ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1988

Ζ´ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ

ΤΑΞΙΔΙ - ΒΑΠΟΡΙ - ΡΩΜΕΪΚΟ

Οἱ πέντε ἐπιβάται εἶχαν πλαγιάσει εἰς τὰς πέντε κοκέτας των, καί τινες αὐτῶν ἐκάπνιζον, ἐπὶ τῶν προσκεφάλων ἀκουμβημένοι, καὶ συνωμίλουν εὔθυμα καὶ τετριμμένα, ἐνῷ δύο ἄλλοι τοὺς ἔκαμνον τὸ μπάσο, ρέγχοντες δυνατά.

Πῶς ἄνθρωπος ὄχι πολὺ ὑγιὴς σωματικῶς, καὶ ὅστις ἀπὸ δώδεκα ἢ δεκατεσσάρων ἐτῶν δὲν εἶχε κοιμηθῆ ἐντὸς τοῦ αὐτοῦ θαλάμου μὲ ἄλλο ἄτομον, τὸ ἀναφέρω ὄχι ὡς καλὸν παράδειγμα, ἀλλά, τέλος, ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτὸν ἀτυχῶν περιστάσεων εἶχε συνηθίσει, ὁ μισάνθρωπος, νὰ μὴ στέργῃ τὸν συγχρωτισμόν, πῶς, λέγω, θὰ ἠδύνατο νὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν, μεταξὺ τοῦ σωροῦ ἐκείνου, ἐντὸς χώρου τριῶν ἢ τεσσάρων τετραγωνικῶν πήχεων, καὶ ὑπὸ ὕψος ὀρόφου ὀργυιᾶς καὶ ἡμισείας; Τοῦτο ἦτο ἐπεῖγον πρὸς λύσιν πρόβλημα.

Ἡ ἕκτη κοκέτα ἦτο εὔκαιρος ἀκόμη, καὶ εἰς ταύτην μὲ ἔταξε νὰ εἰσέλθω,  ἢ μᾶλλον ν᾿ ἀναρριχηθῶ, ὁ γεννάδας, ὁ καμαρότος. Καλὰ ἢ κακά, τὸ κατώρθωσα, μὲ ὀλίγους μόνον λακτισμοὺς εἰς τὸ κενόν, μὲ ἓν γλίστρημα καὶ μικρὸν ξεφλούδισμα τῆς χειρός, καὶ μὲ δύο ἢ τρεῖς κονδύλους εἰς τὸ μέτωπον. Τέλος ἤμην ἐπὶ τῆς κλίνης μου.

Ἦτο, νομίζω, μετὰ τόσα ἔτη, ἡ πρώτη φορὰ καθ᾿ ἣν ἐταξίδευα, καὶ ἀκόμη ἡ πρωτίστη καθ᾿ ἣν ἀνερριχώμην οὕτως εἰς κοκέταν ἐντὸς ἀτμοπλοίου διὰ νὰ κοιμηθῶ. Ποῦ οἱ κλασικοί, ἀλησμόνητοι ἐκεῖνοι χρόνοι, τῆς παλαιᾶς Ἑ(λληνικῆς) Ἀ(τμοπλοΐας)! Σήμερον ἦτο συναγωνισμὸς μεταξὺ ἑταιρειῶν καὶ ὑφεταιρειῶν, καὶ τὸ πρᾶγμα μεγάλως διέφερε.

Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον οἱ ἐπιβάται τῆς Α´ θέσεως, παραδείγματος χάριν, οἱ περισσότεροι, δὲν ἐπλήρωναν ναῦλον. Ἐκ τῶν ἐπιβατῶν τῆς Β´ σχεδὸν κανεὶς δὲν εὕρισκε κλίνην. Οἱ ἐπιβάται τῆς κουβέρτας, ἐξαιρουμένων τῶν μακαρίων ἐκείνων μὲ τὴν τραγόκαπαν, τοὺς ὁποίους ποτὲ δὲν ἔπαυσα νὰ ζηλεύω, καὶ οἵτινες παντοῦ ὅπου ὑπάγουν, εὑρίσκουν εὔκολα τὴν ἄνεσίν των καὶ τὸ ρογχάλισμά των, εἶχαν προκαταλάβει ὅλας τὰς διαθεσίμους κλίνας τῆς Β´ θέσεως, τοῦ ἀμπαρίου καὶ τῆς πλώρης. Ἐξώδικα πρακτορεῖα, in partibus, ὑπῆρχον παντοῦ ἐντὸς τοῦ ἀτμοπλοίου. Ἄλλο ἐπίσημον τιμολόγιον ἐφήρμοζεν ὁ λογιστής, ἄλλο ἀνεπίσημον εἶχεν ἐν ἰσχύι ὁ δεύτερος λοστρόμος, ἄλλο ὁ καμαρότος τῆς Β´ καί τινες τῶν ναυτῶν. Τὰ εἰσιτήρια ὅμως τῶν τελευταίων δὲν τὰ ἐλάμβανεν ὑπ᾿ ὄψιν ὁ πρῶτος, καὶ κατὰ τὴν γενικὴν ἀπαίτησιν τῶν εἰσιτηρίων, θὰ τὰ εὕρισκες σκοῦρα, ἐὰν δὲν ἐπρόφθανες μετὰ ταχύτητος καὶ τόλμης νὰ κατέλθῃς νὰ κρυφθῇς εἰς τὰς μηχανὰς κάτω, ὅπου ὁ θερμαστής, ὅλος μαῦρος ἀπὸ τὰ κάρβουνα καὶ κόκκινος ἀπὸ τὴν φωτιάν, θὰ σοῦ ἐφαίνετο ὡς μανιακὸν εἶδος γύφτου, καὶ βλέπων σε θὰ ἔκαμνε τοιοῦτον ἀκούσιον κίνημα μὲ τὸ τεράστιον πτύον του, ὡς νὰ εἶχε διάθεσιν νὰ σὲ φτυαρίσῃ καὶ νὰ σὲ ρίψῃ καὶ σέ, ὡς ἰσοδύναμον μ᾿ ἕνα καντάρι κάρβουνα, εἰς τὸν φοβερὸν ἐκεῖνον κλίβανον. Ἀλλ᾿ ὁ μηχανικὸς ὁ γουρλομάτης, ὁλοξούριστος καὶ κοκκινοπρόσωπος, θὰ σοῦ ἔρριπτε τρομερὸν βλέμμα.

- Γκοντέμ! Χουὸτ᾿ς δ᾿ μέτ᾿;

Καὶ δεικνύων σοι ὀπίσω τὴν σιδηρᾶν, λιπώδη, ὀλισθηρὰν κλίμακα.

- Φοὺλλ στήμ!

Τὸ βλέμμα καὶ ἡ χειρονομία ἦσαν ἀρκετὰ εὔγλωττα, καὶ περιττὸν θὰ ἦτο νὰ ἐννοῇς τὰς λέξεις, εἰς τὰς ὁποίας ἄλλως ἐκεῖνος ἔδιδε πάντοτε ἰδιάζουσαν τροπικὴν σημασίαν.

Εἰς ἐμὲ ἰδοὺ τί εἶχε συμβῆ μίαν φοράν, ὅταν ἐμαθήτευα, πρὸ εἰκοσιπενταετίας. Εἶχα λάβει εἰσιτήριον Γ´ θέσεως. Ἀλλ᾿ ὁ γερο - Σταγειρίτης, ὁ πράκτωρ, μοῦ εἶχε δώσει συστατικὰ εἰς τοὺς ὑποπλοιάρχους, λογιστὰς καὶ λοιποὺς διὰ νὰ μοῦ δώσουν κλίνην εἰς τὴν δευτέραν θέσιν. Ἐνωρὶς εἶχα καταλάβει ἐγὼ τὴν κοκέταν. Εἰς τὴν Στυλίδα, τὰ μεσάνυκτα, εἶχεν ἐπιβιβασθῆ ὁλόκληρος καραβιὰ ταξιδιωτῶν, καὶ πολλοὶ τούτων εἶχον εἰσιτήρια Β´ θέσεως... Κατῆλθον πάνοπλοι, δηλαδὴ μὲ τὲς βαλίτσες καὶ τὲς ὀμπρέλες καὶ τὰ ταμπάρα των, καὶ ἰδόντες ὅτι ὅλαι αἱ κλίναι ἦσαν πιασμέναι, ἤρχισαν νὰ ἐκτοξεύουν ἀναθέματα καὶ νὰ ἐκφωνοῦν μακροὺς φιλιππικούς, λέγοντες ὅτι ἡ ἑταιρεία τοὺς λῃστεύει, κτλ. Εἰς μάτην ὁ ὑποπλοίαρχος καὶ ἄλλοι τοὺς ὑπεδείκνυον τὴν ἐπιφύλαξιν, ἥτις ἦτο τυπωμένη εἰς τὸ ὄπισθεν παντὸς εἰσιτηρίου: «Εἰς τοὺς ἐπιβάτας τῆς Α´ καὶ Β´ θέσεως δίδεται καὶ κλίνη, ἐὰν ὑπάρχῃ διαθέσιμος». Αὐτά, ἔλεγον ἐκεῖνοι, γράφονται διὰ τὸν τύπον, καὶ πρέπει ἡ ἑταιρεία νὰ εἶναι συνεπής, καὶ τὰ τοιαῦτα.

Εἷς τῶν ἐπιβατῶν, εὔκολος εἰς τὸ λέγειν, ὅστις ἦτο, νομίζω, ἀνώτερος δικαστικός, προσεφέρθη συνήγορος ὑπὲρ τῆς κατηγορουμένης. Ἡ Ἑταιρεία, ἔλεγεν, ἐθυσιάσθη καὶ θυσιάζεται, ἐζημιώθη καὶ ζημιώνεται, δι᾿ ἕνα ἱερὸν σκοπόν. Τὴν φράσιν καὶ τὴν ἰδέαν ταύτην ἐπανελάμβανεν ἐπὶ μακρόν, συμπλέκων καὶ μεταθέτων ἄλλοτε ἄλλως τὰς λέξεις.

Ἦτο τότε ὀλίγα ἔτη μετὰ τὴν Κρητικὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1866-68. Καὶ τὸ ἀτμόπλοιον, ἐφ᾿ οὗ εὑρισκόμεθα, ἦτο, νομίζω, αὐτὸ τὸ ἐξακουστὸν Πανελλήνιον - ἐὰν δὲν ἦτο ἡ Ὕδρα. Διότι αὐτὰ τὰ δύο ἦσαν τὰ μικρότερα, τὰ ἔχοντα τὸν στενώτερον χῶρον δι᾿ ἐπιβάτας, καὶ ἐφ᾿ ἑνὸς τούτων ἦτο πιθανώτερον νὰ συμβῇ ἔρις περὶ κλινῶν.

Δεύτερος συνήγορος ἐπαρουσιάσθη εἷς ἄνθρωπος ὑψηλός, μελαψός, ὅλος κόκκαλα, μὲ μακρὸν μανδύαν καὶ μὲ βαθεῖαν γενειάδα. Τὸν ἔβλεπα σχεδὸν πάντοτε ἐπὶ τῶν ἀτμοπλοίων, ὁσάκις ἐταξίδευα, καὶ θαρρῶ πὼς δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ αὐτά. Κάτω, εἰς τὴν Β´ θέσιν, προεξῆρχε πάντοτε εἰς τὸν λασκενὲ καὶ εἰς τὸ τέρτσο - τίρο. Εἰς τὴν ὁμιλίαν του ἐπανήρχοντο συχνότατα αἱ φράσεις «Σᾶς περικαλῶ», καὶ «νὰ μᾶς καθυποβάλῃ θέλησιν» καὶ «μ᾿ ἐκτιμεῖτε» καὶ τὸ «αἴστημά μου» καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι. Τοσαῦτα μόνον ἐνθυμοῦμαι περὶ τοῦ ἀτόμου του, τὸ δὲ ὄνομά του ποτὲ δὲν ἠμπόρεσα νὰ τὸ μάθω.

Βλέπων καὶ ἀκούων ἐγὼ ἀπὸ τῆς κοκέτας μου (διότι, ποῦ νὰ ἠμπορέσω νὰ κοιμηθῶ!) τὰς ἐξημμένας ὄψεις καὶ τὰς ὀργίλας φωνὰς τῶν ἐπιβατῶν ἐκείνων, ἐνόμισα ὅτι ἔβλεπα αὐτὸ τὸ φάντασμα τῆς συνειδήσεως, καὶ ὅτι ἤκουα τὴν φωνήν της. Ἴσως μ᾿ ἐκυρίευσε καὶ φόβος ὅλως παιδικός, μὴ τυχὸν μὲ βγάλουν στανικῶς ἐκεῖθεν, ἐν τῷ δικαίῳ των, αὐτοὶ οἵτινες εἶχαν πληρώσει Β´ θέσιν, ἐμὲ ὅστις εἶχα πληρώσει μόνον κουβέρταν. Ἀνεπήδησα εὐθύς, ἐσηκώθην, καὶ ἐπειδὴ εἶχα πάντοτε συνήθειαν νὰ μὴ ἐκδύωμαι ἐντελῶς ὅταν ἤμην ταξιδιώτης καὶ ἐκοιμώμην εἰς προσωρινὸν μέρος, δὲν ἐχρειάσθη πολλὴ ὥρα διὰ νὰ πηδήσω κάτω, νὰ λάβω τὸν κοῦκκον μου καὶ τὸ πανωφόρι μου εἰς τὴν δεξιὰν χεῖρα, τὰ ὑποδήματα καὶ τὰς κάλτσας μου εἰς τὴν ἀριστεράν, καὶ ξυπόλυτος, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ γδυτὸς ὅλως διόλου, ἀνέβην τρέχων εἰς τὸ κατάστρωμα. Εἰς τὸν δρόμον συνήντησα τὸν καμαρότον, καὶ τοῦ εἶπα ὅτι εἶχα παραιτήσει τὴν κοκέταν, καὶ ἂς τὴν διαθέσῃ ὅπως θέλει. Πολὺ καλά.

Ἀλλ᾿ οἱ χρόνοι ἐκεῖνοι ἔφυγον πρὸ πολλοῦ, καθὼς ἔφυγε καὶ ἡ νεότης, καὶ τώρα, μετὰ τόσα ἔτη, ἀποκαμωμένος παλαιστὴς τοῦ βίου, εὑρισκόμην πάλιν πλαγιασμένος ἐντὸς κοκέτας ἀτμοπλοίου. Ἦτο ἐποχὴ συναγωνισμοῦ, ὡς εἶπα, καὶ οἱ ναῦλοι ἔβγαιναν εἰς μειοδοτικὴν δημοπρασίαν. Ἀνεπιτήδειος καὶ ἀνίκανος διὰ παζάρια, ἐγὼ εἶχα πληρώσει ἐννέα δραχμὰς δι᾿ εἰσιτήριον Β´ θέσεως ἀπὸ Πειραιῶς εἰς Βόλον. Γνώριμός μου ἄλλος εἶχε δώσει μόνον ἓξ δραχμὰς διὰ τὴν Α´ θέσιν. Τρίτος τις εἶχε δαπανήσει τέσσαρας δραχμὰς διὰ τὴν Β´ θέσιν, ἄλλος δὲν εἶχεν ἐπιτύχει εὐθηνότερα τοῦ ταλλήρου διὰ τὴν κουβέρταν, καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Τὸ κατ᾿ ἐμέ, δὲν μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶχα δώσει πολλά, ἐξ ἐναντίας. Ἀλλ᾿ ἦτο οἰκτρὰ κατάστασις, καὶ δὲν προεμάντευέ τις αἴσια διὰ τὸ μέλλον τῆς ἀτμοπλοΐας ἐν Ἑλλάδι, οὐδ᾿ ἔβλεπε ποῦ θὰ καταντήσῃ ἐπὶ τέλους ὀ καταστρεπτικὸς αὐτὸς συναγωνισμός.

Ὁ Θεὸς τοὺς εἶχε φωτίσει, τοὺς πρὸ ἐμοῦ κατόχους τοῦ πνιγηροῦ θαλαμίσκου, νὰ μοῦ ἀφήσουν τὴν κοκέταν αὐτήν. Ὅταν εἶχα εἰσέλθει, πρὸ μικροῦ, ὁ ἀὴρ δὲν ἦτο πολὺ διεφθαρμένος, καὶ τώρα ἐνόησα διατί. Ἡ πόρτα εἶχεν ἀνοιχθῆ καὶ κλεισθῆ συχνά, καὶ εἶχον σχηματισθῆ μικρὰ παροδικὰ ρεύματα. Ἐπὶ τῆς κοκέτας μου ἦτο ἡ θυρίς, τὸ μικρὸν στρογγυλὸν παραθυράκι, μὲ τὴν χονδρὴν ὕαλον, καὶ ἡ θυρὶς αὕτη ἦτον ἀνοικτή. Οἱ κύριοι ἐνοοῦσαν νὰ εἶναι, καὶ ἀπαιτοῦσαν νὰ εἶναι ἀνοικτή, καὶ εἶχαν δίκαιον. Μόνον κανεὶς ἐξ αὐτῶν δὲν θ᾿ ἀπεφάσιζε νὰ προτιμήσῃ τὴν κοκέταν ἐκείνην. Ὅλοι ἐνόμιζαν ὅτι θὰ ἐκρύωναν, ἂν εἶχαν τὸ παραθυράκι ἀνοικτόν, καὶ τὸ ἐλαφρόν, δροσερὸν ἀπόγειον τῆς νυκτός, καθὼς παρέπλεε τὴν ἀκτὴν τὸ ἀτμόπλοιον, θὰ κατήρχετο ὅλον δριμὺ ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ τῆς ἀριστερᾶς πλευρᾶς τοῦ κοιμωμένου.

Ἂς πᾶν - νὰ νόμιζαν!

Ἐγὼ ἤμην σχεδὸν ἄρρωστος, εἶχα πάθει πρὸ μικροῦ ἀπὸ τὸν στόμαχον, ὀφείλω νὰ τὸ ὁμολογήσω. Πλὴν δὲν ἦτο τόσον ἀπὸ κατάχρησιν στομαχικήν, ὅσον ἀπὸ σκύψιμον καὶ ὀκτάωρον συνεχῆ καθημερινὴν ἐργασίαν ἄνευ τοῦ τεταγμένου ἁγιασμοῦ τῆς ἡμέρας τῶν Σαββάτων.

Ἦτο τὴν Πέμπτην τῶν Βαΐων, 7 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1894. Μετὰ τόσων ἐτῶν ξενιτευμὸν θὰ ἐπήγαινα νὰ ἑορτάσω τὸ Πάσχα πλησίον τῶν πτωχῶν, γηραιῶν γονέων μου. Ἡ αὔρα τῆς θαλάσσης καὶ ἡ ἀναψυχὴ καὶ ἡ βραχεῖα σχολή, καὶ ὁ ἀὴρ τῆς μικρᾶς, πτωχῆς καὶ ἀφανοῦς, τῆς γενεθλίας νήσου, ἤλπιζα εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅτι θὰ μοῦ ἀπέδιδον τὴν ὑγείαν. Καὶ δὲν ἐψεύσθην τῆς ἐλπίδος.

Ἀπηλλαγμένος δὲν ἤμην κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ κρυολογήματος, ἂν ἐκοιμώμην μὲ τὴν θυρίδα ἀνοικτήν. Ἀλλὰ θὰ ἔμενα ἄυπνος ὅλην τὴν νύκτα. Ὕπνον δὲν εἶχα, καὶ ἂν εἶχα θὰ τὸν ἔχανα, εἰς τὸ θαλάμι, εἰς τὸ χαμάμι, εἰς τὸ πνικτήριον, εἰς τὸ σφλομωτήριον ἐκεῖνο. Ἡ ἐνδεχομένη νὺξ βασάνου κατέστη νὺξ παραμυθίας καὶ ἀπολαύσεως δι᾿ ἐμέ.

Τὸ μικρὸν στρογγυλὸν παραθυράκι ὑπῆρξεν ἡ παρηγορία μου. Ἦτο μία θυρὶς πρὸς τὸ ἀχανές, πρὸς τὸ ἄπειρον. Ἦτο ἓν τῶν πολλῶν ὀμμάτων τοῦ γίγαντος τοῦ ὀλισθαίνοντος εὐρύθμως, τοῦ πλέοντος καμαρωτά, μετὰ κανονικοῦ θορύβου καὶ βοῆς, τοῦ ἐλαυνομένου ἀπὸ λευκὴν ἄχνην καὶ ἐξερευγομένου μαύρους καπνούς, ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ ὁποίου, ὡς κώνωψ ἐπὶ κέρατος βοός, ὡς ἀσθενὴς νεοσσὸς ἐπὶ τῶν πτερύγων πελαργοῦ, ἤ, καλύτερον, ὡς κογχύλιον κολλημένον εἰς τὸ δέρμα τῆς φαλαίνης, ἤλπιζα κ᾿ ἐγὼ νὰ φθάσω εἰς τὸ τέρμα τοῦ ταξιδίου μου.

Ἔβλεπα γωνίαν οὐρανοῦ, ἔβλεπα λωρίδα θαλάσσης καὶ ὑψηλὴν ὀφρὺν ἀκτῆς καὶ κορυφὴν βράχου φεύγουσαν καὶ ἐκλείπουσαν. Εἶδα τὴν σελήνην δυομένην. Τὴν εἶδα, πρὶν κρύψῃ ὄπισθεν τῶν ὀρέων τὸν ἡμίφωτον δίσκον της, νὰ σταθῇ καὶ νὰ ρίψῃ τὰς τελευταίας ὠχράς, μελαγχολικὰς ἀκτῖνάς της ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ Σουνίου. Εἶδα τὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς, εἶδα τὰ ἐρείπια τῆς Σουνιάδος, εἶδα τοὺς κίονας τῆς Παρθένου, νὰ δέχωνται τὴν μελιχρὰν σκιαύγειαν τῶν βελῶν καὶ τῶν φίλτρων τῆς Ἑκάτης, ἐπὶ τῶν γυμνῶν καὶ ἡγιασμένων καὶ χρισμένων ἀπὸ τὰς θυέλλας καὶ ἀπὸ τοὺς αἰῶνας μαρμάρων των.

Παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἔστελλα φίλημα διὰ τῆς χειρός... ἀλλ᾿ εἶχα λησμονήσει  πρὸ πολλοῦ πῶς στέλλονται τὰ φιλήματα. Ἀκουσίως ἔκαμα τὸν σταυρόν μου. Ὁ Χριστιανὸς τῆς σήμερον ἔστελλε διὰ μέσου ὀγδοήκοντα γενεῶν θρησκευτικὸν χαιρετισμὸν εἰς τὸν εἰδωλολάτρην τὸν πρὸ εἴκοσι καὶ πέντε αἰώνων.

Τὰ ἄστρα εἰς τὸν οὐρανὸν ἔτρεμον, ἔτρεμον, καὶ ἔσβηναν, καὶ ἔμεναν ἀναμμένα. Τὰ κύματα ἔφρισσον κάτω περὶ τὴν τρόπιν τοῦ πλοίου, στείρῃ πορφύρεα μεγάλ᾿ ἴαχον. Ἡ αὔρα ἡ ἀπόγειος ἐφύσα δροσερωτέρα καὶ ψυχροτέρα ὁλονέν. Πόρρω, ἐν ἀπόπτῳ, ὑπεφάνη ἓν φῶς, τὸ ὁποῖον ἔσβηνε καὶ ἤναπτε κ᾿ ἐστριφογύριζεν. Ἦτο φάρος. Εἶτα ἄλλο καὶ ἄλλο φῶς καὶ φῶς, κόκκινον, πράσινον, ἀνερχόμενον, κατερχόμενον, ὑποβρύχιον, ἐναέριον. Ἦτο ἀτμόπλοιον φεῦγον.

Μικρὸν πλοιάριον μὲ ἓν ἱστίον ἐφάνη ὁποὺ ἔπλεε σύρριζα εἰς τὴν ἀκτήν, πέραν τοῦ Λαυρείου, χωλαῖνον, καὶ σκαμπανεβάζον, καὶ παραδέρνον εἰς τὸ σκότος, ὡς νὰ εἶχε κολλήσει εἰς τὸν βράχον καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ξεκολλήσῃ. Δεύτερον πλοῖον, γολετὶ ἀρματωμένον, μὲ φλόκους καὶ τρία πανιὰ ἐπὶ τοῦ πρῳραίου ἱστοῦ, μὲ μπούμαν ἐπὶ τοῦ πρυμναίου, ἐσάλευεν ἀντίπρῳρα πρὸς ἡμᾶς. Ἄλλη βρατσέρα, ἀγωνιῶσα νὰ εὕρῃ τὸν ἀέρα, μὲ τὴν πρῷραν ἐγκάρσιον πρὸς τὸν Γραῖον ἢ ΒΑ, ἐτέντωνεν ἀντίπλευρα τὰ δύο πανιά της, δεξιόθεν καὶ ἀριστερόθεν τοῦ σκάφους. Ἄνθρωποι ἠγωνίων, κ᾿ ἐπάλαιον κ᾿ ἐτήκοντο, εἰς τὸ καραντὶ κ᾿ εἰς τὴν χιονιάν, εἰς τὴν φουσκοθαλασσιὰν κ᾿ εἰς τὴν μπόραν, διὰ νὰ κερδήσουν ὄχι τὸν ἄρτον, ἀλλὰ τὸ δίπυρον τὸ καθημερινόν.

Καλό σας κατευόδιο, φτωχοὶ τυραγνισμένοι!

Εἶπεν ἡ καρδία μου αὐθόρμητος εἰς τοὺς ἀγνώστους τούτους. Ἦτο ἡ ἐπῳδὸς ᾄσματος ἐπιθαλασσίου καὶ αἰθερίου ποιήματος κοινοτοπιακοῦ, ὑψηλοῦ, παθητικοῦ, ἀνιαροῦ καὶ σπαρακτικοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν ὑπῆρξε ποτέ, καὶ τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ· ἂς μὴ εὑρέθη ποιητὴς διὰ νὰ τὸ συνθέσῃ, μήτε μουσικὸς διὰ νὰ τὸ τονίσῃ.

Παρῆλθον οὕτω πολλαὶ ὧραι. Αἴφνης ὁ ἄνεμος ἐκόπασεν, ὁ ἀὴρ κατέστη χλιαρώτερος, καὶ ἠκούσθη ἡ ὑπόκωφος ἐκείνη σιγαλὴ βοή, μὲ τοὺς δρόμους καὶ κρότους καὶ φωνὰς ἐπάνω εἰς τὴν κουβέρταν, ἡ προαγγέλλουσα τὴν προσέγγισιν εἰς ὅρμον, πλησίον πολίχνης τινός. Ἐκ τῆς ἀριστερᾶς πλευρᾶς τοῦ πλοίου, ὅπου ἤμην πλαγιασμένος, δὲν ἔβλεπα τότε εἰμὴ πέλαγος, καὶ τὰ βουνὰ ὡς σκοτεινοὺς ὄγκους ἀπωτέρω. Ἐσυμπέρανα ὅμως ὅτι προσηγγίζομεν εἰς τὸ Ἀλιβέρι. Ἦτο ἡ μόνη στιγμή, καθ᾿ ἣν θὰ ἠδυνάμην ἴσως ν᾿ ἀποκοιμηθῶ, θωπευόμενος ἀπὸ τὴν μαλακωτέραν ἐκείνην αὔραν. Ἀλλὰ μ᾿ ἐξύπνησαν οἱ τόσοι κρότοι καὶ θόρυβοι τῆς κουβέρτας, καὶ ἡ τραχεῖα φωνὴ τοῦ λοστρόμου, ὅστις ἐκεραυνοβόλει τοὺς ὀλίγους λεμβούχους, ὅσοι εἶχον πλησιάσει:

- Ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα, ζᾶ!... Ἀβάρα! Σία, ἐσύ, ἀτζαμή! Δὲν ξέρετε ἀκόμη πῶς νὰ ζυγώσετε στὸ καράβι... Κοιτᾶχτε, μὴ σᾶς βουλιάξῃ ἡ γουργούλα, καὶ χάσ᾿ ἡ Πόλη γάϊδ... δαρο!

Ἀπεπλεύσαμεν. Εἶχε χαράξει ἤδη. Ἦτο ροδίνη αὐγή. Μετ᾿ ὀλίγον θὰ ἤρχετο ἡμέρα. Δὲν ἠμποροῦσα πλέον νὰ κοιμηθῶ. Μοῦ ἐπῆλθεν ὁ συνήθης ἀπὸ δύο ἑβδομάδων γουργουρισμός, ἡ τρεμούλα καὶ ἡ μικρὰ λιποθυμία.

Ἀπὸ δέκα ἢ δώδεκα ἡμερῶν ἡ τροφή μου ἦτο πεντάκις τῆς ἡμέρας ἀνὰ ἓν μισοβρασμένον αὐγόν. Καὶ αὐτὸ τὸ γάλα μοὶ ἦτο δύσπεπτον. Ἔκαμνα νὰ σηκωθῶ, καὶ ἔλεγα πῶς θὰ εὕρω τὸν καμαρότον ἢ τὸν ἐργολάβον τόσον πρωὶ ἀκόμη.

Εὐτυχῶς μοῦ ἦλθεν ἐπικουρία. Ὁ πατριώτης μου νέος, ὁ φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς σχολῆς Γεώργιος Π..., μὲ εἶχε βοηθήσει πολλαχῶς ἤδη εἰς τὸ ταξίδιον αὐτό, καὶ ὡς ἰατρὸς ἀκόμη, μὲ την πρώιμον κρίσιν του.

Ἐνῷ ἐχάραζεν ἀκόμη μ᾿ ἐνθυμήθη καὶ κατέβη νὰ ἰδῇ τί γίνομαι. Μ᾿ ἐβοήθησε νὰ καταβῶ ἀπὸ τὴν κοκέταν, ὡσὰν ἀπὸ κλωβόν, ἢ ἀπὸ κρεμαστὸν κόφινον. Μέγας στοιβαγμὸς ἐπιβατῶν δὲν ὑπῆρχεν ἐπάνω. Ἄχ! διατί νὰ μὴν ἔπαιρνα κ᾿ ἐγὼ τρίτην θέσιν; Θὰ εἶχα χορτάσει οὐρανόν, ἀέρα, θάλασσαν.

Πόσον περικαλλῶς, καὶ πόσον μεγαλοπρεπῶς ἐρρόδιζεν ἡ αὐγή! Ὁ Γεώργιος μοῦ ἔδωκε νὰ τυλιχθῶ εἰς δύο μαλλίνας σινδόνας καὶ σκεπάσματα τὰ ὁποῖα εἶχε, κ᾿ ἐπῆγε νὰ ξυπνήσῃ τὸν βοηθὸν τοῦ ἐργολάβου, διὰ νὰ μοῦ φέρῃ ἀναψυκτικόν τι.

Εἶτα ἔκλεψα ἕνα ὕπνον τυλιγμένος εἰς τὰ θερμὰ σκεπάσματα, καὶ μὲ ἐξύπνησεν ὁ ἥλιος ἀνατέλλων.

Ὅλην τὴν ἡμέραν ἤμην εὔθυμος, καὶ ᾐσθανόμην ταχεῖαν βελτίωσιν.

Φεῦ! ὡς θλιβερὰν ἀνάμνησιν θὰ μνημονεύσω τὴν ἑξῆς συγκυρίαν. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην Παρασκευήν, 8 Ἀπριλίου, περὶ μεσημβρίαν, εἴδομεν μακρόθεν τὴν Ἀταλάντην. Τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας, συνέβη ὁ πρῶτος ὀλέθριος σεισμός, ὁ καταστρέψας τὴν Ἀταλάντην. Ἂς εἶναι ἵλεως ὁ Πλάστης εἰς τὴν ἀνθρωπότητα!

Τὴν ἑσπέραν ἐφθάσαμεν εἰς Βόλον. Καὶ ἦτο αὕτη ἡ προτελευταία φορὰ ὁποὺ ἔκαμα ταξίδι μὲ βαπόρι ρωμέικο.

(1895)

ΟΙΩΝΟΣ

Τὸ ἐκήρυξεν ὁ θεῖος Ὅμηρος πρὸ ἐτῶν τρισχιλίων: Εἷς οἰωνὸς ἄριστος!...

Εὗρεν εὐκαιρίαν νὰ βάλῃ εἰς τὸ στόμα τοῦ Ἕκτορος ὅλην τὴν ἀηδίαν, ὅσην τοῦ ἐνέπνεον κατὰ βάθος οἰωνοὶ καὶ οἰωνοσκόποι, καίτοι, λόγῳ τοῦ ἐπικοῦ ἀξιώματος, ἦτο ἠναγκασμένος, ὁ θεσπέσιος, νὰ περιγράφῃ μετὰ μεγάλης σοβαρότητος ὅλας τὰς τελετὰς καὶ τὰς ἀσκήσεις τῶν θυσιῶν, καὶ τῶν οἰωνῶν, καὶ τῶν μαντευμάτων.

Καὶ ὁ Κάτων, ὁ ἄκαμπτος Ρωμαῖος, εἶπε, χίλια ἔτη ὕστερον: Si augur augurem...

Δηλαδή, ἐὰν οἰωνοσκόπος συναντήσῃ οἰωνοσκόπον, δὲν ἠμπορεῖ νὰ κρατήσῃ τὰ γέλια...

Οἱ μόνοι ἀληθεῖς οἰωνοὶ εἶναι τὰ πράγματα. Πλήν, ἂν ὑπάρχωσιν ἄλλοι συμβολικοί, ἐναέριοι ἢ ἐπίγειοι οἰωνοί, ἔρχονται ἐπικουρικῶς μόνον, διὰ ν᾿ ἀνοίξουν τὰ ὄμματα τῶν τυφλῶν, ὅσοι δὲν βλέπουν τὰ πράγματα.

Ἀφοῦ αἰτήσω συγγνώμην ἀπὸ τὸν ἀναγνώστην διὰ τὸ βάναυσον καὶ ὄχι πολὺ κόσμιον ἴσως τοῦ συμβόλου ἐνταῦθα, θὰ διηγηθῶ ἕνα οἰωνόν.

Ἕνα καιρόν, δύο νέοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς μοὶ ἐτύγχανε, διὰ νὰ εἴπω κατὰ Πλάτωνα, ἐγγύτατα γένους ὢν καὶ ἐν τῷ αὐτῷ οἰκῶν, ἔκαμναν τὸν ἔρωτα εἰς μίαν νέαν, ἥτις δὲν εἶχεν εἴδησιν τοῦ πράγματος. Διότι εἶχεν ἴσως τόσους λατρευτάς, ὅσας χιλιάδας προῖκα. Δὲν εἶχε καιρὸν ἡ ἰδία, μὲ τὰς ἁβρὰς καὶ τρυφερὰς χεῖράς της, καὶ μὲ τοὺς μεγάλους τακεροὺς ὀφθαλμούς της, νὰ μετρήσῃ οὔτε τὸν σωρὸν τῆς μιᾶς οὔτε τὴν ἀγέλην τῶν ἄλλων.

Ἴσως οἱ δύο, περὶ ὧν ὁ λόγος, δὲν ἦσαν τόσον ὑγιῶς προικοθῆραι, ὅσον νοσηρῶς αἰσθηματικοί. Ἡ κόρη ἦτο χαριεστάτη. Μετεῖχε καλῶν αἰσθημάτων καὶ δὲν ἦτο ἄμοιρος καλῆς ἀγωγῆς. Ἐξαιρέσει τῆς οἰήσεως καὶ τοῦ ἐξιππασμοῦ τῶν νεοπλούτων, κατὰ τὰ ἄλλα ἦτο ἄμεμπτος. Ἀδιάφορον ὅμως.

Ἓν δειλινόν, ἢ μίαν ἑσπέραν, δὲν ἐνθυμοῦμαι καλά, φθινοπώρου ἀρχομένου, οἱ δύο νέοι ἐκάθηντο ὑπαίθριοι, χωριστὰ ὁ καθείς, ἔξωθεν ζυθοπωλείου, καὶ ἐκοίταζαν ἀντικρὺ τὸν ἐξώστην της. Ἐπερίμεναν πότε νὰ φανῇ. Ἤλπιζον νὰ πέσῃ ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ ματιά της ἡ ποθεινή.

Τὸ ἐλάχιστον τυχαῖον βλέμμα της ἦσαν ἱκανοὶ νὰ τὸ ἐκλάβουν ὡς σκόπιμον καὶ σημαντικόν, καὶ πλάττον εὐτυχίαν δι᾿ αὐτούς. Μωρότεροι τοῦ Ναρκίσσου, κατωπτρίζοντο ὄχι εἰς τὸ φεῦγον ρεῦμα τοῦ ρύακος, ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἀεικίνητον βλέμμα τῆς κόρης.

Ἡ κόρη ἐξῆλθεν. Ἐκοίταξεν ἐδῶ, ἐκοίταξεν ἐκεῖ, ἴσαξε τὰ μαλλιά της, ἔρριψε βλέμμα εἰς τοὺς δύο νέους, τοὺς ἀφῆκε νὰ τὴν κοιτάζουν καὶ νὰ χάσκουν, καὶ προσήλωσε τὸ ὄμμα εἰς ἓν ἀόριστον ὑψηλὸν σημεῖον τῆς πόλεως ἢ τοῦ ὁρίζοντος, εἰς ἓν κωδωνοστάσιον ἢ ἓν νέφος. Ποῦ ἀλλοῦ;

Ἐντοσούτῳ ἐκεῖνοι τὴν ἐθώπευον, τὴν ἔτρωγον, τὴν ἔλειχον, τὴν ἐπιπίλιζον, ἐνετρύφων μὲ τὸ βλέμμα, καὶ ἦσαν οἰκτρῶς εὐτυχεῖς.

Ὅσον καὶ οἱ ἔγκλειστοι τῶν ὑγιεινῶν οἴκων.

Τέλος ὁ εἷς ἀπέσπασε τὸ ὄμμα.

Ἴσως τοῦ ἦλθεν ἀμυδρὰ ἡ συναίσθησις τοῦ κωμικοῦ.

Τὸ βλέμμα του ἔπεσε χαμαί, εἰς τὴν γῆν. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὑπῆρχεν ἐκεῖ, ὑπὸ τὸν ἐξώστην, μία μεγάλη, λευκή, ὑπερήφανος σκύλα. Ὡραία σκύλα, γένους ἐκλεκτοῦ.

Ἡ σκύλα ἐχαμήλωνε κάτω τὴν κεφαλὴν καὶ ἔψαχνε καὶ ἐζήτει τροφήν.

Ὄπισθεν τῆς οὐρᾶς της ἵσταντο δύο μικρά, οἰκτρὰ κυνάρια.

Τὰ δύο κυνάρια ἐμάχοντο μεταξύ των, ἔγρυζον, ἔτριζον τοὺς ὀδόντας, καὶ ἐζήτουν, πότε τὸ ἕν, πότε τὸ ἄλλο (καὶ πάλιν αἰτῶ συγγνώμην), νὰ ἐπιβῶσι τῆς σκύλας.

Ἀλλὰ δὲν ἔφθαναν.

Τὰ νῶτα τῆς σκύλας ἦσαν πολὺ ὑψηλά.

Θὰ τοὺς ἐχρειάζετο σκαλωσιὰ διὰ ν᾿ ἀναβῶσιν.

Ἡ μεγάλη, εὔμορφη σκύλα, οὔτε ἐγύριζε νὰ τὰ ἰδῇ, τὰ δύο κυνάρια. Ἔκυπτε χαμαί, ἐξηκολούθει νὰ ψάχνῃ, καὶ δὲν ἠνωχλεῖτο ποσῶς ἀπὸ τὰς παιδιὰς οὔτε ἀπὸ τὰς ἐπιχειρήσεις των.

Οὔτε τὰ ἐνεθάρρυνε, οὔτε τὰ ἀπεθάρρυνε. Προφανῶς, εἶχε πεποίθησιν εἰς τὰ ὑψηλὰ νῶτά της.

Τὰ δύο κυνάρια ἐξηκολούθουν νὰ μάχωνται, νὰ γρύζουν καὶ νὰ δαγκάνωνται, ἑωσότου, τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἔφθασε μέγας, μαῦρος σκύλος.

Ὁ μαῦρος σκύλος ἐγαύγισε μεγαλοπρεπῶς, ἔδειξε τοὺς ὀδόντας, ἐφυγάδευσε τὰ δύο κυνάρια, καὶ ἔμεινε κύριος τοῦ πεδίου, ἐκρέμασε τὴν γλῶσσαν, ὠργίασεν, ἐγαύγισε... καὶ γαυγίζει ἀκόμη.

Τὸ σύμβολον ἦτο εὔγλωττον. Ὁ οἰωνὸς ὡμίλει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ.

Ὁ νέος ὁ εἷς, «ὁ ἐγγύτατα καὶ ἐν τῷ αὐτῷ οἰκῶν», τὸ ἐνόησεν, ἔφυγε, καὶ ἀκόμη φεύγει, διότι δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ τὰ βγάλῃ πέρα μὲ τὸν μαῦρον σκύλον. Ὁ ἄλλος δὲν ἐβράδυνε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ.

Ἀλλὰ τί ἐχρειάζετο ὁ οἰωνός;

Μήπως δὲν ἦσαν τὰ πράγματα; Μήπως δὲν ἦτο ἡ δυσαναλογία τοῦ πλούτου καὶ τῆς κοινωνικῆς θέσεως, καὶ τὸ ὕψος τῶν νώτων;

Ὁμοίως, καὶ παντοῦ ἀλλοῦ.

Τί χρειάζεται ὁ οἰωνός;

Μήπως δὲν εἶναι τὰ πράγματα;

Εἷς οἰωνὸς ἄριστος. Ἀλλὰ τίς ἔβαλεν εἰς πρᾶξιν τὴν συμβουλὴν τοῦ θειοτάτου ἀρχαίου ποιητοῦ; Ἐκ τῆς παρούσης ἡμῶν γενεᾶς τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης;

Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ «στειρεύοντος πρὶν καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον»;

Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κα-

κοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεοκοπίας.

Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης;

Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.

Καὶ σήμερον, νέον ἔτος ἄρχεται. Καὶ πάλιν τί χρειάζονται οἱ οἰωνοί; Οἰωνοὶ εἶναι τὰ πράγματα.

Μόνον ὁ λαὸς λέγει: «Κάθε πέρσι καλύτερα».

Ἂς εὐχηθῶμεν τὸ ἀρχόμενον ἔτος νὰ μὴ εἶναι χειρότερον ἀπὸ τὸ ἔτος τὸ φεῦγον.

(1896)

Η ΕΙΣ ΓΙΑΝΝΕΣΒΟΥΡΓ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Ἡ καταστροφὴ εἰς τὴν Ἰωαννούπολιν ἢ Γιάννεσβουργ τῆς Ἀφρικῆς, περὶ ἧς ἐγράψαμεν χθές, συνέβη εἰς τὸ πολυάνθρωπον προάστιον Βρέδενδορπ, τὸ ὁποῖον κατοικεῖται ἀπὸ πτωχοὺς λευκούς, Μαλαίους, Καφφίρας καὶ Κινέζους.

Ὀκτὼ τεράστια κιβώτια πλήρη δυναμίτιδος ἐφορτώνοντο εἰς τὸν σιδηρόδρομον τῶν Κάτω Χωρῶν, ὅταν εἰς τὰς τρεῖς μ.μ. τῆς Τετάρτης ὅλη αὐτὴ ἡ δυναμῖτις ἐξερράγη μετὰ τρομακτικῆς σφοδρότητος. Μία τρύπα ἤνοιξεν εἰς τὴν γῆν 200 ποδῶν τὸ μῆκος, 80 ποδῶν τὸ εὖρος καὶ 30 ποδῶν τὸ βάθος. Ἡ γραμμὴ τοῦ σιδηροδρόμου καὶ ὅλα τὰ τραῖνα τῶν βαγονίων τὰ εὑρισκόμενα ἐκεῖ πλησίον ὁλοσχερῶς κατεστράφησαν. Αἱ σιδηραῖ τροχιαὶ ἐξετοπίσθησαν, ἄξονες δὲ καὶ ἄλλα βαρέα σιδηρᾶ εἴδη ἐτάφησαν εἴκοσι πόδας ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν. Ὅλαι αἱ οἰκίαι, αἱ ἐντὸς ἀκτῖνος ἡμίσεος μιλίου, κατεστράφησαν.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀστυνομίας, ἐκ τῶν ὁποίων πολλοὶ ἦσαν οἱ ἴδιοι πληγωμένοι, ἔτρεξαν εἰς βοήθειαν τῶν θυμάτων, καὶ εἰς τὸ ἔργον τοῦτο ἔτυχον τῆς συνδρομῆς πολλῶν οἰκειοθελῶς προσελθόντων. Ἀδύνατον ἦτο νὰ ὑπολογισθῇ τὸ πλῆθος τῶν θυμάτων, καθόσον οἱ πλεῖστοι ἐτάφησαν ὑπὸ τὰ ἐρείπια. Μέχρι τῆς δεκάτης ὥρας τῆς νυκτὸς 40 πτώματα εἶχον ἐκταφῆ, ἀποτεθέντα προσωρινῶς εἰς τὴν ἐκεῖ λέσχην τῶν ἀθλητῶν. Τὰ ἠκρωτηριασμένα σώματα, πολλὰ τούτων μόνον κορμοί, ἔκειντο εἰς σειρὰς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, μέλη δὲ καὶ ἄλλα τεμάχια σωμάτων, τῶν ὁποίων ἀδύνατον ἦτο νὰ εὑρεθῇ ἡ ταυτότης, συνηθροίσθησαν καὶ ἐδέθησαν εἰς σάκκους.

Δι᾿ ὅλης τῆς ἑσπέρας ὑπὲρ τὰ διακόσια πληγωμένα πρόσωπα εἰσήχθησαν εἰς τὸ νοσοκομεῖον. Ὅλαι αἱ κλῖναι κατελήφθησαν ὑπὸ τῶν πρώτων ἀφιχθέντων, κ᾿ ἐκεῖνοι οἵτινες ἐκομίσθησαν ἀργότερον ἐστρώθησαν κάτω εἰς τὸ πάτωμα. Κλαίουσαι γυναῖκες καὶ παιδία περιεκύκλουν πολλοὺς τῶν πασχόντων. Ἀτελείωτον ρεῦμα ἁμαξῶν καὶ κάρων, γεμάτων ἀπὸ πληγωμένους, νεκροὺς καὶ θνήσκοντας ἤρχετο ἀπὸ τὴν σκηνὴν τῆς συμφορᾶς. Ὅταν τὰ νοσοκομεῖα δὲν ἠδύναντο πλέον νὰ χωρέσουν ἄλλους, προσωρινὸν θεραπευτήριον διωργανίσθη. Δὲν ὑπῆρχεν ἔλλειψις χειρουργικῆς καὶ ἄλλης συνδρομῆς. Ἰατροί, νοσοκόμοι καὶ ἄλλοι πρόθυμοι βοηθοὶ εἰργάσθησαν τόσον καλά, ὥστε ἐντὸς τῆς ἑσπέρας ἑκατὸν ἐκ τῶν ἐλαφρότερον πληγωμένων ἀπελύθησαν μετ᾿ ἐπιδέσμων τῶν τραυμάτων. Τέσσαρες βαρέως τραυματισμένοι ἐξέπνευσαν εἰς τὸ νοσοκομεῖον.

Ἓξ μικρὰ κοράσια λευκά, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἐκρήξεως ἵσταντο ἔξω τῆς οἰκίας ὅπου κατῴκουν, ἐφονεύθησαν ὅλα εἰς τὸν τόπον. Ἐπί τινος σωροῦ παριστῶντος πᾶν ὅ,τι ἔμενεν ἐκ τῆς οἰκίας του, νεκρὸς εὑρέθη καθισμένος κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας ἐπιζῶν παιδίον τραυματισμένον. Πανταχόσε ἔτρεχον ἔκφρονες οἱ ἄνθρωποι, ἀναζητοῦντες συγγενεῖς των λείποντας.

Πλεῖσται τῶν καταστραφεισῶν οἰκιῶν ἦσαν κτισμέναι ἐκ πλίνθων καὶ σιδήρου. Διὰ τοῦτο ἡ φύσις αὐτὴ τῶν ἐρειπίων καθίστα τὸ ἔργον τῆς ἐξαγωγῆς τῶν πτωμάτων δυσκολώτερον, καὶ πολλοὶ ἀπέθανον ἐνῷ ἐξήγοντο.

Ἡ δόνησις τῆς ἐκρήξεως ἦτο εὐκρινῶς αἰσθητὴ εἰς Γιωανσβούργην,  ἀλλὰ δὲν ἐπῆλθον ἐκεῖ θάνατοι οὔτε σπουδαῖαι ζημίαι. Ἡ συμφορὰ ἐν τούτοις ἐνεποίησε γενικὴν θλῖψιν, καὶ πᾶσα ἐργασία διεκόπη.

Συνεισφορὰ πρὸς βοήθειαν τῶν παθόντων, ἐκ τῶν ὁποίων χιλιάδες ἔμειναν ἄστεγοι, ἤνοιξεν ἀμέσως, καὶ μέχρι τῆς 10 ὥρας τῆς ἑσπέρας ἐνεγράφησαν διὰ 60 χιλιάδας λίρας.

Πῶς σᾶς φαίνεται; Δὲν εἶναι λογικώτατον; Ὅλη ἐκείνη ἡ τεραστία ποσότης τῆς δυναμίτιδος δὲν ἦτο προωρισμένη εἰς καταστροφήν; Καὶ ὅ,τι ἔγινε τί ἄλλο ἦτο εἰμὴ προεξόφλησις τῆς καταστροφῆς;

Πόσα ἐγκλήματα ἀναρχικῶν καὶ ἄλλων προελήφθησαν διὰ τῆς αὐτομάτου ἐκείνης ἀναφλέξεως;

Καὶ παρ᾿ ἡμῖν, μεταξὺ τοῦ πτωχοῦ ἐργατικοῦ κόσμου, πόσοι πετροκόποι, πόσοι ψαράδες, νὰ ἐγλύτωσαν τὰ χεράκια των;

Ἢ δὲν εἶχε τάχα δίκαιον ὁ Μίλτων, ὁ μέγας Ἄγγλος ποιητής, εἰσάγων τοὺς πεπτωκότας ἀγγέλους ὡπλισμένους μὲ τουφέκια καὶ μὲ κανόνια, καὶ ἀποδίδων τὴν ἐφεύρεσιν τῆς πυρίτιδος εἰς τὸν Σατανᾶν;

Τί κατώρθωσεν ἡ πυρῖτις; Νὰ καταργήσῃ τὴν προσωπικὴν ἀνδρείαν. Καὶ τί κατώρθωσεν ἡ δυναμῖτις; Νὰ καταργήσῃ τὴν ἀνθρωπίνην φιλοπονίαν.

Ἡ πρώτη ὑπηρέτησε περισσότερον τοὺς λῃστὰς καὶ τοὺς δολοφόνους παρὰ τοὺς τιμίους ἀνθρώπους. Ἡ δευτέρα ὑπηρετεῖ ὅλους τοὺς ὀκνηρούς, κατ᾿ ἄτομα καὶ ὁμάδας καὶ συστήματα, ὅλους τοὺς θερμοκεφάλους καὶ τοὺς διανοητικῶς βλαμμένους, μηδενιστάς, ἀναρχικοὺς καὶ ἄλλους.

Βεβαίως αἱ Κυβερνήσεις τῶν ἐθνῶν, ἐὰν ἐσωφρόνουν, θὰ ἔπιαναν πάντα ἐφευρετὴν ἐκρηκτικῆς ὕλης νὰ τὸν καίουν μαζὶ μὲ τὸ πρῶτον δεῖγμα τῆς ἐργασίας του.

Πόσον εὐτυχὴς θὰ ἦτο ὁ κόσμος, ἐὰν ἔλειπαν ὅλαι αὐταὶ αἱ καταστρεπτικαὶ ἐφευρέσεις! Πόσον εὐτυχής!

(1896)

Ο ΜΠΑΫΡΩΝ

Ποιητὴς θεσπέσιος

Ὁ λόρδος Μπάυρων ὑπῆρξε καθ᾿ ὅλην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως ποιητὴς θέσπις, μάντις ποιητής, poëta vates. Ἐν ἐπιστολῇ πρὸς τὸν μέγαν μυθιστοριογράφον Οὐόλτερ Σκὼτ ἀναγγέλλων τὸν θάνατον τῆς νόθου θυγατρός του Ἀλλέγρας, ἐκ Πίζης καὶ ἀπὸ 4 Μαΐου 1822, ἔγραφεν:

«Ἡ περὶ τῆς οἰκογενείας σου ἀφήγησις εἶναι τερπνοτάτη. Εἴθε νὰ ἠδυνάμην κ᾿ ἐγὼ νὰ ἀπαντήσω διὰ παραπλησίας. Ἀλλ᾿ ἔχασα ἀρτίως τὴν κόρην μου Ἀλλέγραν ἐκ πυρετοῦ. Ἡ μόνη παρηγορία μου εἶναι ὅτι εὑρίσκεται τώρα ἐν ἀναπαύσει καὶ εὐτυχίᾳ· διότι ἡ πένταετὴς ἡλικία της δὲν τῆς ἐπέτρεψε νὰ πράξῃ ἁμαρτίας, ἐκτὸς ἐκείνης ἣν παρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐκληρονομήσαμεν. Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσι θνῄσκει νέος».

Καὶ ἐπὶ τῆς ἐπιταφίου στήλης τῆς θανούσης ἐπέγραψεν:

Εἰς μνήμην τῆς Ἀλλέγρας
θυγατρὸς τοῦ Γ. Γ. λόρδου Βύρωνος
ἀποθανούσης ἐν ἡλικίᾳ πέντε ἐτῶν.

«Ἐγὼ ἀπελεύσομαι πρὸς αὐτήν,
αὕτη οὐκ ἀποστραφήσεται πρός με».

Ὁ θεσπέσιος ποιητὴς ἐπέγραφε τὸ ρητὸν τοῦτο ἐπὶ τῆς ἐπιταφίου πλακὸς τῆς θυγατρός του, ὡς νὰ ἤξευρεν ὅτι ὄχι μετὰ πολὺν χρόνον, μόνον μετὰ δύο ἔτη ἔμελλε νὰ μεταβῇ πρὸς ἐντάμωσίν της!

Ποιητὴς Ἕλλην

Ἐκ τῆς πρώτης ἐπιστολῆς, ἥτις εἶναι εὐγενὲς προανάκρουσμα τῆς εἰς τὸν Ἑλληνικὸν Ἀγῶνα συμμετοχῆς τοῦ ποιητοῦ, καὶ τὴν ὁποίαν οὗτος ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Βλακιέρην, ὅστις εἶχεν ἀποσταλῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου τοῦ Λονδίνου, ὅπως ἐξακριβώσῃ πῶς εἶχον τὰ πράγματα, καταφαίνεται ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ μεγάλου ποιητοῦ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος. Ἰδοὺ τί ἔγραφεν ἀπὸ Ἀλβάρου καὶ ἀπὸ 5 Ἀπριλίου 1823.

«Μετὰ χαρᾶς θὰ σᾶς δεχθῶ, σᾶς καὶ τὸν Ἕλληνα φίλον σας, καὶ ὅσον τὸ ταχύτερον τόσον τὸ καλύτερον. Σᾶς περιμένω ἀπό τινος· θὰ μ᾿ εὕρητε οἴκοι. Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς ἐκφράσω πόσον ἐνδιαφέρομαι εἰς ἀγῶνα, καὶ μόνον αἱ ἐλπίδες ἃς ἔτρεφον νὰ παραστῶ εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἰταλίας μ᾿ ἐκώλυσαν πρὸ πολλοῦ τοῦ νὰ ἐπανέλθω ὅπως πράξω τὸ κατὰ δύναμιν, ὡς ἄτομον, εἰς τὴν χώραν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶναι τιμὴ καὶ νὰ ἔχῃ ἐπισκεφθῆ τις».

Πλήν, δέκα ἔτη πρότερον, μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψίν του εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὁ Μπάυρων παρενέβαλεν εἰς τὴν σατυρικὴν ἐποποιίαν τοῦ Δὸν Ζουὰν τὴν ἀθάνατον ἐκείνην ᾠδήν, τὴν ὁποίαν ἀπέδωκεν εἰς ἐντόπιον Ἕλληνα ψάλτην, καὶ τὴν ὁποίαν μόνον ἀρχαῖος Ἕλλην, ἐὰν ἐπανήρχετο εἰς τὴν ζωήν, μόνον Ἀλκαῖος, ἢ Σιμωνίδης, ἢ Πίνδαρος, ἠδύνατο πράγματι νὰ συνθέσῃ.

Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος! Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!
ὅπου ἡ φλογερὰ Σαπφὼ ἠρᾶτο καὶ ἔψαλλεν·
ὅπου ἐβλάστησαν αἱ τέχναι τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ πολέμου,
ὅπου ἡ Δῆλος ἠγέρθη καὶ ὁ Φοῖβος ἀνέθορεν.

Αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει ἀκόμη,
πλὴν ὅλα, ἐκτὸς τοῦ ἡλίου των, ἔδυσαν.
Τὰ βουνὰ βλέπουν κατὰ τὸν Μαραθῶνα,
καὶ ὁ Μαραθὼν βλέπει κατὰ τὴν θάλασσαν.

Ἐκεῖ ρεμβάζων μίαν ὥραν μόνος,
ὠνειρεύθην ὅτι ἡ Ἑλλὰς θὰ ἠμποροῦσεν ἀκόμη νὰ εἶν᾿ ἐλευθέρα.

Διότι, ἐπάνω εἰς τὸν τύμβον τῶν Περσῶν ὅπου ἱστάμην,
δὲν ἠμποροῦσα νὰ νομίζω τὸν ἑαυτόν μου δοῦλον.

Μὴν περιμένετε ἐλευθερίαν ἀπὸ τοὺς Φράγκους·
ἔχουν βασιλέα ὁποὺ πωλεῖ κι ἀγοράζει·
εἰς τὰ ἐντόπια ξίφη, εἰς τὰς ἐντοπίους φάλαγγας
εἶναι ἡ μόνη ἐλπὶς τῆς ἀνδρείας.

Ἀλλ᾿ ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος
θὰ θραύσῃ τὴν ἀσπίδα σας, ὅσον εὐρεῖα καὶ ἂν εἶναι.

Ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος!

Αἱ λέξεις αὗται δὲν εἶναι ἱστορικὸν σύμβολον, παραστατικὸν τῆς τύχης τοῦ πολυπαθοῦς Ἑλληνισμοῦ; Πόσον ἐνδομύχως ᾐσθάνετο καὶ κατενόει ὁ μέγας Βρεττανὸς τὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος, τὴν τότε καὶ τὴν διαρκῆ καὶ τὴν παντοτινήν! Καὶ πόσον ἀπέχομεν ἡμεῖς νὰ τὴν ἐννοήσωμεν καὶ νὰ τὴν αἰσθανθῶμεν!

Ὁ Βύρων ἦτο ἀρχαῖος Ἕλλην κατὰ τὴν καρδίαν, κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ κατὰ τὸ φρόνημα. Ἦτο ἀρχαῖος Ἕλλην τῆς ΙΘ´ ἑκατονταετηρίδος, τέλειος ἀνὴρ καὶ κοσμοπολίτης.

Αἱ ἐπιστολαὶ τοῦ Μπάυρων

Ὕστερον ἀπὸ τὴν συνέντευξίν του μὲ τὸν πράκτορα τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου, τὸν Βλακιέρην, ἤρχισεν εὐθὺς ἀλληλογραφία μεταξὺ τοῦ λόρδου καὶ τοῦ Κομιτάτου τοῦ ἰδίου. Ἰδοὺ ἀποσπάσματα ἐκ διαφόρων ἐπιστολῶν.

Ἐκ Γενούης ἔγραφε πρὸς τὸν πρόεδρον τοῦ Κομιτάτου, τῇ 12 Μαΐου 1923:

«Εὐχαριστῶ διὰ τὴν τιμὴν ἣν μοὶ ἀπένειμε τὸ Κομιτᾶτον. Θὰ προσπαθήσω νὰ γίνω ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης διὰ παντὸς μέσου, τοῦ ὁποίου εἶμαι ἐγκρατής. Ἡ πρώτη εὐχή μου εἶναι ν᾿ ἀπέλθω ὁ ἴδιος εἰς τὴν Ἀνατολήν, ὅπου δυνατὸν νὰ προαγάγω, ἂν ὄχι τὸν ἀγῶνα, τοὐλάχιστον τὰ μέσα πρὸς ἐπίτευξιν πληροφοριῶν, καθ᾿ ἃς ἴσως θὰ ἐπιθυμῇ νὰ ἐνεργῇ τὸ Κομιτᾶτον.

«Ἡ προγενεστέρα διατριβή μου ἐν τῇ χώρᾳ, ἡ περὶ τὴν Ἰταλικὴν τριβή μου καὶ ἡ ὄχι ὁλοσχερὴς ἄγνοιά μου τῆς Ρωμέικης γλώσσης θὰ μοῦ δώσωσι πλεονεκτήματά τινα ἐμπειρίας.

« Ἡ τελευταία πληροφορία μας περὶ τοῦ λοχαγοῦ Βλακιέρη εἶναι ἐξ Ἀγκῶνος, ὁπόθεν ἐμβαρκαρίσθη μὲ οὔριον ἄνεμον διὰ Κέρκυραν, εἰς τὰς 15 Ἀπριλίου· τώρα πιθανὸν νὰ ἔχῃ φθάσει εἰς τὸ τέρμα. Ἡ τελευταία πρὸς ἐμὲ ἐπιστολή του ἐχρονολογεῖτο ἐκ Ρώμης. Ἠρνήθησαν νὰ τοῦ δώσουν διαβατήριον διὰ τοῦ Νεαπολιτανικοῦ ἐδάφους, καὶ ἀνακάμψας ἐζήτησε ν᾿ ἀνοίξῃ δρόμον διὰ τῆς Ρωμαϊκῆς χώρας πρὸς τὸν Ἀγκῶνα· δὲν φαίνεται ὅμως νὰ ἔχασε πολὺν καιρόν.

«Τὰ κυριώτερα ὑλικὰ τὰ ὁποῖα χρειάζονται οἱ Ἕλληνες φαίνεται νὰ εἶναι, πρῶτον, συστοιχία πεδινοῦ πυροβολικοῦ, ἐλαφρὰ καὶ κατάλληλος δι᾿ ὀρεινὴν ὑπηρεσίαν· δεύτερον, πυρῖτις κανονίων· τρίτον, νοσοκομεῖα ἢ ἰατρικαὶ ἀποθῆκαι. Τὸ εὐκολώτερον μέσον μεταβιβάσεως εἶναι, ὡς μανθάνω, διὰ τῆς Ὕδρας, καὶ ν᾿ ἀπευθύνωνται πρὸς τὸν κ. Νέγρην τὸν ὑπουργόν. Ἤθελα νὰ στείλω ποσότητά τινα τῶν δύο τελευταίων, ὄχι πολὺ πρᾶγμα, ἀλλ᾿ ἀρκετὸν δι᾿ ἓν ἄτομον ὅπως δείξῃ τὰς καλὰς εὐχάς του διὰ τὴν ἑλληνικὴν ἐπιτυχίαν, ἀλλ᾿ ἐπέχω, διότι, ἂν δυνηθῶ νὰ ὑπάγω μόνος μου, μπορῶ νὰ τὰ πάρω μαζί μου.

«Δὲν θέλω νὰ περιορίσω τὴν εἰσφοράν μου εἰς τοῦτο καὶ μόνον, ἀλλ᾿ ἰδίως, ἐὰν δυνηθῶ νὰ κατέλθω εἰς τὴν Ἑλλάδα, θ᾿ ἀφιερώσω ὅσους πόρους δύναμαι νὰ διαθέσω ἐξ ἰδίων μου πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς μεγάλης ὑποθέσεως. Εἶμαι εἰς ἀλληλογραφίαν μὲ τὸν κύριον Νικόλαον Καρελλᾶν, ὅστις εἶναι τώρα εἰς Πίζαν· ἀλλ᾿ αἱ τελευταῖαι εἰδήσεις του ἁπλῶς ἔλεγον ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀσχολοῦνται τώρα διοργανίζοντες τὴν ἐσωτερικὴν κυβέρνησίν των, καὶ τὰ καθέκαστα τῆς διοικήσεως. Τοῦτο θὰ ἐφαίνετο ὑποδεικνύον ἀσφάλειαν, ἀλλ᾿ ὁ πόλεμος ὅμως πόρρω ἀπέχει τοῦ νὰ τελειώσῃ.

«Οἱ Τοῦρκοι εἶναι ἐπίμονος φυλή, καθὼς τοὺς ἀπέδειξαν ὅλοι οἱ προλαβόντες πόλεμοι, καὶ <δὲν> θὰ παύσουν ἐπὶ ἔτη νὰ πολεμῶσιν, ἀκόμη καὶ ἂν νικῶνται, καθὼς πρέπει νὰ ἐλπίζωμεν. Ἀλλ᾿ ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, αἱ ἐργασίαι τοῦ Κομιτάτου δὲν εἶναι εἰς μάτην.

«Εἶναι περιττὸν νὰ ὑποβάλω εἰς τὴν ἐπιτροπὴν τὸ μέγα ὄφελος τὸ ὁποῖον δύναται νὰ καρπωθῇ ἡ Μεγάλη Βρεττανία ἐκ τῆς ἐπιτυχίας τῶν Ἑλλήνων, καὶ τὰς πιθανὰς ἐμπορικὰς σχέσεις τούτων πρὸς τὴν Ἀγγλίαν, διότι αἰσθάνομαι καὶ ἔχω πεποίθησιν ὅτι ὁ πρῶτος σκοπὸς τοῦ Κομιτάτου εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσίς των, χωρὶς καμμίαν ἰδιοτέλειαν. Ἀλλ᾿ ἡ σκέψις δύναται νὰ βαρύνῃ πλησίον τοῦ ἀγγλικοῦ λαοῦ ἐν γένει, εἰς τὸ σημερινὸν πάθος των πρὸς πᾶν εἶδος κερδοσκοπίας. Δὲν ἔχουν ἀνάγκην νὰ διαπλέωσι τὰς ἀμερικανικὰς θαλάσσας, διότι θὰ εὕρωσι πολὺ καλύτερα καὶ πλησιέστερα ἐδῶ. Οἱ πόροι τῶν ἑλληνικῶν νήσων εἶναι ἀπαράμιλλοι καὶ ἀσύγκριτοι. Καὶ ἡ εὐθηνία παντὸς πράγματος, ὄχι μόνον τῆς ἀνάγκης, ἀλλὰ καὶ τῆς πολυτελείας (τουτέστι, τῆς φυσικῆς πολυτελείας) τῶν ὀπωρῶν, οἴνων, ἐλαίου, κτλ. ἐν καιρῷ εἰρήνης, εἶναι πολὺ ἀνωτέρα τῶν τῆς Εὐέλπιδος Ἄκρας, καὶ πολλῶν ἄλλων χωρῶν».

Ἐν ἐπιστολῇ ἐκ Γενούης, ἀπὸ 21 Μαΐου, γράφει:

«Χθὲς συνήντησα δύο νέους Γερμανούς, ἐπιζῶντας ἐκ τῆς φιλελληνικῆς φάλαγγος τοῦ Νόρμαν, παλιννοστοῦντας ἐκ τῆς Ἑλλάδος. Ἔφθασαν εἰς Γένουαν ἐν οἰκτροτάτῃ καταστάσει, χωρὶς τροφήν, χωρὶς λεπτόν, χωρὶς ὑποδήματα. Οἱ Αὐστριακοὶ τοὺς εἶχον ἐξώσει τοῦ ἐδάφους των ἅμα ἀποβάντας εἰς Τεργέστην· καὶ ἐβιάσθησαν νὰ κατέλθωσιν εἰς Φλωρεντίαν, καὶ ἀπὸ τὴν Λιβόρνον ἐταξίδευσαν ἐδῶ μὲ τρία φράγκα εἰς τὰ θυλάκιά των. Τοὺς ἔδωκα εἴκοσι γενοβέζικα σκοῦδα καὶ καινουργῆ ὑποδήματα, καὶ τοῦτο θὰ τοὺς καταστήσῃ ἱκανοὺς νὰ φθάσωσιν εἰς Ἑλβετίαν, ὅπου λέγουν ὅτι ἔχουσι φίλους. Ὅλα ὅσα ἠμπόρεσαν νὰ οἰκονομηθοῦν εἰς τὴν Γένουαν περιπλέον, ἦσαν τριάντα σολδία. Δὲν παραπονοῦνται κατὰ τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ λέγουσιν ὅτι ὑπέφερον περισσότερον ἀφότου ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν Ἰταλίαν.

«Ἐδοκίμασα τὴν φιλαλήθειάν των, πρῶτον, διὰ τῶν διαβατηρίων καὶ τῶν ἐγγράφων των· δεύτερον, διὰ τῆς τοπογραφίας, ἐξετάσας αὐτοὺς περὶ Ἄρτης, Ἄργους, Ἀθηνῶν, Μεσολογγίου, Κορίνθου, κτλ., καὶ τρίτον, διὰ τῆς Ρωμέικης γλώσσης, εἰς τὴν ὁποίαν ηὗρα τὸν ἕνα τῶν δύο εὐμαθέστερον ἐμοῦ. Ὁ εἷς τούτων εἶναι Βιρτεμβέργιος, ὁ ἄλλος Βαυαρός. Ὁ Βιρτεμβέργιος ἦτο εἰς τὴν μάχην τῆς Ἄρτης, ὅπου οἱ Φιλέλληνες κατεκερματίσθησαν ἀφοῦ ἐφόνευσαν ἑξακοσίους Τούρκους, 150 ὅλοι αὐτοί, ἀντιτασσόμενοι κατὰ ἑπτακισχιλίων. Μόνον ὀκτὼ διέφυγον, καὶ ἐκ τούτων ἐπέζησαν τρεῖς.

«Οἱ δύο οὗτοι κατέλιπον τὴν Ἑλλάδα κατὰ προτροπὴν τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ὁ Χουρσὶτ πασὰς ἐπέδραμε τὸν Μορέαν, οἱ Ἕλληνες φαίνεται ὅτι ἐφέρθησαν καλά, θελήσαντες νὰ σώσωσι τοὺς συμμάχους, ὅταν ἐνόμισαν ὅτι ὁ ἀγὼν κατεστρέφετο δι᾿ αὐτούς. Τοῦτο συνέβη κατὰ Σεπτέμβριον τοῦ  1822. Περιεπλανήθησαν ἀπὸ νήσου εἰς νῆσον, καὶ ἀπῆλθον ἀπὸ Μήλου εἰς Σμύρνην, ὅπου ὁ Γάλλος πρόξενος τοὺς ἔδωκε διαβατήριον, καὶ φιλάνθρωπος πλοίαρχος τοὺς διεπεραίωσεν εἰς Ἀγκῶνα, ὁπόθεν ἔφθασαν εἰς Τεργέστην· ἀλλ᾿ ἀπηλάθησαν ὑπὸ τῶν Αὐστριακῶν. Παραπονοῦνται μόνον κατὰ τοῦ ὑπουργοῦ, λέγοντες ὅτι ἦτο ἀνάλγητος τὸν χαρακτήρα· λέγουν ὅτι οἱ Ἕλληνες μάχονται πολὺ καλὰ κατὰ τὸν ἴδιον αὐτῶν τρόπον, ἀλλὰ κατ᾿ ἀρχὰς ἐτρόμαξαν νὰ πυροβολῶσι μὲ τὰ ἴδια κανόνιά των, ἀλλ᾿ ἐσυνήθισαν μὲ τὴν πρᾶξιν.

«Οἱ Ἕλληνες δέχονται τὰ τουφέκια, ἀλλ᾿ ἀπορρίπτουσι τὰς λόγχας, καὶ δὲν θέλουν νὰ μάθωσι τὴν πειθαρχίαν. Ὅταν οἱ δύο νέοι εἶδαν χθὲς δύο συντάγματα τοῦ Πεδεμοντίου ἀνέκραξαν: «Ἄ! νὰ τὰ εἴχαμεν αὐτά, θὰ ἐσκουπίζαμεν τὸν Μορέαν!» Διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο, οἱ Πιεμοντέζοι πρέπει νὰ φερθοῦν καλύτερα ἢ ὅπως ἐφέρθησαν μὲ τοὺς Αὐστριακούς. Φαίνονται ἀποδίδοντες μεγάλην σημασίαν εἰς ὀλίγους τακτικοὺς στρατιώτας· λέγουσιν ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔχουν ὅπλα καὶ πυρῖτιν ἐν ἀφθονίᾳ, ἀλλὰ χρειάζονται τρόφιμα, ἀποθήκας ἰατρικῶν, ἀσπρόρρουχα καὶ ξαντόν, καὶ χρήματα πολλά, πολλά. Μοῦ εἶπαν ὅτι εἷς Δανὸς ἐδῶ τοὺς εἶπεν ὅτι εἷς Ἄγγλος, φίλος τῶν Ἑλλήνων, εἶν᾿ ἐδῶ, καὶ ὅτι, ἐπειδὴ κατήντησαν νὰ ἐπαιτοῦν τὰ μέσα τῆς εἰς τὴν πατρίδα ἐπανόδου των, ἐνόμισαν ὅτι ἠμποροῦσαν ν᾿ ἀρχίσουν ἀπὸ ἐμέ.

«Ὁ Ἀδόλφος, ὁ νεώτερος, ὑπῆρξε φρούραρχος ἐν Ναυαρίνῳ δι᾿ ὀλίγον καιρόν. Ὁ ἄλλος, ὁ Βαυαρός, φαίνεται πρωτίστως νὰ κλαίῃ διὰ μίαν τριήμερον νηστείαν εἰς τὸ Ἄργος, δι᾿ ἀπώλειαν 25 παράδων ἐκ καθυστερήσεως μισθοῦ, καὶ μικρᾶς ἀποσκευῆς εἰς Τριπολιτσάν· ἀλλ᾿ ἐπιμελεῖται τὰς πληγάς του, βαδίζει καλά, καὶ φαίνεται καλὸς πολεμιστής. Καὶ οἱ δύο εἶναι ἁπλοϊκοί, ἀφελεῖς καὶ ἀπέριττοι. Λέγουν ὅτι οἱ ξένοι φιλέλληνες ἤριζον μεταξύ των, ἰδίως Γάλλοι μὲ Γερμανούς, καὶ ἠκολούθησαν μονομαχίαι.

«Ὁ κόμης Γάμβας τοὺς ἐκάλεσεν εἰς πρόγευμα. Ὁ εἷς τούτων ἔχει σκοπὸν νὰ δημοσιεύσῃ τὸ ἡμερολόγιόν του περὶ τῆς ἐκστρατείας. Ὁ Βαυαρὸς ἀπορεῖ κάπως διατί οἱ Ἕλληνες νὰ μὴν εἶναι οἱ ἴδιοι ὅπως εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Θεμιστοκλέους (καὶ ὅμως δὲν ἦσαν καὶ τότε πλέον εὐάγωγοι, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ), καὶ διὰ τὸ δύσκολον τῆς πειθαρχίας παρ᾿ αὐτοῖς. Ὁ ἄλλος δὲν φαίνεται ν᾿ ἀπορῇ διὰ τίποτε».

Ὁ Βύρων εἰς τὴν Ἑλλάδα

Ἀφοῦ ἀπεφασίσθη ἡ κάθοδος τοῦ Βύρωνος εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅλαι αἱ ἀναγκαῖαι ἑτοιμασίαι διὰ τὴν ἀναχώρησίν του ἐπεσπεύδοντο. Ἓν τῶν πρώτων διαβημάτων του ἦτο νὰ γράψῃ πρὸς τὸν Τρελῶνυ, ἐν Ρώμῃ τότε διατρίβοντα, παρακαλῶν αὐτὸν ὅπως εὐαρεστηθῇ νὰ τὸν συνοδεύσῃ.

«Πρέπει νὰ ἤκουσες, γράφει, ὅτι πηγαίνω εἰς τὴν Ἑλλάδα· διατί δὲν ἔρχεσαι μετ᾿ ἐμοῦ; Δὲν μπορῶ νὰ κάμω τίποτε χωρὶς ἐσέ, καὶ ἐπιθυμῶ μεγάλως νὰ σὲ ἴδω. Παρακαλῶ, ἐλθέ, διότι ἔχω ἀποφασίσει τέλος νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ἑλλάδα. Εἶναι τὸ μόνον μέρος ὅπου ἠμπορῶ νὰ εἶμαι εὐχαριστημένος. Ὁμιλῶ σοβαρῶς. Ὅλοι λέγουν ὅτι δύναμαι νὰ φανῶ χρήσιμος εἰς τὴν Ἑλλάδα. Δὲν ἠξεύρω τὸ πῶς, οὐδ᾿ αὐτοὶ τὸ ξεύρουν· ἀλλ᾿ ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ ἂς ὑπάγωμεν».

Ὁ μέγας ποιητὴς τῆς ἀβύσσου, ὁ σκοτεινὸς Κὶλδ - Ἁρόλδος, ὁ πολυπαθὴς καὶ πολύπλαγκτος δὲν εὕρισκεν ἄλλον τόπον ὅπου νὰ δύναται νὰ εἶναι εὐχαριστημένος, εἰμὴ τὴν χώραν τῆς μεγίστης δυστυχίας καὶ τῆς μεγίστης δόξης, τὴν γῆν τοῦ πολέμου, τοῦ ἐμπρησμοῦ καὶ τῆς φρίκης. Ὁ τάφος τόσου ἱστορικοῦ μεγαλείου ἦτο ὁ μόνος τάφος ὁ ἀντάξιος αὐτοῦ. Ἐκεῖ μόνον ἠμποροῦσε νὰ εἶναι εὐχαριστημένος!

Ἐπειδὴ ἐχρειάζετο ἰατρός τις ἔμπειρος περὶ τὴν χειρουργικήν, ὡς ἀναγκαῖον μέλος τῆς συνοδίας του, ὁ Βύρων παρεκάλεσε τὸν ἴδιον ἰατρόν του ἐν Γενούῃ, τὸν δόκτορα Ἀλεξάνδερ, νὰ τοῦ προμηθεύσῃ τοιοῦτον· καὶ τῇ συστάσει τοῦ εἰρημένου, προσελήφθη ὁ νεαρὸς ἰατρὸς Βροῦνος, ἔχων ἤδη ἀρκετὴν φήμην. Μεταξὺ τῶν ἄλλων παρασκευῶν διὰ τὴν ἐκστρατείαν του, παρήγγειλε νὰ τοῦ κατασκευάσουν τρεῖς λαμπρὰς περικεφαλαίας μετὰ ὡραίας λοφιᾶς, διὰ ἑαυτὸν καὶ διὰ τοὺς δύο φίλους του. Ἡ μικρὰ αὐτὴ περίστασις προυκάλεσε μυκτηρισμούς τινας ἐν Ἀγγλίᾳ, ὅπου, γράφει μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ποιητοῦ ὁ Θωμᾶς Μοὺρ ὁ φίλος του, τὸ γελοῖον κατανοεῖται πολὺ καλύτερα ἀπὸ τὸ ἡρωικόν. Πλὴν ἡ περίστασις ἀπέδειξε τὴν ἀλήθειαν τοῦ ἀποφθέγματος ὅτι «τὸ παιδίον εἶναι πατὴρ διὰ τὸν ἄνδρα». Τὸ ἴδιον παιδίον τοῦ σχολείου, τὸ ὁποῖον ἐκαυχᾶτο ποτὲ ὅτι θὰ ἐγείρῃ τρόπαιον μετὰ λόφου ἱππιοχαίτου, ἐδοκίμαζε τώρα μετ᾿ εὐφροσύνης τὴν ὡραίαν λοφῶσαν περικεφαλαίαν του, καὶ προεμελέτα εὐκλεεῖς πράξεις τὰς ὁποίας θὰ κατώρθου ὑπὸ τὴν πανοπλίαν ἐκείνην.

Περὶ τὰ τέλη Μαΐου ἦλθεν ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν Μπλακιέρην, δι᾿ ἧς οὗτος ἀνεκοίνου εὐνοϊκὰς εἰδήσεις, καὶ τὸν παρεκάλει νὰ ἐπισπεύσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν τὴν ἀναχώρησίν του, διότι τὸν περιμένουν τώρα ἐναγωνίως, καὶ θὰ ἦτο ὠφελιμώτατος· ὅσον παρορμητικὴ καὶ ἂν ἦτο ἡ πρόσκλησις αὕτη, καὶ μ᾿ ὅλον ὅτι ἦτο ἤδη ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγῃ, φαίνεται ἐκ τῶν ἐπιστολῶν του ὅτι ψυχρῶς καὶ μετ᾿ ὀξυδερκείας κρίνων τὸ πρᾶγμα, καὶ πόρρω ἀπέχων τοῦ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τοὺς ἐνθουσιαστὰς ἐν τῇ ὑπερτιμήσει τῶν προσωπικῶν ὑπηρεσιῶν του, δὲν εἶχε δυνηθῆ ἀκόμη νὰ σχηματίσῃ ὡρισμένην ἰδέαν περὶ τοῦ τρόπου καθ᾿ ὃν αἱ ὑπηρεσίαι του θὰ ἠδύναντο μετὰ διαρκοῦς ὠφελείας νὰ ἐφαρμοσθῶσι.

Ἡ Ἰταλὶς κόμησσα Γκιουτσιόλη, στενὴ φίλη τοῦ ποιητοῦ, ἰδοὺ τί γράφει περὶ τοῦ ὑποκειμένου τούτου:

«Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ὁ λόρδος Βύρων ἔστρεψε καὶ πάλιν τοὺς στοχασμούς του πρὸς τὴν Ἑλλάδα· καὶ κινούμενος πανταχόθεν ἀπὸ συνδυασμοὺς μυρίων περιστάσεων, εὑρέθη, σχεδὸν πρὶν λάβῃ καιρὸν νὰ σχηματίσῃ ἀπόφασιν, ἢ νὰ γνωρίσῃ καλῶς τί ἔπραττεν, ὑποχρεωμένος ν᾿ ἀναχωρήσῃ δι᾿ ἐκεῖ. Ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν στοργήν του πρὸς τὰς χώρας ἐκείνας, μὲ ὅλην τὴν συνείδησιν τῶν ἰδίων ἠθικῶν δυνάμεών του, ἥτις τὸν ἔκαμνε πάντοτε νὰ λέγῃ ὅτι «πρέπει κανεὶς νὰ κάμῃ κάτι περισσότερον διὰ τὴν κοινωνίαν παρὰ νὰ γράφῃ στίχους», μὲ ὅλην την ἕλξιν τὴν ὁποίαν τὸ ἀντικείμενον τοῦ ταξιδίου του πρέπει ἀναγκαίως νὰ εἶχε διὰ τὸ εὐγενές του πνεῦμα, καὶ περιπλέον εἶχεν ἀπόφασιν νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν, μὲ ὅλα αὐτά, κάθε πρόσωπον τὸ ὁποῖον ἦτο πλησίον του κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον δύναται νὰ μαρτυρήσῃ περὶ τῆς πάλης, τὴν ὁποίαν ὑπέστη τὸ πνεῦμά του (ὅσον καὶ ἂν ἐπροσπάθει νὰ κρύπτῃ ταύτην), καθὼς ἐπλησίαζεν ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς του».

Γυνὴ σχοῦσα ἀντίζηλον μίαν χώραν δὲν ἠδύνατο καλύτερον νὰ ἐκφρασθῇ. Καὶ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀγαπωμένου καὶ ὅταν ἄρχεται τὸ γῆρας, ἐξακολουθεῖ τις νὰ διεκδικῇ τὴν προτίμησιν.

Τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι οὐδόλως μειοῦσι τὴν εὐγένειαν τῆς θυσίας οἱ πρὸ τῆς πράξεως δισταγμοί. Τοῦτο ὑπάρχει ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει. Ποῖος μάρτυς δὲν ἐδίστασε ποτέ, ποῖος δὲν ἵδρωσε καὶ δὲν κατελήφθη ὑπ᾿ ἀγωνίας πρὸ τοῦ μαρτυρίου;

Ἐκτὸς τῶν ἄλλων δισταγμῶν του, ὁ Βύρων εἶχέ τι ὡς δυσοίωνον προαίσθημα, φυσικὸν ἴσως εἰς ἄνδρα τῆς ἰδιοσυγκρασίας του εὑρισκόμενον εἰς τοιαύτας περιστάσεις. Προῃσθάνετο ὅτι ἐπλήρου τὴν εἱμαρμένην του, καὶ

ἔμελλε ν᾿ ἀποθάνῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα. Τὴν προτεραίαν τῆς ἀναχωρήσεως τῶν φίλων του, τοῦ λόρδου καὶ τῆς λαίδης Β. ἐκ Γενούης, τοὺς ἐπεσκέφθη οἴκοι πρὸς ἀποχαιρετισμόν. Ἦτο πολὺ μελαγχολικὸς καὶ ἠκούσθη λέγων: «Ἐδῶ εἴμεθα ὅλοι μαζί, ἀλλὰ ποῦ καὶ πότε θὰ ξαναενταμωθῶμεν; Ἔχω πεποίθησιν ὅτι δὲν θὰ ξαναΐδωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Κάτι μοῦ λέγει ὅτι δὲν θὰ ἐπιστρέψω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα».

Ἰδὼν ὅμως ὅτι τὸν ἐκοίταζαν, καὶ θέλων νὰ κρύψῃ τὴν ταραχήν του, ἐγέλασε σαρδώνιον.

Προσέφερεν εἰς ὅλους τοὺς παρόντας ἀνὰ ἓν ἐνθύμιον, εἰς ἄλλον ἓν βιβλίον, εἰς ἄλλον μικρὰν εἰκόνα του, εἰς τὴν λαίδην Β. ἀντίγραφον τῆς Ἀρμενικῆς Γραμματικῆς. Πρὸ ἐτῶν, ὅταν ἦτο ἐν Βενετίᾳ, ὁ Βύρων εἶχεν ἐργασθῆ εἰς τὴν σύνταξιν Ἀρμενικῆς Γραμματικῆς.

Ἡ λαίδη τοῦ προσέφερεν ἓν δακτυλίδιον, ἐκεῖνος τῆς ἔδωκε μίαν καρφίδα. Τὴν ἐπιοῦσαν ἔγραψε πρὸς αὐτὴν ἀποστέλλων μικρὰν καδέναν, καὶ παρακαλῶν νὰ τοῦ ἐπιστρέψῃ τὴν καρφίδα, καθότι αὕτη δὲν φέρει εὐτυχίαν.

Ἐν τῷ μεταξύ, αἱ παρασκευαὶ διὰ τὴν ρωμαντικὴν ἐκστρατείαν του ἐξηκολούθουν· τῇ βοηθείᾳ τοῦ τραπεζίτου καὶ φίλου του Μπάρρυ ἠδυνήθη νὰ προμηθευθῇ τὸ μέγα χρηματικὸν ποσόν, τὸ ὁποῖον ἐχρειάζετο, 10 χιλ. κορώνας εἰς εἶδος καὶ 40 χιλ. κορώνας εἰς συναλλάγματα. Ἀγγλικὸν βρίκιον, ὁ «Ἡρακλῆς», ἐναυλώθη διὰ νὰ μεταφέρῃ αὐτὸν καὶ τὴν συνοδίαν του, ἥτις συνίστατο κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἀπὸ τὸν κόμητα Γάμβαν, τὸν Τρελώνην, τὸν ἰατρὸν Βροῦνον καὶ ὀκτὼ ὑπηρέτας. Εἶχον ἐπίσης ἐπὶ τοῦ πλοίου πέντε ἵππους, ἀρκετὰ ὅπλα καὶ πολεμεφόδια πρὸς χρῆσιν τῆς συνοδίας, καὶ ἀρκετὰ φάρμακα πρὸς χρῆσιν χιλίων ἀνδρῶν ἐπὶ ἓν ἔτος.

Ἡ ἑπομένη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν γραμματέα τοῦ ἑλληνικοῦ Κομιτάτου εἰς Λονδίνον ἀναγγέλλει τὴν προσεχῆ ἀναχώρησίν του:

«Ἀναχωροῦμεν εἰς τὰς 12 (Ἰουλίου) διὰ την Ἑλλάδα. Ἔλαβα ἐπιστολὴν ἀπὸ τὸν κ. Μπλακιέρην. Ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνησις μὲ περιμένει ἀνυπερθέτως.

«Σύμφωνα μὲ τὴν γνώμην τοῦ τε κ. Μπ. καὶ ἄλλων ἐπιστελλόντων ἐξ Ἑλλάδος, ἔχω νὰ ὑποβάλω μετὰ πάσης εὐλαβείας πρὸς τὸ Κομιτᾶτον, ὅτι ἀποστολὴ καὶ δέκα χιλιάδων λιρῶν μόνον θὰ εἶναι μεγίστη ὑπηρεσία εἰς τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν πρὸς τὸ παρόν. Ἔχω προσέτι νὰ συστήσω ἐπιμόνως τὴν ἀπόπειραν δανείου, διὰ τὸ ὁποῖον θὰ δοθῇ ἀποχρῶσα ἀσφάλεια ὑπὸ ἀπεσταλμένων πορευομένων τώρα εἰς Ἀγγλίαν. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐλπίζω ὅτι τὸ Κομιτᾶτον θὰ κατορθώσῃ νὰ πράξῃ λυσιτελές τι.

«Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, σκοπεύω νὰ φέρω, εἰς πίστωσιν ἢ μετρητά, ὑπὲρ τὰς ὀκτὼ καὶ περὶ τὰς ἐννέα χιλιάδας λιρῶν στερλινῶν, τὸ ὁποῖον δύναμαι νὰ πράξω δι᾿ ὅσων κεφαλαίων ἔχω ἐν Ἰταλίᾳ καὶ πιστώσεων ἐν Ἀγγλίᾳ. Ἐκ τοῦ ποσοῦ τούτου, ἀναγκαίως θὰ φυλάξω ἓν μέρος πρὸς διατήρησιν ἐμοῦ καὶ τῆς ἀκολουθίας μου. Τὰ λοιπὰ εἶμαι πρόθυμος νὰ διαθέσω κατὰ τὸν τρόπον ὅστις θὰ φανῇ ὠφελιμώτερος εἰς τὸν Ἀγῶνα, ἀρκεῖ νὰ ἔχω ἐγγύησιν ἢ βεβαιότητά τινα ὅτι δὲν θὰ σπαταληθῶσι πρὸς ὄφελος ἀτόμων.

«Ἐὰν μείνω εἰς τὴν Ἑλλάδα, τὸ ὁποῖον θὰ ἐξαρτᾶται κυρίως ἐκ τῆς ὑποτιθεμένης πιθανῆς ὠφελείας τῆς ἐκεῖ παρουσίας μου, καὶ ἐκ τῆς γνώμης αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων περὶ τοῦ σκοπίμου ταύτης, ἑνὶ λόγῳ, ἐὰν εἶμαι ἀσπάσιος δι᾿ αὐτούς, θὰ ἐξακολουθήσω, ἐφ᾿ ὅσον διατρίβω ἐκεῖ τοὐλάχιστον, ν᾿ ἀφιερώνω ἐκ τῶν εἰσοδημάτων μου ὅ,τι ἐξοικονομήσω πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον. Στερήσεις δύναμαι νὰ ὑποφέρω, εἰς τὴν ἐγκράτειαν εἶμαι συνηθισμένος, καὶ διὰ τὸν κάματον, ἤμην ποτὲ ὑποφερτὸς ταξιδιώτης. Τί θὰ εἶμαι τώρα, δὲν ἠμπορῶ νὰ εἴπω, ἀλλὰ θὰ δοκιμάσω.

«Περιμένω τὰς διαταγὰς τοῦ Κομιτάτου. Αἱ ἐπιστολαὶ θὰ στέλλωνται πρὸς ἐμὲ ἐκ Γενούης, ὅπου καὶ ἂν εἶμαι, ὑπὸ τῶν τραπεζιτῶν μου Οὐὲβ καὶ Βάρρυ. Καλὸν θὰ ἦτο νὰ εἶχα πλέον ὡρισμένας ὁδηγίας πρὶν ἀναχωρήσω, ἀλλ᾿ αὗται, ὡς εἰκός, μένουσιν εἰς τὴν διάθεσιν τῆς ἐπιτροπῆς.

«Μεγάλη ἐπιθυμία ἐκφράζεται εἰς τὴν Ἑλλάδα ὅπως σταλῇ αὐτοῖς τυπογραφεῖον. Δὲν ἔχω καιρὸν νὰ φροντίσω, ἀλλὰ συνιστῶ τοῦτο εἰς τὸ Κομιτᾶτον. Ὑποθέτω ὅτι τὰ στοιχεῖα πρέπει νὰ εἶναι κατὰ μέγα μέρος ἑλληνικά. Θέλουν νὰ ἐκδώσουν ἐφημερίδα, εἰς νεοελληνικὴν γλῶσσαν, μετ᾿ ἰταλικῆς μεταφράσεως».

Οὕτω, ἡ τελευταία φροντὶς ἣν ἔλαβεν ὁ λόρδος Βύρων, πρὶν ἐπιβιβασθῇ ἐκ Γενούης διὰ τὴν Ἑλλάδα, ὅπου ἔμελλε νὰ εὕρῃ ἔνδοξον θάνατον, ἦτο περὶ ἀποστολῆς τυπογραφείου πρὸς ἔκδοσιν ἑλληνικῆς ἐφημερίδος. Ὁ Ἑλληνικὸς Τύπος ὀφείλει ἰδιαιτέραν εὐγνωμοσύνην ἐπὶ τούτῳ εἰς τὸν μέγαν ποιητήν.

(1896)

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΟΛΥΜΠΙΑΔΕΣ

Γνωστὸν τοῖς πᾶσι τυγχάνει, ὅτι οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, ἢ ἀκριβέστερον, ὡς ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι, τὰ Ὀλύμπια, συνέστησαν μὲν κατὰ παλαιοτάτους χρόνους, ἐξαφανιζομένους εἰς τὰ βάθη τῆς μυθικῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ κατέστησαν θεσμὸς καὶ ὅρος ἱστορικὸς τῷ 776 πρὸ Χριστοῦ, ἐπὶ Κοροίβου, ὅτε οὗτος ἐνίκησεν ἐν Ὀλυμπίᾳ σταδιοδρομῶν. Ἀπὸ τοῦ ἔτους ἐκείνου ἠρίθμουν οἱ ἀρχαῖοι κατ᾿ Ὀλυμπιάδας, τετραετὲς δῆλον ὅτι χρονικὸν διάστημα, διαιρούμενον εἰς τέσσαρα ἔτη, διότι κατὰ τετραετίαν ἐτελοῦντο οἱ ἀγῶνες. Διήρκεσε δὲ ὁ θεσμὸς οὗτος ἐπὶ 1170 ἔτη, ὅσα διέρρευσαν ἀπὸ τοῦ 776 πρὸ Χριστοῦ μέχρι τοῦ ἔτους 394 μετὰ Χριστόν, ὅτε κατηργήθησαν τὰ Ὀλύμπια ὁριστικῶς ἐπὶ τοῦ Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, βασιλεύσαντος κατὰ τὰ ἔτη 379 - 395 μετὰ Χριστόν.

Μέχρι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης συνεπληρώθησαν 293 Ὀλυμπιάδες. Περίεργον δὲ καὶ ὄντως ἄξιον ἀναγραφῆς ἀποβαίνει, ὅτι ἐὰν μὴ ἐπήρχετο τότε διακοπή, ἐξηκολούθει δὲ ἡ σειρὰ τῶν τετραετιῶν, ἡ τέλεσις τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων συνέπιπτεν ἀκριβῶς πρὸς τὸ ἔτος 1896· διότι τὸ 776 π. Χρ. καὶ 1896 μ. Χρ. ἀποτελοῦσιν ἀριθμὸν ἐτῶν 2672, ὅστις διαιρεῖται ἀκριβῶς διὰ τοῦ 4. Ἡ δὲ τελεσθεῖσα ἐφέτος Ὀλυμπιάς, λαμβανομένης μὲν ὑπ᾿ ὄψιν τῆς διακοπῆς μετὰ τὴν 293ην, ἔχει τὴν σειρὰν τῆς 294ης. Ἐὰν ὅμως ἡ ἀρίθμησις προβῇ ἄνευ τῆς διακοπῆς, ἔχει σειρὰν 668ης ἀπὸ τῆς πρώτης ἀρχῆς, ἤτοι ἀπὸ τοῦ 776 <π. Χρ.>.

Ἡ σύμπτωσις αὕτη ἔστω εἷς ἔτι πρόσθετος ὅρος εἰς τὴν φαεινὴν ἐπιτυχίαν τῶν ἄρτι τελεσθέντων ἀγώνων.

(1896)

ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΩΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΟΛΙΣ

Συνέπεσε μίαν ἑσπέραν, ὥρᾳ καθ᾿ ἣν ἤναπτον τοὺς φανούς, νὰ διέλθω πλησίον τοῦ παλαιοῦ Τζαμίου, παρὰ τὰς ποινικὰς φυλακάς. Ἐκεῖ, ἔξω εἰς τὸν πρόδομον, ἄνωθεν τῆς πλατείας μαρμαρίνης κλίμακος, εἶδον μορφὴν γυναικὸς μὲ μακροὺς λευκοὺς πέπλους, νὰ ἵσταται ἀκίνητος ἔξωθεν τῆς θύρας, ἐπὶ τοῦ προδόμου. Εἶπα: «Ἰδοὺ βγαίνουν ἀκόμη φαντάσματα!» Καὶ ᾐσθάνθην κρυφὴν χαράν.

Δὲν ἠρώτησα ἂν εἶχον προορίσει τὸ Τζαμίον ὡς κατάλυμα διὰ γυναικόπαιδα, πρόσφυγας ἀτυχεῖς, ἀποδιωγμένους ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν ἀνεμοζάλην, θύματα τοῦ μίσους καὶ τοῦ φανατισμοῦ. Ὅταν ἀπεμακρύνθην μόνον ἐπαρουσιάσθη ἡ ἐξήγησις, ἡ εἰκασία αὕτη, εἰς τὸ πνεῦμά μου.

Ὑπῆρχον ἀνέκαθεν, ἐκτὸς τοῦ Τζαμίου τούτου, δύο ἄλλα, ἴσως μικρότερα. Τὸ ἓν εἶχε χρησιμεύσει ὡς φυλακή, ἂν καλῶς ἐνθυμοῦμαι, τὸ ἄλλο ὡς στρατιωτικὸς φοῦρνος. Ἐκεῖνο, περὶ οὗ ἐν ἀρχῇ ὁ λόγος, ἐχρησίμευεν ὡς στρατὼν τῶν ἀνδρῶν τῆς μουσικῆς. Τὸν χορὸν τῶν ὀρχουμένων δερβισῶν διεδέχθη χορὸς μουσικῶν Ἑλλήνων.

Ὅταν ἐτύχαινε νὰ περάσῃς κάπου ἐκεῖ σιμά, κατ᾿ ἐκείνους τοὺς χρόνους, ἤκουες τὸν εὐάρεστον καὶ παράξενον ἦχον τῶν χορδιζομένων ὀργάνων καὶ τῶν συλλαβιζομένων ἢ παραλλαγιζομένων μελῳδιῶν. Καὶ διετίθεσο τότε εὐθύμως, καὶ ἐνόεις τί θὰ πῇ νὰ εἶναί τις δερβίσης.

Γύρω - γύρω, ὑπῆρχον καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη δωδεκάδες μαγειρεῖα καὶ πατσατζίδικα καὶ εἰκοσάδες ταβέρνες. Ἐκεῖ ἦτο ἡ Παλαιὰ Ἀγορά. Ἐκεῖ ἦσαν ὑπόγεια μὲ δεκαπέντε καὶ εἴκοσι σκαλοπάτια κάτω, ὅπου ἦτο κόπος ν᾿ ἀναβῇ τις πλέον, ἅμα ἅπαξ κατέβαινεν. Ἐκεῖ ἐπωλεῖτο ἡ εὐθυμία. Μὲ εἴκοσι ἢ τριάντα λεπτὰ ἠγόραζέ τις μεγάλην δόσιν, μέγα ποσὸν εὐθυμίας. Μὲ ἑξῆντα λεπτὰ ἠγόραζον ὁλόκληρον τὴν εὐθυμίαν.

Ὅλα αὐτὰ ἦσαν πολὺ γείτονα μὲ τὸ Τζαμίον, ζῶσαν ἀνάμνησιν τῆς παλαιᾶς πόλεως, καὶ στρατῶνα τῶν ἀνδρῶν τῆς μουσικῆς. Ἀπὸ ὅλους τοὺς καλλιτέχνας, τοὺς μουσικοὺς ἀγαπῶ περισσότερον. Εἶναι πολὺ καλὰ παιδιά, καθὼς λέγουν οἱ Γάλλοι.

Τώρα δὲν ἠξεύρω πλέον εἰς τί χρησιμεύει τὸ Τζαμίον. Ποτὲ δὲν ζητῶ πληροφορίας. Ἄλλως, οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς Ἀθήνας εἶναι τώρα τόσον πολυάσχολοι, ὥστε διὰ νὰ ἐρωτήσῃς κανένα τίποτε, πρέπει νὰ τοῦ πληρώσῃς τὰ χασομέρια του.

Ὅλα ταῦτα ἴχνη τῆς Τουρκοκρατίας. Ἤκουσα ὅτι οἱ Τοῦρκοι τῶν Ἀθηνῶν ἦσαν πολὺ καλοὶ καὶ φρόνιμοι ἄνθρωποι. Ὡμίλουν ἑλληνιστί. Ἐπονοῦσαν τὸν τόπον. Ὅσοι ἐπέζησαν μετὰ τὴν Ἀνεξαρτησίαν, καὶ ἠναγκάσθησαν ἀπὸ τὰς προλήψεις τῆς φυλῆς των νὰ φύγουν, ἔχυσαν πύρινα δάκρυα. Ἐπώλησαν πλεῖστα κτήματα ἀντὶ ἑκατοντάδων τινῶν γροσίων. Ἄλλοι τὰ ἄφησαν ἔρημα, διὰ νὰ τὰ καταλάβουν οἱ ἡμέτεροι Ἀθηναῖοι.

Ἐκ τῶν προμάχων τῆς Ἀκροπόλεως ὀλίγοι ἐζήτησαν ἢ ἔλαβον μισθοὺς καὶ βαθμούς. Ἐπροτίμησαν ὡς πρακτικοὶ ἄνθρωποι, προβλέποντες τὴν ὑπερτίμησιν τῶν γαιῶν, ν᾿ ἀποκτήσουν περιουσίας. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, εἰς τὰς πολιτικὰς δίκας, τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα τῆς διαδικασίας ἦτο ἡ διὰ μαρτύρων ἀπόδειξις. Ὅσοι τῶν Ἀθηναίων ἦσαν νηφάλιοι, καὶ τοιοῦτοι ἦσαν πλεῖστοι, ἔσπευδον νὰ ἐπωφεληθῶσιν. Οἱ λοιποὶ ἐλάμβανον ἓν ἢ περισσότερα σβάντσικα καὶ ἠγόραζον τὴν εὐθυμίαν εἰς τὰ ὑπόγεια τῆς Ἀγορᾶς καὶ τῆς Πλάκας. Κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον ἐσχηματίσθησαν πολλαὶ περιουσίαι, καὶ πλεῖστοι ἀπέθανον ἐπὶ τῆς ψάθης.

Ἐκεῖ ὄπισθεν εἶναι τὰ Τσαρουχάδικα, ὁ στενὸς μικρὸς δρομίσκος, μὲ τὰ μαγαζάκια ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ὅπου μυρίζει τελατίνι, καὶ βλέπει τις λευκὰς ποδιὰς καὶ μπόλιες, καὶ ἀκούει κετοὺ ἴστε καὶ μαρὰζ μὸς βέρ. Κάτω, πρὸς δυσμάς, εἶναι τὰ Γύφτικα.

Ἐλέχθη πρὸ καιροῦ ὅτι εἶχαν ἀποφασίσει νὰ μετατοπίσουν ὅλον τὸ ἰσνάφιον τοῦτο εἰς τὰ Πετράλωνα ἢ δὲν ἠξεύρω ποῦ. Τώρα δὲν ἔμαθα ἂν τὸ σχέδιον ἐγκατελείφθη. Ποτὲ δὲν μανθάνω τι ἐγκαίρως. Θὰ ἦτο λυπηρὸν νὰ ἔλειπεν ἀπὸ ἐκεῖ ὅλος ὁ εὐάρεστος ἐκεῖνος θόρυβος τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐργασίας, ὁποὺ στομώνει τὰ ὦτα καὶ δυναμώνει τὰ νεῦρα. Δὶς ἢ τρὶς τῆς ἑβδομάδος μ᾿ ἀρέσει νὰ περνῶ ἀπ᾿ ἐκεῖ. Ἄλλως ἔχει τὸ πρᾶγμα διὰ τοὺς παροίκους, τοὺς τυχὸν ἀσθενεῖς. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι συνηθίζει τις μὲ τὸν καιρόν, ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶναι ἄρρωστος.

Πέραν τῆς συνοικίας τοῦ Ἁγίου Φιλίππου εἶναι ἡ Παναγία ἡ Βλασαροῦ, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ ἀνατολικώτερον, ἄνωθεν τῆς Πύλης τῆς Ἀγορᾶς, τὸ Ριζόκαστρο. Ἡ συνοικία αὕτη μοῦ εἶναι γνωστὴ καὶ προσφιλής. Ἐνθυμοῦμαι μίαν παλαιὰν οἰκίαν, μὲ μεγάλην αὐλήν, μὲ ἔξοχον μεγελοπρεπῆ θέαν πρὸς τὸν Ἐλαιῶνα, τὴν Πεντέλην καὶ τὸν Πάρνηθα.

Ἐκεῖ ἤκουα, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τακτικὰ πᾶσαν νύκτα κιθάραν καὶ ᾆσμα καὶ μανδολῖνον. Ἡ πατινάδα ἤρχετο κάθε βράδυ, περὶ τὴν ὥραν τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ἔστεκε μισὴν ὥραν ἔξω τῆς αὐλῆς, σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, κάτωθεν τοῦ παραθύρου μὲ τὸ σιδηροῦν κιγκλίδωμα, καὶ ἔψαλλε ρωμαντικὰ τραγούδια. Ἐπάνω εἰς τὸ παραθυράκι, αἱ γάστραι μὲ τὰ βασιλικά, μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ μὲ πολλῶν λογιῶν φραγκολούλουδα, τῶν ὁποίων δὲν ἠξεύρω τὰ ὀνόματα, ἐφαίνοντο ὅτι ἐσείοντο ἴσως ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ὁποὺ ἔπνεεν εἰς τὸ ὕψωμα ἐκεῖνο.

Δὲν ἦσαν αἱ γάστραι ὁποὺ ἐσείοντο, ἦσαν δύο ὡραῖαι ξανθαί, κασταναὶ κεφαλαί, μὲ ἀναδεδεμένας τὰς κόμας, μὲ ἡδυπαθεῖς τακεροὺς ὀφθαλμούς. Δὲν ἠδύναντο νὰ κοιμηθῶσιν ἐνωρίς, καὶ εἶχον τὴν περιέργειαν νὰ ἐξέρχωνται διὰ ν᾿ ἀκούσωσι τὴν πατινάδαν. Ἤκουες μειλιχίους ψιθυρισμοὺς ν᾿ ἀναμειγνύωνται μὲ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, καὶ ὅλα αὐτά, ἡ μελῳδία τῶν ᾀσμάτων, τῆς κιθάρας οἱ φθόγγοι, τὸ φύσημα τῆς αὔρας, οἱ ψιθυρισμοὶ εἰς τὸ σκότος, καὶ τῶν ἀνθέων τὸ ἄρωμα, ἀπετέλουν κρᾶμά τι ἡδυπαθές, ἀπερίγραπτον, ἄρρητον, τὸ ὁποῖον μόνον ἡ τουρκικὴ λέξις γκιουζὲλ θὰ ἠδύνατο κατὰ προσέγγισιν νὰ ἐκφράσῃ.

Ὁ κόσμος καὶ τὸ ᾆσμα καὶ ἡ ἀπόλαυσις αὐτὴ μὲ ἀπεκοίμιζον ὡραῖα, κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον. Ἔκτοτε εὐτυχίαν λογίζομαι ν᾿ ἀκούω μουσικὴν καὶ ᾆσμα κατὰ τὰς ὥρας τοῦ ὕπνου ἢ τῆς ἀυπνίας. Δὲν ἦτο ἀδικαιολόγητον τὸ παράπονον τὸ ὁποῖον ἤκουσα τελευταῖον παρά τινος τάξεως πολιτῶν κατὰ τοῦ ἀστυνόμου των, ὅτι ἤθελε νὰ ἐμποδίσῃ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ τραγούδια, κατὰ τὰς ἑσπέρας τῶν Κυριακῶν καὶ ἑορτῶν, καὶ μάλιστα καθ᾿ ὃν χρόνον εἶχον μορφωθῆ καλοὶ τραγουδισταὶ καὶ ὀργανοπαῖκται μεταξὺ τῆς νεολαίας. Διὰ τοὺς δευτέρους ἦτο καὶ ὑλικὴ ζημία. Ἦτο διωγμὸς καθ᾿ ἑνὸς κλάδου τῆς βιομηχανίας. Δὲν ἄφηναν τοὺς καλοὺς νέους ἐλευθέρους νὰ διασκεδάζουν τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ἄλλους; Δὲν διασκεδάζουν δωρεὰν καὶ οἱ ἴδιοι; Θὰ εἴπῃ τις ὅτι ἐκήδοντο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς τάξεως. Ἀλλὰ τότε ἔπρεπε ν᾿ ἀπαγορεύουν τὸν οἶνον καὶ ὄχι τὰ βιολιά. Ὅπου βιολιά, δὲν γίνονται συνήθως καυγάδες. Ὁ θόρυβος τῆς μουσικῆς ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λογομαχήσουν. Ἡ ἡδύτης τῆς μελῳδίας, καὶ ἀφοῦ σιγήσουν ἀκόμη τὰ ὄργανα, ἀπελαύνει τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα.

Ὀλίγον παραπάνω εἶναι τ᾿ Ἀναφιώτικα. Ἐκεῖ ἀνάφτουν καθ᾿ ἑσπέραν ἐναέριοι λύχνοι. Ἐκεῖ εἶναι ἀναρίθμητα παλαιὰ παρεκκλήσια, χωμένα κατὰ τὸ ἥμισυ εἰς τὴν γῆν. Ὑπάρχουν σπήλαια τεχνητὰ καὶ φυσικὰ φρέατα. Σταυροὶ λαξευμένοι ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους. Κανδῆλαι ἀναμμέναι εἰς μικροὺς σηκούς, εἰς παλαιοὺς βωμοὺς περιφράκτους, θυμίαμα, κηρίον, λατρεία. Ἀντηχεῖ ὑψηλὰ ἐκεῖθεν ἀκόμη τό, Ἀγνώστῳ Θεῷ.

Ἐκεῖ ἐπιφαίνονται ἐνίοτε δύο λαμπραὶ ὀπτασίαι.Ἡ μία φορεῖ πενιχρὸν χιτῶνα, καὶ ἀναβεβλημένον ἐπὶ τῶν ὤμων τὸ ἱμάτιον. Κρατεῖ βακτηρίαν. Γαλιλαῖος, ἐπίρρινος, ἀναφαλαντίας, καὶ ἁρπαγεὶς ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Ἡ ἄλλη φορεῖ φαιλόνιον ὑφασμένον μὲ ἐρυθροὺς σταυρούς, ἐπιτραχήλιον κεντητὸν μὲ ἀγγελούδια, καὶ ὠμοφόριον ἀπὸ μαλλίον προβάτου. Εὐθύρριν, βαθυπώγων, σεβάσμιος, ἐξήρθη ποτὲ μέχρι τῆς ἄνω ἱεραρχίας καὶ περιέγραψε τὰς τάξεις τῶν Ἀγγέλων.

Ἀμφότεραι αἱ ὀπτασίαι εἶναι ὑψηλαί, ἐπιβάλλουσαι, μεγαλοπρεπεῖς. Ἡ πρώτη ὀνομάζεται Παῦλος, ἡ δευτέρα Διονύσιος.

Ἐκεῖθεν καὶ ἐφεξῆς, ὑψηλά, ἐπάνω, ἐπιφαίνεται μία αἴγλη. Σέλας συλληφθέν, ἀκτὶς ἡλίου στερεοποιημένη. «Μάρμαρον θεῖον, ὁποὺ πρέπει νὰ τὸ φιλήσῃ τις», καθὼς εἶπεν ὁ Ἀμπού, ὁ σατυριστὴς τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος. Ἂς ὀπισθοχωρήσωμεν, ἢ μᾶλλον ἂς σταματήσωμεν ἐδῶ. Σαρκικοί, ὑλόφρονες καὶ νωθροὶ ἄνθρωποι, δὲν δύνανται ν᾿ ἀνέλθωσιν εἰς τὸν ἱερὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως.

(1896)

ΗΡΩΪΚΟΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ

Γράφοντες ἐκ χρονογραφικοῦ καθήκοντος τὰ κατωτέρω, δὲν πιστεύομεν νὰ κριθῶμεν παρ᾿ οὐδενὸς ὡς φιλότουρκοι, ἢ ὡς ὑποτιμῶντες τὴν δεδοκιμασμένην καὶ θαυμαστὴν ἀνδρείαν τοῦ ἡμετέρου στρατοῦ.

Ἐξ ἐναντίας, πᾶς ἔπαινος διὰ τὴν ἀνδρείαν τοῦ ἀντιπάλου εἶναι τὸ λαμπρότερον καὶ ἀσφαλέστερον πιστοποιητικὸν περὶ τῆς ἀνδρείας τοῦ νικητοῦ του.

Σχεδὸν ἀπαρατήρητος καὶ ἀσχολίαστος παρῆλθε μία φράσις γενναίου μαχητοῦ, ἱκανὴ μόνη νὰ ὁδηγήσῃ τὸν προφέροντα αὐτὴν ἐν ὥρᾳ τοιούτου κινδύνου εἰς τὴν ἀνωτάτην βαθμίδα τῆς ἀθανασίας.

Ἡ ἀθανασία εἶναι τόσον ἰδιότροπος καὶ ἀναγνωρίζεται ὑπὸ τοσοῦτον παραδόξους συνθήκας, ὥστε ἐνῷ βίου ὁλοκλήρου ἀγὼν ἀδυνατεῖ νὰ τὴν ἐπιτύχῃ, τὴν ἐπιτυγχάνει πολλάκις μία λέξις, μία κίνησις, ἓν βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός.

Ὡς ἄνθρωποι, ἔχοντες ἐν ἡμῖν ἔνστικτον τὸ συναίσθημα τοῦ καλοῦ καὶ γενναίου, ἄξιοι ἀπόγονοι τῶν ἱπποτικῶν ἡμῶν προγόνων, πρέπει μετὰ θαυμασμοῦ εἰλικρινοῦς καὶ σεβασμοῦ νὰ ἐπαναλάβωμεν τὴν μεγάλην φράσιν, ἣν Τοῦρκος ἀντίπαλος, διατελῶν ὑπὸ τὸ στόμιον τοῦ χαίνοντος ἑλληνικοῦ τηλεβόλου, ἀπέστειλεν ὡς ἀπάντησιν εἰς ἕτερον γενναῖον καὶ ἱπποτικὸν ἀξιωματικόν, τὸν πολιορκητήν του, ὅστις τῷ ἐπρότεινε τὴν παράδοσιν:

- Ἐφ᾿ ὅσον μοῦ μένει εἷς στρατιώτης καὶ ἓν φυσέκιον, δὲν παραδίδομαι.

Ἀγνοῶ πῶς ὀνομάζεται ὁ γενναῖος ἐκεῖνος Τοῦρκος ἀξιωματικός, ὅστις προετίμησε τὸν θάνατον ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας.

Ἀλλὰ μὲ ὁποιονδήποτε ὄνομα καὶ ἂν τὸν ἐκάλει ὁ πατήρ του, ἡ ἀνθρωπότης πρέπει νὰ τὸν ὀνομάζῃ ἥρωα.

Καὶ τοῦ πρέπει, διότι ὁ ἡρωισμὸς οὔτε πατρίδα, οὔτε ἐθνικότητα, οὔτε θρησκείαν ἰδιαιτέραν ἔχει· εἶναι μέγα τι καὶ ἔνθεον διὰ τὸ ὁποῖον ἡ ἀνθρωπότης ἔχει ἀνεγείρει μοναδικὸν θρόνον, καὶ τὸ ἀνυψοῖ ἐκεῖ ὁπουδήποτε ἂν ἐμφανίζεται.

Ὑποθέτομεν ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἀδάμας, ὅστις θὰ κοσμήσῃ τὰ νικηφόρα ὅπλα τοῦ γενναίου στρατοῦ μας τῆς κατοχῆς, εἶναι ἡ τιμὴ ὅτι ἐπολέμησαν ἥρωες πρὸς ἥρωας.

†Ἐπαναλαμβάνομεν† καὶ αὖθις νὰ εἴπωμεν ὅτι οὐδεὶς γνήσιος Ἕλλην θὰ μᾶς κακίσῃ διὰ τὰς ὀλίγας ταύτας λέξεις.

Ὁ Καμπρὼν ἀπεκλήθη γενναῖος ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ του, πρὶν ἀκόμη προφέρει τὴν περίφημον λέξιν του, ἥτις ἐνέπνευσε τὸν Οὑγκὼ εἰς τὸ θαυμασιώτερον κεφάλαιον τοῦ βιβλίου του, καὶ πρὶν ἐμέσῃ κατ᾿ αὐτοῦ τὸ πῦρ καὶ τὸν θάνατον τὸ ἐχθρικὸν πυροβόλον.

Ἀφοῦ δὲ ἐπρόφερεν τὴν λέξιν ἐκείνην, πᾶς ὅστις θὰ ἀπεκάλει αὐτὸν γενναῖον μόνον, θὰ τὸν ἐξηυτέλιζεν· ὁ Καμπρὼν ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦτον ἀθάνατος!...

Καὶ δὲν ἦτον ἀθάνατος διὰ τοὺς Γάλλους μόνον· ἔμεινεν ἀθάνατος δι᾿ ὅλον τὸν κόσμον, πολὺ δὲ περισσότερον διὰ τὸν ἐχθρόν του, ὅστις εἶχε τὴν τιμὴν νὰ νικήσῃ τοιοῦτον ἥρωα!...

(1897)

[ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΑ ΤΟΥ Χ. ΑΝΝΙΝΟΥ]

Μήπως ἐγὼ ἤμην ἀνάξιος,
ἢ μὴ τὸ πεπρωμένον ἦτον
νὰ μὴ σὲ δρέψω, καὶ δὲν σ᾿ ἔδρεψα,
ὦ ρόδον, ἄνθος τῶν Χαρίτων;

Ἰδοὺ οἱ στίχοι σου τοὺς ὁποίους ἀνέγνωσα εἰς τὴν «Ἐθνικὴν Βιβλιοθήκην» πρὸ 29 ἐτῶν.

Ἀλλ᾿ ἐνθυμεῖσαι τὴν λαμπρὰν ἐκείνην περίοδον τῆς «Ἐφημερίδος» τοῦ 1883; Πόσοι καὶ πῶς ἤμεθα τότε καὶ πόσοι ἐμείναμεν σήμερον! Ποῦ ὁ καλὸς καὶ εὐγενὴς φίλος, ὁ Παναγιώτης Θωμᾶς; Καὶ ποῦ ὁ ἐκλεκτὸς καὶ ποιητικὸς ἐκεῖνος νέος, ὁ Πάνος Γιαννόπουλος; Καὶ ποῦ ὁ μεγάθυμος ἐκεῖνος, ὁ Δημήτριος Κορομηλᾶς, ὁ σκέπων καὶ θάλπων ὅλους ὑπὸ τὰς πτέρυγάς του; Εἴθε νὰ εὐτυχῇς, Μπάμπη, σὺ καὶ τὰ φίλτατά σου, αἰσίως δὲ νὰ ἑορτάσῃς καὶ τὴν ἑξηκονταετηρίδα σου.

(1900)

ΕΙΣ ΧΑΡΙΛΑΟΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΝ

...Ἐγὼ δ᾿ Ἰωνᾶς ὁ προφήτης γίγνομαι,
δίδωμ᾿ ἐμαυτὸν τῆς κοινῆς σωτηρίας,
καίπερ κλύδωνος τυγχάνων ἀναίτιος.

Τοὺς στίχους τούτους ἔγραφεν ὁ θεορρήμων Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὅταν ἐθυσίαζε γενναίως ἑαυτόν, παραιτούμενος ἀξίωμα καὶ θρόνον, χαίρειν προσειπὼν οὐ μόνον τὸν λαὸν καὶ τὸν ναὸν καὶ τὸ θυσιαστήριον, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, τοὺς φύλακας καὶ πρεσβύτας τῆς παροικίας Κωνσταντινουπόλεως.

Ἄραντες ἡμᾶς ῥίψατε κλήρου φορᾷ,
κῆτός με πόντῳ δέξεται φιλόξενον...

Καὶ μετὰ δεκαπέντε ἑκατονταετηρίδας, τοὺς στίχους τούτους τοῦ μεγάλου Ἕλληνος ἱεράρχου θὰ ἠδύνατο νὰ τοὺς ἐπαναλάβῃ ὁ ὑπέροχος τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος πολιτικὸς ἀνήρ, ὁ «εὐξάμενος τὴν ἐναντίαν εὐχὴν τῷ Ἀχιλλεῖ», ὡς λέγει ὁ Πλούταρχος.

Εὐτυχῶς οἱ νεκροὶ δὲν τρέφουσιν αἰσθήματα ἰδιοτελείας· ἄλλως ἡ μεγάλη ψυχὴ τοῦ Χαριλάου Τρικούπη θὰ εἶχε μέγα δίκαιον νὰ χαιρεκακῇ.

(1900)

ΠΟΣΙΣ ΚΑΙ ΔΑΜΑΡ
(Διάλογος)

ΣΚΗΝΗ Α´

Πόσις. - Ναί, ἐγὼ ὁ Πόσις. Σοῦ ἐπλήρωσα, ὦ Δάμαρ, τὴν δεσποτείαν ἀκριβά.

Δάμαρ. - Τί μ᾿ ἐπλήρωσες;

Πόσις. - Ἔσκαψα, ὡς ἀσπάλαξ, βαθέως τὴν γῆν, διὰ νὰ ἀνακαλύψω χρυσὸν καὶ ἄργυρον, διὰ νὰ κεντήσῃς τὰ πέδιλά σου, νὰ τὰ φορῇς, νὰ πατῇς καὶ νὰ τρίζῃ ἡ γῆ ὑπὸ τοὺς πόδας σου. Ἐξεκοίλιασα τοὺς σκώληκας τῆς γῆς καὶ ἀπέσπασα τὰ ἔντερά των, διὰ νὰ ἔχῃς νὰ ὑφάνῃς μέταξαν καὶ κατασκευάσῃς πολύπτυχον ἐσθῆτα, διὰ ν᾿ ἀνεμίζωνται τὰ ἄκρα σου, καὶ ἀποτελῇ τὸ βάδισμά σου μέγαν θροῦν. Κατέβην εἰς τὰ ἔγκατα τῆς γῆς νὰ εὕρω ἀδάμαντα, διὰ νὰ ἔχῃς πόρπην, ἥτις εἴθε νὰ εἶναι ἀρκετὰ στερεὰ διὰ τὴν ζώνην σου τὴν χρυσῆν. Κατέδυν εἰς τὰ βάθη τῶν θαλασσῶν ὅπως εὕρω μαργαρίτας λευκούς, στιλπνούς, διὰ νὰ περισφίγγουν ὀφιοειδῶς τὸν τράχηλόν σου τὸν θεσπέσιον, ἄνωθεν τοῦ στέρνου σου τοῦ θαλπεροῦ καὶ τοῦ κόλπου σου τοῦ ζωηφόρου. Ἠρεύνησα νὰ εὕρω σμαράγδους καὶ σαπφείρους ὅπως κοσμήσω δακτύλιον, δεσμὸν πίστεως περὶ τὸν δάκτυλόν σου τὸν τορνευτόν. Ἔκοψα τὰς ρῖνας δύο Ἰνδῶν, ὅπως ἀποσπάσω τοὺς χρυσοῦς καὶ λιθοκολλήτους κρίκους των, διὰ νὰ κατασκευάσω ἐνώτια διὰ τὰ ὦτά σου τὰ διάτρητα, τὰ διαφανῆ, τὰ ὁποῖα χρησιμεύουν ὡς δύο θύραι εἰσόδου καὶ ἐξόδου διὰ τοὺς λόγους τοὺς παρ᾿ ἐμοῦ. - Καὶ τώρα τί ἄλλο ἀπαιτεῖς ἀκόμη, ὦ Δάμαρ;

Δάμαρ. - Τίποτε, ὤ, τίποτε! Ἀναγνωρίζω τὰς εὐεργεσίας σου, ὦ Πόσι.

Πόσις. - Λοιπὸν εἰρήνευε, καὶ ἔσο αὐτάρκης.

Δάμαρ. - Μόνον, μοῦ ἔδωκες, χρυσοκέντητα πέδιλα εἰς τοὺς πόδας,

καὶ ἀδάμαντα εἰς τὴν ζώνην, καὶ περιδέραιον εἰς τὸν λαιμόν, καὶ τόσα ἄλλα πράγματα!... Ὤ! Νὰ ἔχω χρυσᾶ πέδιλα διὰ νὰ στενάζῃ ὑπὸ τοὺς πόδας μου ἡ γῆ, νὰ φορῶ πολύθρουν μέταξαν περὶ τὰ σφυρὰ καὶ τὰ σκέλη, νὰ φέρω σκληρὸν ἀδάμαντα εἰς τὴν ζώνην τὴν χρυσῆν, ὄφεις ἐκ μαργαριτῶν νὰ μοῦ περισφίγγουν τὸν ζωοποιὸν τράχηλον, νὰ φέρω κρίκους περιειλητοὺς εἰς τοὺς δακτύλους, ἄλλους κρίκους κρεμαστοὺς εἰς τὰ ὦτα, καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐπλόκαμον κόμην γυμνήν!... Ἓν μικρὸν πρᾶγμα μοῦ χρειάζεται, ὦ Πόσι!

Πόσις. - Τὸ ποῖον; Λέγε.

Δάμαρ. - Ἓν μικρὸν διάδημα, ὦ Πόσι, διὰ τὴν κεφαλήν.

Πόσις. - Ὤ! διάδημα!... Ἀντιποιεῖσαι βασιλείαν;

Δάμαρ. - Διατί νὰ μὴ ἀντιποιοῦμαι; Δὲν εἴμεθα οἱ δύο μας ἐπὶ τῆς γῆς; Δὲν εἶσαι σὺ ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν, καὶ τῶν πετεινῶν, καὶ τῶν θηρίων; Καὶ ἂν σὺ εἶσαι βασιλεύς, ἐγὼ δὲν εἶμαι βασίλισσα; Τί εἶμαι;

Πόσις. - Σκληρὸν τὸ αἴτημά σου, ὦ Δάμαρ.

Δάμαρ. - Ἐκράτησες σὺ δι᾿ ἑαυτὸν πᾶν τὸ ἀξίωμα καὶ πᾶσαν τὴν ἀρχὴν καὶ πάσας τὰς προνομίας. Θέλω κ᾿ ἐγὼ νὰ συμμετάσχω τῶν δικαιωμάτων σου, καθὼς συμμετέχω ὅλων τῶν ὑποχρεώσεων καὶ ὅλων τῶν κόπων σου καὶ ὅλων τῶν λυπῶν σου. Ἐπιθυμῶ νὰ ψηφίζω, νὰ γραμματεύω, νὰ βουλεύω, νὰ στρατηγῶ, νὰ καταδυναστεύω... Καιρὸς νὰ μοὶ δοθῇ ἰσοπολιτεία, ὦ Πόσι.

Πόσις. - Ἐπιθυμεῖς, εἶπες, νὰ στρατηγῇς. Καὶ πῶς θὰ δύνασαι νὰ στρατηγῇς, πρὶν μάθῃς νὰ θητεύῃς; Καὶ πῶς θὰ μάθῃς νὰ θητεύῃς, ὁπόταν ἔχῃς τρυφερὰ τὰ στέρνα καὶ εὐπαθῆ τὰ σπλάγχνα καὶ ἀσθενεῖς τοὺς βραχίονας; Εἶσαι ἱκανὴ νὰ τρομάζῃς τοὺς ἐχθρούς, νὰ τρέπῃς καὶ νὰ νικᾷς τούτους;

Δάμαρ. - Δὲν θὰ τρέπω τοὺς ἐχθρούς, θὰ τοὺς ἑλκύω. Θὰ τοὺς νικῶ διὰ τῶν θελγήτρων. Θὰ ἔρχωνται νὰ κύπτωσι καὶ νὰ καταθέτωσι τὰ ὅπλα εἰς τοὺς πόδας μου.

Πόσις. - Ὢ τῆς αἰσίας, ὢ τῆς μακαρίας πίστεως! ὢ τῆς καλῆς γνώμης!

Δάμαρ. - Ναί, εἰς τοὺς πολέμους ὅσους διεξάγεις σύ, ἐγὼ νοσηλεύω τοὺς τραυματίας ὅσους πληγώσῃς, ἐγὼ συστέλλω τοὺς νεκροὺς ὅσους θανατώσῃς, ἐγὼ σπείρω ἀγάπην καὶ συμπάθειαν καὶ ἔλεον. Καὶ ὅταν ἀναδήσω

τὴν κόμην μὲ διάδημα, τότε εἰρήνη θὰ βασιλεύσῃ ἀπὸ περάτων ἕως περάτων. Τ᾿ ὄνομά σου εἶναι πόλεμος, ὦ Πόσι, τ᾿ ὄνομά μου εἶναι εἰρήνη ἐπὶ τῆς γῆς.

Πόσις. - Καὶ ὅταν βασιλεύσῃς σύ, δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον πόλεμος;

Δάμαρ. - Οὐδαμοῦ.

Πόσις. - Καὶ οὐδεὶς ὁ πολεμῶν τὴν εἰρήνην;

Δάμαρ. - Οὐδείς.

Πόσις. - Τὸ ἐναντίον τῆς εἰρήνης δὲν θὰ ὑπάρχῃ;

Δάμαρ. - Οὐχί! Σὺ ποιεῖς τὸν πόλεμον. Ἐγὼ φέρω εἰρήνην.

Πόσις. - Ἰσχυρογνωμονοῦσα καὶ θέλουσα δῆθεν τὴν εἰρήνην, δὲν πολεμεῖς;

Δάμαρ. - Ἀγωνίζομαι κατὰ τοῦ πολέμου.

Πόσις. - Ἄρα πολεμεῖς.

Δάμαρ. - Δὲν πολεμῶ, ἀλλ᾿ εἰρηνεύω.

Πόσις. - Δὲν πολεμεῖς, ἀλλὰ ψευδωνυμεῖς. Τὸ ψευδώνυμόν σου, ὦ

Δάμαρ, εἶναι Εἰρήνη. Τὸ ἀληθές σου ὄνομα εἶναι Ἔρις, Ἐρινύς!

Δάμαρ. - Ὤ! μοῦ δίδεις τόσα ὀνόματα...

Πόσις.- Ἄ! ἔχεις πλεῖστα ὀνόματα σύ!... Καὶ διὰ τίνα ἐγὼ πολεμῶ πάντοτε, εἰμὴ διὰ σὲ καὶ ἕνεκα σοῦ καὶ χάριν σοῦ;... Σὺ εἶσαι ἡ Ἑλένη ὅλων τῶν πολέμων, ἡ Κλεοπάτρα - Ἀλκυόνη ὅλων τῶν ἐμπρησμῶν καὶ τῶν δῃώσεων, ἡ Δαλιδὰ καὶ ἡ Ὀμφάλη ὅλων τῶν ἐξανδραποδισμῶν... Καὶ ὅταν ἐγὼ πεισθῶ εἰς τοὺς λόγους σου, καὶ πιστεύσω ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον βία καὶ πόλεμος, ἄλλος μακρόχειρ θὰ ἔλθῃ γαμψῶνυξ νὰ σὲ ἁρπάσῃ καὶ σὲ ἀπαγάγῃ ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦ νωδοῦ τὰς ἀγκάλας, καὶ σὺ χαίρουσα θὰ προσκυνήσῃς τὴν βίαν καὶ τὴν ἀλκὴν παρ᾿ αὐτῷ, διότι ταύτην πάντοτε, μετὰ τῆς τύχης, θαυμάζεις καὶ λατρεύεις...

Δάμαρ. - Σὺ εἶσαι σκληρὸς καὶ μὲ ὀνειδίζεις.

Πόσις. - Διότι εἶσαι πείσμων καὶ ἀπειθής· φιλόνικος καὶ γλωσσώδης.

Δάμαρ. - Ἐγώ, γλωσσώδης; Ἐγὼ εἶμαι ἁβρὰ καὶ λεπτοφυής. Σὺ εἶσαι τραχὺς καὶ ἄξεστος.

Πόσις. (Κινεῖ ἀπειλητικῶς τὴν χεῖρα). Μόνον διὰ τῆς βίας δύναταί τις ν᾿ ἄρξῃ σοῦ.

Δάμαρ. - Βαβαί! Μὲ ἀπειλεῖ ὁ... μὲ ἀπειλεῖ τὴν ἄοπλον καὶ ἀσθενῆ.

Πόσις. (Ὀργίλος.) - Μὴ λέγε ὅτι εἶσαι ἄοπλος. Ἔχεις τόσας ὁπλὰς καὶ ὄνυχας καὶ ὀδόντας, καὶ γλῶσσαν τομὸν καὶ ἠκονημένην. Καὶ τὸ βλέμμα σου εἶναι ἰταμόν, καὶ τὸ ἦθός σου αὔθαδες.

Δάμαρ. - Ἀπειλεῖς σκαιῶς καὶ ὑβρίζεις κακῶς.

Πόσις. (Ἐγείρει κατ᾿ αὐτῆς τὴν χεῖρα. Ἡ αὐλαία πίπτει. Ἀκούονται ὀλολυγμοὶ τῆς Δάμαρτος.)

Πόσις. (Ὄπισθεν τῆς σκηνῆς.) - Πρὶν σὲ τύψω, ἤδη κλαίεις!

Δάμαρ. (Ὄπισθεν τῆς σκηνῆς.) - Ὤ! μὲ κτυπᾷ ὁ βάναυσος!...

ΣΚΗΝΗ Β´

Α´ Ἀγχιστεύς. - Ἐδῶ εἶναι ἀνάγκη συγγενικοῦ συμβουλίου. Τὸ ἀνδρόγυνον δὲν βαίνει καλῶς.

Β´ Ἀγχιστεύς. - Διὰ τοῦτο ἤλθομεν ὅλοι. Ὀφείλομεν νὰ λάβωμεν μέτρα.

Ἑκυρός. - Ἡ Δάμαρ πρέπει νὰ σωφρονισθῇ· ὀφείλει ν᾿ ἀναγνωρίσῃ τὸν Πόσιν ὡς κεφαλήν, καὶ ὄχι νὰ εἶναι αὐτοκέφαλος.

Κηδεστής. - Ὁ ἀνὴρ ὀφείλει ν᾿ ἀγαπᾷ τὴν γυναῖκά του· καὶ τότε ἡ Δάμαρ ὀφείλει ὑπακοὴν εἰς τὸν ἄνδρα.

Πενθερά. - Πάντοτε ἡμεῖς αἱ γυναῖκες τὰ πταίομεν ὅλα· ἡ νύμφη μου ἁμαρτάνει τώρα. Δὲν βλέπω εἰς τί πταίει ὁ Πόσις.

(Συγγενής). - Ὀφείλουν αἱ γυναῖκες ὑπακοὴν εἰς τοὺς ἄνδρας.

Κηδεστής. - Κατ᾿ ἐμὴν γνώμην, ὁ Πόσις πρέπει νὰ τεθῇ ὑπὸ κηδεμονίαν· πρὸς τοῦτο συνήλθομεν.

Γάλως. - Ὤ, ναί, σύμφημι· καίτοι ὡς κασιγνήτη συμπαθῶ...

Ἀδελφιδῆ. - Νομίζω ὅτι πταίουν καὶ τὰ δύο μέρη· ὁ θεῖος πταίει καὶ ἡ θεία ἁμαρτάνει.

Κηδεστής. (Αὐστηρῶς.) - Οἱ νεώτεροι δὲν ἔχουσι ψῆφον.

Ἀνεψιά. - Ἂς τοὺς εἰρηνεύσωμεν, διὰ νὰ μὴ μάχωνται πρὸς ἀλλήλους.

Ἀνεψιαδοῦς. - Καὶ νὰ ὑποσχεθῇ ἡ θεία ὅτι δὲν θὰ ἐπαναλάβῃ τὰ ἴδια.

Ἐξανέψιος. - Ἄλλως, ἂς διαζευχθῶσι, διὰ νὰ μὴ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς βάσανα.

Πόσις. (Εἰσερχόμενος εἰς τὴν σκηνήν.) Ἀκούσατε, ὦ ἀγχιστεῖς· ἕκαστος ἐξ ὑμῶν ἂς φροντίσῃ πρῶτον νὰ διορθώσῃ, ὅπερ δύσκολον, τὸν ἑαυτόν του, εἶτα νὰ διορθώσῃ, ὅπερ ἀπείρως δυσκολώτερον, τὴν ἰδίαν αὐτοῦ Δάμαρτα· καὶ κατὰ τρίτον λόγον πρέπει νὰ φροντίσῃ διὰ τοὺς ἀγχιστεῖς του.

Δάμαρ. (Εἰσερχομένη εἰς τὴν σκηνήν.) Ἑκάστη ἐξ ὑμῶν, ὦ Γάλωες καὶ λοιπαὶ ὁμαίμονες, ἂς φροντίσῃ πρῶτον νὰ συμμορφώσῃ τὸν ἴδιον αὐτῆς Πόσιν· καὶ εἶτα νὰ φροντίσῃ διὰ τοὺς ὁμαίμονας.

ΣΚΗΝΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Πόσις. - Ὁπόσον σὲ στέργω, ὦ Δάμαρ, ὁπόσον ἔραμαι σοῦ! Ἡ ψυχή μου ἵσταται εἰς τὸ στόμα, ἐτοίμη νὰ κολλήσῃ εἰς τὰ χείλη σου τὰ κοράλλινα. Ἂς γίνῃ ἓν ἡ πνοή σου μὲ τὴν πνοήν μου. Σοὶ εἶπα κακόν τι, ὦ γύναι, σ᾿ ἐλύπησα; Ὤ, σύγγνωθι. Ἂς πίωμεν τὴν Λήθην ὁμοῦ... Διατί χαμηλώνεις τὰ ὄμματά σου, ὦ Δάμαρ;... Ὤ, πόσον μοῦ θίγεις τὰ σπλάγχνα, μοῦ νύσσεις τὴν καρδίαν... Ὁμίλει...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Δάμαρ. - Εἶπες, νὰ πίωμεν τὴν Λήθην ὁμοῦ;... Ἄκουσον· τὴν ἡμέραν καθ᾿ ἣν σ᾿ ἐφίλευσα εἰς τὸν Παράδεισον τὸν εὔχυμον ἐκεῖνον καρπόν, ἐλησμόνησα νὰ σὲ κεράσω ἓν ποτήριον διὰ νὰ τὸν χωνεύσῃς...Ἔκτοτε σοὶ τὸ ὀφείλω. Ἰδού, λάβε καὶ πίε! (Τοῦ προσφέρει ποτήριον πλῆρες ροδίνου τὸ χρῶμα ρευστοῦ.) Τοῦτο εἶναι κρᾶμα ἀπὸ ὅλα τὰ φίλτρα καὶ τοὺς χυμοὺς καὶ τ᾿ ἀρώματα... ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀναρχισμοὺς καὶ τὰς χειραφετήσεις καὶ τὰς οὐτοπίας καὶ τοὺς παραλογισμούς... ἀπ᾿ ὅλας τὰς μαγγανείας καὶ τὰς ἀλχημείας... Ὅταν ἐφάγομεν ὁμοῦ ἐκ τοῦ καρποῦ ἐκείνου, ἐμάθομεν νὰ γνωρίζωμεν τὸ πονηρὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, καὶ συνείδομεν ὅτι γυμνοὶ ἤμεθα, καὶ τὸ πρῶτον ἐρύθημα τῆς αἰδοῦς ἐπήνθησεν εἰς τὰς παρειὰς ἡμῶν. Ὅταν πίωμεν ὁμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο θὰ μάθωμεν νὰ συγχέωμεν τὸ πονηρὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, καὶ τὸν ἥττονα λόγον κρείττονα νὰ ποιῶμεν, καὶ θὰ φύγῃ ἀφ᾿ ἡμῶν πᾶσα συνείδησις γυμνότητος, καὶ θὰ ἔχωμεν τὴν γύμνωσιν ὡς καλλίστην περιβολήν, καὶ θὰ εἴμεθα ἀνώτεροι τῆς αἰδοῦς, τῆς βαναύσως κοκκινοπροσωπούσης καὶ παιδαριώδους...

Πόσις. - Ἄ! (Πίνει καὶ νυστάζει.)

Δάμαρ. - Τοῦτο τὸ ποτὸν φέρει ὕπνον. (Λικνίζει εἰς τοὺς βραχίονάς της τὴν κεφαλὴν τοῦ Πόσιος.) Τώρα πλέον ἐγὼ εἶμαι ἡ... πόσις, καὶ σὺ ὁ... πότης.

Πόσις. - (Ὀνειροπολῶν.) Πότε θὰ ἔλθῃ ἡ ἔγερσις!;

(1901)

ΑΠΟ ΤΑ ΝΗΣΙΩΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

«Σῦρε, Μητέρα μ᾿, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴν τὴν ὥρα,
κ᾿ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·
ὅταν σημαίνουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουν οἱ παπάδες,
τότες καὶ σύ, Μαννούλα μου, νά ᾿χῃς χαρὲς μεγάλες.»

Οὕτω πως προανήγγειλε, κατὰ τὴν λαϊκὴν Μοῦσαν, τὴν ἰδίαν Ἀνάστασίν του ὁ Χριστός, ὁμιλῶν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ πρὸς τὴν Παναγίαν Μητέρα του. Εἰς αὐτὴν οἱ Ἀπόστολοι εἶχον δείξει πρὸ ὀλίγου μακρόθεν τὸν Γολγοθᾶν, ὅπου ἐτελεῖτο τὸ φρικτὸν μυστήριον.

«Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνί, μὲ κόκκινην παντέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων Βασιλέα».

Τί ἀλησμόνητοι ἐκεῖνοι οἱ χρόνοι! Ὅταν ἤμεθα παιδία, τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, ἐτρέχαμεν ὅλοι εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀπὸ τὴν ἑσπέραν τῆς Μεγάλης Τετάρτης, διὰ νὰ δρέψωμεν ἄνθη, κατακόκκινες παπαροῦνες, ὀλίγα ἴα καὶ κρίνους, κ᾿ ἐκλέπταμεν ἀπὸ τοὺς ἀκανθωτοὺς φράκτας τῶν κήπων τὰ πρῶτα μπουμπούκια τῶν ρόδων τοῦ Ἀπριλίου. Κατεσκευάζομεν καλάμινον Σταυρόν, τὸν ἀρματώναμεν, ἐξεκολλούσαμεν ἀπὸ τὸ Χτωήχι τὴν Σταύρωσιν, καὶ λίαν πρωὶ τῆς Πέμπτης ἐγυρίζαμεν εἰς τὰ σπίτια, κ᾿ ἐτραγῳδούσαμεν τὸ ἀνωτέρω ᾆσμα. Αἱ εὐσεβεῖς οἰκοκυράδες μᾶς ἐφόρτωναν «καλὲς χρονιές», καὶ μᾶς ἐφίλευαν, ζεστὰ ἀκόμη, τὰ μόλις βαφέντα κόκκινα αὐγά. Μὲ τὶς ὀλίγες πεντάρες ποὺ μᾶς ἔδιδαν πότε πότε, ἀγοράζαμεν σπίρτα, καψύλια, καὶ πυροκρόταλα, διὰ νὰ ἑορτάσωμεν ἐν κρότῳ τὴν Ἀνάστασιν.

Τί χαρές, τί συγκινήσεις ἦσαν ἐκεῖναι; Ὅταν ἀνέτελλεν ἡ Μεγάλη Παρασκευή, κορίτσια, γυναῖκες, παιδιά, μὲ κοφίνας καὶ φορτώματα ἀνθέων, ἔτρεχαν εἰς τὸν Ναόν, διὰ νὰ στολίσουν τὸν Ἐπιτάφιον. «Ἀνεδήσω γὰρ στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσιν». Ὁ στέφανος μὲ τὸν ὁποῖον ἐστεφάνωσε τὸν Χριστὸν ἡ ἀκανθηφόρος Συναγωγή, ἔπρεπε νὰ ἐξαλειφθῇ, νὰ ταφῇ ὑπὸ βουνὰ ἀνθέων, τὰ ὁποῖα προσέφερε χαίρουσα καὶ φρίσσουσα ἡ γῆ, εἰς ἐκεῖνον ὅστις δι᾿ αὐτῶν τὴν ἐζωγράφησε. Καὶ τί θαῦμα χάριτος, κομψότητος, καλλονῆς ἦτον ὁ στολισμὸς ἐκεῖνος τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου! Αὐτοφυὲς ὅπως τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ καὶ τὸ καλλιτεχνικὸν αἴσθημα τῶν γυναικῶν καὶ κορασίδων, ἁμιλλωμένων ποία νὰ ὑπερβῇ εἰς τὴν φιλοκαλίαν τὴν ἄλλην.

Τὸ ἀπομεσήμερον, ἀφοῦ ἐψάλησαν αἱ Ὧραι καὶ ὁ ἑσπερινός, καὶ ἀφοῦ ἠσπάσθησαν τὸν Ἐπιτάφιον, ἔπρεπεν ὅλα τὰ παιδία, μεγάλα καὶ μικρά, νὰ περάσουν τρεῖς φορὲς ἀποκάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον. Καὶ ὅταν εἶχε νυκτώσει, ἂν καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ὤφειλε νὰ ψαλῇ, κατὰ τὸ τοπικὸν ἔθιμον, πρὸς τὸ πρωί, μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὁ Ναὸς ἔμενεν ἀνοικτός, καὶ κορίτσια ἀνέβγαλτα, κοπάδια - κοπάδια, ἤρχοντο, μετὰ τὴν ἀμφιλύκην, νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἐπιτάφιον. Καὶ ὀλίγαι γυναῖκες, προνομιοῦχοι χῆραι καὶ γραῖαι, ἔμενον τὴν νύκτα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ «ξενυχτίσουν τὸν Χριστόν»! Ἦσαν αὗται αἱ νεώτεραι Μυροφόροι.

Τέλος, μεγάλη κλαγγὴ κωδώνων μᾶς ἐξύπνα, τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Ὅλοι εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἐψάλλετο ἡ Ἀκολουθία. Περὶ ὥραν τετάρτην, ἐγίνετο ἡ ἔξοδος τῆς ἱερᾶς λιτανείας. Οἱ κρότοι τῶν κωδώνων μᾶς προέπεμπον, ἡ σελήνη, φθίνουσα, μᾶς προϋπήντα ἐξ ἀνατολῶν, ὁ φλοῖσβος τῶν κυμάτων ἐχαιρέτιζε τὴν ἱερὰν πομπὴν ἀπὸ τοὺς αἰγιαλούς μας. Τὸ λαμπρὸν ὀρθογώνιον Κουβούκλιον, σελαγίζον ἀπὸ σειρὰν λαμπάδων, πάμφωτον, ἐκρατεῖτο ἀπὸ ἓξ ρωμαλέους ναυτικούς, ὁ λαὸς ἠκολούθει λαμπαδηφορῶν, *** οἱ ἄνδρες, εἶτα αἱ γυναῖκες. Τὸ ἱερὸν Ἐπιτάφιον ὑφίστατο ἐνίοτε κυματοειδεῖς λικνισμούς, ὡς μυστηριῶδες πλοῖον, τὸ ὁποῖον «σκαμπανεβάζει» εἰς τὰς ἀνωφερείας καὶ κατωφερείας τοῦ δρόμου, καὶ ἦτο μακρόθεν ἔκλαμπρον θέαμα. Εἰς ὅλα τὰ παράθυρα καὶ τὰς πεζούλας τῶν οἰκιῶν, πήλινα θυμιατήρια καί τινες μεγάλαι κεραμίδες ἐκάπνιζον, διαχέοντα εὐωδίαν. Ἀπὸ ἡμίκλειστα παράθυρα, καί τινας ἐξώστας, γυναῖκες μαυροφοροῦσαι, λυσίκομοι - ὤ! δὲν ἔλειπον καὶ αὐτὰ - προέκυπτον μεγαλοφώνως θρηνῳδοῦσαι. Εἶχον θάψει προσφάτως γονεῖς, συζύγους, ἢ τέκνα, κ᾿ ἐλάμβανον τὸ θάρρος νὰ ἐκφράσωσι πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ πρὸς τὸν κόσμον, δημοσίᾳ, τὸν πόνον των!...

Τέλος, ἐπεστρέφομεν εἰς τὸν ναόν. Τώρα κατὰ τὰ νησιωτικά μας ἔθιμα, ἔμελλε νὰ διαδραματισθῇ μεγάλη ἐπικὴ σκηνὴ - ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Αἱ λαμπάδες, αἱ ἀνημμέναι ἐπὶ τοῦ Ἐπιταφίου, εἶναι ἐξόχως θαυματουργοὶ καὶ μάλιστα ἐν ὥρᾳ τρικυμίας, εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅθεν οἱ ναυτικοί, ὅσοι τυχὸν ἐπεδήμουν εἰς τὸ χωρίον, ἐφιλοτιμοῦντο νὰ τὰς ἁρπάσωσιν ὅλας, ζηλοτύπως δὲ ἀπηγόρευον εἰς γεωργοὺς ἢ χειρώνακτας νὰ τολμήσουν νὰ βάλωσι χεῖρα. Πρὶν τὸ Κουβούκλιον φθάσῃ εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ, καὶ πρὶν ἐκφωνηθῇ τὸ «Ἄρατε πύλας» ἐκ τρίτου, οἱ βαστάζοντες ὕψωνον τὸ ἱερὸν κενοτάφιον ὑψηλὰ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς ἕως ὅπου ἔφθανον οἱ βραχίονές των, ἐτεντώνοντο πατῶντες ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων· διότι μερικοὶ τολμητίαι ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, ἐπεχείρουν ν᾿ ἁρπάσωσι τὰς λαμπάδας πρὸ τῆς ὥρας. Τέλος ὑψιτενὲς τὸ Ἐπιτάφιον εἰσήρχετο εἰς τὸν ναόν, ἐνῷ τὰ τουφέκια τῶν πολιτοφυλάκων ὑψωμένα ἐπροσπάθουν νὰ ἐμποδίσωσι τὰς ἀνατεινομένας χεῖρας. Ἐκεῖ ἄλλοι ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τὸ παγκάρι, ἄλλοι ἐκαβαλίκευαν ὑψηλὰ εἰς τὰς κορυφὰς τῶν στασιδίων, καὶ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἐγίνετο ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Καὶ ὅπως εἰς ὅλα τὰ πράγματα, ἡ ἀνισότης ἐπεκράτει κ᾿ ἐδῶ. Ἄλλος ἔπαιρνε δύο ἢ τρεῖς, ἄλλος μίαν, καὶ ἄλλος καμμίαν.

Εἶτα, ἀφοῦ ἀνέτελλε τὸ Μέγα Σάββατον, ἐψάλλετο τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεὸς» κ᾿ ἐγέμιζεν ὁ ναὸς ἀπὸ πέταλα ἀνθέων, ὅλη ἡ ἡμέρα, ὅπου πρέπει νὰ «σιγᾷ πᾶσα σάρξ», ἀφιερώνετο εἰς τὰς ἑτοιμασίας τοῦ Πάσχα. Βελάσματα ἀρνίων, κοπαδίων, κωδωνισμοί, σοῦβλες, σφάγια, Ἀνάστασις...

(1905)

ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΡΕΠΟΝ ΖΗΝ
Η ΑΛΗΘΗΣ ΥΓΙΕΙΑ

Δὲν εἶναι κατὰ φύσιν ζῆν μόνον τὸ νὰ χορτοφαγῇ τις (ὅπως δὲν εἶναι τὸ νὰ κάμνῃ «ἀερόλουτρα» καὶ «ἡλιόλουτρα» καὶ νὰ καθιστᾷ ὑποχρεωτικὸν τὸν γάμον)· ἀλλ᾿ εἶναι κατὰ φύσιν ζῆν καὶ νὰ σαρκοφαγῇ καὶ ὠμοφαγῇ, καὶ τὸ νὰ διαρπάζῃ καὶ καταδυναστεύῃ, δυνάμει τῆς σωματικῆς ρώμης καὶ πρὸς κορεσμὸν τῶν σαρκικῶν ὀρέξεων, καὶ τὸ ν᾿ ἀπάγῃ καὶ βιάζῃ τὴν ἑκάστοτε ἀρέσκουσαν αὑτῷ γυναῖκα, καὶ νὰ γίνεται «πόσις», ἤτοι αὐθέντης καὶ νὰ ποιῇ αὐτὴν «δάμαρτα» αὐτοῦ, ἤτοι δαμασμένην καὶ ὑποτεταγμένην δούλην. Ὡσαύτως κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι καὶ τὸ νὰ ὑπείκῃ τις καὶ νὰ θητεύῃ καὶ δουλεύῃ, δι᾿ ἔλλειψιν σωματικῆς ρώμης ἀρκούσης πρὸς κορεσμὸν ὅλων τῶν ὀρέξεων. Ἀλλὰ κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι καὶ τὸ νὰ φονεύῃ τις μὲ γυμνὴν χεῖρα, ἢ διὰ ξύλων καὶ λίθων, πᾶν τὸ ἀντιπῖπτον, ζῷον ἢ ἄνθρωπον. Ἑνὶ λόγῳ κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι ἡ ἐπάνοδος εἰς τὴν ἀγρίαν κατάστασιν.

Ἀλλὰ κατὰ τὸ πρέπον ζῆν εἶναι τὸ ζῆν, ὄχι μόνον κατὰ φύσιν, ἀλλὰ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ πρὸ πάντων κατὰ τὸν θεῖον νόμον, δι᾿ οὗ εὐλογεῖται μὲν ἡ φύσις, κυροῦται δὲ ὁ ὀρθὸς λόγος. «Καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Καὶ ἀφελῶ ὑμῶν τὰς καρδίας τὰς λιθίνας καὶ δώσω ὑμῖν καρδίας σαρκίνας! Καὶ τὸν νόμον Μου ἐγγράψω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν».

Λοιπόν, ὁ ὀρθὸς λόγος διδάσκει, μετὰ τῆς φυσιολογίας, ὅτι εἷς κριὸς ἢ τράγος ἀρκεῖ νὰ γονιμοποιήσῃ δεκάδας ἀμνάδων ἢ αἰγῶν. Ἄρα τὰ ἄρρενα πλεονάζουσιν, εἰς τὰ θρέμματα ταῦτα, καὶ διὰ τοῦτο, ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ θύωνται. Δὲν ὑπάρχει καμμία σκληρότης εἰς τοῦτο, ὁποίαν φαντάζονται, ἐκ νοσηροῦ ἢ ὑποκριτικοῦ αἰσθήματος, οἱ ἔκφυλοι τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ, οἱ λατρεύοντες τὸ κυνάριόν των, καὶ περιφρονοῦντες ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα. Σκληρότης εἶναι τὸ νὰ βασανίζωνται τὰ ζῷα, ἄνευ ἀνάγκης, καὶ δημοσίᾳ μάλιστα, ἀδιαφορούσης τῆς ἐξουσίας, ἀπὸ ἀγωγιάτες, καροτσέρηδες,  ζῳεμπόρους καὶ ἄλλους. Ἡ δὲ σφαγὴ πρέπει νὰ ἐκτελῆται μὲ πᾶσαν τὴν πρέπουσαν εὐσπλαγχνίαν, τὴν ἠπιότητα καὶ λογικότητα.

Πάλιν, ὁ ὀρθὸς λόγος διδάσκει, μετὰ τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας, ὅτι, ἐὰν ἐχορτοφάγει ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ὅπως χορτοφαγοῦσι τὰ θρέμματα αὐτά, καὶ ἔμενον ταῦτα αὐξανόμενα ἐπὶ χρόνους καὶ χρόνους, χωρὶς νὰ θύωνται, ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐξέλειπε πᾶσα βλάστησις καὶ φυτεία καὶ πᾶς καρπός, καὶ δὲν θὰ ἔμενε πλέον χόρτον, ὅσον θὰ ἤρκει διὰ νὰ φάγωσιν ὅλοι οἱ ἀνισόρροποι καὶ οἱ ξενομανεῖς καὶ οἱ ἔκφυλοι, καὶ οἱ ἀγυρτεύοντες καὶ ἀερολουόμενοι καὶ ἀερολογοῦντες, ἄτομα ἢ σύλλογοι, καὶ εἶτα ὁ λοιπὸς ἀνεύθυνος κόσμος· καὶ τότε ὡς εἰκὸς αἱ μυριοπληθεῖς ἐκεῖναι ἀγέλαι τῶν προβάτων καὶ ἐρίφων θὰ ἐμαίνοντο ἐκ πείνης καὶ ὀργασμοῦ, καὶ θὰ ἐλύσσων, καὶ θὰ ἔτρωγον πρῶτον τὸν κ. Δρακούλην, εἶτα τὸν κ. Γ. Φιλάρετον, καὶ κατόπιν τὴν λοιπὴν ἀνθρωπότητα. Καὶ τότε, εὐτύχημα θὰ ἦτον ἂν θὰ εὑρίσκοντο ἀρκετοὶ ἄνθρωποι, διὰ νὰ ἱδρύσωσι συλλόγους «πρὸς καταπολέμησιν τῆς χορτοφαγίας»!

Κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσιν. Ὅλα τὰ παλαιά, τὰ ἀπὸ 15 αἰώνων λελυμένα δογματικῶς καὶ ἠθικῶς ζητήματα, εὑρίσκονται ἑκάστοτε ἄνθρωποι, νοσοῦντες ἐξ ἐλαφρότητος καὶ ρεκλαμομανίας, διὰ νὰ τ᾿ ἀνακαινίζουν καὶ τ᾿ ἀνακατώνουν. Ἡ κρεοφαγία εἶναι φυσική, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι μετρία, αὐτὸ λέγει ἡ θρησκεία μας. Ὅσον ὀλιγώτερον κρέας φάγῃ τις εἰς τὴν ζωήν του, τόσον καλύτερα. Ἐκτὸς ἂν ἔχῃ εὐχήν, τουτέστιν ἔχῃ γίνει κοινοβιάτης ἢ ἀσκητὴς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ θέλει νὰ ἐγκρατεύεται ὅλην τὴν ζωήν του ἀπὸ κρέατα, ὅπως ἀπὸ οἶνον καὶ ἀπὸ γυναῖκα. Ἀλλὰ τοῦτο πρέπει νὰ πράττῃ ἄνευ βδελυγμίας, ὅπως λέγει ὁ κανὼν τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλως ὑπόκειται εἰς τὸ ἀνάθεμα. «Εἴτις ἀπέχεται οἴνου καὶ κρεῶν καὶ γυναικός, μὴ δι᾿ ἐγκράτειαν, ἀλλὰ διὰ βδελυγμίαν, ἀνάθεμα ἔστω».

Αὐτὴν τὴν βδελυγμίαν εἰσάγουν τώρα οἱ νεωτερίζοντες, καὶ πρέπει νὰ προσέξουν, διότι θὰ λάβουν ἀφορμὴν νὰ μετανοήσουν. Τὰ Τετραδοπαράσκευα καὶ αἱ Τεσσαρακοσταὶ ἀρκοῦν διὰ τὴν ἀποχὴν ἀπὸ τοῦ κρέατος καὶ τῶν ἄλλων λιπαρῶν βρωμάτων, καὶ εἶναι ὑποχρεωτικαὶ δι᾿ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Μὴ πλανᾶσθε.

(1907)

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Lingua nova Greca inventa... «Ἀνεκαλύφθη νέα τις γλῶσσα καλουμένη Ἑλληνική· προσέχετε ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι ὄργανον τυγχάνει μαγείας, ἀκολασίας καὶ πάσης μαγγανείας· πλήρης δὲ ἐστὶ βλασφημιῶν, καὶ οὐαὶ τῷ γινώσκοντι καὶ μίαν ἢ δύο ἐξ αὐτῆς λέξεις».

Ἱεροκήρυξ Γάλλος τοῦ ΙΓ´ αἰῶνος, διδάσκων ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος, ἔδιδεν εἰς τοὺς ἀκροατάς του τὰς ἀνωτέρω πληροφορίας. Καὶ τότε μὲν ἡ διδαχή του ἤχησεν εἰς τὰ ὦτα τοῦ ποιμνίου του ὡς ἐπίκαιρος νουθεσία· ἀλλὰ ποῦ νὰ ἤξευρεν, ὁ μακάριος, ὅτι ἔμελλε νὰ ἔλθῃ ποτὲ χρόνος ὁπότε καὶ προφητικήν τινα ἔννοιαν ἴσως θὰ προσελάμβανον οἱ λόγοι του.

Τότε μὲν εἰς τὸ Παρίσι εἶχεν ἀνακαλυφθῆ, ὡς φαίνεται, νέα γλῶσσα, Ἑλληνικὴ καλουμένη· σήμερον δέ, ὄχι μία, ἀλλὰ περισσότεραι ἑλληνικαὶ γλῶσσαι συγχρόνως ἔχουν ἐπινοηθῆ· ἄλλη μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸ Παρίσι, καὶ ἄλλη ἐπιδημεῖ ἐνθρονισμένη ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ ὅλαι λαλούμεναι, γραφόμεναι, καὶ ἀναγινωσκόμεναι ἀνὰ Ἑλλάδα πᾶσαν καὶ τὴν ἄγλωσσον, ἠχοῦσιν ὡς «σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τέρας».

Πρὸ χρόνων πολλῶν ἔχω ἀναγνώσει κάπου ἓν ἀνέκδοτον δι᾿ ἕνα ἀρχαῖον κριτικόν, ὅστις ἀφοῦ ἐξήτασεν ἀκριβῶς καὶ λεπτομερῶς ἕνα μέγαν ποιητήν, καὶ τοῦ ηὗρε πολλὰ καὶ μεγάλα σφάλματα, ἔκαμε συλλογὴν ἐν εἴδει ὁρμαθοῦ ἢ κομβολογίου ἀπὸ ὅλα τὰ σφάλματα ταῦτα, καὶ τὰ προσέφερεν ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὸν βωμὸν τοῦ Ἀπόλλωνος. Δὲν ἠξεύρω ἂν ἦτο αὐτὸς ὁ Ζωίλος, ὁ ἐπικριτὴς τοῦ Ὁμήρου, τοῦ ὁποίου τὰς ἐπικρίσεις ἀνεσκεύασαν ἄλλοι εὐσυνείδητοι, καὶ θαυμασταὶ τοῦ Ὁμήρου, κριτικοί. «Ἐνταῦθα

ἐπιφύεται Ζωίλος ὁ Ὁμηρομάστιξ», ὑπομνηματίζει εἰς τὸ Ι, νομίζω, τῆς Ὀδυσσείας ὁ Εὐστάθιος, ὁ διάσημος σχολιαστής. Ὁ σοφὸς τῆς Θεσσαλονίκης ἀρχιεπίσκοπος δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ πῶς ἔκρινεν ὡς παράλογον ὁ Ζωίλος τὸ «ἓξ ἀφ᾿ ἑκάστης νηὸς ἐρίηρες ἑταῖροι», καὶ τὸ «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐ καταβαίη», καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Ἐν τῇ περιγραφῇ μιᾶς ναυμαχίας ὁ Ὅμηρος λέγει ὅτι ὁ Ὀδυσσεὺς ἔχασεν ἀνὰ ἓξ συντρόφους ἀπὸ ἕκαστον τῶν πλοίων του. Πῶς γίνεται; ἐρωτᾷ ὁ Ζωίλος. Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος ὅτι ὁ ποιητὴς δὲν ἠδύνατο νὰ μεταχειρισθῇ τὸ ἀριθμητικὸν ἑβδομήκοντα (δώδεκα ἦσαν αἱ νῆες τοῦ Ὀδυσσέως, ὅθεν 6 x12=72), διότι ἡ λέξις δὲν εἶναι κατάλληλος πρὸς κατασκευὴν δακτύλου· διὰ νὰ κάμῃ σπονδεῖον, ἔπρεπε νὰ διπλασιάσῃ τὸ μ, καὶ τοῦτο δὲν ἐπετρέπετο, ἄλλως θὰ ἦτο ἄκομψον. Ὅθεν ἐπροτίμησε νὰ εἴπῃ μὲ πολλὴν χάριν «ἓξ δ᾿ ἀφ᾿ ἑκάστης νηός», κτλ.

Πάλιν εἰς τὸν στίχον «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐ καταβαίη», ὁ Ζωίλος, καγχάζων χαιρεκάκως, ἐπιφωνεῖ· Ὢ τῆς ἀνοησίας τοῦ μεγάλου ποιητοῦ σας! Ἀφοῦ ὁ βράχος, τὸν ὁποῖον περιγράφει, εἶναι τόσον ὑψηλός, τόσον τραχὺς καὶ ἄβατος, ὥστε ἀδύνατον εἶναι θνητὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀναβῇ ἐκεῖ ἐπάνω, εἶναι κατάφωρος παραλογισμὸς τὸ νὰ προσθέτῃ ὅτι ἀδύνατον ἦτο νὰ καταβῇ ἐκεῖθεν· διότι πῶς θὰ ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ ἐκεῖ ὑψηλά, ἀφοῦ ἀδύνατον ἦτο ν᾿ ἀνέλθῃ;

Βλέπετε τὰς λεπτολογίας τοῦ πονηροῦ Ζωίλου, ὅστις ὀφείλει εἰς τὸν Ὅμηρον καὶ μόνον τὸ ὅτι κατώρθωσε καὶ αὐτὸς νὰ σώσῃ τ᾿ ὄνομά του ἐκ τῆς λήθης - καὶ νὰ γίνῃ τοῦτο παροιμιῶδες μάλιστα ὡς συνώνυμον τοῦ κακοβούλου ἐπικριτοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ θεῖος ποιητής, ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος, δὲν ἔχει ἀνάγκην τοιούτων λεπτολογιῶν, εἶναι ἀετὸς ὑψιπέτης, καὶ εἰς τὴν τολμηρὰν πτῆσίν του ἠδύνατο, καὶ διὰ θείας βουλῆς, καὶ δι᾿ ὑπερφυοῦς θαύματος νὰ θέσῃ ἐκεῖ ἕνα θνητὸν ἄνθρωπον, ὅστις θὰ ἠδύνατο ν᾿ ἀναβιβασθῇ, ἂν καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναβῇ αὐτοβούλως.

Ἂς ἐπανέλθω τώρα εἰς τὸν κριτικόν, ὅστις εἶχε προσφέρει τὰ ψεγάδια ἑνὸς ποιητοῦ ὡς δῶρον εἰς τὸν Ἀπόλλωνα. Τότε ὁ θεός, λέγει ἡ παράδοσις,

διέταξε τὸν ἱερέα του νὰ ἐκλικμίσῃ ἢ νὰ κοσκινίσῃ σῖτον ἐπάνω εἰς τὸν βωμόν, καὶ ἀφοῦ τοῦτο ἔγινεν, ἐκράτησεν ὁ Ἀπόλλων τὸν σῖτον, καὶ εἰς τὸν κριτικὸν διέταξε νὰ δοθῶσι τὰ σκύβαλα καὶ τ᾿ ἄχυρα ὡς ἀμοιβὴ διὰ τὸν κόπον του. Καὶ ὁ κριτικὸς τὰ ἐπῆρε «πλυμένα κι ἄπλυτα», κ᾿ ἔφυγε, καὶ ἀκόμη φεύγει.

Δὲν ἔπαυσαν τ᾿ ἄχυρα καὶ τὰ σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μᾶς ἔρχωνται διαρκῶς μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων. Ὅλοι οἱ ἀργέσται καὶ οἱ ζέφυροι καὶ οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρουν τ᾿ ἀπορρίμματα, τὰ καθάρματα τῶν δογμάτων καὶ τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καὶ τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἕξεων, ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν.

Ἐπειδὴ περὶ γλώσσης πρόκειται, ἰδοὺ ὅτι, ἂν ἡ Βολαπούκ, ἡ μακαρίτισσα, δὲν εἶχε προφθάσει νὰ εὕρῃ ὀπαδοὺς εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἡ διάδοχος ἐκείνης, ἡ Ἐσπεράντο, μᾶς ἦλθεν ἐνωρὶς - καὶ δὲν πρέπει νὰ μᾶς μέμφωνται ὅτι ὑστεροῦμεν εἰς τὸν πολιτισμόν.Ἐδιάβασα εἰς τὰς ἐφημερίδας ὅτι ἔγινε διάλεξις, καὶ ἱδρύθη κάτι ὡς σχολὴ τῆς καινοφανοῦς γλώσσης, καὶ μέθοδος εἰσήχθη, καὶ ὀπαδοὶ ἀρκετοὶ προσῆλθον, προτιμῶντες τὴν Ἐσπεράντο ἀπὸ τὴν μητρικήν των καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην γλῶσσαν. Εὖγε, καλῶς βαίνομεν. Ἂς εὐχηθῶμεν καλὴν πρόοδον εἰς τοὺς νεογλωσσίτας.

Χθὲς πάλιν ἐδιάβασα εἰς μίαν ἐφημερίδα ὅτι μᾶς ἦλθαν Μορμῶνοι ἀπὸ τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀμερικῆς, μὲ σκοπὸν νὰ μᾶς προσηλυτίσουν εἰς τὴν θρησκείαν των, καὶ νὰ εἰσαγάγουν παρ᾿ ἡμῖν τὴν πολυγαμίαν.

Καὶ ἡ ἔλευσις αὕτη τῶν ἱεραποστόλων εἶναι τῷ ὄντι ἐπίκαιρος, διότι ἀφοῦ γλῶσσα καὶ θρησκεία εἶναι τὰ κυριώτερα γνωρίσματα ἔθνους, συγχρόνως μὲ τὴν Ἐσπεράντο, ἔπρεπε νὰ μᾶς ἔλθῃ καὶ ὁ Μορμωνισμός. Πλὴν μὴ τυχὸν πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι καὶ νομίζουσιν ὅτι ἔχομεν ἐδῶ μονογαμίαν; Ἐδῶ ἡ μὲν παλλακεία καὶ κοινογαμία εἰς τὴν ἀνωτέραν, τὴν μέσην, καὶ τὴν κατωτέραν τάξιν, αὐξάνει καὶ διαδίδεται, τὰ δὲ διαζύγια πληθύνονται ὅπως τὰ μανιτάρια μὲ τὸν ὑγρὸν καιρόν. Οἱ δὲ ἀγαθοὶ ἱεράρχαι μας, νευρόσπαστα εὐχείρωτα καὶ εὐπειθῆ, εὐλογοῦντες τὴν ἡμέραν ἕνα γάμον, ἀπαγγέλλουσι μετὰ στόμφου τὰ λόγια τῆς εὐχῆς: «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω». Εἶτα, ὀλίγον καιρὸν ὕστερον, ἐκδίδουσι, περὶ τοῦ ἰδίου ἀνδρογύνου, ἔγγραφον οὕτως ἔχον: «ὡς δικαστικῶς διαζευχθέντες, θεωροῦνται καὶ ἐκκλησιαστικῶς κεχωρισμένοι». Εἶτα, μετ᾿ ὀλίγους μῆνας πάλιν, οἱ ἴδιοι εὐλογοῦσι τὸν γάμον τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν διαζευχθέντων μετ᾿ ἄλλου προσώπου, καὶ πάλιν ἀπαγγέλλουσιν ἠχηρᾷ τῇ φωνῇ τὴν εὐχήν: «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω...»

Πλὴν τί λέγω;... Ἐδῶ πρόκειται περὶ γλώσσης. Πρὸς τί αἱ παρεκβάσεις; Ἀρκοῦσι πλέον τὰ προοίμια.

Δὲν ἠξεύρω διατί, πρὸ χρόνων, ὅταν ἐσκεπτόμην ἂν ἔπρεπε νὰ γράψω τὴν παροῦσαν μελέτην, ἐσχεδίαζα νὰ τὴν ἐπιγράψω, Τὰ ξόανα. Διατί ἆρα; Μήπως ἐσκόπουν ν᾿ ἀπαντήσω εἰς «Τὰ εἴδωλα» τοῦ μακαρίτου Ροΐδου; Πολὺ ἀμφιβάλλω ἂν ὑπῆρχε τοιαύτη μυχία σκέψις μέσα μου.

Πλὴν ποίους τάχα θὰ ἐννοοῦσα «ξόανα»; Κ᾿ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω. Ἴσως ὅμως δυνηθῶ νὰ τὸ εἴπω, ἂν συνεχίσω τὴν παροῦσαν μελέτην.

Α´

Πρὶν ἀκόμη εἰσέλθωμεν εἰς τὴν οὐσίαν τῆς παρούσης διατριβῆς, εἰσήλθομεν εἰς τὸ Τριῴδιον... Ὁποία, τῷ ὄντι, γόνιμος ἐποχή! Ἐφέτος, ὡς ἔμαθα, γίνεται ἀπόπειρα πρὸς ἐπανίδρυσιν τῶν ἀρχαίων Διονυσίων... Εὖγε! Τοὐλάχιστον αὐτὸ εἶναι Ἑλληνικόν, καὶ δὲν θὰ ξαναγίνῃ, ἐλπίζω, λόγος περὶ εἰσαγωγῆς τῆς Μι-καρὲμ τῶν Παρισιανῶν παρ᾿ ἡμῖν, ὅπως ἔγινε δὶς ἤδη. Φαντασθῆτε Μισοσαράκοστο μὲ ὄργια, μεταμφιέσεις καὶ τὴν κραιπάλην! Καὶ ὅμως ὅλα γίνονται. Τὸ κοινὸν ἔχει ἀνάγκην θεαμάτων, τοῦ χρειάζονται τρία, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἰταλοὶ ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μακιαβέλη. Ἡ νεολαία διψᾷ ἡδονάς. Περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους τοῦ ἔτους 1897, πρὶν ὑπογραφῇ ἀκόμη ἡ ἀνακωχή, ἢ πρὶν συναφθῇ ἡ συνθήκη εἰρήνης, ἡ νεολαία τῶν Ἀθηνῶν ἦτο πολὺ δυστυχής. Ἐπὶ δύο ἑβδομάδας εἶχον διακοπῆ τὰ θεάματα.

Πολλάκις ἤδη εἶχε παρατηρηθῆ ὅτι, εἰς ἐποχὰς ἐμφυλίων ἢ ἐξωτερικῶν πολέμων, στάσεων, σπαραγμῶν, λοιμοῦ, πυρὸς καὶ μαχαίρας, ἡ δίψα πρὸς τὰς ἡδονὰς μεγάλως αὐξάνει. Τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε. Ἄνθρωποι ἢ κοχλίαι, τὴν ἰδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διὰ τὰς πράξεις των. Διάφοροι χρονικογράφοι ἐφημερίδων παρετήρησαν πρὸ χρόνων, ὅτι ἦσαν ἄξιοι οἴκτου οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλην σοβαρότητα, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀνάγκην καὶ δόσεώς τινος φαιδρότητος, τὴν ὁποίαν οἱ γράφοντες, μὲ τὰ ὡραῖα χρονογραφήματά των, ἐπροσπαθοῦσαν νὰ τοὺς ἐμφυσήσουν... Ἄλλοι πάλιν φρονοῦν ὅτι ὑπάρχει τοὐναντίον μεγάλη ἔλλειψις σοβαρότητος εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ἀλλ᾿ οἱ χρονικογράφοι τῶν ἐφημερίδων ὠνόμαζον σοβαρότητα τὴν σκυθρωπότητα, καὶ ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐζητοῦσαν νὰ ἐμφυσήσουν εἰς τοὺς Ἀθηναίους, ἦτο ἐλαφρότης καὶ ὄχι φαιδρότης. Ἄλλως περιττὸς ὁ κόπος των, διότι καὶ ἡ ἐλαφρότης ὑπάρχει ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Ὅπου σοβαρότης, ἡ φαιδρότης ἐπέρχεται ἀφ᾿ ἑαυτῆς ὡς ἀναγκαία ἀντίδρασις, ὅπου δὲ ἐλαφρότης, ἡ σκυθρωπότης ἐπέρχεται ὡς ὀφειλομένη βαρεῖα τιμωρία.

Ἄλλος χρονικογράφος ἐπρότεινε γνώμην ὅτι ἔπρεπεν αἱ ἡμέραι τῆς Ἀπόκρεω νὰ ἑορτάζωνται πολὺ πανηγυρικῶς καὶ λίαν ἐπιβλητικῶς εἰς τὰς Ἀθήνας - διὰ νὰ ἑλκύωνται, ἔγραφεν, ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας οἱ ἄνθρωποι, νὰ συρρέωσι φέροντες χρήματα εἰς τὰς Ἀθήνας!!! Ὡς νὰ εἶχεν ἀφήσει ἡ πρωτεύουσα ἀρκετὰ χρήματα εἰς τὸ βαλάντιον τῶν πτωχῶν ἐπαρχιωτῶν, τῶν εἱλώτων τούτων, καὶ ὡς νὰ μὴ ἦσαν ὑπόχρεοι διὰ μυρίας ἄλλας ἀφορμὰς νὰ ἐπισκέπτωνται οὗτοι συχνὰ τὰς Ἀθήνας! Ὅλ᾿ αὐτά, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα ἐγράφησαν, ἐτυπώθησαν, καὶ ἀνεγνώσθησαν, καὶ ὁ χάρτης δὲν ἐσχίσθη, καὶ τὰ γράμματα δὲν ἐρράγησαν, καὶ ἡ μελάνη δὲν ἀνεπήδησε μέχρι τοῦ προσώπου τοῦ γράψαντος. Πράγματι ἡ ἐποχὴ αὐτὴ τῶν «ἈπόκρεΩ» (sic) εἶναι τὸ φόρτε μερικῶν δημοσιογράφων.

Πρὸ τριακονταετίας εἰς τὸν Ἀθηναϊκὸν Τύπον, ἡ λέξις αὐτὴ ἐτονίζετο εἰς τὴν παραλήγουσαν, αἱ Ἀποκρέω. Εἶτα ὁ στιβαρὸς Κόντος, τοῦ ὁποίου τὸν ζυγὸν δυσκόλως ὑπέφερον οἱ γράφοντες, καί τινες μάλιστα ἐπροσπάθουν μάτην νὰ τὸν γελοιοποιήσουν - καὶ ὅμως, μὲ τὸν καιρὸν οἱ ἴδιοι ὑπέκυψαν - ὑπέδειξε τὸ ὀρθόν. Ἀλλ᾿ ὅμως ἐστάθη ἀδύνατον νὰ μάθωσι τὴν κλίσιν τῆς λέξεως, καὶ σήμερον ἀκόμη εἰς τὸν Τύπον ἐν γένει γράφεται ἡ Ἀπόκρεω, τὰς Ἀπόκρεω. Καὶ ὅμως, εὐκολώτατον θὰ ἦτο, πρὶν γράψῃ τις τὸ ὄνομα, ν᾿ ἀναλογίζεται πῶς θὰ εἶχεν ἂν δὲν ἦτο τῆς Ἀττικῆς κλίσεως, ἀλλ᾿ ἁπλῶς δευτερόκλιτον. Ἡ ἀπόκρεος, ἄρα ἡ ἀπόκρεως, τὰς ἀποκρέους, ἄρα τὰς ἀπόκρεως.

Ὑπομονὴ διὰ τὰς ἄλλας πτώσεις· ἀλλ᾿ ἡ γενικὴ πληθυντική; Ὡς φαίνεται, οἱ νεαροὶ δημοσιογράφοι μας δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν β´ τοῦ Ἑλληνικοῦ, καὶ δὲν ἔμαθαν ποτὲ ὅτι «ἡ γενικὴ πληθυντικὴ ὅλων τῶν πτωτικῶν λήγει εἰς ων, καὶ δι᾿ αὐτὸ λέγεται μέση». Ἐκτὸς μιᾶς ἐφημερίδος (τοῦ Νέου Ἄστεως) ὅλαι αἱ ἄλλαι γράφουσι τῶν Ἀπόκρεω. Διατί ὄχι; Κατὰ τοὺς ψυχαριστάς, ἡ γενικὴ πληθυντικὴ διφορεῖται· τῶν ἀνθρώπω καὶ τῶν ἀνθρώπωνε, τῶν γυναικῶ, καὶ τῶν γυναικῶνε. Ἢ πρέπει νὰ τὸ κλαδεύσῃ τις, ἢ νὰ τοῦ προσθέσῃ μίαν φούντα. Μόνον εἰς τὴν γνησίαν μορφὴν δὲν πρέπει νὰ τὸ γράψῃ, διότι ἀλλοίμονον εἰς ὅσους γράφουν τὴν καθαρέβουσα.

Ἀρκοῦν τόσα διὰ τὸ ὄνομα τῆς Ἀπόκρεω, ἀλλὰ καὶ πόσας δὲν ἔχομεν ἀποκριάτικες λέξεις; - Φαίνεται ὅτι ἡ Ἀπόκρεως πράγματι παρατείνεται καὶ εἰς ὅλας τὰς ἄλλας ἐποχὰς τοῦ ἔτους, διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσα καὶ τόσα ἀποκριάτικα ὀνόματα καὶ πράγματα. Χθὲς ἐδιάβαζα εἰς μίαν ἐφημερίδα μίαν ὡραίαν πράγματι λέξιν «τῆς δολτσεφαρνιεντιζούσης Κυβερνήσεως». Ὤ, πλαστικότης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης! Ἰδοὺ πῶς ἀπὸ μίαν Ἰταλικὴν παροιμίαν πλάττεται αἴφνης μία χαριεστάτη μετοχή. Τί σημαίνει ἂν τὰ ἐννέα δέκατα τῶν ἀναγνωστῶν δὲν θὰ καταλάβωσιν τί θέλει νὰ πῇ τοῦτο; Μήπως εἶναι βέβαιον ἂν ὁ συντάκτης ὁ ἴδιος ξεύρει ἰταλικά; Τί πρὸς τοῦτο. Ὁ Τύπος, βλέπετε, ὁ Ἀθηναϊκός, εἶναι προωρισμένος διὰ τὰς Ἀθήνας καὶ τὸν Πειραιᾶ. Ὁ δημοσιογράφος, ὅταν πιάσῃ τὴν πένναν, ἐπ᾿ αὐτῶν τῶν δύο πόλεων βασίζεται, διότι ἀπὸ τὴν κυκλοφορίαν τὴν εἰς τὰς δύο πόλεις ζῇ κυρίως ὁ Τύπος. Καὶ εἰς τὰς πόλεις αὐτὰς οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνεπτυγμένοι - καὶ πρέπει νὰ ξεύρουν τί θὰ πῇ ὄχι μόνον ρᾳστώνη ἑλληνιστί, ὄχι μόνον τουρκιστὶ ραχάτι, ἀλλὰ καὶ ἰταλιστὶ δόλτσε ἒ φὰρ νιέντε.

Διὰ τοῦτο βλέπεις νὰ εἰσάγωνται τοιαῦται λέξεις, ὁποία ἡ μπάντα τῆς μουσικῆς! λόγου χάριν. Ἂν εἰς τὴν γνησίαν δημώδη γλῶσσαν, ἡ λέξις σημαίνει τὴν πλευρὰν ἢ τὴν ἄλλως μεριά, ἀδιάφορον. Ἐκεῖνα εἶναι παλαιά, χωριάτικη γλῶσσα, démondée· ἐτελείωσε. Ἀρχαῖα καὶ διϊπολιώδη καὶ τεττίγων ἀνάμεστα. Ἐὰν τώρα ἡ bande γίνεται ἴσως ἀπὸ τὸ binden

(δένω), ἐὰν ἔχῃ παραπλησίαν τὴν ἀρχὴν καὶ προέλευσιν, ὅπως ἡ λέξις σπεῖρα, ἐὰν ἡ ἰδία bande σημαίνῃ ἐν γένει συμμορίαν, καὶ ἂν ἔχῃ παράγωγον τὸ bandie, ἀδιάφορον καὶ πάλιν. Ἀλλ᾿ αἱ λέξεις χορός, θίασος, ὅμιλος, ὀρχήστρα, τίποτε δὲν σημαίνουν. Ἡ μπάντα, αὐτὴ εἶναι ἡ λέξις τῆς μόδας.

Εἶδα ὅτι καὶ ἐπίτροποι ἐκκλησίας, ἀναγγέλλοντες λιτανείαν, ἀνέφερον καὶ «μπάντα μουσικῆς». Ἀλλὰ πόσα δὲν διαπράττουν αὐτοὶ οἱ ἐπίτροποι! Ὅπου εἶναι πανήγυρις, ἀναγγέλλουν ὅτι θὰ καοῦν καὶ ροκέτες! Καὶ θῦμα ἔγινεν ἔξωθεν μιᾶς ἐκκλησίας, πρὸ ὀλίγων μηνῶν, μία πτωχὴ γυνή. Ἀλλ᾿ αἱ ροκέτες ὅμως δὲν ἔπαυσαν.

Πρό τινος χρόνου, οἱ ἐπίτροποι ναοῦ τινος, ἀπὸ μίαν τῶν κυριωτέρων ἐπαρχιακῶν πόλεων, ἔστειλαν τηλεγράφημα, ὅπου μετὰ σύντομον περιγραφὴν τῆς γενομένης τελετῆς ἐπί τινι ἐπετείῳ, ἐπρόσθετον τὰς λέξεις: «Μνημόσυνον μεγάλως ἐπέτυχε». Εἰκότως· διότι ἐφαντάζοντο τὸ σύνολον ὡς ἁπλοῦν θέαμα.

Β´

«Τὸν τραυματίαν μετέφερον εἰς τὸν Σταθμόν, ὅπου ἔλαβε τὰς πρώτας βοηθείας· μεθ᾿ ὅ, ἀπεβίωσε...»

Τὸ ἀνωτέρω εἶναι ὑπόδειγμα σχεδὸν πρότυπον, λίαν παραστατικὸν περὶ τοῦ πῶς γράφεται ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα τὴν σήμερον εἰς τὸν Ἀθηναϊκὸν τύπον. Συνίσταται ἀπὸ ἕνα βαρβαρισμὸν εἰς τὴν ἀρχήν, ἀπὸ ἕνα ξενισμὸν εἰς τὸ μέσον, καὶ ἀπὸ ἕνα ἀστεῖον παραλογισμὸν μετ᾿ ἀκυρολεξίας περὶ τὸ τέλος.

Ἀορίστους ὅπως τὸ μετέφερον (ἀνήγγειλον, διένειμον κτλ.) μεταχειρίζονται καθημερινῶς εἰς διαφόρους ἐφημερίδας πολλοὶ ρεπόρτερς. Ἀλλὰ διατί δὲν προτιμῶσι τὰ ὀρθά, ἀνήγγειλαν, διένειμαν; Ἁπλούστατα, διότι αὐτὰ τοὺς φαίνονται κοινά, καὶ σχεδὸν χυδαῖα, φαντάζονται ὅτι τὸ ἑλληνικὸν πρέπει νὰ λήγῃ τοὐλάχιστον εἰς ον, ὅπως εἰς τοὺς παρατατικούς, οὕτω καὶ εἰς τοὺς ἀορίστους. Θὰ εἰπῆτε δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν β´ τάξιν τοῦ Σχολείου; Βεβαίως, αὐτὸ εἶναι ἡ λέξις.

Ἀλλὰ τί ὠφελοῦν τὰ Σχολεῖα, οἱ διδάσκαλοι, τὰ βιβλία, αἱ γραμματικαί; Δι᾿ ἕνα ἑλληνόπαιδα αὐτὰ εἶναι σκοτούρα. Τώρα κηρύττεται πλέον φανερὰ ἡ ἀγραμματωσύνη, καὶ τὸ ἀνωφελὲς τοῦ ὀρθῶς γράφειν ἢ ὁμιλεῖν.

Ἂς ἔλθωμεν τώρα εἰς τὰς πρώτας βοηθείας. Ἑλληνιστὶ βεβαίως τοῦτο καλεῖται «προχείρους», καὶ οἱ Σταθμοὶ αὐτοὶ βέβαίως ἔπρεπε νὰ ὀνομάζωνται «προχείρων βοηθειῶν». Ἀλλὰ τί μᾶς χρειάζεται τὸ ἑλληνικὸν τῆς ἐκφράσεως; Ἀφοῦ οἱ Γάλλοι εἰς τὴν γλῶσσάν τους καλοῦσι ταῦτα «τὰς πρώτας βοηθείας», καὶ ἡμεῖς θὰ ὠνομάζομεν τὸ ἴδιον πρᾶγμα «προχείρους βοηθείας»; Ὤχ, ἀδελφέ! Μήπως ἡ Ἑλλὰς φιλολογικῶς δὲν εἶναι «μία ἐπαρχία» τῆς Γαλλίας, ὅπως εἶπε πρὸ χρόνων ὁ κ. Γρ. Ξενόπουλος;

Λοιπὸν ὁ παθών, ἀφοῦ ἔλαβε τὰς πρώτας αὐτὰς βοηθείας, ἀπεβίωσε.

Τὸ ρῆμα ἐπεκράτησεν ἐπὶ αἰῶνα ἤδη. Θὰ ἦτο πλέον ἐντροπὴ νὰ γράφῃ τις, ἀπέθανε. Τὸ περίεργον εἶναι ὅτι μία καὶ ἡ αὐτὴ πρόθεσις, ἡ ἀπό, φαίνεται νὰ ἔχῃ τὴν ἰδιότητα, εἰς δύο ἐναντιώτατα ρήματα, τὸ βιοῦν καὶ τὸ θνῄσκειν, προστιθεμένη, νὰ παράγῃ δύο συνώνυμα, τό, ἀπεβίωσε, καί, ἀπέθανε· καὶ πάλιν ἡ ἰδία ἡ ἀπὸ εἰς τὸ ἀποζῇ τις νὰ σημαίνῃ τὸ μετὰ δυσκολίας ζῇ, εἰς δὲ τὸ ἀπεβίωσε, τὸ ἔπαυσε νὰ ζῇ.

Ἡ δεσπόζουσα μανία εἰς τὴν χρῆσιν καὶ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ ἀπεβίωσε εἶναι ἐκείνη ἣν ἀτελῶς ὑπῃνίχθημεν ἀνωτέρω· ἡ μανία τοῦ περιφρονεῖν τὰ κοινὰ καὶ πεπατημένα, καὶ νομίζειν αὐτὰ ὄχι ἑλληνικά. Τὸ ἑλληνικά, κατὰ τὴν ἀντίληψιν τῶν πολλῶν, ἐσήμαινεν ἄρρητα θέματα, λεξίδια ὄχι συνήθη εἰς τὸν κοινὸν λόγον. Ἀλλὰ μὲ τὴν λογικὴν καὶ τὴν μέθοδον αὐτὴν κατήντησε νὰ γίνῃ ὅλη σχεδὸν ἡ γλῶσσα νόθον καὶ κίβδηλον κατασκεύασμα, ἄκομψον, καὶ κακόζηλον· τεχνητὸν καὶ κατὰ συνθήκην.

Ὅταν ἤμην παιδίον, μία γραῖα γειτόνισσα μοὶ ὑπηγόρευε μίαν τῶν ἡμερῶν, γράμμα πρὸς τὸν σύζυγον τῆς ἐγγονῆς της, ὅστις ἐταξίδευεν ὡς λοστρόμος μὲ τὰ καράβια.

- Γράψε, εἶπεν ἡ γριὰ Φραγκούλαινα, τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη, τριῶν μηνῶν, (δηλ. ἡ σύζυγος τοῦ πρὸς ὃν ἡ ἐπιστολή).

Ἐγὼ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη».

Ὅταν ὅμως ἀπῄτησε νὰ τῆς ξαναδιαβάσω, πρὶν τὸ κλείσω, ὅλον τὸ γράμμα, τότε ἔκαμε παρατήρησιν:

- Μὴ γράφῃς «γκαστρωμένη», εἶπε, δὲν τὸ γράφουν ἔτσι.

- Πῶς νὰ γράψω;

- Γράψε εἶναι παραβαρεμένη.

Ἐγὼ ἔσβησα τὸ «γκαστρωμένη», κ᾿ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι παραβαρεμένη...»

Τὸ μάθημα ὑπῆρξε λίαν διδακτικόν. Καίτοι ἀγράμματη, ἡ γραῖα μ᾿ ἐδίδαξεν ὅτι, εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ἄλλως νοοῦμεν, ἄλλως ὁμιλοῦμεν, καὶ ἄλλως γράφομεν.

Ἴσως τὸ ἐνδόμυχον ἐλατήριον τῆς ἀρχαϊκῆς γραίας ἦτο μία λεπτοφυεστάτη ἀνάγκη εὐφημισμοῦ. Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ὅτι ὁ εὐφημισμὸς ἐκεῖνος ἐπεκτείνεται καὶ εἰς ὅλην τὴν γλῶσσαν, καὶ καταντᾷ, ὅπως ὁ χωρικὸς συστέλλεται νὰ εἴπῃ «ἡ γυναίκα μου», καὶ λέγει «ἡ νοικοκυρά μου, ἡ φαμίλια μου» (τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπαινετὸν ἄλλως), οὕτω καὶ οἱ γράφοντες νὰ μὴ θέλουν νὰ γράψουν λ.χ, ἀπέθανε, ἀλλὰ ἀπεβίωσε.

Ὅπως ἓν ζωντανὸν σῶμα δὲν δύναται νὰ ζήσῃ δι᾿ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπὸ κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καὶ μνημείων, ἄλλο τόσον δὲν δύναται νὰ ζήσῃ, εἰμὴ μόνον κακὴν καὶ νοσηρὰν ζωήν, τρεφόμενον μὲ τουρσιὰ καὶ μὲ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς. Ἔχει πολλὰς ἀνάγκας καὶ ἀδυναμίας ἡ γλῶσσα. Ἔχει τὴν δεσπόζουσαν ἀνάγκην καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ νεωτερισμοῦ. Φοβερὰ εἶναι τοῦ ξενισμοῦ ἡ ἐπίδρασις. Εἶναι ἀναγκαιότατον κακόν, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἀπείργεται. Ἐὰν κλείσῃ τις τὴν θύραν, θὰ εἰσέλθῃ διὰ τῶν παραθύρων· ἐὰν κλείσῃ τὰ παράθυρα, θὰ εἰσδύσῃ διὰ τῶν ρωγμῶν καὶ σχισμάδων· ἐὰν στουπώσῃ τις τὰς σχισμάδας, θὰ εἰσχωρήσῃ ἀοράτως δι᾿ αὐτοῦ τοῦ συμπαγοῦς σώματος τῆς οἰκοδομῆς.

Ὑπάρχει καὶ ἀλληλεγγύη, ἐπὶ τέλους. Ἀδύνατον εἶναι γλῶσσα ζωντανή, σύγχρονος, ἔχουσα πόθον καὶ ἀξίωσιν νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ αἰσθάνεται βαθεῖαν τὴν ἀλληλεγγύην αὐτήν. Ἀλλ᾿ ἡ γλῶσσα ἡ Ἑλληνικὴ ἔπρεπε <νὰ> βλέπῃ μακράν, ὡς φάρον παμφαῆ, τὴν λαμπρὰν αἴγλην τῆς ἀρχαίας, χωρὶς νὰ ἔχῃ τέρμα τὸν φάρον αὐτόν. Ὁ φάρος ὁδηγεῖ εἰς τὸν λιμένα, δὲν εἶναι αὐτὸς λιμήν.

Πάλιν, τὰς γλώσσας τὰς νεωτέρας ἔπρεπε νὰ τὰς ἔχῃ σύμπλους, χωρὶς νὰ ρυμουλκῆται ἀπὸ καμμίαν ἐξ αὐτῶν. Διότι <ἂν> ὁ νεωτερισμὸς εἶναι ἀνάγκη, δὲν ἕπεται ὅτι πρέπει νὰ τὸ παρακάμνωμεν εἰς τὸν νεωτερισμόν. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι πῶς νὰ ἐμφορηθῶμεν κατὰ κόρον ἀπὸ ξενισμούς, ἀλλὰ πῶς νὰ φέρωμεν ἀντίδρασιν, πῶς νὰ μετριάσωμεν τὴν ἀνάγκην τοῦ ξενισμοῦ. Χαλινοῦ καὶ ὄχι πτερνιστῆρος ἡ ὀργῶσα φύσις ἔχει ἀνάγκην.

Οὕτω, ὅπου ὀνομασίας καθαρῶς νεωτερικὰς δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀποφύγωμεν - οἷον ὀνόματα, φράσεις, τρόπους ἐκφράσεων - ὀφείλομεν νὰ τὰς υἱοθετῶμεν. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει τὸ ἀντίστοιχον, πολὺ εὐφωνότερον καὶ κομψότερον εἰς τὴν γλῶσσάν μας, ἐκεῖ πρέπει τὸ ἑλληνικὸν νὰ προτιμᾶται.

Γ´

Ὅπως, ἐπειδὴ δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀποφύγωμεν ἀπολύτως τοὺς ξενισμούς, δὲν ἕπεται ὅτι καὶ πρέπει νὰ εἰσάγωμεν παραπολλοὺς ξενισμοὺς ἄνευ ἀνάγκης, ἄλλο τόσον, ἐπειδὴ ἓν τῶν συμφυῶν ἐλαττωμάτων τῆς γλώσσης μας εἶναι ὁ ἰωτακισμός, δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ εἰσάγωμεν πλειότερα ἰῶτα ἄνευ ἀνάγκης. Ἰδοὺ εἷς τίτλος ἀναγνώσματος ἐφημερίδος, ὅστις καθημερινῶς ἐτυπώνετο ἐπὶ μῆνας μὲ κεφαλαῖα: «Ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία» (ὄχι εἰς τὸ Νέον Ἄστυ). Κάποιος εἶπε: - Μὰ δὲν ἔχει αὐτὸς ὁ δημοσιογράφος αὐτιά; Δὲν καταλαβαίνει, ὅτι πρέπει νὰ ἐξαλείψῃ τοὐλάχιστον ὡς περιττὸν τὸ Ἡ, τὸ πρῶτον ἄρθρον; Ἄλλος ἀπήντησε: - Δὲν ἔχει· φαίνεται τοῦ τὰ ἔκοψαν οἱ Βούλγαροι. Τρίτος τις παρετήρησεν: - Ἔχει αὐτιά, ἀλλὰ τὰ ἔχει διὰ ν᾿ ἀκούῃ τὸν ἦχον τῶν πενταλέπτων.

Ὁ λαὸς εἶπε κινῖνο τὴν κινίνην τῶν ἰατρῶν. (Φαντασθῆτε, τρία Ι, καὶ δύο gn ἀλλεπάλληλα!). Ὁ λαὸς εἶναι δημιουργὸς καὶ κυρίαρχος, καὶ ἀφοῦ ὁ λαός, ἐν τῷ δικαιώματί του, εἶπε, λ.χ., φανέλα, καί, μοδίστρα, δὲν πρέπει κανεὶς νὰ τολμᾷ νὰ λέγῃ ἢ νὰ γράφῃ φλανέλα, μοδίστα. Ἀλλὰ τοιαῦτα κατεργάζονται μόνον ἐκφυλισμένοι ἀνθρωπίσκοι.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ ὄνομα τῆς ἰωνικῆς μεγαλοπόλεως εἶναι Σμύρνα, μὲ βραχὺ μάλιστα ἄλφα, μὴ δυνάμενον νὰ τραπῇ ἰωνικῶς, ὅπως φαίνεται εἰς τὸν περὶ Ὁμήρου στίχον· (Σμύρνα, Χίος, Κολοφών, Ἰθάκη, Πύλος, Ἄργος, Ἀθῆναι). Ἐνθυμοῦμαι πρὸ εἴκοσι ἐτῶν, εἰς τοῦ Μπερνιουδάκη, ἐπίναμεν μπίρα τῆς Βιέννας. Τώρα ὅλος ὁ ὄχλος (τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἐφημερίδων) εἰς τὰς Ἀθήνας, λέγει καὶ γράφει, τῆς Βιέννης. Μήπως ἤκουσέ τις ἀπὸ Ἰταλὸν νὰ προφέρῃ Viégni, ἢ ἀπὸ Γάλλον, Viegne; Ὁ πρῶτος προφέρει Βιέννα, ὁ δεύτερος Βιένν᾿. Ἀλλὰ πῶς Ἰταλὸς ἢ Γάλλος θὰ ἐδέχετο τοιαύτην κουκλοειδῆ λέξιν, καὶ θὰ ἠνείχετο τοιαύτην διαστροφὴν τῶν στοματικῶν μυῶν, ὁποίαν συνεπιφέρει ἡ ἄμεσος διαδοχὴ δύο συλλαβῶν μὲ δεσπόζοντα ὑγρὸν φθόγγον, Vje καὶ Gn;

Θὰ ἐφρόνουν, ὅπως ὅλοι, ὅτι ὁ δασκαλισμὸς εἶναι ὁ ἐχθρός, καὶ ὅτι πταίει ἡ βιβλιοκαπηλία (μὲ ἰῶτα, παρακαλῶ), τὸ σχολεῖον, ἡ μέθοδος, κτλ. Ἀλλ᾿ ἡ ἔλλειψις τοῦ αἰσθήματος τῆς εὐφωνίας μὲ πείθει ὅτι τὸ κακὸν εἶναι, δυστυχῶς, ριζικώτερον, καὶ ὁ ἐκφυλισμὸς βαθύτερος, ἢ ὅσον φαίνεται. Καὶ ὁ σωλὴν τοῦ ὅπλου εἶναι κάννα, καὶ ὄχι κάννη, ὅπως τὸ γράφουν οἱ στρατιωτικοὶ ἢ οἱ δημοσιογράφοι. Καὶ τὰ φυσέκια, τουφέκια εἶναι φυσέκια, τουφέκια, καὶ ὄχι φυσίγγια, τυφέκια.

Εἰς τοὺς Ο´, ἐν ἀρχῇ τῆς Βασιλειῶν Α´ (ἀλλ᾿ ἐλησμόνησα, ὁ ἐκφυλισμὸς ἀπαιτεῖ νὰ ὀνομάζωμεν τὴν βίβλον ταύτην Σαμουὴλ Α´, ὅπως τόσοι ἐπιστήμονες ἄνθρωποι ποιούμενοι δῆθεν μνείας καὶ παραθέσεις ἐκ τῶν Γραφῶν, τὴν ὀνομάζουν) ἀμέσως εἰς τὸ α´ κεφάλαιον, ἐδ. 2, 3, ἀναγινώσκεται· «Ὄνομα τῇ μιᾷ, Ἄννα, καὶ ὄνομα τῇ ἑτέρᾳ, Φεννάνα· καὶ ἦν τῇ Φεννάνᾳ παιδία, τῇ δὲ Ἄννᾳ οὐκ ἦν παιδίον». Ἰδοὺ ὅτι Ἑβραϊκὰ ὀνόματα, κλινόμενα κατὰ τὴν α´ κλίσιν τῆς Ἑλληνικῆς, σχηματίζουν τὰς πλαγίας μὲ ἄλφα. Εἶπέ τις τῆς Ἰωάννης, τῆς Ἀντωνίνης, τὴν γενικὴν τοῦ Ἰωάννα καὶ Ἀντωνίνα, δύναταί τις, ἐὰν ἔχῃ ὦτα, νὰ εἴπῃ ἡ Χριστίνη, τῆς Χριστίνης; Καὶ ὅμως ὅλος ὁ τύπος γράφει, ἡ Αἰκατερίνη, ἡ Ἰωσηφίνη, ἡ Κλημεντίνη. Δὲν ὑπάρχει καμμία Αἰκατερίνη, ἀλλὰ μόνον ἡ ἁγία καὶ πάνσοφος Αἰκατερίνα, τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Σινᾶ. Ἄλλως, αὐτὰ πρέπει νὰ διακρίνωνται καὶ ἀπὸ τὰς τόσας ὡραίας ἰατρικὰς λέξεις, τὰς ληγούσας εἰς ίνη, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν μοσχοβιτίνην τὴν πραποπουλίνην καὶ τόσα ἄλλα θαυμάσια πράγματα.

Ἄλλο ἐλάττωμα τῆς γλώσσης μας εἶναι τὸ πολυσύλλαβον. Καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἦτο εὐκταία ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Βολαποὺκ ἢ τῆς Ἐσπεράντο, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσαγάγωμεν παρ᾿ ἡμῖν τὴν Ἀγγλικὴν γλῶσσαν ὅλην, αὐτούσιον. Ἀλλ᾿ εἰς τὴν βόρειον Ἑλλάδα, ὅπου εἶναι παλαιότερα τὰ λαλούμενα Ἑλληνικὰ (θέλω νὰ εἴπω, ἴσως εἶναι παλαιότεροι οἱ λαλοῦντες Ἕλληνες) ἐτελειοποιήθη κατὰ τοῦτο ἡ γλῶσσα, φθάσασα μέχρι τοῦ μονοσυλλάβου τῶν λέξεων. Ἀφοῦ οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, ἐὰν θέλωμεν νὰ γράφωμεν τὴν δημώδη, διατί νὰ μὴ γράφωμεν τοὺ στάρ, τοὺ κθάρ, ὅπως προφέρεται εἰς τὴν πατρίδα μου, ἀλλά, τὸ σιτάρι, τὸ κριθάρι, ὅπως προφέρουν οἱ ὄψιμοι Ἕλληνες τῶν νοτιανατολικῶν μερῶν; Εἰς τὴν πατρίδα μου τὸ χωράφι προφέρεται τοὺ χουράφ᾿ (νομίζω νὰ παρετήρησα ὅτι οἱ φθόγγοι Ι καὶ ΟΥ συγκόπτονται ἐὰν ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ι και ου, ἀλλὰ μόνον τρέπονται ἐὰν ἦσαν ἀρχῆθεν ε καὶ ο)· ἀλλ᾿ εἰς τὰ χωρία τοῦ Πηλίου, μᾶλλον προηγμένα εἰς τὴν γλωσσικὴν ἐξέλιξιν, προφέρεται τοὺ χ᾿ράφ᾿. Ἰδοὺ λοιπόν, στάρ, κθάρ, χράφ. Οὕτω θὰ ἔπρεπε νὰ γράφεται ἡ γλῶσσα. Τί μᾶς χρειάζεται ἡ Ἐσπεράντο, καὶ τὸ μονοσύλλαβον τῶν λέξεων τῆς Ἀγγλικῆς;

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ γραφομένη γλῶσσα, εἴτε καθαρέβουσα, εἴτε ὅπως ἂν τὴν ὀνομάσῃ τις, ἔχει τὸ ἐλάττωμα τῶν πολυσυλλάβων λέξεων, σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ πλάττωμεν ἡμεῖς, οἱ γράφοντες, ἄνευ ἀνάγκης, πλειοτέρας πολυσυλλάβους λέξεις; Ἰδού, ἀναγνώσατε ἓν δεῖγμα· «προθυμοποιούμενοι νὰ διαπραγματευώμεθα ἑκάστοτε τὰ ἐπικινδυνωδέστερα τῶν θεμάτων...» Εἶπέ τις ποτὲ εἰς τὸν θετικὸν ἢ τὸν ἀπόλυτον βαθμόν, ἐπικινδυνώδης; Ποῦ εὑρέθη τὸ ἐπικινδυνωδέστερος; Καὶ ὅμως, ὅλος ὁ Ἀθηναϊκὸς τύπος τὸ γράφει. Ὅταν γράφῃ τις ἄρθρα διαπραγματεύεται ἢ ἁπλῶς πραγματεύεται περὶ ἑνὸς θέματος; Δυνατόν νὰ διαπραγματεύωνται ἢ νὰ παζαρεύουν καὶ οἱ γράφοντες, ἀλλ᾿ εἰς τοῦτο δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀναμειχθῶμεν. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἡ διὰ σημαίνει τὸ μεταξὺ δύο γινόμενον.

Δὲν ποιεῖταί τις πρόθυμος, ἀλλὰ γίνεται, ὅπως δὲν ποιεῖται φιλότιμος, ἀλλ᾿ εἶναι ἢ γίνεται. Δὲν προθυμοποιεῖταί τις, ὅπως καὶ δὲν φιλοτιμοποιεῖται. Ἀλλὰ προθυμεῖται, ὅπως καὶ φιλοτιμεῖται. Τί τοὺς κοστίζει, τοὺς δημοσιογράφους μας, νὰ γράφωσι τὸ ὀρθόν, ἐνῷ εἶναι καὶ τόσῳ ἁπλούστερον καὶ συντομώτερον;

Καὶ ὅμως, φαίνεται ὅτι εἶναι τόσῳ δύσκολον!

(1907)

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

Συγγραφεύς τις(1) παρατηρεῖ ὅτι τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα ὑπόκειται εἰς περιοδικὰς ἐκλείψεις. Εἰς τοιαύτην δὲ ἔκλειψιν ἀποδίδει τὰς ὑφισταμένας σήμερον ἀμφιβολίας περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.

Ἐκλείπει καὶ ὁ Ἥλιος καὶ ὅμως ἀναφαίνεται πάλιν λαμπρότερος. Τὸ φωτοβόλον ἄστρον θέλει ἐξακολουθεῖ, ἐνόσῳ ὑπάρχει ὁ κόσμος, νὰ διατρέχῃ τὸν ἡμερήσιον δρόμον του, καὶ τῶν θνητῶν ἡ διάνοια θὰ στρέφεται ἀείποτε πρὸς τὸ θεῖον ὡς πρὸς τὴν μόνην αὐτῆς ἀνάπαυσιν ἢ τὸν μόνον ἀγῶνα.

Τί εἶναι ὁ Ἥλιος; Διὰ τοὺς μὲν αἴνιγμα, διὰ τοὺς δὲ θαῦμα· καὶ ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ εἶναι διὰ τοὺς μὲν γρῖφος, διὰ τοὺς δὲ λαμπάς.

Ὁ περιώνυμος Λιττρέ, ἀποθανὼν πρὸ δύο μηνῶν ἐν Παρισίοις, καὶ ὁ πρὸ αὐτοῦ Αὔγουστος Κὸντ «δὲν ἀρνοῦνται τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸν θέτουσι κατὰ μέρος». Ἐντοσούτῳ ὁ Λιττρὲ ἐβαπτίσθη καὶ ἐκοινώνησε τῶν μυστηρίων κατὰ τὰς τελευταίας τοῦ βίου αὐτοῦ στιγμάς.

Λέγουσιν ὅτι ἡ ἐπίδρασις τῶν κληρικῶν, τῆς γυναικὸς καὶ τῆς θυγατρός του παρέτρεψεν αὐτόν. Τί ἀποδεικνύει τοῦτο; Ὅτι ὁ πενιχρὸς οὗτος ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος εἶναι ἀσθενέστερος ἢ ὥστε νὰ ἐπιχειρῇ νὰ ἀμφισβητήσῃ τὸ θεῖον.

Πρὸ τῶν σήμερον ὑλιστῶν, δαρβινιστῶν καὶ θετικιστῶν ὑπῆρξαν οἱ ἀπαισιόδοξοι, οἱ ὀρθολογισταὶ καὶ οἱ κριτικισταί· ἀλλὰ παρῆλθον· πρὸ αὐτῶν ἦσαν οἱ πανθεϊσταί, ἀλλὰ ἐξέλιπον. Παρέρχονται, κρύπτονται ἐν τῇ σκιᾷ,  ἀφανίζονται, ἀφοῦ ἐπὶ βραχὺ τέρψωσι τοὺς φιλοκαίνους καὶ τοὺς φιλαναγνώστας διὰ περιέργου συναυλίας λέξεων καὶ γνωμῶν. Ὁ δὲ Χριστιανισμὸς ἔμεινε καὶ θὰ μένῃ.

Τὸ ἀρνεῖσθαι τὴν αἰτίαν πράγματός τινος εἶναι τοσοῦτον ἄτοπον, ὅσον καὶ τὸ ἀρνεῖσθαι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἧττον παράλογοι ἦσαν οἱ παραδοξολόγοι ἐκεῖνοι φιλόσοφοι, οἵτινες ἠρνήθησαν ἁπλῶς τὴν ὕπαρξιν τοῦ κόσμου. Ὁ Ἀναξαγόρας ὅμως, ὅστις δὲν ἠδύνατο νὰ συλλάβῃ τόσον ἀστείαν ἰδέαν, εἶπε πρὸ δισχιλίων ἐτῶν, ὅτι νοῦς ἐδημιούργησε τὰ πάντα. Ὁ δὲ Σωκράτης, ὅτε ἡρμήνευε πρὸς τὸν Ἀριστόδημον τὴν θαυμαστὴν σκοπιμότητα τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, οὐδὲν ἄλλο ἔπραττεν ἢ ἔθετε τὰς βάσεις τῆς ἐν τῇ νῦν χριστιανικῇ ἐπιστήμῃ λεγομένης τελεολογικῆς ἀποδείξεως τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.

Πνεῦμα εὐθύ, διάνοια ὑψηλὴ καὶ εὐρεῖα, ὁ ὄντως ἐκεῖνος φιλόσοφος ἀνεκάλυπτε φῶς, ὅπου οἱ πολλοὶ εὑρίσκουσι σκότος. Μετεῖχε τῆς οὐσίας τοῦ ἀληθοῦς καὶ μετέδιδεν αὐτῆς πρὸς πάντας. Ὁ πόθος τῆς μωρᾶς ἐπιδείξεως, ἡ μανία τοῦ καινὰ ἑκάστοτε λέγειν, ἡ δοκησισοφία, ὁ τῦφος καὶ ἡ οἴησις ἄγουσιν εἰς τὰς συγχρόνους ἀθεϊστικὰς θεωρίας, ἀφ᾿ ὧν τοὐναντίον ἀπάγει ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἀκραιφνὴς φιλοσοφικὴ ζήτησις τῆς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν κειμένης ἀληθείας.

(1914)

1. Ὁ Κάρολος Λεβὲκ ἐν τῇ «Ἐπιστήμῃ τοῦ Καλοῦ».

ΑΡΘΡΟΝ ΔΙΑ ΤΟΝ ΚΑΖΑΜΙΑΝ

Τῷ Κυρίῳ Β...

... Παραπολὺ χυδαῖον εἶναι τὸ ἀνέκδοτον τῆς χήρας γυναικός, ἥτις χάσασα ἀρτίως τὸν ἄνδρα της, δὲν ἐλησμόνει καὶ δύο ἄλλας ὀλίγον τι προγενεστέρας ἀπωλείας χρησιμωτάτων διὰ τὸν πτωχικὸν οἶκόν της ζώων, καὶ θρηνοῦσα ἔλεγεν: Ἄνδρα μ᾿, γουρούνι μ᾿, γάϊδαρε μ᾿!...

Παραπολὺ χυδαῖον, καὶ ὅμως δὲν ἀντέχω εἰς τὸν πειρασμὸν νὰ τὸ προτάξω ἐνταῦθα, ὡς προοίμιον ἐκ παραβολῆς... Σὺ ὁμοιάζεις μὲ τὴν χήραν ἐκείνην γυναῖκα, ἀφοῦ ἀπαιτεῖς παρ᾿ ἐμοῦ νὰ εἶμαι ὄχι μόνον ἐπιφυλλιδογράφος, μεταφραστής, ἀρθρογράφος καὶ δὲν ἠξεύρω τί ἄλλο ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ συνεργάτης διὰ τὸν Καζαμίαν σου.

Πρὸς Θεοῦ! ὡς τί μ᾿ ἐξέλαβες ἐμέ; Μ᾿ ἐπῆρες δι᾿ ἕνα παλαιὸν συνεργάτην σου, ὅστις ἔχει, ὡς λέγουσι, τοσαύτην εὐχέρειαν εἰς τὸ ἀρθρογραφεῖν περὶ παντὸς ἐπιστητοῦ πράγματος ἐπὶ θέματος δεδομένου, ὥστε, ἐν τῇ φοβερᾷ ταχύτητι τῆς γραφίδος του, δὲν προφθάνει νὰ βάλλῃ ὀξείας καὶ περισπωμένας εἰς τὰς λέξεις, οὔτε κἂν νὰ διακρίνῃ μεταξὺ ἰῶτα καὶ ἦτα καὶ τῶν ὁμοήχων διφθόγγων, ἢ μεταξὺ ὀμικροῦ καὶ ὠμεγάλου, καὶ τούτου ἕνεκα ἔχει ἀνάγκην δύο συνεργατῶν ὑποαρθρογράφων, διὰ νὰ ἐπαρκῶσιν εἰς τὴν διόρθωσιν τῶν μικρῶν τούτων ἀνωμαλιῶν τῶν χειρογράφων του. Ὁ νέος οὗτος ἂν ἐγεννᾶτο ἐν Ἰταλίᾳ, καθ᾿ ὃν χρόνον ἤκμαζεν ἡ ἐξ ὑπογυίου ποίησις, οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι θὰ ἀνεδεικνύετο ὁ μέγιστος τῶν αὐτοσχεδιαστῶν.

Ἀλλὰ καὶ ἂν ὡμοίαζα κατά τι μὲ τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον παντογράφον, εἰς τὸν Καζαμίαν τί ἠδυνάμην νὰ σοῦ γράφω ἐγώ; Εἶμαι ἱκανὸς νὰ συντάξω τὰς γνωστὰς ἐκείνας σεληνογραφίας καὶ μετὰ Χριστὸν προφητείας (εὐτυχῶς, ἐλπίζω ὅτι ἔπαυσαν πλέον νὰ εἶναι τοῦ συρμοῦ), τὰς πληρούσας κατ᾿ ἔτος, οὐ πρὸ πολλοῦ χρόνου ἀκόμη, τὰς σελίδας παντὸς Ἡμερολογίου; Καὶ ὑπερέβησαν πᾶν ὅριον ἀναλγησίας, οἱ ἀθεόφοβοι. Παιδάρια ἀσυνείδητα ἔγραφον παίζοντα ψευδοπροφητείας, περὶ θεομηνιῶν καὶ νόσων καὶ συμφορῶν καὶ παντοίων ἀπαισίων πραγμάτων, καὶ οἱ βάναυσοι ἐκδόται τὰς ἐτύπωναν καὶ τὰς ἐπωλοῦσαν εἰς τὸ δημόσιον πρὸς ἑβδομήκοντα λεπτὰ ἢ πρὸς ἡμίσειαν δραχμὴν τὸ τεῦχος. Καὶ ἠξεύρεις πόσον τρόμον ἐνέσπειρον, πόσον φόβον καὶ ἀγωνίαν ἐνέβαλλον εἰς τὰς ψυχὰς ἀμαθῶν καὶ ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων αἱ ψευδοπροφητεῖαι αὗται; Φρονῶ ὅτι δὲν ἐξήρχετο τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας τῶν ἀστυνομικῶν ἀρχῶν ἡ κατάσχεσις καὶ ἡ ἐξαφάνισις τοιούτων ἐπιβλαβῶν δημοσιευμάτων. Πρὸ δύο ἐτῶν ἀκόμη, διατρίψας ἐπὶ δύο ἢ τρεῖς ἑβδομάδας ἔν τινι πολίχνῃ τῆς Ἑλλάδος, εἶδον τοὺς χωρικοὺς ἐντρόμους καὶ ἀγωνιῶντας ἐπὶ τῇ προσδοκίᾳ ἡμέρας τινὸς τοῦ Ἰουλίου, τὴν ὁποίαν ἐσημείου ὁ Καζαμίας ὡς ἡμέραν τῆς συντελείας τοῦ Κόσμου. Ὁ μπακάλης τοῦ τόπου εἶχε Καζαμίας πρὸς πώλησιν, ὡς δεῖγμα δὲ τοῦ περιεχομένου ἐδείκνυεν εἰς τοὺς πελάτας τὴν περὶ τῆς φοβερᾶς ἐκείνης ἡμέρας προφητείαν. Ἐσχηματίζοντο ὅμιλοι, ἐπεδεικνύετο ἡ σελὶς τοῦ Καζαμίου, ἀνεγινώσκετο τὸ οἰκεῖον χωρίον, ἠγρεύοντο ἀγορασταί. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἐφαντάζοντο ὅτι αἱ προφητεῖαι αὗται εἶχον συνταχθεῖ ὑπὸ λίαν σπουδαίων ἀνδρῶν καὶ σοφῶν ἀστρονόμων. Μετὰ πολλοῦ κόπου προσεπάθησα νὰ τοὺς διδάξω ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῶν κατὰ τέταρτον σελήνης προφητευμάτων ἦσαν παιδάρια τῶν Ἀθηνῶν, παιδάρια προσουροῦντα τῇ συγγραφικῇ τέχνῃ καὶ τῇ δημοσιογραφίᾳ. Τότε δὲ μόνον ἐπείσθησαν, ὅτε ἡ φοβερὰ ἡμέρα παρῆλθε, καὶ ὁ οὐρανὸς ἐξηκολούθησε νὰ μένῃ ἀσάλευτος, θρόνος τοῦ Ὑψίστου, καὶ ἡ γῆ νὰ εἶναι ὑποπόδιον τῶν ποδῶν Αὐτοῦ.

Οὐδεὶς βεβαίως θὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι τοιαῦτα μέσα εἶναι συντελεστικὰ πρὸς μετάνοιαν τοῦ πλήθους. Ἡ μὲν θρησκεία δὲν ἔχει ἀνάγκην, ὅπως στηριχθῇ, ψευδοπροφητειῶν καὶ ψευδοθαυμάτων, ἡ δ᾿ ἐπιστήμη δὲν ἔχει προγνωστικὰ ἄλλα παρὰ τὰ πορίσματα τῶν μαθηματικῶν ὑπολογισμῶν καὶ τῶν λογαρίθμων. Δὲν πρέπει δέ, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ περὶ συντελείας τῶν αἰώνων θρησκευτικοῦ δόγματος, νὰ ἐγείρωσι τὴν κεφαλὴν ἀνέρπουσαι ψευδεπιστημονικαὶ προρρήσεις, γελοιοποιουμένης θρησκείας καὶ ἐπιστήμης, πρὸς ἐκφόβησιν τοῦ πλήθους.

Ἀλλὰ καὶ ἄλλην διακωμῴδησιν τῆς τε θρησκείας κ᾿ ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας ἀποτελοῦσι τὰ συνήθη ἡμερολόγια, ἐγχειρίδια ἢ κρεμαστὰ τοῦ τοίχου, ὅπως ἐκδίδονται. Οὐδεμία ἀκρίβεια, οὐδεμία τάξις τὰ διακρίνει. Ἀταλαιπωρία ἐν πᾶσιν, ἐπιπολαιότης καὶ ἀδιαφορία αὐτόχρημα ρωμέικη. Οὔτε εἰς τὴν ὀρθὴν σημείωσιν τῶν ἡμερῶν, τῶν τε ἀκινήτων τοῦ Μηνολογίου καὶ τῶν κινητῶν τοῦ Τριῳδίου καὶ Πεντηκοσταρίου, τηρεῖται εὐσυνείδητος ἀκρίβεια, οὔτε εἰς τὴν ἀναγραφὴν τῶν ἑορτῶν, οὔτε εἰς αὐτὴν τὴν ὀρθογραφίαν καὶ ὀρθὴν ἐκφορὰν τῶν ὀνομάτων τῶν Ἁγίων. Θὰ εἴπῃ τις ὅτι ἡμεῖς τώρα ἐπεράσαμεν πέρα, καὶ δὲν μᾶς μέλει πλέον δι᾿ ἑορτάς, δι᾿ Ἁγίους καὶ διὰ θρησκευτικὰ πράγματα. Ἀλλὰ δὲν ὁμιλῶ ἐνταῦθα περὶ ἀκριβείας θρησκευτικῆς οὔτε περὶ εὐλαβείας καὶ θεοσεβείας· ὁμιλῶ περὶ ἀκριβείας πρακτικῆς καὶ ἐπιστημονικῆς. Τοὺς Φράγκους, ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρήσωμεν ὡς χριστιανικωτέρους ἡμῶν αὐτῶν, καὶ ὅμως οἱ Φράγκοι ἐκδίδουσιν ἐν τελειοτάτῃ ἀκριβείᾳ καὶ τάξει τὰ ἡμερολόγιά των, θρησκευτικά τε καὶ ἄλλα, ὡς παρακατιὼν ὁ λόγος θὰ δείξῃ. Βεβαίως, ἂν πράγματι ἐπαραγίναμεν καὶ δὲν ἔχωμεν πλέον ἀνάγκην θρησκευτικῶν ἑορτῶν καὶ Ἁγίων, συνεπέστερον καὶ λογικώτερον θὰ ἦτο νὰ σημειοῦται, φέρ᾿ εἰπεῖν, ἡ 6η Αὐγούστου λευκὴ καὶ ὀρφανή, ἄνευ μνείας τοῦ ὀνόματος Ἁγίου, παρὰ νὰ σημειοῦται ἐν αὐτῇ ἡ μνήμη Σισίνη τοῦ Μεγάλου, ὅπως σημειοῦται τακτικὰ κατ᾿ ἔτος εἰς ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀθηναϊκὰ ἡμερολόγια (γράφε Σισώη τοῦ Μεγάλου). Προκριτώτερον θὰ ἦτο νὰ σημειοῦται κενὴ ἡ 5η Αὐγούστου, παρὰ ν᾿ ἀναγράφεται ἐν αὐτῇ ἡ μνήμη Εὐγενίου Μάρτυρος (γράφε Εὐσιγνίου Μάρτυρος). Ὀρθότερον θὰ ἦτο νὰ ἐσημειοῦτο ἁπλῶς τῷ Σαββάτῳ τῆς Α´ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν ἡ μνήμη τοῦ συμπίπτοντος Ἁγίου τῆς ἡμέρας τοῦ μηνός, παρὰ ν᾿ ἀναγράφεται ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ἐνῷ εἶναι ἁπλῶς τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Θεοδώρου, τοῦ Τήρωνος, καὶ ὄχι πάλιν ἡ μνήμη του, ἀλλ᾿ ἀνάμνησις τοῦ γενομένου ὑπ᾿ αὐτοῦ θαύματος, ἐμφανισθέντος εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς πόλεως καὶ κελεύσαντος νὰ τραφῶσι πρὸς καιρὸν οἱ χριστιανοὶ διὰ κολλύβων, ὅπως μὴ μολυνθῶσι διὰ τῶν εἰδωλοθύτων.

Μὲ τοιαύτην ρᾳστώνην καὶ νωχέλειαν, μὲ τοιαύτην ἐπιπολαιότητα καὶ ὀλιγωρίαν, συντάσσονται καὶ τὰ ἡμερολόγια, ὡς διεξάγονται ἄλλως καὶ τὰ πράγματα ὅλα παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησιν. Εὔκολον δέ, τηρουμένων ὀλιγίστων κανόνων, καὶ ἡ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια νὰ ἐπιτευχθῇ, καὶ ἡ συντομία νὰ μὴ λείψῃ. Τῇ 14 Ὀκτωβρίου σημειοῦται, παραδείγματος χάριν, ἐν τοῖς ἡμερολογίοις «Κελσίου Μάρτυρος. Κοσμᾶ τοῦ ποιητοῦ». Δὲν ἀπαιτῶ ν᾿ ἀναγραφῇ διὰ μακρῶν, ὡς φέρεται ἐν τῷ Μ. Ὡρολογίῳ καὶ τοῖς Μηναίοις «Τῶν ἁγίων Μαρτύρων Γερβασίου, Ναζαρίου, Προτασίου καὶ Κελσίου· καὶ τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ Ἁγιοπολίτου καὶ Ποιητοῦ, ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ». Ἀλλ᾿ ἰδοὺ τί τρέχει. Ὁ ἅγ. Γερβάσιος εἶναι γνωστότερος εἰς ἡμᾶς τοὺς γαλλίζοντας, παρ᾿ ὅσον εἶναι ὁ ἅγ. Κέλσιος, ἀφοῦ καὶ εἰς τοὺς Παρισίους ὑπάρχει, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, ὁδὸς Saint - Gervais, περὶ ἧς εἰς ὅλα τὰ παλαιότερα μυθιστορήματα γίνεται λόγος. Ἔχει δέ,

ὡς βλέπετε, καὶ τὰ πρωτεῖα τοῦ χρόνου ἢ τῆς τάξεως ἀπέναντι τῶν τριῶν ἄλλων συναθλητῶν του. Συντόμως λοιπόν, καὶ ἐν πάσῃ ἀκριβείᾳ καὶ σεμνότητι, δύναται νὰ σημειωθῇ: «Γερβασίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων. Κοσμᾶ ὁσίου τοῦ Ποιητοῦ». Ἔτι συντομώτερον, ὁριζομένων κατὰ συνθήκην abbréviations, δύναται νὰ γραφῇ: «Γερβασίου καὶ τῶν σ. Α.Μ.Μ. Κοσμᾶ Ὁσ. τοῦ Ποιητοῦ».

Οὕτω καὶ τῇ 13η Δεκεμβρίου, δύναται συντόμως νὰ σημειοῦται «Εὐστρατίου καὶ τῶν σ. Α.Μ.Μ. Λουκίας παρθένου Μ.». Ὁμοίως, ἐξ ἀναλογίας, καὶ εἰς ἄλλας ἡμέρας.

Ἀλλὰ ποῦ τὰ ἀκούει ὁ Ρωμιὸς αὐτά, φίλε μου. Ρωμιὸς εἶσαι καὶ τὰ ἠξεύρεις. Ὅλοι, καὶ πρὸ πάντων σεῖς οἱ ἐπιχειρηματικοὶ ἄνδρες, ζητεῖτε εἰς πάντα τὴν εὐκολίαν, ὄχι τὴν ἀκρίβειαν. Ὁ Ρωμιὸς δὲν τὸ ἔχει διὰ τίποτε ν᾿ ἀντιγράψῃ τὸ ἐφετινὸν ἡμερολόγιον ἀπὸ τὸ περυσινόν, ἀδιάφορον ἂν αἱ ἡμέραι τοῦ μηνὸς δὲν συμπίπτουν πλέον μὲ τὰς ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος. Πέρυσι, εἰς ἓν παντοπωλεῖον, ἀντικρὺ τῆς κατοικίας μου, ὅπου ἔκαμνα ὀψώνια, ὑπῆρχεν ἡμερολόγιον κρεμασμένον εἰς τὸν τοῖχον, τοῦ 1891, τὸ ὁποῖον εἶχε τὰς νέας σελήνας τοῦ ἔτους ὅλας σημειωμένας κατὰ τὴν τάξιν τοῦ 1890. Ἀκριβῶς δὲ ἡ σημειουμένη ὡς νέα σελήνη συνέπιπτε πάντοτε μὲ τὴν πραγματικὴν πανσέληνον. Μίαν Δευτέραν τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1886 μία μακαρίτικη ἐφημερὶς ἐξεδόθη πρωὶ πρωὶ φέρουσα ἐν τῇ θέσει τοῦ Ἡμερολογίου τὴν ἑξῆς μνείαν: «Δευτέρα... Φεβρουαρίου. Τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου». Καὶ ἠξεύρεις τί εἶναι τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου; Εἶναι ἡ γνωστὴ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου, πάντοτε Κυριακή. Ἀλλ᾿ ὁ ἀστεῖος εἶχεν ἀντιγράψει ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιον τοῦ προλαβόντος ἔτους, ὅτε ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου ἦτο Κυριακή, καὶ ὅτε συνέπιπτε νὰ εἶναι ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου. Ἐφαντάσθη ὅτι ὁ Τελώνης καὶ ὁ Φαρισαῖος εἶναι Ἅγιοι τοῦ Ἡμερολογίου, ἐνῷ εἶναι ἁπλῶς ὅροι δεσποτικῆς παραβολῆς, ἐν τῷ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίῳ.

Κ᾿ ἐπειδὴ περὶ Τριῳδίου ὁ λόγος, ὑπομιμνήσκω ὅτι ἐν τοῖς ἡμερολογίοις καλὸν νὰ σημειοῦνται ἀκριβέστερον, τὸ μὲν πρὸ τῆς Τυρινῆς Σάββατον «Τῶν ὁσίων Πατέρων» (συντόμως «τῶν ὁσ. Π.Π.»). Ἡ πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν, «τῆς Ὀρθοδοξίας», ἡ Β´ Κυριακὴ «Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ι.» (ἱεράρχου). Ἡ Γ´ «τῆς Σταυροπροσκυνήσεως». Ἀλλὰ καὶ ἡ Δ´ Κυριακὴ «τοῦ ὁσ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος», καὶ ἡ Ε´ «τῆς ὁσ. Μαρίας». Ὁ Μέγας Κανὼν πρέπει νὰ σημειοῦται τῇ Πέμπτῃ τῆς Ε´ ἑβδομάδος, οὐχὶ τῇ Τετάρτῃ, ὡς ὁ Ἀκάθιστος τῷ Σαββάτῳ τῆς αὐτῆς ἑβδομάδος, οὐχὶ τῇ Παρασκευῇ.

Καὶ ἐν τῷ Πεντηκοσταρίῳ δὲ πρέπει νὰ σημειοῦται ἡ Δευτέρα καὶ ἡ Τρίτη τῆς Διακαινησίμου, ὡς καὶ ἡ Παρασκευὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Τῇ παραμονῇ τῆς Ἀναλήψεως δὲ πρέπει νὰ σημειοῦται: «Ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα». Ἐν τοῖς λατινικοῖς ἡμερολογίοις σημειοῦνται αἱ Ἀποδόσεις (Octaves) ὅλων τῶν ἑορτῶν, ὡς καὶ τὰ μεθέορτα. Οὕτω παρ᾿ ἡμῖν ὀφείλει, τῇ 23 Αὐγούστου νὰ γίνεται μνεία τῆς Ἀποδόσεως τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς καὶ μεταστάσεως, ὅτε ἄγονται τὰ κοινῶς καλούμενα Ἐννεάμερα.

Ὁμοίως καὶ τῶν ἄλλων ἑορτῶν ἡ Ἀπόδοσις καλὸν νὰ σημειοῦται, τῶν μὲν Θεοφανείων τῇ 14 Ἰανουαρίου, τῆς δὲ Ὑπαπαντῆς, τῇ ἡμέρᾳ καθ᾿ ἣν ἑκάστοτε ἀποδίδοται ἡ ἑορτή, ὡς συμπίπτουσα μὲ τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ Τριῳδίου, τῆς Ἀναλήψεως τῇ Παρασκευῇ τῆς Ζ´ ἑβδομάδος (μετ᾿ αὐτὴν Ψυχοσάββατον), τῆς Πεντηκοστῆς, τῷ Σαββάτῳ πρὸ τῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, τῆς Μεταμορφώσεως τῇ 13 Αὐγούστου, τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ τῇ 21 Σεπτεμβρίου, τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου τῇ 12 Σεπτεμβρίου καὶ τῶν Εἰσοδίων τῇ ἡμέρᾳ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Καλὸν ἐπίσης ν᾿ ἀναγράφωνται, πρὸς τῇ Κυριακῇ τῶν Πατέρων τοῦ Πεντηκοσταρίου, καὶ αἱ ἄλλαι δύο Κυριακαὶ τῶν Πατέρων τοῦ Ἰουλίου καὶ τοῦ Ὀκτωβρίου, ὡς καὶ ἡ Κυριακὴ πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ὕψωσιν, ἡ Κυριακὴ τῶν Προπατόρων, κατὰ Δεκέμβριον, ἡ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως Κυριακὴ καὶ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, ἡ πρὸ καὶ μετὰ τὰ Θεοφάνεια, κτλ.

Ὁμοίως κάλλιστα θὰ εἶχε ν᾿ ἀναγράφωνται ἡ μετὰ τὴν τῶν Ἁγίων Πάντων ὡς Κυριακὴ Β´ τοῦ Ματθαίου, ἡ μετ᾿ αὐτὴν Γ´ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου, καὶ καθεξῆς, ἄχρι Σεπτεμβρίου ὑπερμεσοῦντος, ὅτε ἄρχεται Κυριακὴ Α´ τοῦ Λουκᾶ, Β´ τοῦ Λουκᾶ, καὶ οὕτω καθεξῆς. Εὐχῆς ἔργον ὡσαύτως θὰ ἦτο ν᾿ ἀναγράφωνται καί τινες τῶν Κυριακῶν ἐν σχέσει πρὸς τὰς οἰκείας περικοπὰς τῶν Εὐαγγελίων, ὡς, φέρ᾿ εἰπεῖν, Κυριακὴ τῆς ἐπὶ Ὄρους διδασκαλίας, Κυριακὴ τοῦ Ἀμπελῶνος, Κυριακὴ τῶν Δέκα Λεπρῶν, Κυριακὴ τοῦ Ζακχαίου, Κυριακὴ τοῦ Πτωχοῦ Λαζάρου, κτλ.

Διότι, σᾶς παρακαλῶ, εἰς τί χρησιμεύει τὸ πρόχειρον θρησκευτικὸν ἡμερολόγιον τοῦ ἔτους; Βεβαίως ὡς χρήσιμον βοήθημα ὅλου τοῦ θρησκευτικοῦ ἔτους. Καθ᾿ ὃν τρόπον τὸ ἡλιακὸν ἡμερολόγιον ἀναγράφει πλήρως τὰς ἀνατολὰς καὶ δύσεις τοῦ ἡλίου, ὡς καὶ τῆς σελήνης τὰς φάσεις, καθ᾿ ὅμοιον τρόπον καὶ τὸ ἡμερολόγιον τὸ θρησκευτικὸν ὀφείλει ν᾿ ἀναγράφῃ ἀνελλιπῶς πᾶν τὸ ἐνδιαφέρον τῷ χριστιανῷ πρὸς ἄσκησιν τῶν θρησκευτικῶν του ἔργων. Ἢ πρέπει νὰ εἶναι σχετικῶς τέλειον, ἢ ἂς διαγραφῶσιν ἀπ᾿ αὐτοῦ αἱ μνῆμαι τῶν Ἁγίων καὶ αἱ δεσποτικαὶ ἑορταί, καὶ ἂς ἀναγραφῶσιν ἀντ᾿ αὐτῶν αἱ μνῆμαι τοῦ Ροβεσπιέρρου, τοῦ Μαράτου καὶ λοιπῶν μεγάλων ἀνδρῶν, ὅπως ἐπρότεινεν οὐ πρὸ πολλοῦ χρόνου λογογραφίσκος τις, ἐμποτισθεὶς τὰ νάματα τῆς αἱρέσεως τοῦ Αὐγούστου Κὸντ καὶ ἄλλων γελοίων ψευδοφιλοσόφων.

Ἐμνήσθην δὶς τῶν λατινικῶν ἡμερολογίων καὶ ἰδοὺ σημειῶ ἐνταῦθα κατὰ πόσον εἶναι ἀξία μιμήσεως ἡ παρ᾿ αὐτοῖς μετὰ συντομίας καὶ τάξεως ἀκρίβεια. Παρ᾿ αὐτοῖς τὸ Μ. σημαίνει Μάρτυς, τὸ Ap. ἀπόστολος, τὸ Ρ. (Père) ὅσιος, τὸ D. (Docteur) διδάσκαλος, τὸ C. Confesseur (ὁμολογητής), τὸ Ε.Μ. evêque Martyr (ἱερομάρτυς), τὸ Ε.C. evêque confesseur (ἱεράρχης καὶ ὁμολογητὴς) κτλ. Οὕτω καὶ παρ᾿ ἡμῖν δύναται νὰ κανονισθῇ τὸ «Φιλίππου Ἀπ.» νὰ σημαίνῃ Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου, τὸ «Γρηγορίου Ι.» Γρηγορίου τοῦ ἱεράρχου, τὸ «Διονυσίου Ι.Μ.» Διονυσίου Ἱερομάρτυρος, τὸ Μακαρίου Ὁσ. νὰ σημαίνῃ τοῦ ὁσίου, τὸ Παύλου τοῦ Ὁμ. νὰ σημαίνῃ τοῦ ὁμολογητοῦ, κτλ. Καὶ πληθυντικῶς τὸ ΑΑπ. δύναται νὰ σημαίνῃ ἀποστόλων, τὸ Μ.Μ. μαρτύρων, τὸ ΟΟμ. ὁμολογητῶν κτλ. κτλ.

Ἴσως τις, μὲ τὴν συνήθη πάλιν νεοελληνικὴν ἀνυπομονησίαν καὶ ἰταμότητα, μὲ τὴν σύγχυσιν τῶν ἰδεῶν καὶ τὰ quiproquo τὰ οἰκεῖα εἰς τὰ νεοελληνικὰ μυαλά μας, ἐνταῦθα ἀνακράξῃ: «Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ Εὐρωπαῖοι ἔχουν τόσον καλὰ τὸ ἡμερολόγιόν των, καὶ τὸ ἰδικόν μας εὑρίσκεται εἰς τόσον ἀθλίαν κατάστασιν, ἂς παραδεχθῶμεν μίαν φορὰν διὰ πάντα τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον, διὰ νὰ ἡσυχάσωμεν...». Βλέπεις; Τί σοῦ ἔλεγα ἐγώ!... Εὐκολίαν ζητεῖ ὁ Ρωμιός, ρᾳστώνην ζητεῖ καὶ ἀνάπαυσιν... Θέλει τὸ λατινικὸν ἡμερολόγιον διὰ νὰ τὸ ἀντιγράφῃ εὐκόλως, νὰ μὴ τὸ ἀντιγράφῃ μάλιστα, νὰ τὸ κρεμνᾷ εἰς τὸν τοῖχον, νὰ τὸ ἔχῃ πρόχειρον, καὶ νὰ μὴ σκοτίζεται... Ἀλλ᾿ ὦ φίλτατε Ρωμιέ, ἐγὼ δὲν σοῦ εἶπα ὅτι τὸ ἡμερολόγιον τὸ ἰδικόν μας εἶναι ἐσφαλμένον, καὶ ὅτι τὸ φράγκικον εἶναι σωστόν. Ἄπαγε! Τόσον σοφὸς δὲν εἶμαι. Ἀλλὰ σὺ ἐκλαμβάνεις τὴν σκιὰν ὡς πρᾶγμα, κάμνεις, δηλαδή, κιπρόκο, ὡς λέγουν οἱ Φράγκοι. Ἐγὼ εἶπα ὅτι αἱ ἡμέραι αἱ τακταί, αἱ ἐκ συνθήκης, αἱ ἑορταί, αἱ μνῆμαι τῶν Ἁγίων, ὡς ἔχουσι παρ᾿ αὐτοῖς, ἐσφαλμένως βέβαια, σημειοῦνται ἀκριβῶς ἐπὶ τοῦ χάρτου· ἐνῷ παρ᾿ ἡμῖν, ἐνῷ ἔχουσιν ὀρθῶς, σημειοῦνται ἀνακριβῶς καὶ συγκεχυμένως, καὶ τοῦτο ἐκ ρᾳστώνης καὶ ἀταλαιπωρίας νεοελληνικῆς.

Ἐνταῦθα ὁ λόγος κυρίως εἶναι περὶ ἡμερολογίων καὶ ὄχι περὶ Ἡμερολογίου, almanachs καὶ ὄχι Calendrier. Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, φοβοῦμαι μήπως ὄχι μόνον οἱ Δυτικοί, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς ἀκόμη βαίνομεν ἐμπρὸς ὡς πρὸς τὸν ἀκριβῆ χρόνον, ὅταν π.χ. κρυολογῶ τὸν Ἰούνιον ἐν Ἀθήναις, καὶ ὑποπτεύω ὅτι εἶναι ἀκόμη Ἀπρίλιος. Ἀνησυχοῦντες ἂν μετὰ δισχίλια ἔτη ὁ παρ᾿ ἡμῖν Μάρτιος θὰ εἶναι ὁ Ἰούλιος τῶν Εὐρωπαίων, ἐνῷ οὐδόλως εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ ὑπάρχῃ κόσμος μετὰ δισχίλια ἔτη, ὑπερακοντίζομεν τὸν ἀρχαῖον Σχολαστικόν, ὅστις ἔτρεφε κόρακα διὰ νὰ πεισθῇ ἰδίοις ὄμμασιν ὅτι ὁ ὄρνις οὗτος ζῇ ὑπὲρ τὰ διακόσια ἔτη. Οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία οὐδέποτε θ᾿ ἀσπασθῇ τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον. Ἀλλὰ καὶ ἂν οἱ εὐρωπαΐζοντες ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἐνεκολποῦντο τὸ Ἡμερολόγιον τοῦτο εἰς τὰς πρὸς ἀλλήλους σχέσεις, ἐν τοῖς ἡμετέροις ἡμερολογίοις οὐδέποτε θ᾿ ἀναγραφῶσι τὰ Πέντε Τραύματα τοῦ Κυρίου, οὔτε ἡ Ἱερά Καρδία τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε τῆς Παναγίας τὰ Δάκρυα, οὔτε οἱ Χαιρετισμοὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ. Ἀδύνατον δὲ νὰ τιμηθῶ<σι> παρ᾿ ἡμῖν ὁ ἅγ. Λουδοβίκος καὶ ὁ ἅγ. Φραγκίσκος καὶ ὁ Σὰν - Κάρλος, ὅστις, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, ἔφαγεν ἐννέα κοφίνια σαλιάγκους - καὶ πάλιν τὰ κοφίνια εὑρέθησαν γεμᾶτα. Τὸ Ἡμερολόγιον ἄρα τὸ ἡμέτερον θὰ διαφέρῃ οὐσιωδῶς τοῦ παρὰ Δυτικοῖς καὶ Διαμαρτυρομένοις ἡμερολογίου, καὶ ἐπειδὴ μόνον περὶ τάξεως μεθόδου πρόκειται, εὐκόλως δύναται μετά τινος προσοχῆς νὰ καταρτίζωνται μεθοδικῶς τὰ ἐνιαύσια θρησκευτικὰ ἡμερολόγια τῇ βοηθείᾳ τῶν οἰκείων βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας.

...Ἀλλὰ τώρα μόλις μοῦ ἔρχεται εἰς τὴν μνήμην, φίλε, ὅτι μοῦ ἀνέθεσες νὰ γράψω, διὰ τὸν Καζαμίαν, εἶδος διδαχῆς ἐναντίον τοῦ ὑπερπλεονάσαντος ἐν τῇ χώρᾳ ἐγκλήματος... Τὸ εἶχα ξεχάσει, σὲ βεβαιῶ. Ἀλλ᾿ ὀφείλω νὰ σοὶ ὁμολογήσω ὅτι εἶμαι ὅλως ἀνεπιτήδειος διὰ τοιοῦτον εἶδος συγγραφῆς... Τίς εἶναι ἱκανὸς νὰ τιθασεύσῃ τὰ θηρία; Ἀφοῦ δὲν κατορθοῦτε σεῖς οἱ δημοσιογράφοι νὰ ἐξημερώσητε ὀλίγον τοὺς πολιτικούς. Ἂς εἶναι. Διατί ἡ Κυβέρνησις δὲν χρησιμοποιεῖ τοὺς τόσους καταδίκους εἰς ἀναγκαστικὰ ἔργα, καὶ μάλιστα εἰς γεωργίαν ἀνὰ τὸ θεσσαλικὸν πεδίον; Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς, πῶς νὰ τοὺς φυλάξῃ; Ἐκ τῶν ἰδίων, ἐκ τῶν ληξιποίνων καὶ τῶν καλυτέρας διαγωγῆς, θὰ ἠδύνατο νὰ καταρτίσῃ φύλακας. Τὸ μέτρον θὰ ἦτο φιλανθρωπότατον. Θὰ ἔζων αὐτοὶ καλύτερον ἐκ τοῦ κόπου των, θὰ ἐρρωννύοντο σωματικῶς καὶ ἠθικῶς, θ᾿ ἀνεγεννῶντο... Ἀλλὰ δὲν εἶμαι ποινικολόγος. Ἴσως γελάσουν ἄλλοι μὲ τὸ ἀφελὲς τῆς προτάσεως. Τί μὲ μέλει;

Δὲν μοὶ λέγεις, ὡς πόσαι χιλιάδες κόσμος νὰ ταξιδεύωσι τὴν νύκτα μὲ τὸν σιδηρόδρομον Ἀθηνῶν - Πειραιῶς; Θὰ εἰπῇς, τί σ᾿ ἐνδιαφέρει νὰ τὸ μάθῃς; Ἰδού. Συλλογίζομαι ὡς (...)

(1987)