεια λέγω, εἶπεν ἡ Ἑφταλουτροὺ ἀπτόητος.

― Δὲν ἠμπορῶ νὰ πιστεύσω.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ νέα γυνὴ εἶχεν ἁρπάσει ἀπὸ τῶν χειρῶν τῆς Ἀϊμᾶς τὸ κάνεον μὲ τὰ ἐνδύματα καὶ ἔφυγεν. Ἡ παιδίσκη διατελοῦσα ἐν σκοτοδίνῃ δὲν ἠδυνήθη ν᾽ ἀντιστῇ, οὐδ᾽ ἀπεπειράθη τοῦτο.

―Ἔτσι δά, ἀρχοντοπούλα γύφτισσα, ἔκραξε μανιώδης ἡ γυνή. Μοῦ τὰ πῆρες, σοῦ τὰ παίρνω. Εἴμεθα ἴσα ἴσα.

― Πῶς παίρνεις τὰ ροῦχα; ἔκραξεν ὁ ξένος ὁρμήσας νὰ ἁρπάσῃ τὸ κάνεον. Ἀλλ᾽ ἡ γυνὴ εἶχε διασκελίσει ἤδη τὸν φράκτην καὶ ἔτρεχεν εἰς τὴν οἰκίαν της.

― Καλὰ ἔκαμεν, εἶπεν ἡ γραῖα χαιρεκακοῦσα. Ἄλλη φορὰ νὰ βάλῃ γνῶσιν αὐτή.

Τὴν τελευταίαν λέξιν ἐπρόφερεν ἡ Ἑφταλουτροὺ μετ᾽ ἀνεκφράστου μίσους. Ἡ δύστηνος Ἀϊμὰ εἶχε χάσει τοσοῦτον τὰς δυνάμεις της, ὥστε τὰ πάντα τῇ ἐφαίνοντο ὄνειρον. Οὔτε διὰ λόγου οὔτε δι᾽ ἔργου ἠδύνατο νὰ ὑπερασπισθῇ. ᾘσθάνετο πικρίαν, ᾐσθάνετο πόνον. Εἰς τὸν τόπον εἶχον συρρεύσει δέκα ἢ δεκαπέντε ἄνθρωποι, παροδῖται ἢ γείτονες. Ἡ αἰσχύνη ἐπίεζεν αὐτὴν ὡς σιδηροῦς κλοιός. Τῇ ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πίει χολὴν καὶ ὄξος. Οἱ ὀφθαλμοί της ἔπασχον διαλείψεις σκότους καὶ φασμάτων, τὰ ὦτά της ἐβόμβουν δυσήχως καὶ φοβερῶς. Τὰ γόνατά της ἐκάμφθησαν, καὶ ἔπεσεν ὡς σωρὸς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἔφθασεν ὁ Μάχτος τρέχων καὶ πνευστιῶν. Δι᾽ ἑνὸς βλέμματος εἶδε τὴν ταραχὴν καὶ τὸν πόνον τῆς Ἀϊμᾶς, εἶδε τὸ δέμα ὅπερ ἔφερε περὶ τὸ μέτωπον καὶ ἔπεσε παρ᾽ αὐτὴν ἔξαλλος.

― Τί ἔχεις, Ἀϊμά; εἶπεν.

Ἡ νεᾶνις δὲν ἠδυνήθη νὰ ἀρθρώσῃ λέξιν, εἶδε μόνον τὸν Μάχτον καὶ ἐφάνη ὡς νὰ μὴ τὸν ἐγνώριζε.

― Τί ἔπαθες, Ἀϊμά; ἐπανέλαβεν ὁ νέος.

Ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς Ἀϊμᾶς ἔσπευσε ν᾽ ἀπαντήσῃ ἀντ᾽ αὐτῆς.

― Τῆς ἔσπασε τὸ κεφάλι μία πέτρα.

― Ποιός; Ποιὸς τὴν ἔρριξεν; ἔκραξεν ὁ Μάχτος περιβλέπων ἀπειλητικῶς.

― Κανένα παιδὶ τοῦ δρόμου, εἶπεν ὁ ξένος, τὴν ἔρριξε κ᾽ ἔφυγε.

―Ἄ, ἀδελφή μου, εἶπεν ὁ Μάχτος, καὶ ὑπὸ τὸν οἶκτον ὃν ἐξέφραζεν ἡ λέξις αὕτη διέλαμπεν εἶδός τι χαρᾶς.

― Εἶναι ἀδελφή σου; εἶπεν ὁ ξένος.

―Ἀδελφή μου, ἀπήντησεν ὁ Μάχτος. Σηκώσου, Ἀϊμά, νὰ πᾶμε στὸ σπίτι. Σοῦ πονεῖ πολύ;

―Ὄχι, εἶπεν ἡ Ἀϊμά, ἀρχίσασα νὰ συνέρχηται εἰς ἑαυτήν.

Συγχρόνως δὲ ἀπηύθυνε πρὸς τὸν ξένον νεῦμά τι· τὸ νεῦμα τοῦτο δὲν ἐνόησεν ἐκεῖνος, εἶχε δὲ τὴν ἑξῆς ἔννοιαν·

― Μὴ λέγῃς τίποτε εἰς τὸν Μάχτον διὰ τὸ πανέρι μὲ τὰ ροῦχα.

Εὐτύχημα δὲ ἦτο ὅτι ὁ ξένος δὲν ἐνόησεν. Ἂν ἐνόει, ἤθελε χάσει πᾶσαν ἀγαθὴν ὑπόληψιν περὶ τῆς Ἀϊμᾶς, διότι ἡ φυσικωτάτη ἑρμηνεία, ἣν ἠδύνατο ν᾽ ἀποδώσῃ, θὰ ἦτο, ὅτι ἡ νέα ἦτο τῷ ὄντι ἔνοχος κλοπῆς, καὶ δὲν ἤθελε νὰ περιέλθῃ τὸ αἶσχός της εἰς γνῶσιν τοῦ ἀδελφοῦ της.

Ἄλλως δέ, εἰς οὐδένα τῶν παρόντων ἐπῆλθεν ἡ ἰδέα νὰ εἴπῃ εἰς τὸν Μάχτον τί εἶχε συμβῆ· εὐλόγως περιέμενον πάντες νὰ ὁμιλήσῃ ἡ νέα. Ἀλλ᾽ αὕτη ἐσίγα. Τὸ πλῆθος κατείχετο ὑπὸ μεγίστης περιεργείας. Οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ προΐδῃ ὅτι ἤθελεν ἀποσιωπήσει ἡ Ἀϊμὰ τὰ συμβάντα.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἑφταλουτρού, χωρὶς μηδεὶς νὰ τὴν παρατηρήσῃ, εἶχε λάβει τὴν ράβδον της ὑπὸ μάλης, εἶχεν ὀξύνει τὸ βῆμά της καὶ ἔφυγεν ἠρέμα, κλίνουσα μὲ τὴν ἑτέραν τῶν πλευρῶν πρὸς τὴν γῆν. Τοῦτο συνέβη ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς καθ᾽ ἣν ἐνεφανίσθη ὁ Μάχτος. Τὸ πλῆθος ἔμενε μὲ στόματα κεχηνότα καὶ περιέμενε τὴν ἐξήγησιν. Ἀξιοσημείωτον δὲ εἶναι πῶς ἡ Ἑφταλουτρού, οὖσα ἐκ τῶν κυριωτάτων προσώπων τῆς σκηνῆς, κατώρθωσε νὰ ἐκφύγῃ χωρὶς οἱ θεαταὶ νὰ παρατηρήσωσι τοῦτο. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα αὕτη ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν προσώπων, ἅτινα εὐκόλως εἰσδύουσι πανταχόσε, καὶ εὐκόλως πάλιν ἐξαφανίζονται.

Ὁ Μάχτος ἔλαβε τὴν Ἀϊμὰν ἀπὸ τοῦ βραχίονος καὶ τὴν ἐβοήθησε ν᾽ ἀνορθωθῇ.

― Πᾶμε, ἀδελφή μου.

― Πᾶμε, εἶπεν ἡ νέα.

―Ἐμεῖς σ᾽ ἐχάσαμεν τόσην ὥραν, Ἀϊμά. Δὲν μοῦ λὲς ποῦ ἤσουν;

―Ὑπῆγα εἰς δουλειά, ἐψέλλισεν ἡ Ἀϊμά.

― Εἰς τί δουλειά;

― Νὰ πλύνω.

Τὴν στιγμὴν ταύτην ἡ προσοχὴ τοῦ πλήθους ἐπετάθη τὰ μέγιστα. Περιέμενον πάντες ν᾽ ἀκούσωσι τὴν ἱστορίαν, ἧς εἶχον γίνει αὐτόπται, ἐν τούτοις. Ἀλλὰ τὸ διαφέρον ἐστρέφετο εἰς ἄλλο σημεῖον. Ἐπερίμενον νὰ ἴδωσι τὸν θυμὸν τοῦ Μάχτου, ἴσως καὶ ἀπόπειράν τινα βιαίαν αὐτοῦ, καὶ οὕτω τὸ σκανδαλῶδες καὶ περίεργον τοῦ πράγματος θὰ ἐξηκολούθει παριστώμενον εἰς μῆκος. Ποίαν καλυτέραν ψυχαγωγίαν ἠδύναντο νὰ εὕρωσι τόσοι ἄνθρωποι; Καὶ ἂν εἶχέ τις ἐξ αὐτῶν ἐργασίαν, προθύμως ἤθελε τὴν ἀφήσει ὅπως ψυχαγωγηθῇ. Πολλῷ μᾶλλον ἂν ἦσαν ἀργοί.

― Νὰ πλύνῃς; ἐπανέλαβεν ὁ Μάχτος.

― Ναί, εἶπεν ἡ Ἀϊμά.

― Καὶ ποῦ εἶναι τὰ ροῦχα ποὺ ἔπλυνες;

― Τὰ ἅπλωσα σιμὰ στὴ βρύσῃ εἶπεν ἡ Ἀϊμά, προτιμήσασα νὰ ψευσθῇ.

Τὸ πλῆθος ἤκουσε μετ᾽ ἀπείρου ἐκπλήξεως τὸν λόγον τοῦτον. Προφανῶς ἡ «Γυφτοπούλα» αὐτὴ ἦτο ὄχι μόνον κλέπτρια θρασεῖα, ἀλλὰ καὶ ψεύστρια ἀναιδής. Τοῦτο ἦτο αὐταπόδεικτον καὶ ψηλαφητὸν πρὸς πάντας. Τὰ πειστήρια ἔκειντο πρὸ ὀφθαλμῶν. Τίς ἠδύνατο νὰ τολμήσῃ ν᾽ ἀμφιβάλλῃ; Ἡ Ἀϊμὰ κατεδίκαζεν ἑαυτήν. Ἦτο αὐτοκατάκριτος. Ἐὰν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἐτόλμα νὰ παρουσιασθῇ ὅπως εἴπῃ ὅτι δὲν ἦτο ἀληθὲς τοῦτο, οὐδεὶς θὰ τὸν ἐπίστευε. Πᾶς τις ἠδύνατο εὐκόλως νὰ διαψεύσῃ αὐτόν, μεθ᾽ ὅλην τὴν οὐρανίαν καταγωγήν του.

Καὶ αὐτὸς ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς Ἀϊμᾶς ἐπείσθη ἤδη περὶ τοῦ πράγματος. Ἐκοίταζε νὰ ἴδῃ τὴν Ἑφταλουτρού, ὅπως αἰτήσῃ παρ᾽ αὐτῆς συγγνώμην διότι τὴν εἶχεν ὑποπτεύσει. Ἀλλ᾽ ἡ Ἑφταλουτροὺ εἶχε γίνει ἄφαντος, καὶ ὡς φαίνεται δὲν ἠγάπα τοὺς θριάμβους.

Ἐν τούτοις ὁ ξένος, ὅστις ἦτο εἰλικρινὴς καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ὑποφέρῃ τὰ ψεύδη, παρετήρησεν ἀτενῶς τὴν Ἀϊμάν, καὶ τῇ εἶπε·

― Στὴ βρύση, εἶπες, τὰ ἅπλωσες τὰ ροῦχα, στὴ βρύση;

Ἡ Ἀϊμὰ τῷ ἀπηύθυνεν ἱκετικὸν βλέμμα. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος τὸ ἀπέκρουσεν.

― Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὰ ἅπλωσες τὰ ροῦχα στὴ βρύσῃ; ἐπανέλαβεν ἀδυσωπήτως.

― Ναί, ἐψέλλισε τρέμουσα ἡ Ἀϊμά.

Ὁ ξένος ἐδίστασε, καὶ εἶτα ἐκίνησε τοὺς ὤμους καὶ ἀπεμακρύνθη λέγων·

― Τί μὲ μέλει ἐμένα, τὸ κάτω κάτω;

Ὁ Μάχτος συνέλαβεν ὑποψίαν τινά. Ἀλλ᾽ ἀπεῖχε πόρρω τοῦ νὰ φαντασθῇ τί εἶχε συμβῆ.

― Τί τρέχει Ἀϊμά; Τί σοῦ ἔλεγε;

― Τίποτε, εἶπεν ἡ Ἀϊμά.

Ὁ Μάχτος δὲν ἐπέμεινεν. ᾘσθάνετο τὴν ἀνάγκην ν᾽ ἀπομακρυνθῇ ἐκεῖθεν ἵνα ἀποφύγῃ τὸ ὀχληρὸν ἐκεῖνο πλῆθος αὐτὸς καὶ ἡ ἀδελφή του.

Ἀπεμακρύνθησαν δὲ βραδέως, ἀλλὰ τὸ πλῆθος τοὺς ἠκολούθησε διὰ τοῦ βλέμματος. Ἦσαν δὲ πάντες εἴπερ ποτὲ πεπεισμένοι ὅτι ἡ Ἀϊμὰ ἦτο κλέπτρια. Τὰ βλέμματα ἅτινα ἀντήλλασσον πρὸς ἀλλήλους τοιαύτην εἶχον ἔννοιαν, καὶ ἠδύναντο νὰ διερμηνευθῶσι διαλογικῶς οὕτω:

―Ἄ, τί ξετσιπωσιά!

― Τοῦ διαβόλου ἡ γύφτισσα.

― Δὲν τὴν μέλει τέσσαρα.

―Ἔκλεψε καὶ δὲν θέλει νὰ τὸ πῇ.

― Καὶ τί ψεύτρα!

― Μπροστὰ στὰ μάτιά μας νὰ πῇ φοβερὸ ψεῦμα!

― Τέτοιοι εἶναι, αὐτοὶ οἱ Γύφτοι!

― Κατηραμένη φυλή.

― Κλέφτες καὶ ψεῦτες.

―Ἄθεοι. Καὶ τὸ πλῆθος διελύθη. Ἕκαστος δὲ ἀπεκόμιζεν ὡς λάφυρον ἓν ράκος ἐκ τοῦ διαρραγέντος πέπλου τῆς ἀθῳότητος. Ἕκαστος ἔφερεν ἕνα λίβελλον ἐκ τῶν σκληρῶν ψόγων κατὰ τῆς πτωχῆς παιδίσκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ´

Η ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Η ΠΩΛΗΣΙΣ

Τὴν νύκτα, τὴν μετὰ τὴν αὐτὴν ἐκείνην ἡμέραν, καθ᾽ ἣν συνέβησαν τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, δύο ἄνδρες ὡδοιπόρουν ἐν μέσῳ δάσους πιτύων, ὀκτὼ ἢ δέκα μίλια μακρὰν τῆς Μονεμβασίας. Φθάσαντες εἰς μέρος τι ἐπίπεδον, κατέβησαν ἀπὸ τῶν ὑποζυγίων ἐφ᾽ ὧν ἐκάθηντο καὶ ἤρχισαν νὰ συνομιλῶσιν. Ὁ ἕτερος ἦτο ἀνήρ τις ἑξηκοντούτης, λίαν σοβαρὸς τὸ ἦθος, καὶ κόσμιος τὴν ἀναβολήν. Ἐκ πρώτης ὄψεως, ἂν καὶ ἦτο νύξ, τὸ δὲ φέγγος τῆς σελήνης μόλις κατέβαινε διὰ τῶν πυκνῶν κλώνων τῶν δένδρων εἰς τὰς δύο ταύτας μορφάς, ἐκ πρώτης ὄψεως ἠδύνατό τις νὰ νοήσῃ τὴν διαφοράν, τὴν ἀπόστασιν, τὸ χάσμα, ὅπερ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν δύο τούτων ἀνδρῶν. Ὁ Πρωτόγυφτος ἐπέβαινεν ἐφ᾽ ἡμιόνου, καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ σάγματος αὐτοῦ μετὰ τόσης συστολῆς καὶ δισταγμοῦ, ὡς νὰ μὴ εἶχε βεβαιότητα περὶ τοῦ πράγματος. Ὁ δὲ συνοδοιπόρος αὐτοῦ ἐκάθητο ἐπὶ ἵππου ὅλως ἀγερώχως καὶ ἐφαίνετο δεξιὸς ἱππεύς. Ὅτε ἐπέζευσαν, ὁ Πρωτόγυφτος ἐβάδισε παρὰ τὸν συνοδοιπόρον του σχεδὸν κεκυφώς, οὗτος δὲ εἶχεν ὄρθιον τὸ ἀνάστημα. Πάντα τὰ κινήματα τοῦ Γύφτου ἐφαίνοντο ἀβέβαια καὶ συγκεχυμένα. Τὰ δὲ κινήματα τοῦ ξένου εἶχον τὸ εὐχερές, τὸ ἄφροντι καὶ τὸ ἀβίαστον, ὅπερ ἰδιάζει εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς συνηθισμένους νὰ ἄρχωσι. Τοιοῦτος ἦτο ὁ συνοδοιπόρος τοῦ Γύφτου. Ἐκάθισεν οὗτος ὑπὸ δένδρον τι. Ὁ Γύφτος ἔμεινεν ὄρθιος. Ὁ ξένος προσεκάλεσεν αὐτὸν νὰ τὸν μιμηθῇ. Ὁ Γύφτος ἐπέμεινε νὰ μείνῃ ὄρθιος, καὶ τότε ὁ ξένος ἠναγκάσθη νὰ μετέλθῃ ἔκτακτόν τι μέσον, νὰ σύρῃ αὐτὸν ἐκ τῆς χειρίδος, ἵνα τὸν βιάσῃ. Ὁ Γύφτος δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀντιστῇ ἐπὶ πλέον, καὶ ὑπήκουσεν.

―Ἐλέγαμεν λοιπὸν μάστορη; εἶπεν ὁ ξένος μὲ καθαρὰν φωνήν.

― Τί διατάττει ὁ ἄρχων; εἶπεν ὁ Γύφτος μὲ φωνὴν ὑποτρέμουσαν.

― Νὰ μὴν ἔχῃς κανένα δισταγμόν, εἶπεν ὁ ἄρχων.

― Τί θέλει ὁ ἄρχων;

―Ἐπείσθης ὅτι σοῦ θέλω τὸ καλόν σου;

― Μὲ τὴν ψυχήν μου, εἶπεν ὁ Γύφτος.

― Καὶ δὲν δύναμαι νὰ σοῦ φέρω ποτὲ δυστυχίαν;

― Βέβαια.

― Λοιπὸν διστάζεις;

―Ὄχι.

― Τί σοὶ εἶπεν ὁ Θεόδωρος χθές;

―Ὅ,τι τὸν ἐπρόσταξεν ὁ ἄρχων μου.

―Ὥστε ἐνόησες πολὺ καλά;

― Βέβαια.

―Ἐπανάλαβε ὅ,τι σοὶ εἶπε, διὰ νὰ ἴδω ἂν ἐνόησες.

Ὁ Πρωτόγυφτος ἔξυσεν ὀλίγον τὴν κεφαλήν, ὑπετονθόρυσε μὲ τὸν λάρυγγα ἓν πεπηγμένον γροὺ χμού! καὶ εἶτα εἶπεν.

―Ἠμπορεῖ νὰ μὴ τὰ καταφέρνω καλά. Ἂν ἤθελεν ὁ ἄρχων νὰ μὲ βοηθήσῃ.

― Λοιπὸν πρέπει νὰ τὰ εἴπω ἐγὼ ἀντὶ σοῦ;

―Ἂν ἀγαπᾷ ὁ ἄρχων.

―Ὑπομονὴ τότε. Ἠξεύρεις ὅτι αὐτὴν τὴν στιγμὴν φθάνει ἐδῶ ὁ Θεόδωρος νὰ μᾶς εὕρῃ;

―Ἠξεύρω.

― Καὶ δὲν θὰ εἶναι μόνος του.

Ὁ Πρωτόγυφτος ἐκοίταζε τὸν ξένον ἀπορηματικῶς.

― Θὰ εἶναι μὲ δύο ὡπλισμένους ἀνθρώπους, ἐπανέλαβεν ὁ ἄρχων.

― Μὲ δύο ὡπλισμένους; ἀντήχησεν ὑποκώφως ἡ φωνὴ τοῦ Γύφτου.

― Ναί.

― Δὲν τὸ ἤξευρα.

― Καὶ ἐν ἀνάγκῃ θὰ γίνουν τρεῖς, τέσσαρες, ἡμίσεια δωδεκάς.

― Τὸ πιστεύω.

― Δὲν μᾶς εἶναι δύσκολον.

―Ἠξεύρω ὅτι ὁ ἄρχων ἔχει ἐξουσίαν εἰς τὸν τόπον.

― Διότι τὴν ἀπέκτησα.

― Βέβαια.

―Ὥστε δὲν ἔχεις δισταγμούς.

―Ἀλλ᾽ ἂς μοὶ εἴπῃ ὁ ἄρχων.

― Δὲν ἐφάνης πρόθυμος, φίλε, εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σοὶ εἶπεν ὁ ὑπηρέτης μου Θεόδωρος.

― Πῶς τὸ λέγει ὁ ἄρχων;

―Ἔδειξες προθυμίαν;

― Ναί.

― Τότε δὲν ἔχομεν καιρὸν νὰ χάνωμεν.

―Ἔχει δίκαιον ὁ ἄρχων.

― Λοιπὸν ἂς ἀνακεφαλαιώσωμεν.

― Ναί.

― Τί σοὶ εἶπεν ὁ Θεόδωρος;

― Μοὶ εἶπε…

― Τί;

― Μοὶ εἶπεν ὅτι ὁ ἄρχων…

―Ὅτι ὁ ἄρχων;

―Ὅτι ὁ ἄρχων ἔχει ἀνάγκην…

―Ὁ ἄρχων δὲν ἔχει ἀνάγκην, εἶπεν ἀγερώχως ὁ ξένος.

― Δὲν ἠξεύρω νὰ μιλήσω καλά, ἐτραύλισε συνεσταλμένως ὁ Γύφτος.

― Δὲν πειράζει. Ἤθελες νὰ εἴπῃς ὅτι ὁ ἄρχων ἐπιθυμεῖ.

― Ναί, αὐτὸ ἤθελα νὰ εἴπω, ἐψέλλισεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Καλά. Βλέπεις, ὅταν θέλῃς, δύνασαι νὰ ὁμιλῇς ἑλληνιστί, εἶπεν ὁ ἄρχων.

―Ὅταν μοῦ τὰ λένε, τὰ διορθώνω, εἶπεν ὁ Γύφτος.

― Καὶ τοῦτο καλόν. Λοιπόν, ὁ ἄρχων ἐπιθυμεῖ;…

Ὁ Πρωτόγυφτος ἐφαίνετο ὅτι εἶχε μεταξὺ τοῦ λάρυγγος καὶ τῆς γλώσσης του φραγμόν τινα, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἐξέλθῃ ἡ λέξις. Ὁ ἄρχων τὸν ᾤκτειρε, καὶ δὲν ἐπέμεινεν.

―Ἂς εἶναι, εἶπε, σὲ ἀπαλλάττω τοῦ κόπου. Ἀλλ᾽ ὅμως εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἔφερες δυσκολίας.

― Δυσκολίας; ἐπανέλαβεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Καὶ πολλὰς δυσκολίας. Ἀλλὰ διατί σὲ παρακαλῶ;

Ὁ Γύφτος ἐσίγα.

― Μήπως σοῦ θέλω ἐγὼ κακόν; Διατί δὲν ἔχεις ἐμπιστοσύνην εἰς ἐμέ;

―Ἐγώ; Τὸ ἐνάντιο, εἶπεν ὁ Γύφτος.

― Καὶ ὅμως δὲν ἔχεις ἐμπιστοσύνην.

―Ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὸ δώσῃ!

― Διατί τότε δὲν θέλεις ν᾽ ἀποφασίσῃς;

― Ξεύρω κ᾽ ἐγώ; εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος, ἀρχίσας νὰ ἐκφράζῃ τοὺς δισταγμούς, οὓς ὑπῃνίττετο ὁ ἄρχων.

― Διατί νὰ μὴ θέλῃς νὰ κάμῃς μὲ τὸ καλὸν ἓν πρᾶγμα, ἐνῷ ἐγὼ δύναμαι ἄλλως νὰ σὲ βιάσω νὰ τὸ κάμῃς;

― Αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ καλύτερο, εἶπεν θρασυδείλως ὁ Γύφτος.

― Λοιπὸν θέλεις μὲ τὴν βίαν; εἶπεν ἀπειλητικῶς ὁ ἄρχων.

Ὁ Γύφτος δὲν ἀπήντησε.

― Ποῖον φόβον ἔχεις; Ὅταν ἐγὼ σὲ βεβαιῶ ὅτι οὐδεὶς θὰ πάθῃ.

Καὶ πάλιν ὁ Γύφτος ἐσίγα.

― Οὐδεὶς θὰ πάθῃ, ἐπανέλαβεν ὁ ἄρχων, οὔτε σὺ οὔτε ὁ οἶκός σου.

―Ἄμποτε, εἶπεν ὁ Γύφτος.

― Οὔτε ὁ οἶκός σου οὔτε ἡ γυνή σου οὔτε τὰ τέκνα σου.

Ἐνταῦθα ὁ Γύφτος ἔκαμεν ἄκων κίνημά τι τῆς κεφαλῆς.

― Οὔτε τὰ τέκνα σου, ἐπανέλαβεν ἐμφαντικῶς ὁ ἄρχων, καὶ δὲν ψεύδομαι. Οὔτε αὐτὴ ἡ ἰδία θὰ πάθῃ τι.

Ὁ Γύφτος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς δύο χεῖρας.

― Τῷ ὄντι εἶσαι ἀξιολύπητος, εἶπεν ὁ ἄρχων. Ἀξιολύπητος ὄχι διότι ἐπίκειται κατὰ σοῦ δυστύχημά τι, περὶ τούτου οὐδεὶς φόβος. Εἶσαι ἀξιολύπητος μόνον διότι δὲν θέλεις νὰ πεισθῇς, καὶ οὐχὶ δὲν θέλεις, ἀλλὰ δὲν δύνασαι, δὲν ἔχεις τὴν ἱκανότητα νὰ πεισθῇς. Ὡς πρὸς τοῦτο δὲν σὲ κατακρίνω.

―Ὁ ἄρχων μου εἶναι δίκαιος, ἐψιθύρισεν ὁ Γύφτος, καὶ ἀποκαλύψας τὸ πρόσωπον, ἐθεώρει τὸν ἄνδρα τοῦτον μὲ ἦθός τι δεισιδαιμονίας καὶ θάμβους μεστόν.

―Ἔχεις δίκαιον νὰ μὴ δύνασαι νὰ ἐννοήσῃς, ἐπανέλαβεν ὁ ἄρχων. Ἠξεύρεις σὺ τοὺς σκοπούς μου; Ὄχι. Ἐγὼ ὅμως δύναμαι νὰ σοὶ τοὺς εἴπω. Δύναμαι νὰ σοὶ εἴπω τί φρονῶ, τί μελετῶ καὶ τί σκοπῶ, ὅπως δύναμαι νὰ τὸ εἴπω πρὸς τὸ δένδρον τοῦτο, πρὸς τὸν βράχον ἐκεῖνον καὶ πρὸς τὴν μητέρα Γῆν. Διότι ὅπως τὰ ἄψυχα ταῦτα πράγματα δὲν δύνανται νὰ μὲ προδώσωσιν, οὕτω καὶ σὺ δὲν δύνασαι νὰ μὲ προδώσῃς. Διότι δὲν ἔχεις οὔτε ἀκοὴν ὅπως ἀκούσῃς οὔτε φρένας ὅπως νοήσῃς οὔτε φωνὴν ὅπως λαλήσῃς. Ἄκουσον, καὶ ἂς ἀντηχήσωσιν αἱ ἄγνωστοι αὗται λέξεις εἰς τὴν ἐρημίαν ταύτην, ἂς θροήσωσι μετὰ τῆς αὔρας καὶ μετὰ τοῦ θροῦ τῶν φύλλων, ἂς ἠχήσωσι μετὰ τοῦ ᾄσματος τῶν νυκτερινῶν πτηνῶν, ἂς ἀναμειχθῶσι μὲ τὸν κρότον τοῦ χειμάρρου, μὲ τὸ κελάρυσμα τοῦ ρύακος καὶ μὲ τὸν κικκαβισμὸν τῆς ἐρημικῆς γλαυκός. Ἂς ἑνωθῶσι μὲ τὰς πνοὰς τῆς φύσεως, ἂς ὑψωθῶσι μετὰ τῶν ἀτμῶν καὶ τῶν μύρων τῶν ἀνθέων, ἂς ἐξαπλωθῶσι μετὰ τῶν νεφῶν καὶ τῆς ὁμίχλης, ἂς κατενεχθῶσι μετὰ τῶν ἀνέμων καὶ τῶν ὑετῶν ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ ὥρα ἔφθασεν. Ἀρκετοὶ αἰῶνες παρῆλθον. Θέλω ν᾽ ἀναγεννηθῇ ἡ ἀνθρωπότης. Αἰῶνες κακοδαιμονίας κατησωτεύθησαν μάτην ἐπὶ τῆς γῆς, ὧραι εὐδαιμονίας ἠριθμήθησαν μάτην. Ἡ στιγμὴ αὕτη εἶναι ἐπίκαιρος. Θέλω ν᾽ ἀνακαινισθῇ τὸ ἀνθρώπινον γένος.

Καὶ ὁ ξένος, τοσαῦτα εἰπών, διεκόπη ἀποτόμως. Ἐφάνη ὅτι μετενόησεν ἐφ᾽ οἷς εἶχεν εἰπεῖ. Ἴσως συνῃσθάνθη ὅτι αἱ ἐκφράσεις αὗται, ριπτόμεναι οὕτως εἰκῇ πρὸς ἰδιώτην ἄνθρωπον, ἠδύναντο νὰ νομισθῶσι γελοῖαι. Ἀλλὰ τὰς εἶχεν εἰπεῖ. Ἔλεγε ταῦτα πρὸς ἄνθρωπον μηδὲν ἐννοοῦντα, κατὰ προτίμησιν, οὐδὲν δὲ ἤθελεν εἰπεῖ πρὸς αὐτὸν ἂν ἐνόει. Ἔλεγε ταῦτα αὐτομάτως χάριν ἑαυτοῦ καὶ μόνου, ἐλησμόνει δὲ τὴν παρουσίαν τοῦ Γύφτου, καὶ δὲν ἐθεώρει αὐτὸν ὡς ἀκροατήν.

Ἐν τούτοις ὁ Γύφτος ἂν δὲν ἠκροᾶτο λογικῶς, ἤκουεν ὅμως φυσικῶς τὰς λέξεις ταύτας, καὶ τῷ ἐνεποίησαν ἴλιγγον. Ὑπέκειτο εἰς τὸ συναίσθημα τοῦ ὀνειρευομένου, ὅστις βλέπει καθ᾽ ὕπνον ὑπερφυῆ πράγματα. Ἐνῷ τῷ φαίνεται κατ᾽ ὄναρ ὅτι βαδίζει ἐπὶ λείας καὶ ὁμαλῆς ὁδοῦ, αἴφνης εὑρίσκει ὑψηρεφῆ τοῖχον ἐνώπιόν του. Ὑπερφυής τις ἄνθρωπος, πελώριος γίγας, Τιτάν, παρουσιάζει πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ἓν ὄρος, ὅπερ κρατεῖ εὐκόλως εἰς τὴν χεῖρα, καὶ τὸ φυτεύει ἐκεῖ ἐνώπιόν του, τοῦ κόπτει ἀποτόμως τὴν ὁδόν, καὶ δὲν δύναται νὰ προβῇ. Τοιοῦτον ὄρος ἐφύτευε πρὸ τῶν ποδῶν τοῦ ταλαιπώρου Γύφτου ὁ μεγαλορρήμων ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Ὁ δυστυχὴς Γύφτος δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναρριχηθῇ ἐπ᾽ αὐτοῦ.

Μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς ὁ ξένος εἶχε πραϋνθῆ καὶ ταπεινώσας τὸν τόνον ἤρχισε νὰ λέγῃ·

― Δὲν πειράζει φίλε μου, ἂν δὲν ἐννοῇς. Ἔπειτα εἶναι καὶ περιττὸν νὰ ἐννοήσῃς. Ἀρκεῖ νὰ συνεννοηθῶμεν εἰς ὅσον τὸ κατὰ σέ.

Ὁ Γύφτος ἐθεώρει ἀτενῶς.

― Τώρα ὁ Θεόδωρος φθάνει. Ἰδοὺ ἀκούω τὰ βήματα. Τῷ ὄντι δὲ βήματα ἠκούσθησαν καὶ τρεῖς ἄνδρες ἐνεφανίσθησαν αἴφνης. Οἱ δύο ἦσαν χωρικοὶ ἐκ τῶν πέριξ μερῶν, καὶ ἔφερον ξίφη καὶ τόξα. Ὁ τρίτος ἦτο ὁ γνωστὸς ἡμῖν Λάκων, ὃν ὁ ἄρχων ὠνόμαζε Θεόδωρον.

―Ἦλθες, Θεόδωρε! εἶπεν ὁ ἄρχων ἅμα ἰδὼν αὐτόν.

―Ἰδοὺ ἐγώ, αὐθέντα, ἀπήντησεν ὁ Θεόδωρος.

― Καὶ ποίας εἰδήσεις μοὶ κομίζεις;

― Παντοῦ ἡσυχία, ἄρχων μου.

―Ἔρχεσθε κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ Σπάρτης;

― Ναί.

― Καὶ τί ἐμάθετε ἐκεῖ;

― Ἓν μόνον σπουδαῖον, εἶπεν ὁ Θεόδωρος.

― Τὸ ποῖον;

― Λέγουν ὅτι οἱ Τοῦρκοι πολιορκοῦν τὴν βασιλεύουσαν τῶν πόλεων, εἶπεν ὁ Θεόδωρος μὲ συγκεκινημένην φωνήν. Συγχρόνως δὲ ἀπεκάλυψε τὴν κεφαλήν, καθ᾽ ἣν στιγμὴν ἐπρόφερε τὰς δύο λέξεις: «βασιλεύουσαν τῶν πόλεων». Ἦτο ἔθος συχνὸν παρὰ τῷ λαῷ τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον.

― Τὸ ἤξευρα ἤδη, εἶπεν ἡσύχως ὁ ἄρχων.

―Ἔχω καὶ μίαν ἐπιστολὴν διὰ τὸν ἄρχοντα, εἶπεν ὁ Θεόδωρος.

―Ἐπιστολὴν δι᾽ ἐμέ; Καὶ ποῖος τὴν ἔφερεν;

―Ἄνθρωπος μὲ καλογερικὰ φορέματα, ὅστις μένει εἰς τὴν Σπάρτην καὶ περιμένει.

― Τί περιμένει;

― Περιμένει νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ ὁ ἄρχων νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸ Πληθώνειον.

―Ὅταν ἐπανέλθωμεν οἴκαδε, θὰ σὲ πέμψω νὰ τὸν ὁδηγήσῃς πρὸς ἐμέ, Θεόδωρε.

―Ὁρισμός σας, ἄρχων.

― Τώρα, δός μοι τὴν ἐπιστολήν.

― Εὐθύς, ἄρχων.

Ὁ Θεόδωρος ἤνοιξε τὸ περιστήθιόν του καὶ ἐκβαλὼν ἐσφραγισμένον φάκελον, ἐνεχείρισεν αὐτὸν εἰς τὸν ἄρχοντα. Οὗτος τὸν ἔλαβε, καὶ ὑπὸ τὸ φέγγος τῆς σελήνης ἀνέγνω τὴν ἐπιγραφήν.

―Ἔχει τις ὑμῶν δᾷδα; ἠρώτησεν ἀκολούθως.

Εἷς τῶν συντρόφων τοῦ Θεοδώρου ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ κόλπου του ἴσκαν καὶ πυρίτην λίθον καὶ ἀνῆψε δᾷδα, ἐκράτησε δὲ αὐτὴν εἰς ἀπόστασίν τινα ἀπὸ τῆς μορφῆς τοῦ ἄρχοντος. Οὗτος ἀπεσφράγισε τότε τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἀνέγνω.

Φαίνεται δὲ ὅτι εὗρε πολὺ τὸ διαφέρον εἰς τὴν ἀνάγνωσιν ταύτην, διότι καθ᾽ ὅσον προυχώρει, τὸ πρόσωπόν του, ἐρυθρόφαιον ὑπὸ τὴν φλόγα τῆς δᾳδός, ἐψυχοῦτο καὶ ἐξέφραζεν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν παντοῖα συναισθήματα, ἀπὸ τῆς ἐλαφρᾶς περιεργείας μέχρι τοῦ βαθυτάτου διαφέροντος, καὶ ἀπὸ τῆς καρτερικῆς προσδοκίας, μέχρι τῆς ἐλπίδος καὶ τοῦ φόβου, τοῦ οἴκτου καὶ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ. Ἡ οὐσία τοῦ περιεχομένου τῆς ἐν λόγῳ ἐπιστολῆς εὑρίσκεται διεσπαρμένη ἐν ἀνεκδότοις χρονικοῖς καὶ ἐν τοῖς συγγράμμασι τῶν ἐπιφανῶν τοῦ καιροῦ ἐκείνου λογίων. Μετὰ πολλοῦ κόπου ἔνθεν κἀκεῖθεν περισυλλεχθέντα τὰ τεμάχια κατωρθώθη νὰ συγκολληθῶσιν εἰς σύνολόν τι κατὰ προσέγγισιν, ὅπερ χάριν περιεργείας ὑποβάλλω ἐνταῦθα εἰς τὰς ὄψεις τοῦ ἀναγνώστου.

«Βησσαρίων ὁ Νικαίας ἀρχιεπίσκοπος καὶ καρδινάλιος τῆς ἁγίας Ρωμαϊκῆς καὶ καθολικῆς ἐκκλησίας, Πλήθωνι τῷ θαυμαστῷ φιλοσόφῳ καὶ νομοθέτῃ τῆς Πέλοπος χαίρειν.

Ἐδεξάμην τὰ παρὰ σοῦ γράμματα πολλήν, ὡς εἰκός, ἐμποιήσαντά μοι εὐφροσύνην. Μονώτατος γὰρ ἔτι μοι δοκεῖς ὑπολελεῖφθαι ἐν ἅπασι τοῖς αὐτόθι φρονῶν. Τῷ γὰρ βασιλεῖ καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν δαιμονία τις ἔοικεν ἐπιδεδημηκέναι μοῖρα, παρατρέπουσα καὶ ὑφαιρουμένη τὸν λογισμόν, ὡς ἀνάγκῃ μέν, ᾗ καὶ τοὺς θεούς φασι, μὴ πείθεσθαι, Σχολαρίῳ δὲ μᾶλλον πεποιθέναι. Ἀμέλει δὲ καὶ Νοταρᾶς ὁ Λουκᾶς, χρηστὸς τῷ βασιλεῖ σύμβουλος. Καίτοι τίς ἂν εὕροι ταύτης μείζω ἀπόνοιαν; Τὰ γὰρ πράγματα ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς κεῖται καὶ ὁ κίνδυνος ἐπὶ θύραις μακρὸς καὶ οὐρανομήκης. Ποιναία ἐπέλθοι Νέμεσις ἐπὶ τοὺς μὴ ἐθέλοντας σώζεσθαι, αὐτούς τε λημῶντας καὶ τοῖς ἄλλοις τὸ φῶς ἐπιπροσθοῦντας. Δεινή τις ὡς δοκεῖ ἀχλὺς καὶ σκοτόμαινα ἐπικάθηται ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, χρόνιος δέ, ὦ Πλήθων, πάρει, τῶν σῶν διδαγμάτων προῖκα ἐμπλήσας ἡμᾶς. Ἐμοὶ δὲ συμβαίνει δικτύῳ ἄνεμον θηρᾶν, τοὺς ἐνθάδε πειρωμένῳ πείθειν τοὺς ἐν τῇ Ἑῴᾳ μηδέπω πεπεικότι. Χρήματα μὲν οὖν καὶ σώματα ἱκανὰ πάρα, ἀλλά γε τοῦ κρατίστου ἡμῖν δεῖ. Εἰ γὰρ ὁ βασιλεὺς μὴ ἐθέλοι ἓν ἔπος τοσόνδε εἰπεῖν καὶ τὴν ἕνωσιν κυρῶσαι, οὐκ ἔστι πεῖσαι τὸν Πάπαν. Χθιζὸς μέντοι παρεγενόμην ἐπὶ τὸ Βατικανὸν καὶ περὶ τῶν αὐτῶν, ὥσπερ καὶ προτοῦ, μυριοστὸν ἤδη διελέχθην, ὑπὲρ τῆς ἐπικουρίας ὡς ἔθος προσκείμενος καὶ λιπαρῶν. Ἀλλ᾽ οὐ Θέμις, ἦ δ᾽ ὅς, τὸν στρατὸν ἡμᾶς πέμπειν, κακοδοξίᾳ πολλῇ προσκυλινδουμένοις. Ἀλλ᾽ οὐ πᾶσιν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ κακοδοξία σύνοικος, Σχολαρίοις δὲ καὶ τοῖς τοιοῖσδε ἐπιβόσκεται μόνοις.

Καίτοι γε, ἦ δ᾽ ὅς, τὰ τῶν τοιῶνδε κρατεῖ παρ᾽ αὐτοῖς, τοῖς φρονοῦσι δ᾽ οὐ πείθονται. Πεπείσονται, ἦν δ᾿ ἐγώ, ὦ Πάτερ, ἐπειδὰν ἴδωσι τοὺς μισθοφόρους τοὺς σοὺς παρεσομένους. Οὐ δοκεῖ, ἔφη, ἐκπέμπειν αὐτοὺς ἐπὶ τοὺς βλασφημίας καθ᾿ ἡμῶν ἐμοῦντας, καὶ τὴν πλάνην ἐξομόσαι ἀποστέργοντας. Οὐ βλασφημοῦσιν, ἦν δ᾿ ἐγώ, ἀλλὰ κινδυνεύουσι βοηθήσεις. Ἦ γάρ, ὡς μνῆστρα, ἦ δ᾽ ὅς, τοὺς ἐπικούρους αὐτοῖς παρέξομεν; Γενναίως, ἔφην, ἀπεφήνω, ὦ πάτερ, μνήστρων ἀτεχνῶς τοῖς πραγματευομένοις δεῖ. Οὐκ ἔστιν, ἦ δ᾽ ὅς, πραγματεύεσθαι πρὸς ἀναξίους. Δανείζειν μὲν οὖν, ἔφην ἐγώ, τοῖς τοῖσδε τὰ εὐαγγέλια κελεύει. Κολάζειν, δ᾽ ἔφη, τοὺς ἀτάκτους οὐχ ὁ ἱερὸς κηρύττει λόγος; Ἰᾶσθαι δ᾽ αὖθις, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸν παιδεύοντα προτρέπει. Ἰάματα δ᾿ , ἔφη, οὐ τὰ αἵματα; (ἑλληνίζειν μὲν ἐπιτηδεύεται ὁ Ποντίφιξ, παρονομάζειν δ᾽ οὐ χαριέντως ἔδοξέ μοι.) Οὐχ ἅλις αἱμάτων; ἔφην ἐγώ. Οὐχ ἅλις, ἔφη, ὅτι μάχαιραν ἦλθε βαλεῖν ὁ Χριστός. Παρερμηνεύειν μοι δοκεῖς, ἔφην, ὦ Πάτερ, ἀναγωγικὸν γὰρ τὸ ρῆμα κεῖται. (Παρρησίᾳ δ᾽ ὡς ὁρᾷς, ὦ Πλήθων, ἐχρησάμην, ἔξεστι δέ μοι, εὐνοίᾳ τῇ πρὸς ἐμὲ θαρροῦντι. Ἡνίκα δ᾿ ἂν οὐκ ἀθύμῳ ἐντύχω, αὐτίκα χρῶμαι.) Πῶς ἁμαρτάνειν ἡμᾶς δοκεῖς, ἔφη ὁ Ποντίφιξ, ὃς τὸ ἀναμάρτητον δὶς ἀνεῖπας; Ἑκόντι, δ᾽ ἔφην, δοκεῖ σοι ἐξεῖναι, ὦ πάτερ. Ἐξεῖναι μὲν ἴσως, ἔφη, οὐ χρῆναι δ᾽ ὅμως. Οὐ γάρ, ἔφην, τοῖς ἀπολλυμένοις βοηθεῖν χρεών; Τί σοι δοκεῖ, ἦ δ᾽ ὅς, ἀμφοῖν τοῖν ὀλέθροιν πότερος χαλεπώτερος; οὐχ ὁ πνευματικός; Ἔμοιγε, ἔφην. Πνευματικῆς δ᾿ οὐ καὶ τῆς ἀρωγῆς δεῖ τοῖς πνευματικῶς ἀπολλυμένοις; Φαίνεται. Οἱ δὲ πολῖται οἱ σοὶ οὐ πνευματικῶς ἀπόλλυνται; Καὶ μάλα. Πνευματικῆς ἄρα αὐτοῖς δεῖ τῆς βοηθείας. Δοκῶ μοι. Τίς δὲ πνευματικὴ βοήθεια κρείττων, οὐχ ἡ διὰ τῶν εὐχῶν καὶ δεήσεων; Μάλιστα. Εὐχὰς δὲ καὶ δεήσεις οὐ καθ᾽ ἡμέραν ἡ Ἐκκλησία τοῖς σχισματικοῖς δωρεῖται; Ἄληθες, ἦν δ᾿ ἐγώ. Εὖ τοίνυν καὶ καλῶς αὐτοῖς βοηθοῦμεν. Εὖ γε. Ἆρα πέποιθας; ἔφη. Μανθάνω, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀλλ᾽ οὐ καὶ κοσμικῆς δεῖ αὐτοῖς ἀρωγῆς; Οὐκ, ἔφη, πρὶν ἂν τὴν πνευματικὴν τελεσιουργὸν γενέσθαι. Τί ὅτι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ Ρωμαίων Ἐκκλησία διπλῆν τὴν ἐξουσίαν δρέπει; Οὐχ ὅτι καὶ διττῶς χρὴ αὐτὴν εὖ ποιεῖν; Πείθομαι, ἔφη. Οὐ γὰρ ἂν οἱ Ἀπόστολοι τοιαύτην αὐτῇ κατέλιπον. Σύνοιδα, ἔφη. Ἀνάγκη ἄρα αὐτῇ ἀμφοτέρας ἀσκεῖν. Ἀνάγκη, ἔφη. Ἑκατέρα δὲ χωρὶς ἑκατέρας οὐκ ἀνύσιμος. Ξύμφημι, ἔφη. Τὴν δὲ πνευματικὴν οὐ Νέμεσις μόνην μετιέναι. Οὐχί, ἔφη. Τηνικαῦτα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἅλις ἡμῖν τῶν πνευματικῶν μεθόδων. Φέρε καὶ τῇ κοσμικῇ χρησώμεθα. Ὅρα, ὦ πάτερ, μὴ δηθὰ οὕτω δὴ τοῖς πνευματικοῖς δικτύοις μόνοις θηρεύοντες καὶ τὸ δέλεαρ αὐτὸ ἀποβάλωμεν καὶ τὸ δίκτυον φθείρωμεν. Κοσμικῆς δὲ τῆς μεθόδου νῦν ἡμῖν δεῖ. Ἄγε αὐτὴν μετίωμεν. Ἆρα συνῆκας, μὴ χωλοῖς καὶ κολοβοῖς τέως μέσοι προσκείμενοι, κέρδος μὲν οὐδέν, βλάβην δὲ πολλὴν ἀπηνεγκάμεθα; Δεήσεων μὲν καὶ εὐχῶν ἅλις, ἔργων δὲ νῦν ἀνάγκη. Ἀπιστεῖν μὲν οὖν αὐτοὺς τῇ ἐξουσίᾳ τῇ σῇ οὐκ ἄτοπον, λόγων μὲν ἐμπεπλησμένους, ἔργον δ᾽ οὐδὲν ὁρῶντας. Καί σοι ἐπειδὰν ψηλαφήσωσι, πείσονται, τέως δ᾽ ἀκουσμάτων μόνον τὰ ὦτα βομβεῖ. Εἰ γὰρ καὶ τὸν Χριστὸν ὁ Θωμᾶς οὐκ ἐψηλάφησεν, οὐκ ἂν ἐπίστευσεν. Ἀγωνιώσης νῦν καὶ χειμαζομένης τῆς Ἑλλάδος τί ὄφελος; Τό τε κλέος οἴχεται ἥ τε ἀρχὴ φρούδη. Ἡνίκα δ᾽ ὁ βάρβαρος θυραῖος ἄπεισι, τηνικαῦτα ἡ Ἑλλὰς τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ κῦρος τὸ σὸν ἡσυχῇ γνώσεται, καὶ τῆς εὐνοίας ἐπιμελήσεται τῆς σῆς. Νῦν δ᾽ ὀξεῖς οἱ καιροὶ καὶ ταχίστης δεῖ τῆς σωτηρίας. Ταῦτα εἶπον τῷ Ποντίφικι, καί μοι ἐδόκει ἐπιεικῶς ἀκροᾶσθαι. Μονονοὺ δ᾽ αὐτὸν ἔπεισα, καὶ πάλαι ἐπεπείκειν ἄν, εἰ μὴ ὁ τῶν καρδινάλεων σύλλογος καὶ οἱ δυνατοὶ πάντες ἀγρίως ἀντέκειντό μοι. Σκάνδαλον μέντοι αὐτοῖς γέγονα, οὐ βουλομένοις πιστεῦσαί μοι λατινίζοντι. Οὗτοι πάντες οὐ φιλοῦσιν ἐμέ, ἀλλ᾽ ὡς Ἕλληνα καὶ Γραικὸν ὑφορῶσι. Πῶς δὲ αὐτοὺς πείθειν ἔνι; Πῶς δὲ καὶ τῷ ἔθνει πιστεύσουσί ποτε λατινίσοντι, εἰ ἐμοὶ μόνῳ ἑνὶ ἀνδρὶ οὐ πιστεύουσι; Λυπεῖ δέ με τοῦτο, εἰ τὸ θῦμα ὃ προσήνεγκον, ἐμαυτὸν ἐγώ, μάτην τεθυμένον ἔσται, τῇ δὲ πατρίδι μηδὲν περιγενήσεται ἐκ τοῦ ἐμοῦ ὀλίσθου. Σὺ δέ, ὦ Πλήθων, εἰ σχολὴ ἔτι, μὴ αὐτῆς ἀπόλαυε, ἀλλὰ τὴν βακτηρίαν λαβὼν πορείαν ἴθι καὶ τὰ βασίλεια κατάλαβε. Τελευταία δ᾽ αὕτη ἔσται ἡ πεῖρα, εἰ ἀκμὴ ἔτι πράττειν, καὶ μὴ οἱ βάρβαροι προὔλαβον τὴν πόλιν ἑλόντες. Καὶ πείσεις μὲν οὐδένα, δοκεῖ, ἀλλ᾽ ὅμως τὸ ἔργον τὸ σὸν ἐργάσει πάντως. Καὶ μὴ φείδου μηδ᾽ ὄκνει, ἀλλὰ πάρασχε πρόθυμον σαυτόν. Ἴθι δή, ἄπελθε, πορεύου, ἀφίκου, πάρεσο, δέου, πρότρεπε, παρακάλει, κέλευε, ἐπιτίμα, προσλιπάρει, ὄτρυνε, ἔλεγχε, πεῖθε. Ἐγὼ δ᾽ οὐκ ὀκνήσω, ἀλλ᾽ ἐνθένδε τοὐμὸν πειράσομαι. Καὶ ἢν μὴ πείσω αὐτοὺς ἐκπέμπειν, ἀπὸ τῶν ἐμῶν ἐκπέμψω, καὶ τριήρη στείλας αὐτὸς παρέσομαι. Καὶ εἰ μὲν ἐν τοῖς Πληθωνείοις ἐντύχω, πρόσειμι, εἰ δὲ ἀπεληλυθότι ἤδη, ἕψομαι. Πάρεστι δέ σοι διὰ τοῦ γραμματοφόρου τοῦ ἐμοῦ γράμματά μοι πέμπειν, καὶ προλέγειν τὰ δόξοντα. Ὑπερθέσεως δ᾽ ἡμῖν οὐδεμιᾶς καιρός. Εἰσὶ γὰρ ἐνθάδε τινές, οἵ, ὡς ἔοικεν, ἀπὸ τοῦ τῶν Ἀγαρηνῶν στρατοπέδου ἀγγέλματα κομίζονται, ἀκήκοα δ᾽ ἔναγχος στέλλεσθαι τοὺς Τούρκους ἤδη. Πλείστη δὲ χάρις τοῖς τοιούτοις, εἰ τοῖς πολεμίοις κοινωνοῦντες ἡμῖν οὐχ ἑκόντες ἀρήξουσι. Καὶ ταῦτα μὲν ἱκανά, συγγνώμονα δ᾽ εἶναι δέομαι ἐπὶ τῷ μακρῷ τῶν γεγραμμένων. Ἐρρῶσθαί σε ἐφίεμαι, ὦ διδάσκαλε, εἰς μακρὰ ἔτη, σεπτὸν ὄνομα ἐπὶ τῆς χθονὸς τῆς πατρίας ἀποτυποῦντα, ἀθανασίας δὲ τυχεῖν, ἐπειδὰν τὸ χρεὼν τῆς ἐξόδου ἵκηται, καὶ τὸν μυστικὸν τοῖς ὀλυμπίοις θεοῖς ξυγχορεύειν Ἴακχον. Ἐκ Ρώμης τῆς πρεσβυτέρας, μηνὶ Φεβρουαρίῳ, ἔτους ᾳυνγ´. Βησσαρίων ὁ καρδινάλιος γράφει».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ´

Η ΦΥΓΗ

Τὴν ἐπαύριον τῆς ἡμέρας, καθ᾽ ἣν εἶχον συμβῆ τὰ ἐν τῷ προτελευταίῳ κεφαλαίῳ περιγραφέντα, ἐπανῆλθεν ὁ Πρωτόγυφτος εἰς τὸ χαλκεῖον μόνος καὶ πεζός· ἐφαίνετο ἀπησχολημένος ὑπὸ σταθεροῦ τινος λογισμοῦ, καὶ ἡ τραχεῖα μορφή του ἐξέφραζε πολὺν κάματον καὶ στενοχωρίαν. Καὶ ὅμως δὲν εἶχεν ἀναγνώσει τὴν ἐπιστολὴν ἐκείνην τοῦ Βησσαρίωνος πρὸς τὸν Πλήθωνα. Ἀλλ᾽ οἱ χαρακτῆρές του ἔφερον ἀποτετυπωμένην τοσαύτην ἀνίαν, ὡς νὰ ἐγίνωσκε γράμματα καὶ ἠδύνατο νὰ τὴν ἀναγνώσῃ.

Οὐδεὶς λόγος ἀπηυθύνθη πλέον πρὸς τὸν Πρωτόγυφτον, οὐδὲ παράπονον ἠκούσθη, οὐδ᾽ ἐτόλμα τις νὰ τῷ ἀπευθύνῃ λέξιν. Ἄλλως δ᾽ ἕκαστος τῶν κατοίκων τῆς καλύβης κατείχετο, ὡς καὶ ὁ Πρωτόγυφτος, ὑπὸ ἰδίου λογισμοῦ καὶ κατετρίβετο περὶ μέριμνάν τινα. Ἡ μὲν Γύφτισσα προσεπάθει νὰ θεραπεύσῃ, διὰ βαλσάμων καὶ βοτάνων, γνωστῶν εἰς αὐτὴν μόνην, τὸ τραῦμα τῆς Ἀϊμᾶς, ὅπερ δὲν ἦτο σπουδαῖον, ὁ δὲ Μάχτος ἐσπούδαζε νὰ ἐπουλώσῃ τὸ ἴδιον αὐτοῦ τραῦμα. Ἀλλὰ δὲν κατώρθου μόνος τοῦτο, διότι τὸ ἕλκος τοῦ Μάχτου ἦτο ἐξ ἐκείνων, ἅτινα χρῄζουσιν εἰδικοῦ χειρουργοῦ, δι᾽ ἐμπειρικῶν δὲ καὶ αὐτοσχεδίων φαρμάκων οὐδέποτε θεραπεύονται. Ἡ δὲ Ἀϊμὰ ἦτο περίλυπος καὶ πρὸς οὐδένα ἀνεκοίνου τοὺς λογισμούς της. Τέλος ὁ Βοῦγκος, ὅστις μόνος ἠδιαφόρει περὶ τῶν φροντίδων τῶν ἄλλων, οὐδ᾽ ἐνόει πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ ἀμηχανῶσι τοσοῦτον οἱ ἄνθρωποι περὶ μικρῶν πραγμάτων, ἠσχολεῖτο μόνος αὐτὸς εἰς τὴν συνήθη ἐργασίαν του, διότι ἡ περίφημος ἐκείνη παραγγελία τοῦ ἐκτάκτου πελάτου ποτὲ δὲν ἔμελλε νὰ τελειώσῃ, ἂν πάντες ἐξηκολούθουν οὕτω ν᾽ ἀπασχολῶνται εἰς ἰδίας μερίμνας.

Τὴν πρωίαν τῆς αὐτῆς ἡμέρας, προτοῦ νὰ ἐμφανισθῇ ὁ Πρωτόγυφτος ἐπανερχόμενος μὲ τὴν ράβδον του καὶ μὲ τὸ βραδὺ βῆμα ἐκ τῆς χρονίας ἐκδρομῆς, ἡ Γύφτισσα, πρώτη ἐξεγερθεῖσα ἐκ τοῦ ὕπνου καὶ ἐξελθοῦσα τὰ χαράγματα ἐκ τῆς καλύβης, προσέκοψεν ἐπὶ πράγματός τινος, ἀποφράττοντος τὴν διάβασιν ἐκτὸς τῆς θύρας, παρὰ τὸν οὐδόν. Ἡ Γύφτισσα ἀνῆψε φῶς καὶ εἶδεν ὅτι τὸ πρᾶγμα ἐκεῖνο ἦτο κάνεον πλῆρες ἀσπρορρούχων. Φαίνεται ὅτι ἡ γυνὴ ἐκείνη, ἥτις εἶχεν ἁρπάσει τὸ κάνεον ἐκ τῶν χειρῶν τῆς Ἀϊμᾶς, ἐνόμισε καλὸν ν᾽ ἀποδώσῃ διὰ νυκτὸς τὸ ἀφαιρεθὲν πρᾶγμα. Τὸν δὲ Μάχτον εἶχε κατορθώσει εὐχερῶς ἡ Ἀϊμὰ νὰ παροξύνῃ καὶ νὰ καταπραΰνῃ, ὅτε ἐπανῆλθον ἀμφότεροι τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν καλύβην. Αὕτη δὲν εἶχεν ἀνάγκην περιφράσεων πρὸς τοῦτο, ἀλλὰ διηγήθη τὰ πράγματα, οἷα συνέβησαν. Τὸ ἥμερον δὲ καὶ πρᾷον τοῦ ἤθους αὐτῆς μετεδόθη καὶ εἰς τὸν ἀκροατήν της, καὶ δὲν ὠργίσθη οὗτος.

― Καὶ διατί δὲν μοῦ τὸ ἔλεγες τότε; εἶπεν ὁ Μάχτος μετ᾽ ἐλαφροῦ μεμπτικοῦ τόνου.

―Ἂν σοῦ τὸ ἔλεγα, ἀπήντησεν ἡ Ἀϊμά, θὰ ἐθύμωνες πολύ, καὶ ἠμποροῦσες νὰ κάμῃς κακὸν κίνημα. Ἐγὼ ἡ ἰδία δὲν ἤμουν εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ποὺ ἦταν μαζωμένοι ἐκεῖ, μ᾽ ἐπείραζαν πολύ. Δὲν ἤμουν εἰς τὰ καλά μου. Δὲν ἤθελα νὰ κάμω θέατρον, νὰ πομπευθῶμεν εἰς τὸν κόσμον. Ἐκοίταζα νὰ φύγωμεν ἀπ᾽ ἐκεῖ μίαν ὥραν ἀρχύτερα. Ἂν σοῦ τὸ ἔλεγα, ἠμποροῦσες νὰ θυμώσῃς τόσον, ὥστε καὶ σκοτωμὸς ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ. Ἐκεῖνοι ἐκεῖ δὲν θὰ μᾶς ἐπίστευαν, ἐσὺ θὰ ἐχυμοῦσες εἰς τὸ σπίτι [της] ἐκείνης νὰ πάρῃς τὰ ροῦχα, ἐκεῖνοι θὰ ἔπαιρναν τὸ μέρος της, θὰ μᾶς ἐπετροβολοῦσαν καὶ θὰ μᾶς ὕβριζαν. Ἠμποροῦσες νὰ γίνῃς φονιάς, ἠμποροῦσες καὶ νὰ φονευθῇς ὁ ἴδιος. Θαρρῶ πὼς ἔκαμα καλὰ νὰ μὴ σοῦ τὸ πῶ, ἔκαμες καὶ σὺ καλὰ νὰ μὴν ἐπιμείνῃς· ὕστερα ὕστερα, τί δικαίωμα ἔχομεν ἡμεῖς οἱ καταφρονεμένοι οἱ Γύφτοι νὰ τὰ βάζωμεν μὲ τὸν κόσμον; Νά ποὺ ἦρθεν ἔτσι, καὶ ἠθέλησε νὰ μὲ κατηγορήσῃ ἐκείνη ἡ γριά, εἶπεν ἡ Ἀϊμὰ στενάζουσα.

― Καὶ τὸ δέχεσαι, ἀδελφή μου; εἶπεν ὁ Μάχτος.

― Δὲν τὸ δέχομαι, ἀλλὰ τὸ ὑποφέρω. Ἂς λέγῃ καθένας ὅ,τι θέλει, δὲν ἠμπορῶ νὰ τὰ βάλω μὲ τὸν κόσμον ἐγώ.

Ὁ Μάχτος κατελήφθη ὑπὸ παραδόξου αἰσθήματος, γείτονος πρὸς τὸν ἐνθουσιασμόν, καὶ ἐσίγησε. Οὔτε ἡ ἄφιξις τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, οὔτε πᾶν ἄλλο γεγονὸς ἠδύνατο νὰ διαταράξῃ τὴν εὐτυχίαν αὐτοῦ, διότι ᾐσθάνετο ἀλλόκοτον καὶ ἀνέλπιστον εὐτυχίαν. Ἐὰν ἔβλεπε τὴν Ἀϊμὰν εὐτυχῆ, θριαμβεύουσαν, λατρευομένην, θὰ ἦτο δυστυχής. Ἔβλεπεν αὐτὴν πάσχουσαν, ἐγκαρτεροῦσαν, ἦτο εὐδαίμων. Τοιοῦτον ἦτο ἀείποτε τὸ φίλαυτον τοῦτο αἴσθημα. Διήρκεσε δὲ ἡ τελευταία αὕτη εὐτυχία τοῦ Μάχτου τρεῖς ὅλας ἡμέρας, τὸν μακρότατον καὶ μυθώδη χρόνον, ὃν δύναται νὰ διαρκέσῃ πᾶσα εὐτυχία ἐπὶ τῆς γῆς. Τὴν ἑσπέραν τῆς τρίτης ἡμέρας συνέβη παράδοξος καὶ ἀπρόοπτος σκηνή, ἣν οὐδεὶς ἠδύνατό ποτε νὰ προβλέψῃ καὶ ἂν δὲν ἦτο μύωψ καὶ ἂν δὲν ἦτο εὐδαίμων.

Οἱ τρεῖς Γύφτοι εἶχον κατακλιθῆ ἤδη, ὁμοίως καὶ ἡ γραῖα καὶ ἡ Ἀϊμά. Αἴφνης κρότος ἠκούσθη εἰς τὴν θύραν τῆς καλύβης. Ὁ Πρωτόγυφτος δὲν εἶχεν ἀποκοιμηθῆ καὶ ἠγέρθη μετὰ μεγίστης προθυμίας. Ἔσπευσε ν᾽ ἀνοίξῃ τὴν θύραν.

― Ποῖος εἶναι, πατέρα; ἠρώτησεν ὁ Μάχτος.

Ὁ Γέρος δὲν ἀπήντησε καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν χωρὶς ν᾽ ἀνησυχήσῃ. Οὐδ᾽ ἐρώτησίν τινα ἀπηύθυνε πρὸς τὸν κρούοντα.

Ἡ θύρα ἠνοίχθη, ἀλλ᾽ οὐδεὶς εἰσῆλθεν. Ὁ Μάχτος ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοικτοὺς καὶ πάσχων συνήθως ἐξ ἀυπνίας, εἶδε μόνον πρόσωπά τινα εἰς τὸ σκότος, ἱστάμενα ἐκτός. Ὁ Πρωτόγυφτος ἤρχισε σιγανὴν μετ᾽ αὐτῶν συνδιάλεξιν. Ὁ Μάχτος ἤκουσε μόνον ἀσυναρτήτους λέξεις.

― Λοιπὸν καιρός; εἶπεν εἷς ἐκτὸς τῆς θύρας.

― Καιρός, ἀπήντησεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Κοιμῶνται ὅλοι; ἠρώτησεν αὖθις ὁ αὐτὸς ἄνθρωπος.

― Κοιμῶνται, εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος χωρὶς νὰ διστάσῃ.

― Θαρρῶ κάποιος εἶν᾽ ἐκεῖ ἔξυπνος, εἶπε πάλιν ὁ ξένος, διότι εἶχεν ἰδεῖ τὰ κινήματα τοῦ Μάχτου.

Ὁ Μάχτος εἶχεν ἀνακαθίσει ἐπὶ τοῦ στρώματος καὶ ἠκροᾶτο ἀνυπομόνως.

― Καὶ ἂν εἶναι ἔξυπνος, θὰ κοιμηθῇ, ἀπήντησεν ἀνενδοιάστως ὁ Πρωτόγυφτος.

― Καὶ ἂν δὲν κοιμηθῇ, τί; εἶπεν ἄλλος ἐκ τῶν ἔξω τῆς θύρας.

―Ἠμπορεῖ νὰ τοῦ ἀρέσῃ νὰ μὴ κοιμᾶται, εἶπε τρίτος τις.

― Δὲν θέλομεν θορύβους, εἶπεν ὁ πρῶτος τῶν ἀνδρῶν.

― Τί εἶναι, πατέρα, τί τρέχει; ἠρώτησεν ἡ φωνὴ τοῦ Μάχτου.

Ὁ Πρωτόγυφτος δὲν ἀπήντησε.

―Ἰδοὺ σ᾽ ἐρωτᾷ, εἶπεν εἷς τῶν ξένων.

―Ὁ υἱός σου εἶναι; ἠρώτησεν ἄλλος.

― Θὰ βλέπῃ ὄνειρα, παρετήρησεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Λοιπὸν τότε; εἶπεν ὁ πρῶτος ὁμιλήσας, ὅστις ἐφαίνετο σοβαρώτερος πάντων.

―Ὅπως διατάττει ὁ ἄρχων, ἀπήντησεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Αὐτὴ κοιμᾶται;

― Καὶ ἂν κοιμᾶται, ἐξυπνᾷ, εἶπεν αὖθις ὁ Γύφτος.

― Σκληρόν, εἶπε στρυφνῶς ὁ πρῶτος τῶν ξένων, ὅστις ἐφαίνετο ἀρχηγὸς αὐτῶν.

Οὐδεὶς ἀπήντησε πρὸς τὴν παρατήρησιν ταύτην.

― Θὰ τὴν ἐξυπνίσῃς; εἶπεν ὁ δεύτερος.

― Θὰ τὴν ἐξυπνίσω, εἶπεν ὁ Γύφτος.

― Εἶναι εὔκολον;

― Εἶναι. Ἔχετε τοὺς ἡμιόνους;

―Ἔχομεν.

―Ἔχετε καὶ ὅλα τὰ μέσα;

―Ἔχομεν.

― Θὰ τὴν δέσετε μὲ σχοινία; εἶπε ψυχρῶς ὁ Πρωτόγυφτος.

―Ὄχι φίλε. Δυνάμεθα νὰ τὴν φυλάξωμεν, τόσοι ἄνθρωποι ἔνοπλοι.

― Εἶσθε πολλοί;

― Εἴμεθα ὀκτώ.

― Ἓξ βλέπω, εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος.

― Οἱ ἄλλοι δύο φυλάττουσι τὰ ὑποζύγια.

― Ποῦ εἶναι;

―Ἰδοὺ αὐτοί.

― Ποῖοι εἶναι αὐτοί, πατέρα; ἠρώτησεν ὁ Μάχτος, ἐγερθεὶς καὶ πλησιάσας εἰς τὴν θύραν.

― Κοιμήσου, Μάχτο, εἶπεν αὐστηρῶς ὁ Πρωτόγυφτος. Μὴν ὀνειρεύεσαι;

―Ἐγὼ ὀνειρεύομαι;

― Σύρε νὰ πλαγιάσῃς, Μάχτο, ἐπανέλαβεν ἀμειλίκτως ὁ Γύφτος.

Ἀλλ᾽ ἡ τελευταία αὕτη παρακέλευσις, ἐπήνεγκε τὸ ἐναντίον τοῦ σκοπουμένου ἀποτελέσματος. Ἀφύπνισε τὸν Μάχτον ὁλοσχερῶς. Διότι μέχρι τοῦδε ὁ Πρωτόγυφτος δὲν ἠπατᾶτο λέγων ὅτι ὁ Μάχτος ὠνειρεύετο.

― Θὰ μοῦ πῇς, πατέρα, τί εἶναι; ἔκραξεν ἀνυπομόνως ὁ νέος.

―Ὅταν ξυπνήσῃς, Μάχτο, εἶπε σαρκαστικῶς ὁ Πρωτόγυφτος.

Ὁ ἀρχηγὸς τῶν ξένων εἶχε σκεφθῆ ἐπί τινας στιγμὰς καὶ κατενόησε ὅτι δὲν ὤφειλε νὰ ὑποχωρήσῃ.

― Λοιπόν, τί κάμνομεν; εἶπε πρὸς τὸν Πρωτόγυφτον.

―Ὅ,τι ἀγαπᾷ ὁ ἀφέντης, ἀπήντησεν οὗτος.

―Ὅλα τὰ μέσα τὰ ἔχομεν, εἶπεν ἐκεῖνος τονίζων τὴν λέξιν.

― Χμ… ἔκαμεν ὁ Πρωτόγυφτος.

―Ἰδού, ἐψιθύρισεν ὁ ξένος.

Καὶ ἔθηκεν εἰς τὴν παλάμην τοῦ Γύφτου ὑπερμέγεθες βαλάντιον. Οὗτος δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῇ καὶ τὸ ἤνοιξεν. Ἐφάνησαν δὲ τὰ φλωρία ἀκτινοβολοῦντα εἰς τὸ σκότος.

― Καὶ τῆς ἀλήθειας, μέσα εἶναι, εἶπε μειδιάσας.

― Τώρα; εἶπεν ὁ ξένος.

―Ὁρισμός σας, εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος.

Καὶ προσῆλθεν εὐθὺς πρὸς τὴν κλίνη τῆς Ἀϊμᾶς. Ἔσεισεν ἀποτόμως τὸν ὦμον τῆς κόρης καὶ τὴν ἀφύπνισεν, ἂν ἐκοιμᾶτο ἤδη.

Ὁ Μάχτος ἐνόμισεν ὅτι βλέπει ὄνειρον, ἔσπευσε κατόπιν τοῦ πατρός του.

― Τί θέλεις, πατέρα; εἶπε τρέμων.

― Σηκώσου, Ἀϊμά, ἔκραξεν ὁ Πρωτόγυφτος μὲ κεραυνώδη φωνήν.

Ἡ νέα ἐστηρίχθη ἐπὶ τῆς ἑτέρας τῶν πλευρῶν καὶ ἔτριβε τοὺς ὀφθαλμούς.

― Σηκώσου, κόρη μου, εἶπεν ὁ Γύφτος μὲ πρᾳότερον τόνον.

― Τί τὴν θέλεις, πατέρα; ἠρώτησεν ὁ Μάχτος, ἀγωνιῶν.

― Σηκώσου, ἐπανέλαβεν ὁ Γύφτος, χωρὶς νὰ στραφῇ πρὸς τὸν υἱόν του.

―Ἄφησέ την, πατέρα, εἶπεν οὗτος, θέτων τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ βραχίονος τοῦ πατρός του.

― Τί γυρεύεις ἐσύ; ἐγόγγυσεν ὁ Πρωτόγυφτος. Κοιμήσου γρήγορα.

― Δὲν κάνεις καλά, πατέρα μου, εἶπεν ὁ νέος, ὡς νὰ διετέλει ἐν παραλήρῳ.

―Ἐσὺ θὰ μοῦ πῇς; εἶπεν ὀργίλως ὁ Γύφτος. Γκρεμίσου.

Ὁ Μάχτος ἐκινδύνευε νὰ παραφρονήσῃ. Ἔβλεπεν ὅτι τὸ πρᾶγμα καθίστατο σπουδαιότερον. Εἰς τὴν θύραν ἔβλεπεν ἀγνώστους ἀνθρώπους, οἵτινες ἐφαίνοντο πολυαριθμότεροι ἕνεκεν τοῦ σκότους, ἐνώπιον αὐτοῦ δὲ εἶχε τὸν πατέρα του, ὅστις τὸν ἠπείλει. Ὁ νέος τὰ ἔχασε καὶ ἠγνόει τί ὤφειλε νὰ πράξῃ.

Ἡ Ἀϊμὰ εἶχεν ἀνασηκωθῆ ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ ἐθεώρει μὲ μεγάλους ὀφθαλμούς, βοηθείᾳ τοῦ διπλοῦ φέγγους, ὅπερ εἰσεχώρει διὰ τῆς ἀνοικτῆς θύρας καὶ διὰ τῆς ἐπωροφίου ρωγμῆς, τὸν Πρωτόγυφτον καὶ τὸν Μάχτον, χωρὶς νὰ ἐννοῇ τί συνέβαινεν.

Ἐν τοσούτῳ δὲ εἶχον ἀφυπνισθῆ ὑπὸ τοῦ συμβάντος θορύβου ὁ Βοῦγκος καὶ ἡ γραῖα Γύφτισσα. Ὁ Βοῦγκος εἶχεν ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἦτο κεκμηκώς, διότι εἶχεν ἐργασθῆ ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐβαρύνετο νὰ ἐγερθῇ καὶ ἐσκέπτετο ἂν ἦτο ὀρθὸν νὰ τοὺς κλείσῃ πάλιν. Ἡ δὲ Γύφτισσα εἶχεν ἀναγγείλει τὴν ἀφύπνισίν της διὰ τελευταίου καὶ παρατεταμένου ρογχασμοῦ, ὅστις ἐχρησίμευεν αὐτῇ ὡς τρόπος μεταβάσεως ἀπὸ τοῦ ὕπνου εἰς τὴν ἐγρήγορσιν. Εἶχε δὲ ἀνακαθίσει ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς καὶ ἔξεεν ἀμφοτέρας τὰς μασχάλας, λέγουσα:

― Τί εἶναι τάχα; Τί εἶναι;

Ἀλλ᾽ οὐδεὶς ηὐκαίρει ὅπως ἀπαντήσῃ πρὸς αὐτήν. Ἕκαστος ἀπησχολεῖτο περὶ τῆς ἰδίας αὑτοῦ φροντίδος. Οἱ ἐκτὸς τῆς θύρας ἐφαίνοντο ὅτι εἶχον ἀρχίσει ν᾽ ἀνησυχῶσι. Χωρὶς νὰ τολμήσωσι νὰ εἰσέλθωσι, δι᾽ ἐλαφρῶν συριγμῶν προσεπάθουν νὰ παροξύνωσι τὰς ἐνεργείας τοῦ Πρωτογύφτου, συνιστῶντες αὐτῷ ταχύτητα. Ὁ δὲ Μάχτος ἀπεπειρᾶτο νὰ ἐμποδίσῃ τὸν πατέρα του, καίπερ ἀγνοῶν τί ἐσκόπει νὰ πράξῃ οὗτος.

Ὁ Πρωτόγυφτος εἵλκυσε τὴν Ἀϊμὰν σφοδρῶς ἀπὸ τοῦ βραχίονος.

― Σηκώσου, κορίτσι, γρήγορα, εἶπεν. Δὲν ἔχομε καιρὸν διὰ χάσιμο. Γμού! Χμρού!…

― Τί μὲ θέλεις, πατέρα; ἐψέλλισεν ἡ Ἀϊμά.

― Εἶσαι διὰ ταξίδι, εἶπεν ὁ Γύφτος.

― Διὰ ταξίδι; ἐπανέλαβεν ὁ Μάχτος ἀπορηματικῶς.

― Θὰ ὑπάγῃς μαζὶ μὲ τοὺς φίλους μου ἐκεῖ, εἶπεν αὐθαδῶς ὁ Πρωτόγυφτος, δείξας τὴν θύραν.

― Διὰ ποῦ, πατέρα; ἠρώτησεν ἐνεὸς ὁ Μάχτος.

― Δὲν εἶναι δουλειά σου, ἐγόγγυσεν ὁ Πρωτόγυφτος. Σύρε νὰ πλαγιάσῃς. Γμρού!

― Δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, εἶπε τολμηρῶς ὁ Μάχτος, τύψας τὸ ἔδαφος διὰ τοῦ ποδός.

―Ἀκόμη ἐδῶ εἶσαι; ἔγρυξεν ὁ Γύφτος. Ἄμε χάσου γρήγορα. Κρού!…

Ἡ Ἀϊμὰ εἶχε ρίψει βλέμμα ἐπὶ τοῦ Μάχτου, καὶ μεθ᾽ ὅλον τὸ ψηλαφητὸν σκότος, οἱ τέσσαρες οὗτοι ὀφθαλμοὶ ἔλαμπον ἀρκούντως, ὥστε νὰ συνεννοῶνται. Τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ἦτο ἱκετευτικὸν καὶ ἐξέφραζεν ὑπερτάτην ὀδύνην καὶ ἀπόγνωσιν. Ἡ Ἀϊμὰ ἐνόησε καλῶς περὶ τίνος ἐπρόκειτο. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπῆλθεν εἰς τὴν μνήμην της ἰδέα τις, ἣν πολλάκις ἤκουσεν ἐκφραζομένην παρὰ τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ, δὲν εἶχε δὲ δώσει σημασίαν εἰς αὐτὴν ἄλλοτε. Ἀλλὰ σήμερον ἀντελαμβάνετο πᾶσαν τὴν ἔννοιαν αὐτῆς. Ἐβόμβουν συνεχῶς εἰς τὰ ὦτα αὐτῆς αἱ μομφαί, ἃς ἤκουεν ἑκάστοτε ἐκτοξευομένας κατὰ τῆς φυλῆς τῶν Ἀθιγγάνων. Μία τῶν μομφῶν τούτων ἦτο, ὅτι συνήθιζον οὗτοι πρὸς τοῖς ἄλλοις ἐγκλήμασιν, ἅτινα διέπραττον, νὰ πωλῶσι τὰ ἴδια τέκνα των, ὁσάκις εὕρισκον ἀγοραστάς, καὶ μάλιστα τὰς θυγατέρας, ὅσαι ἦσαν ἀνεκταὶ τὸ εἶδος. Ἡ Ἀϊμὰ λοιπὸν ἀνεμνήσθη συγκεχυμένως τὸ πρᾶγμα τοῦτο.

― Θὰ μ᾽ ἐπώλησεν, εἶπε καθ᾽ ἑαυτήν, καὶ θέλει νὰ μὲ παραδώσῃ εἰς τὸν ἀγοραστήν, ὅστις εὑρέθη νὰ μὲ ἀγοράσῃ.

Ταῦτα διανοηθεῖσα ἡ Ἀϊμά, ἐπειράθη νὰ κατακλιθῇ ἐκ νέου καὶ νὰ σκεπασθῇ. Ἀλλ᾽ ὁ Πρωτόγυφτος τὴν ἔσυρε βαναύσως ἀπὸ τῆς χειρίδος τοῦ ὑποκαμίσου.

― Σηκώσου, σοῦ λένε, νὰ πᾶμε. Πολύ, βλέπω, ἀγαπᾷς τὸν ὕπνο.

― Ποῦ νὰ πᾶμε; εἶπεν ἡ Ἀϊμά.

Ὁ Πρωτόγυφτος δὲν ἀπήντησεν, ἐξηκολούθησεν ὅμως νὰ σύρῃ αὐτὴν τόσον σφοδρῶς, ὥστε ἔσχισε τὸ ὕφασμα, ὅπερ ἐκάλυπτε τὸ σῶμα τῆς νέας.

― Τί τὴν τραβᾷς, πατέρα; ἔκραξεν ὁ Μάχτος.

Ὁ Πρωτόγυφτος ἐφαίνετο ἀλλόφρων καὶ δὲν ἀπήντα εἰς οὐδὲν ἐρώτημα. Τὸ πρᾶγμα τῷ ἐφαίνετο ἀνωφελές.

Συγχρόνως μεταξὺ τῆς γύφτισσας καὶ τοῦ Βούγκου συνήφθη ταπεινῇ τῇ φωνῇ μακρὸς διάλογος. Οἱ δύο οὗτοι μόλις εἶχον ἀποσείσει τέλος τὸν ὕπνον, καὶ ἤρχισαν νὰ ἐννοῶσιν ὅτι συνέβαινέ τι.

― Κοιμᾶσαι, μεγάλε;

― Κοιμᾶσαι, μάννα;

―Ἐγὼ δὲν κοιμοῦμαι.

― Οὐδ᾽ ἐγώ.

― Καὶ τί ἀκοῦς;

― Κάτι τρέχει.

― Τί εἶναι;

―Ὁ ἀφέντης ἐσηκώθη.

― Καὶ τί κάνει;

― Δὲν ξέρω.

― Σηκώσου νὰ ἰδῇς.

― Νυστάζω, μάννα.

―Ἄ, τεμπέλη.

―Ὅλη μέρα δούλευα.

― Δὲν λαγκεύει* ἡ καρδιά σου;

― Διὰ τί πρᾶμα;

― Δι᾽ αὐτὸ ποὺ γίνεται.

― Τί μὲ μέλει;

― Σηκώσου ν᾽ ἀνάψῃς τὸν λύχνο.

― Τί 〈νὰ〉 τὸν κάμῃς τὸν λύχνο;

― Διὰ νὰ ἰδοῦμε τί εἶναι.

― Δὲν μποροῦμε νὰ ἰδοῦμε καὶ δίχως λύχνο;

― Σὺ εἶσαι νιὸς καὶ βλέπεις.

―Ἔ, πῶς νυστάζω.

―Ἄ, ὑπναρά.

―Ἄφσε με νὰ κοιμηθῶ.

― Νάνι, νάνι, τὸ μικρό.

― Ὠχού, οὐχού! ἔκαμεν ὁ Βοῦγκος χασμώμενος.

― Δὲν ἀκοῦς καὶ τὸν Μάχτο;

― Ποῦ ᾽ναι τος;

― Σηκώθηκε.

― Τί κάνει;

― Μιλᾷ μὲ τὸν πατέρα σου.

―Ἔ, ἄφσε τους νὰ μιλοῦν.

― Καὶ σὺ νὰ κοιμᾶσαι; Δὲν χόρτασες τὸν ὕπνο;

Ὁ Βοῦγκος δὲν ἀπήντησε πλέον. Εἶχεν ἐπανακλείσει τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ σχεδὸν ἀπεκοιμήθη ἤδη. Ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ ληθάργου τούτου ἔμελλε νὰ τὸν ἀποσπάσῃ ἡ διάτορος φωνὴ τοῦ Γύφτου. Οὗτος ἠκούσθη κράξας μεγαλοφώνως.

― Σηκώσου, Βοῦγκο! Τρέξετε, παιδιά, νὰ τὴν φθάσωμε!

Ὁ Βοῦγκος ἀνετινάχθη δι᾽ ἠλεκτρικοῦ κινήματος, καὶ ἀναπηδήσας ὠρθώθη, χωρὶς νὰ ἠξεύρῃ τί εἶχε συμβῆ. Ἤκουσε μόνον βήματα καὶ φωνὰς ἀνθρώπων, καὶ ἔσπευσεν εἰς τὴν θύραν. Ὁ θόρυβος οὗτος προῆλθεν ἐκ τοῦ τελευταίου βαναύσου κινήματος τοῦ Γύφτου, ὅστις ἠγωνίζετο ν᾽ ἀποσπάσῃ τὴν Ἀϊμὰν ἐκ τῆς κλίνης της, ἐκ τῆς ἀντιστάσεως αὐτῆς καὶ ἐκ τῆς παρεμβάσεως τοῦ Μάχτου. Ὁ νέος ἠναγκάσθη νὰ κρατήσῃ τὰς δύο χεῖρας τοῦ πατρός του ὅπως ἀπαλλάξῃ τὴν Ἀϊμὰν ἐκ τῆς ἐνοχλήσεως. Ἤλπιζε δὲ νὰ κατορθώσῃ ἐν τῷ μεταξὺ νὰ περιορίσῃ τὸν πατέρα του, καὶ ν᾽ ἀντισταθῇ ἀπηλπισμένως κατὰ τῶν πολιορκούντων τὴν εἴσοδον τῆς καλύβης. Ἀλλ᾽ οὐδὲ οὗτος προεῖδε τί ἔμελλε νὰ συμβῇ.

Ἰδοῦσα ἡ Ἀϊμὰ ὅτι ὁ Μάχτος εἶχε συλλάβει στιβαρῶς τὸν πατέρα του μὲ τὰς δύο χεῖρας, δὲν ἔχασε καιρόν. Ἥρπασε τὴν πρώτην ἀπεγνωσμένην ἰδέαν, ἥτις τῇ ἐπῆλθε, καὶ ἔσπευσε νὰ ἐκτελέσῃ αὐτήν, χωρὶς νὰ δύναται νὰ σκεφθῇ καλῶς. Ὥρμησεν ἐκτὸς τῆς κλίνης ὅπως ἦτο, μὲ τόσον γοργόν, ἐλαφρὸν καὶ σχεδὸν ἀδιανόητον κίνημα, ὥστε οὐδὲ παρετήρησεν ὁ Πρωτόγυφτος τὸ πήδημα αὐτῆς. Ὁ Μάχτος μόνον τὴν εἶδε, καὶ ἠθέλησε νὰ τὴν ἐμποδίσῃ διὰ τοῦ νεύματος, ἀλλ᾽ ἡ νέα ἀπήντησε δι᾽ ἑτέρου νεύματος ἐπιτακτικοῦ, καὶ ὁρμήσασα, ἥρπασε σιδηροῦν τι ἐργαλεῖον, ὅπερ εὗρε ψηλαφίνδα, διότι ἤξευρε καλῶς τὴν συνήθη θέσιν αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ἡμέρας. Σφίγξασα αὐτὸ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν της εἰς τὴν παλάμην, ἐρρίφθη εἰς τὴν θύραν, ὅπως εὑρίσκετο, ἀσκεπής, ἀνυπόδητος καὶ ἡμίγυμνος. Τοσοῦτον δὲ αἰφνίδιον καὶ ἀπροσδόκητον ἦτο τὸ κίνημα αὐτῆς, ὥστε οἱ ἐκτὸς τῆς θύρας, μόλις τὴν παρετήρησαν ὡς ὀπτασίαν, διολισθήσασαν διὰ μέσου αὐτῶν. Ἐν τούτοις εἷς τῶν ἀνθρώπων τούτων ἔδραμεν εὐθὺς κατόπιν της ὅπως τὴν συλλάβῃ, ἀλλ᾽ ἡ Ἀϊμὰ στραφεῖσα, ἐχύθη μὲ βιαίαν ὁρμὴν ἐπ᾽ αὐτοῦ, καὶ κατήνεγκε κατὰ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἰσχυρὸν κτύπον μὲ τὸ βαρὺ ἐργαλεῖον. Μέχρις οὗ οἱ ἄλλοι προλάβωσι νὰ τὴν καταδιώξωσιν, ἡ Ἀϊμά, πατοῦσα μὲ πόδας σεισουρίδος, ἔγινεν ἄφαντος.

Τότε ὁ Πρωτόγυφτος ἐνόησε μόλις τὴν φυγὴν αὐτῆς, καὶ ἔρρηξε τὴν ἀγρίαν ἐκείνην κραυγήν.

― Σηκώσου, Βοῦγκο! Τρέξετε, παιδιά.

Ἀλλ᾽ ὁ Μάχτος τὸν ἐκράτει σφιγκτῶς. Ἀγὼν συνήφθη μεταξὺ πατρὸς καὶ υἱοῦ. Ἡ πάλη διήρκεσεν ἐπὶ πολύ. Ὁ Γύφτος εἵλκυε τὸν Μάχτον ὁλονὲν πρὸς τὴν θύραν. Αἱ δυνάμεις δὲ τοῦ νέου ἐνέδιδον εἰς τοῦτο, ἀλλ᾽ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀφήσῃ. Ὅτε ἀνηγέρθη ὁ Βοῦγκος, εὗρε τοὺς δύο παλαίοντας ἀκριβῶς παρὰ τὴν θύραν.

― Τί εἶναι Μάχτο; Τί ἔχεις, πατέρα; Τί ἐπάθετε;

Καὶ ἐρρίφθη νὰ τοὺς χωρίσῃ. Ὁ Μάχτος δὲν ἠδύνατο ἐπὶ πλέον ν᾽ ἀντιστῇ. Ἄλλως δὲ ὁρμεμφύτως ἐνόησεν ὅτι ὁ κίνδυνος ἦτο ἀλλαχοῦ τοῦ λοιποῦ, καὶ ἀφήσας τὸν πατέρα του, ὥρμησε καὶ ἐξεπήδησε τῆς θύρας. Ἔτρεξε κατόπιν τῆς Ἀϊμᾶς.

― Πᾶμε, Βοῦγκο! γρήγορα! εἶπεν ἀσθμαίνων ὁ Πρωτόγυφτος. Μᾶς ἔφυγεν αὐτὴ ἡ δαιμονισμένη.

― Ποῦ, πατέρα;

Ὁ Γύφτος, χωρὶς ν᾽ ἀπαντήσῃ, ἔσπευσε νὰ ἐξέλθῃ. Ὁ Βοῦγκος τὸν ἠκολούθησε μηχανικῶς.

Ὁ Μάχτος εἶχεν ὁδηγηθῆ ἐκ τῶν βλεμμάτων καὶ τῆς στάσεως τῶν ξένων, ὧν δύο εἶχον τρέξει κατόπιν τῆς Ἀϊμᾶς, οἱ δὲ λοιποὶ ἔμενον. Ὁ δὲ πέμπτος εἶχε παραλυθῆ ἤδη, διότι ὁ κτύπος ὃν ἔλαβε κατὰ κεφαλῆς ἦτο λίαν σφοδρός. Ἰδὼν ὁ Μάχτος τὰ κινήματα ταῦτα, δὲν ἔχασε τὰ ἴχνη τῆς Ἀϊμᾶς, καὶ ἔδραμε πνευστιῶν κατόπιν αὐτῆς.

Ὁ δὲ Γύφτος μετὰ τοῦ Βούγκου δὲν ἐβράδυναν ν᾽ ἀκολουθήσωσιν αὐτούς.

Ἡ δυστυχὴς νέα, ἔντρομος, ἀγωνιῶσα, φρίττουσα, αἰσθανομένη ἑαυτὴν ἔρημον τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης βοηθείας, ἀφοῦ ἔτρεξεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν, ὅπως ἠδυνήθη, καὶ δι᾽ ἧς ὁδοῦ ἔτυχεν, ἀπηύδησε τέλος. Φθάσασα παρὰ τὸν αἰγιαλόν, δὲν εἶχεν ἄλλην διέξοδον ἢ νὰ ριφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλ᾽ ὅμως δὲν εἶχε τὴν τόλμην ταύτην. Ἤκουε τὰ βήματα τῶν καταδιωκόντων αὐτὴν προσεγγίζοντα. Κατὰ τύχην εἶδε μακρόθεν φῶς λάμπον, εὗρε θύραν τινὰ ἀνοικτήν, καὶ εἰσώρμησεν ἐκεῖσε ἀπηλπισμένη. Ἡ θύρα αὕτη ἦτο ἡ τοῦ καπηλείου τοῦ Κατούνα, ὅπου εἴδομεν αὐτὴν καταφυγοῦσαν ἐν ἀρχῇ τῆς ἱστορίας ταύτης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ´

Η ΔΙΩΞΙΣ

Ἔτρεχον κατόπιν αὐτῆς οἱ Γύφτοι, ἀλλὰ δὲν ἔτρεχον πάντες μὲ τὸν αὐτὸν σκοπόν. Ὁ μὲν Βοῦγκος ἔτρεχεν ὅλως αὐτοματικῶς, ὅπως ὑπακούσῃ εἰς τὸν πατέρα του, καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ συναίσθησιν τοῦ γεγονότος. Ὁ δὲ Πρωτόγυφτος, μὲ τὴν γλῶσσαν κρεμαμένην ἐκτὸς τῶν ὀδόντων, ἔτρεχεν ὅπως συλλάβῃ αὐτὴν καὶ τὴν παραδώσῃ ἐκεῖ, ὅπου τὴν ἐπώλησε. Τέλος ὁ Μάχτος ἔτρεχεν ἵνα τὴν σώσῃ, ἢ ἵνα συναποθάνῃ μετ᾽ αὐτῆς.

Κατόπιν τούτων ἔτρεχον καὶ οἱ ἔνοπλοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι, οἵτινες δὲν ἠδύναντο εὐκόλως νὰ τοὺς παρακολουθῶσι, διότι τὸ φέγγος τῆς σελήνης ἦτο θαμβόν, καὶ ἠγνόουν τὸ ἔδαφος τοῦ τόπου. Ἐν τούτοις καὶ οὗτοι ἔφθασαν μετά τινα χρόνον ὕστερον τῶν τριῶν Γύφτων.

― Πιάστε την! Πιάστε την! ἔκραζε λυσσῶν ὁ Πρωτόγυφτος, σείων τὴν πυράγραν ἣν ἐπρόφθασε ν᾽ ἁρπάσῃ ἐκ τοῦ χαλκείου.

― Πιάστε την! ἔλεγε μηχανικῶς καὶ ὁ Βοῦγκος.

Ὁ Κατούνας, ὁ Σκούντας καὶ ὁ Τρανταχτὴς εἶχον περικυκλώσει τὴν Ἀϊμάν, καὶ οἱ Γύφτοι δὲν ἠδύναντο εὐκόλως νὰ πλησιάσωσι.

― Γλυτῶστέ την! ἔκραξεν ὁ Μάχτος, ἐλπίσας βοήθειαν παρὰ τῶν ἀνθρώπων τούτων.

― Τί τρέχει; ἠρώτα ὁ μπάρμπα Κατούνας διανοούμενος ὅτι ἔπραξε κακῶς νὰ βραδύνῃ τόσον νὰ κλείσῃ τὸ καπηλεῖον. Οὗτος δὲν εἶχε πολλὴν περιέργειαν εἰς τὰς θορυβώδεις σκηνάς, καὶ δὲν ἠγάπα ἄλλους ἐπισκέπτας πλὴν τῶν συνήθων οἰνοποτῶν.

― Ἡσυχάσατε! ἔλεγεν ὁ Τρανταχτής. Τί ἔτρεξε;

― Μὴ ζυγώνετε, Γύφτοι! ἔκραξεν ὁ Σκούντας. Ἰδὼν οὗτος τὸ ἐρεθιστικὸν τῆς σκηνῆς ταύτης, ἐνόμισε καλὸν νὰ κάμῃ τὸν ἀνδρεῖον.

― Εἰπέτε μου ἐμένα, τί θέλετε; εἶπεν ὁ Τρανταχτής, ἐπιθυμῶν νὰ γίνῃ διαιτητής.

― Πιάστε την! ἔκραξε φρυάττων ὁ Πρωτόγυφτος. Καὶ ἠθέλησε νὰ συλλάβῃ τὴν Ἀϊμάν. Ἀλλ᾽ ὁ Σκούντας ἐτέθη ἐνώπιον αὐτῆς καὶ ἀπέκρουσε τὸν Πρωτόγυφτον.

― Θάρρος, Ἀϊμά, θὰ σὲ σώσω, ἔκραξεν ὁ Μάχτος, βλέπων μετὰ σπαραγμοῦ καρδίας τὴν νέαν ὅλην τρέμουσαν.

Τὴν στιγμὴν ταύτη εἰσῆλθεν ἡ συνοδία τῶν ὁπλοφόρων.

Ὁ μπάρμπα Κατούνας ᾐσθάνθη μεγίστην στενοχωρίαν, ὡς εἶδε τοὺς νέους τούτους ἐπισκέπτας.Ὁ Σκούντας καὶ ὁ Τρανταχτὴς ἐστράφησαν ἀνήσυχοι πρὸς τὴν θύραν.

Ὁ Μάχτος ἔτυπτε τὸ στῆθος καὶ ἀπέσπα τὰς τρίχας τῆς κόμης του.

―Ἂς εἶναι, θ᾽ ἀποθάνω μαζί της! Ἀπὸ τοῦτο δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ μ᾽ ἐμποδίσῃ, εἶπε μεγαλοφώνως.

― Τί ἔπαθες, φίλε μου; τὸν ἠρώτησε μετ᾽ οἰκειότητος ὁ Σκούντας.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, οἱ τρεῖς ὁπλοφόροι ἄνδρες προέβησαν ἀποφασιστικῶς πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο ἡ Ἀϊμά. Αὕτη μὴ δυναμένη νὰ σταθῇ ὀρθία, εἶχε ριφθῆ μὲ τὸ σῶμα ἐπικάρσιον παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ ἐκάθητο τρέμουσα εἰς τὴν ἄκρην. Ὁ Σκούντας ἵστατο ὡς προστάτης ἐνώπιον αὐτῆς. Παρ᾽ αὐτὸν ἵσταντο ὁ Τρανταχτὴς καὶ ὁ Κατούνας, εἶτα ἐφεξῆς ὁ Πρωτόγυφτος, ὁ Βοῦγκος καὶ ὁ Μάχτος.

Οἱ τρεῖς ἔνοπλοι ἄνδρες ἐζήτησαν ν᾽ ἀποσπάσωσι τὴν Ἀϊμὰν ἀπὸ τῆς κόγχης, ἐν ᾗ ἔκειτο. Ἀλλ᾽ ὁ Σκούντας ἐπεχείρησε ν᾽ ἀντιστῇ.

Ὁ Μάχτος ᾐσθάνθη τὰς δυνάμεις του ἐντεινομένας εἰς ἔσχατον καὶ ἀπεγνωσμένον ἀγῶνα. Ὕψωσε τὴν χεῖρα καὶ κατήνεγκε σφοδρὸν καὶ αἰφνίδιον κτύπημα κατὰ τοῦ πρώτου ἐφορμήσαντος. Οὗτος ἔσυρε τότε τὸ ξίφος καὶ ἠθέλησε νὰ διαπεράσῃ τὸν Μάχτον. Ἀλλ᾽ ὁ Πρωτόγυφτος ἰδὼν τὸν κίνδυνον ὥρμησε ταχὺς καὶ προέλαβε τὸ κτύπημα.

― Εἶναι γυιός μου, εἶπεν.

Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐπέστρεψε τὸ ξίφος εἰς τὸν κολεὸν καὶ ἐξηκολούθησε νὰ προχωρῇ πρὸς τὸ καταφύγιον τῆς Ἀϊμᾶς. Ἀλλ᾽ ὁ Σκούντας ἐρρίφθη ἐκ τῶν ὄπισθεν καὶ ἔκρουσεν αὐτὸν κατὰ τῶν νώτων. Πάλη τρομερὰ συνήφθη τότε μεταξὺ τῶν τριῶν ἐνόπλων καὶ τοῦ Σκούντα καὶ Μάχτου. Ὁ Σκούντας δὲν ἦτο ἄοπλος. Αἴφνης ἀνέσυρε μακρὸν ἐγχειρίδιον ἐκ τῆς ζώνης του, καὶ ἡ λάμψις αὐτοῦ ἰλλώπιζεν εἰς τὴν χεῖρά του, πάλλουσαν ὁρμητικῶς αὐτό. Ὁ Κατούνας ἀφῆκε κραυγήν.

― Πάει! Χαθήκαμε!

Καὶ συνῆψε τὰς χεῖρας, ὡς νὰ ἔμελλε ν᾽ ἀπαγγείλῃ τὴν τελευταίαν αὐτοῦ προσευχήν. Περιέφερε τεθλιμμένα βλέμματα ἀπὸ τῶν βαρελίων μέχρι τοῦ συρταρίου τοῦ λογιστηρίου του, καὶ δὲν ἤξευρε τί πρῶτον νὰ οἰκτείρῃ. Ἡ μάχη ἐξηκολούθει. Οἱ πέντε ἄνθρωποι ἀντήλλασσον πρὸς ἀλλήλους πληγὰς μὲ τὰ ὅπλα, μὲ τὰς χεῖρας, μὲ τοὺς ὄνυχας. Ὁ Πρωτόγυφτος ἔκραξε μόνον.

― Μὴ χτυπᾶτε τὸ γυιό μου!

Ἀλλὰ δὲν μετέσχε τῆς συμπλοκῆς. Ὁ Βοῦγκος ὅμως δὲν ἠδυνήθη μέχρι τέλους νὰ κρατηθῇ, καὶ ἐρρίφθη καὶ αὐτός, ὅπως ὑπερασπίσῃ τὸν Μάχτον. Ἰδὼν τὸ κίνημα τοῦτο, ὁ Πρωτόγυφτος ᾐσθάνθη τὸ νύγμα τῆς μεταμελείας δάκνον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.

― Τί ἔκαμα ἐγώ! εἶπε συνάψας τὰς χεῖρας. Τώρα βλέπω ὅτι κακὰ ἔκαμα! Γμού, χρού! Νὰ ἔσπαζα τὸ ποδάρι μου. Νὰ ἔβγαζα τὸ λαιμό μου. Τζάνουμ, μὴ χτυπιέσθε ἔτσι. Χμού, γρού! Μάχτο, φεύγα, μὴ χτυπᾷς. Θὰ σὲ σκοτώσουν, Μάχτο! Ἔ, δὲν κάνετε ἥσυχα. Κοίταξέ τους! Βοῦγκο! ἄκουσε τὸν πατέρα σου. Λυσσασμένοι εἶστε ὅλοι. Ὤχ, καημένος! Ἡσυχάσατε, καὶ μὴ κάμητε τόσο ἄσχημα. Ἔ, δὲν ἀκοῦτε; Ποιὸς διάβολος σᾶς ἔβαλε νὰ μαλώνετε ἔτσι; Δὲν μᾶς μέλει. Τί λέγω ἐγώ; Χμ… Γρ… Ὄρεξη ποὺ εἶχα νὰ κάμω τέτοια κουταμάρα. Φταίγω ἐγώ; Ἂς ἔλειπε αὐτὸς καὶ τὰ ὑπέρπυρά του. Κέφι ποὺ τὸ ἔχετε νὰ τρώγεσθε ἔτσι τόσην ὥρα! Βοῦγκο! Μάχτο! ἡσυχάσετε. Τίνος τὸ λέγω; Θὰ σᾶς σκοτώσουν. Μὴ βαρεθήκατε τὴ ζωή σας; Ἔ, Βοῦγκο! ἐσένα τὸ λέγω. Ἄφσε αὐτὸν τὸν ἄλλον, εἶναι τρελός. Ἐσὺ κάμε φρόνιμα!

Ὁ μονόλογος οὗτος ἐχρησίμευεν, οὕτως εἰπεῖν, ὡς κέλευσμα εἰς τοὺς διαπληκτιζομένους. Ἔμελλε δὲ νὰ παραταθῇ καὶ ἡ πάλη καὶ ὁ μονόλογος τοῦ Γύφτου ἐπ᾽ ἄπειρον, ἂν δὲν εἰσήρχετο τελευταῖόν τι πρόσωπον εἰς τὴν σκηνήν.

Τὸ πρόσωπον τοῦτο ἦτο ἀνὴρ μεσῆλιξ, αὐστηρότατος τὸ ἦθος, πλουσίως ἐνδεδυμένος, καὶ συνωδεύετο ὑπὸ ἓξ στρατιωτῶν. Προέβη δὲ λίαν ἀτάραχος πρὸς τὸ θορυβῶδες ἐκεῖνο σύμπλεγμα καὶ ἀποτείνας τὸν λόγον πρὸς τοὺς παρόντας εἶπεν.

― Ἡσυχάσετε. Σᾶς διατάττω ἐν ὀνόματι τῆς ἐξουσίας.

Καὶ οἱ ἓξ στρατιῶται, ὅπως ὑποστηρίξωσι τὸ παράγγελμα τοῦτο, προέβησαν κατόπιν αὐτοῦ καὶ ἔτειναν τὰς λόγχας πρὸς τοὺς παλαίοντας. Ὁ ξένος ἔκαμε νεῦμα, ἂν δὲν ἐπέλθῃ ἡσυχία, νὰ μετέλθωσι κατ᾽ αὐτῶν τὴν βίαν. Ἀλλ᾽ ἦτο περιττὴ ἡ πρόνοια αὕτη. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ἀπηυδηκότες ἤδη καὶ ὅλοι μεμωλωπισμένοι, δὲν εἶχον ὄρεξιν νὰ ἐξακολουθήσωσι τὴν πάλην καὶ ἀφορμὴν ἐζήτουν ὅπως εἰρηνεύσωσι.

― Τί τρέχει ἐδῶ; ἠρώτησεν αὐστηρῶς ὁ ἀρχηγὸς τῶν στρατιωτῶν. Διατί μαλώνετε; Τί θέλει ἐδῶ αὐτὴ ἡ νέα;

Οὐδεὶς ἀπήντησε.

― Σὲ λέγω, Πρωτόγυφτε, εἶπεν ὁ ἀρχηγός, στραφεὶς πρὸς τὸν τρέμοντα Γύφτον. Σὺ τὰ πταίεις ὅλα.

Ὁ Πρωτόγυφτος ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὴν κεφαλήν, καὶ τὰ εἶχε χάσει ἀπὸ πολλοῦ, ὥστε ἦτο ἀπηλλαγμένος τῆς ἀνάγκης τοῦ νὰ ὁμιλήσῃ.

―Ἐπληροφορήθην τὴν αἰσχρὰν διαγωγήν σου, ἐπανέλαβεν ὁ ἀρχηγός. Ἀλλὰ δὲν θὰ φέρῃς εἰς πέρας τὸν σκοπόν σου.

―Ὁρισμός σας, ἀφέντη, ἐτραύλισε τρέμων ὁ Πρωτόγυφτος.

― Ποῖος δαίμων σ᾽ ἐνέπνευσε νὰ πωλήσῃς τὴν κόρην σου; εἶπεν ἀμειλίκτως ὁ ἀρχηγός.

―Ἐγώ; ἐγόγγυσεν ὁ Πρωτόγυφτος· ᾐσθάνετο δὲ μεγίστην ἀτολμίαν καὶ ἐλυπεῖτο διότι δὲν ἦτο φύσει θρασύτερος, ὥστε νὰ ψευσθῇ μετ᾽ εὐχερείας.

― Καὶ ποῖος ἄλλος; ἐπανέλαβεν ὁ ἀρχηγός. Ὑπάρχει ἐδῶ ἄλλος, ὅστις νὰ δύναται νὰ κάμῃ τοιοῦτον ἔγκλημα; Τὴν κόρην σου, τὴν κόρην σου νὰ πωλήσῃς!

― Ποιὸς τὸ εἶπεν; Εἶναι ψέματα, εἶπεν ὁ Πρωτόγυφτος, ἀποκτήσας προσκαίρως τὴν δύναμιν τοῦ ψεύδους.

― Εἶναι ἀληθέστατον, ἐπέμενε λέγων ὁ ἀρχηγός. Τὴν ἐπώλησες, τὴν ἐπώλησες, ἀντὶ ἑκατοντάδων τινῶν φλωρίων. Ὁμολογῶ ὅτι ἐζήτησες ἀκριβά. Ἠδύνασο νὰ τὸ κάμῃς καὶ εὐθηνότερα.

―Ἄχ! γρού! ἔγρυξεν ὁ Πρωτόγυφτος.

―Ἀλλ᾽ εἶχες δίκαιον, ἐπανέλαβεν ὁ ἀρχηγός. Δίκαιον εἶχες, διότι δὲν εἶναι κόρη σου.

― Ποιὸς τὸ λέγει; ἐμορμύρισεν ὁ Πρωτόγυφτος.

―Ἐγὼ τὸ λέγω, καὶ τὸ ἠξεύρω. Δὲν εἶναι κόρη σου, καὶ τὴν ἐπώλησες. Ἀλλὰ μήπως καὶ ἂν ἦτο, δὲν ἤθελες τὴν πωλήσει;

― Οὔχ! ἔκαμεν ὁ Γύφτος.

― Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶναι κόρη σου, δὲν ἔχεις πλέον δικαίωμα νὰ τὴν κρατῇς, ἀφοῦ ἐφάνης ἄπιστος πρὸς αὐτήν.

―Ἔ; ἔκαμεν ὁ Γύφτος, ἐρεθισθείς.

― Καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ θὰ γίνω ἐγγυητὴς ὑπὲρ αὐτῆς, ἐπανέλαβεν ὁ ξένος.

―Ἐγγυητής;

― Καὶ θὰ τὴν παραδώσω εἰς μέρος ἀσφαλές, ὥστε νὰ μὴ φοβῆται πλέον τίποτε ἀπὸ καμμίαν ἐπιβουλήν.

― Τόσο καλύτερα, εἶπεν ὁ Γύφτος μὴ ἐννοῶν τί ἔλεγε.

― Βλέπω, σοῦ ἀρέσει, εἶπεν εἰρωνικῶς ὁ ξένος. Ἀληθῶς, ἀφοῦ ἐξέκαμες ἀπ᾽ αὐτὴν πλέον, θὰ εὐχαριστηθῇς ν᾽ ἀπαλλαχθῇς πάσης εὐθύνης εἰς τὸ μέλλον.

― Γκρού! ἔγρυξεν ὁ Πρωτόγυφτος.

―Ἀλλ᾽ ἡσύχασε, ἐγὼ δὲν τὸ κάμνω αὐτὸ διὰ τὸ καλόν σου. Σκοπεύω νὰ σὲ φυλακίσω αὔριον. Ὅσον δι᾽ ἀπόψε ἔχεις τὸ δωδεκάωρον δικαίωμα καὶ τὸ νυκτερινὸν ἄσυλον, τὸ ὁποῖον σοὶ χορηγεῖ ὁ νόμος, διὰ νὰ κρυφθῇς ἢ νὰ φύγῃς, ἂν προλάβῃς.

Ὁ Πρωτόγυφτος κατελήφθη ὑπὸ ἀληθοῦς τρόμου ἀκούσας τὰς τελευταίας ταύτας λέξεις. Ἐγονυπέτησε δὲ αὐτομάτως, καὶ ἐξαγαγὼν βαλάντιόν τι ἐκ τοῦ κόλπου του, εἶπε.

― Τζάνουμ, μὴ μὲ φυλακώνῃς, ἀφέντη. Νά καὶ τὰ φλωριὰ ὁποὺ πῆρα, τὰ παραδίδω εἰς τὴν ἐξουσίαν. Δὲν τὰ ἔγγιξα ἀκόμα οὔτε τὰ ἐμέτρησα. Μετρῆστέ τα, νὰ ἰδῆτε ἂν εἶναι σωστά, προσέθηκεν ὡς νὰ παρελάλει.

―Ἐγώ; εἶπε μετὰ περιφρονήσεως ὁ ἀρχηγός.

― Μὰ μὴ μοῦ παίρνετε τὸ κορίτσι μου, ἐξηκολούθησεν ὁ Πρωτόγυφτος, μετ᾽ αἰφνιδίας ἐκρήξεως φιλοστοργίας. Ἐγὼ τὸ ἀγαπῶ τὸ κορίτσι μου. Ἤμουν μωρὸς νὰ τὸ πωλήσω τὸ κορίτσι μου, τὸ ἔκαμα χωρὶς νὰ θέλω. Δὲν ἤξευρα, τζάνουμ, τί μοῦ γίνεται. Σκυλί σου εἶμαι, γατί σου εἶμαι, ἀφέντη, μὴ μοῦ παίρνῃς τὸ κορίτσι μου.

Εἰδεχθῶς κωμικὴ ἦτο ἡ σκηνὴ αὕτη τῆς γονυκλισίας καὶ τῶν ἱκεσιῶν τοῦ Γύφτου. Οἱ παρεστῶτες δὲν ἠδύναντο οὐδὲ νὰ γελάσωσιν, ᾐσθάνοντο δὲ οἶκτον καὶ ἀποστροφήν. Ὁ ἀρχηγὸς ἔμεινεν ἄκαμπτος καὶ δὲν ἀπήντησεν εἰς τὰς τελευταίας ἱκετευτικὰς λέξεις. Ἔνευσε δὲ πρὸς τοὺς στρατιώτας αὐτοῦ, καὶ οὗτοι ἀπήγαγον τὴν Ἀϊμὰν χωρὶς αὕτη νὰ δύναται ν᾽ ἀντιστῇ. Ὁ Μάχτος ᾐσθάνθη νέον σπαραγμόν, ὅτε εἶδε τὴν νέαν ἀπαχθεῖσαν, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἠδύνατο νὰ πράξῃ. Ἄλλως δὲ τῷ ἐπήνεγκε παραμυθίαν τινὰ καὶ ἐλπίδα ἡ τελευταία αὕτη σκηνή. Ὅτε ὁ ἀρχηγὸς μετὰ τῶν στρατιωτῶν ἐξῆλθον ἐκ τοῦ παραπήγματος ἀπάγοντες τὴν νέαν, τὰ μὲν ἄλλα πρόσωπα τῆς σκηνῆς ἔμειναν ἀκίνητα, ὁ δὲ Μάχτος, ὡς νὰ εἱλκύετο ὑπὸ ἀοράτου ἠλεκτρικῆς δυνάμεως, ἐξῆλθε κατόπιν τῆς συνοδίας καὶ ἠκολούθησεν αὐτὴν χωρὶς νὰ διστάσῃ. Τοῦτο δὲ ἔπραξεν ὅλως αὐθορμήτως, καὶ ἄνευ προμελέτης, ὡς ἐφαίνετο. Μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς καὶ ἄλλο πρόσωπον ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ καπηλείου καὶ ἠκολούθησε κατόπιν τοῦ Μάχτου. Ἦτο ὁ Σκούντας. Οὗτος, τοὐναντίον πρὸς τὸν νεαρὸν Ἀθίγγανον, ἐφαίνετο ὅτι ἔπραττε βεβουλευμένως. Ἐβάδισαν ἐπί τινα ὥραν. Ἡ συνοδία προεπορεύετο. Ὁ Μάχτος εἵπετο δεκαπέντε βήματα ὄπισθεν, ὁ δὲ Σκούντας ἐβάδιζεν ἄλλα πεντήκοντα βήματα κατόπιν αὐτοῦ. Ἔφθασαν δὲ μετ᾽ ὀλίγον εἰς τὴν κατοικίαν τοῦ ἀρχηγοῦ, καὶ οἱ στρατιῶται μετὰ τῆς Ἀϊμᾶς ἀνέβησαν ἐκεῖσε, ὁ δὲ Μάχτος ἔμεινε διστάζων κάτωθεν τοῦ οἴκου. Ὁ δὲ Σκούντας ἐκρύπτετο, καὶ εἶχε σταθῆ κατασκοπεύων ὄπισθεν τοῦ τοίχου.

Πρὸ μιᾶς μόλις ὥρας εἰς τὴν οἰκίαν ταύτην εἶχε συμβῆ τὸ ἑξῆς. Ἄνθρωπός τις ἐπαρουσιάσθη καὶ ἔκρουσε τὴν θύραν. Ἀνοιχθείσης ταύτης εἰσῆλθε καὶ εὗρε τὸν κάτοικον τῆς οἰκίας, ὅστις ἦτο ἑκατόνταρχος, καὶ διῴκει τὴν ἐν τῷ τόπῳ στρατιωτικὴν δύναμιν. Οὗτος ἔδειξε μέγιστον σέβας πρὸς τὸν ἐπισκέπτην του, εὐθὺς ὡς τὸν εἶδε.

― Τί διατάττει ὁ ἄρχων; εἶπε. Πῶς εὑρέθη ἐδῶ;

― Φίλε μου, θέλω τὴν συνδρομήν σου, εἶπεν ὁ ἐπισκέπτης.

―Ὁρισμός σας.

― Συνέβη κάτι.

Καὶ διηγήθη μὲ δύο λέξεις ὁ ἐπισκέπτης τὰ πρό τινων στιγμῶν συμβάντα ἐν τῷ χαλκείῳ ὡς καὶ ἄλλην τινὰ λεπτομέρειαν, ἣν ἔκρινεν εὔλογον ν᾽ ἀνακοινώσῃ πρὸς τὸν ἑκατόνταρχον. Οὗτος δὲ τὸν ἤκουσε μετὰ περιεργείας.

― Καὶ τώρα τί μέλλει νὰ γίνῃ; εἶπεν.

―Ἔχεις στρατιώτας ἀρκετούς; εἶπεν ὁ ἄρχων.

―Ἐδῶ ἔχω πέντε ἢ ἕξ. Κοιμῶνται.

―Ἀφύπνισέ τους.

Ὁ ἑκατόνταρχος προσεκάλεσε διὰ παλαμοκρουσίας τὸν ὑπηρέτην του, καὶ μετεβίβασεν αὐτῷ τὴν διαταγὴν τοῦ ἄρχοντος. Ἐντὸς ὀλίγων στιγμῶν οἱ τέως ὑπνώττοντες στρατιῶται ἦσαν ὄρθιοι καὶ ἕτοιμοι. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἄρχων ἔλεγεν.

― Αὐτοὶ θὰ εἶναι ἐδῶ σιμά. Νομίζω μετέβησαν πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, εἶπε δείξας τὴν παραλίαν.

― Πιστεύω.

―Ὁπως καὶ ἂν ἔχῃ, δὲν δύνανται ν᾽ ἀπομακρυνθῶσι πολύ. Δύνασαι νὰ τοὺς φθάσῃς;

― Δύναμαι.

―Ἂν εὕρῃς τὴν νέαν μεμονωμένην, ἅρπασέ την, καὶ μὴ φροντίζῃς πλέον διὰ τοὺς ἄλλους.

― Καλῶς.

―Ἂν τὴν εὕρῃς περικυκλωμένην, σκόρπισέ τους καὶ ἀπείλησον ὀλίγον τὸν Πρωτόγυφτον. Ὕστερον παράλαβε τὴν νέαν καὶ φύγε.

― Ποῦ νὰ τὴν ὁδηγήσω;

―Ἐδῶ θὰ σᾶς περιμένω.

― Καλῶς ἔχει.

Καὶ ὁ ἑκατόνταρχος τεθεὶς ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ἑξανδρίας, ἀνεχώρησε προθυμότατος εἰς τὴν ἀποστολὴν ταύτην. Ἀποτέλεσμα τῶν ὁδηγιῶν, ἃς εἶχε δώσει αὐτῷ ὁ ἄρχων, ἦτο ἡ σκηνὴ ἣν ἀνωτέρω διηγήθημεν, καθ᾽ ἣν ὁ ἑκατόνταρχος παρέστησε τοιοῦτον μέρος, ὥστε νὰ ἐμπνεύσῃ τρόμον εἰς τὸν Πρωτόγυφτον, νὰ καταπτοήσῃ τοὺς ἄλλους πάντας καὶ ν᾽ ἁρπάσῃ τὴν Ἀϊμὰν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν.

Ὁ μόνος, ὅστις ἂν δὲν ἐκέρδησέ τι, δὲν ἐζημιώθη τοὐλάχιστον ἐκ τῆς σκηνῆς ταύτης, ἦτο ὁ Τρανταχτής. Ὁ φίλος οὗτος εἶχε πρὸς τοῖς ἄλλοις τὸ σπάνιον προτέρημα νὰ μὴ ἀποβάλλῃ εὐκόλως τὴν ἀταραξίαν εἰς τὰς δυσκόλους περιστάσεις. Ὁ μπάρμπα Κατούνας, ὅτε εἶδε τὰ πράγματα στενά, καθ᾽ ἣν στιγμὴν εἶχεν εἰσέλθει εἰς τὸ καπηλεῖον ὁ ἑκατόνταρχος μετὰ τῶν ὑπ᾽ αὐτὸν ἀνδρῶν, δὲν ἔχασε καιρόν. Ἔρριψε τελευταῖον τεθλιμμένον βλέμμα εἰς τὰ πράγματά του καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν, ἐγκαταλιπὼν εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ ἐχθροῦ τὰ βαρέλια, τὰς φιάλας, τὰ ποτήρια καὶ πρὸ πάντων τὸ συρτάριον, ὅπου εἶχε τὰς πενιχρὰς εἰσπράξεις του. Μετ᾽ αὐτὸν ἐξῆλθον ἀμοιβαδὸν ὁ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ στρατιῶται ἄγοντες τὴν Ἀϊμάν, εἶτα ὁ Μάχτος καὶ ὁ Σκούντας, εἶτα ὁ Πρωτόγυφτος, ὁ Βοῦγκος καὶ οἱ λοιποί. Πάντες οὗτοι οὔτ᾽ εἶχον παρατηρήσει τὴν λαθραίαν ἐξαφάνισιν τοῦ Κατούνα, οὔτε ἠδύναντο νὰ ὑποπτεύσωσιν αὐτήν. Ἀλλ᾽ ὁ ἡμέτερος φίλος Τρανταχτὴς εἶχε συνήθειαν νὰ παρατηρῇ πάντοτε τὰ συμβαίνοντα, καὶ οὐδεμία λεπτομέρεια διέφευγε τὴν προσοχὴν αὐτοῦ. Ἄλλως δὲ καὶ ἂν ἦτο ἀφῃρημένος, ἤθελεν εὐκόλως παρατηρήσει ὅτι εἶχεν ἀπομονωθῆ, μετὰ τὴν ἔξοδον τῶν λοιπῶν προσώπων.

Ὅτε λοιπὸν εἶδεν ἑαυτὸν μόνον ἐν τῷ καπηλείῳ, ἐγέμισε δύο φιάλας οἶνον, ἔθεσεν αὐτὰς εἰς τὰ εὐρύχωρα θυλάκια τοῦ ἐπενδύτου του, εἶτα ἤνοιξε τὸ συρτάριον τοῦ Κατούνα, εὗρεν ἐκεῖ κέρματά τινα, τὴν πώλησιν ὅλης τῆς ἡμέρας, μὴ ὑπερβαίνουσαν δύο δραχμὰς τοῦ παρ᾽ ἡμῖν νομίσματος, ἐμέτρησεν αὐτά, τὰ ἔθεσεν εἰς τὸν πυθμένα τοῦ θυλακίου του, ἔσβεσε τὸν λύχνον καὶ ἐξελθὼν ἔκλεισε τὴν θύραν καὶ ἔγινεν ἄφαντος.

Συνέχεια... (Μέρος II)