Διηγήματα

Ὁ Ἀνάκατος (1910)

Ὁ Ἀνάκατος (1910)

Κατὰ πᾶσαν Κυριακὴν ἔσμιγαν πάντοτε ὁ καπετὰν Πέρρος τῆς Κωσταντοῦς κι ὁ Μῆτρος ὁ Σπανός. Τρίτος ἤρχετο συχνά, καὶ τοὺς ἔκαμνε συντροφιὰν ὁ γερο-Μπουλατζάνας. Ἐνταμώνοντο συνήθως στὴν ταβέρναν τοῦ Σμυρνιοῦ τοῦ Κορδωμένου, ὅπου ἤρχιζαν τὰς συνήθεις σπονδάς, εὐθὺς μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας. Κατόπιν ἐσυνέχιζαν τὰς διαχύσεις εἰς τὸ διπλανὸν μαγαζὶ τοῦ Ἀλέξη τοῦ Κρητικοῦ, ἀκολούθως στοῦ Νικολοῦ τοῦ Κουρκούμπα. Τέλος, ὀλίγον πρὸ μεσημβρίας ἐπέστρεφαν πάλιν εἰς τοῦ Σμυρνιοῦ, διὰ νὰ τελειώσουν ὁπόθεν ἤρχισαν.

Ὁ Πέρρος τῆς Κωσταντοῦς, ὁ λεγόμενος κοινῶς Τουρκανάκατος, τὸν παλαιὸν καιρὸν εἶχεν ἀποκτήσει μίαν γολέταν, κατόπιν ἐξέπεσεν εἰς βρατσέραν. Ἦτο πολὺ δραστικὸς καὶ ἐπίμονος ἄνθρωπος. Ὅλα τὰ πράγματα ἔπρεπε νὰ γίνωνται ὅπως τὰ ἤθελεν αὐτός. Μίαν φορὰν ὁποὺ εἶχε ξενυχτίσει κατόπιν πότου, τὸν χειμῶνα, εἰς τὸ ὕπαιθρον, ἐμβῆκεν εἰς τὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τὸν ἄφρακτον, καί, ἴσως διότι ἐνύσταξε, τοῦ ἦλθε νὰ ᾽μβῇ μέσα στὸ ξυλοκρέβατον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀφιερώσει ὁ γερο-Πανᾶς ―διὰ νὰ ἐκφέρωνται οἱ τεθνεῶτες ἀπὸ τῆς οἰκίας μέχρι τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ τάφου, ὅπου εἶχε κατατεθῆ ἡ ἰδιαιτέρα σορὸς τοῦ νεκροῦ― μᾶλλον διότι ἤθελε νὰ σκιάξῃ τὸν παπάν, ὅστις θὰ ἤρχετο νύκτα ―ἐξημέρωνε Δευτέρα― νὰ σημάνῃ τὴν καμπάνα, καὶ ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ ψάλῃ τὸν ὄρθρον. Ἀνερριχήθη λοιπὸν ἑνάμισυ μπόι ψηλὰ στὸν τοῖχον, ὅπου ἀνέκειτο ἐπὶ ἐξεχόντων πασσάλων τὸ μέγα φέρετρον, ἀνεκλίθη ἐντὸς αὐτοῦ, κ᾿ ἔκαμνε τὸν ἀποθαμένον. Ὁ παπὰς ἔφθασε, ἀλλὰ δὲν ἐτρόμαξε καὶ πολύ, ὡς εἶδε τὸ ἀλλόκοτον θέαμα, ἔκαμε τὸν σταυρόν του, ἐκοίταξε μὲ μικρὸν φόβον καὶ μὲ πολλὴν ἀπορίαν. Τότε πάραυτα συνέβη, καὶ ὁ Πέρρος ἀνέπνευσε δυνατά, ἐπταρνίσθη, ἐμύχθισεν. Ὁ παπὰς τὸν ἀνεγνώρισεν, ἔκαμεν ἐκ δευτέρου τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, καὶ εἶπε: «Τί; Ζωντανὸς βρυκολάκιασες; Σὲ καλό σου, καπετὰν Πέρρο».

Ὁ Πέρρος, καθ᾿ ὅλα τὰ φαινόμενα, ἦτο φίλος τοῦ παπᾶ, διότι οὗτος, ὅταν ὁ πρῶτος ἤθελε νὰ ὑπανδρεύσῃ τὴν κόρην του μ᾿ ἕνα χηρευμένον, ὅστις ἦτο ἅμα τρίτος θεῖος τῆς νύμφης (ἀπεῖχεν ἑπτὰ βαθμοὺς ἐξ αἵματος), καὶ προσέτι ἡ ἀποθανοῦσα συμβία του ἦτο δευτέρα ἐξαδέλφη τῆς μελλονύμφου (ἓξ βαθμοὺς ἐξ ἀγχιστείας), τότε ὁ ἱερεὺς οὗτος, ὡς ἐνορίτης τῆς οἰκογενείας ἔδωκεν «ἐγγυητικόν», ὅτι ὁ γάμος δὲν κωλύεται. Ὁ ἐπισκοπικὸς ἐπίτροπος, γελασθείς, ἐξέδωκεν ἄδειαν γάμου. Πλὴν ἦτο ἁπλοϊκός, καὶ δὲν ἤξευρε καλὰ ἂν ἐπετρέπετο ἢ ἐκωλύετο τὸ συνοικέσιον. Ἡ νέα «οἰκονομία», τὴν ὁποίαν εἶχε κάμει διὰ τοπικῆς Συνόδου, περὶ τὰ τέλη τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος, ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Σαμουὴλ ὁ Χαντζερής, συνεχώρει τὸν γάμον εἰς τὸν βαθμὸν τοῦτον· αἱ παλαιαὶ διατάξεις τὸν ἀπηγόρευον. Ἄλλοι εἶπαν ὅτι ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος, ἐπειδὴ ἴσως ἦτο Φαναριώτης αὐτός, καὶ καθότι οἱ Φαναριῶται, φιλοτιμούμενοι νὰ μιμῶνται τοὺς «πρίγκιπας» τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, συνήθιζαν τοιαύτας αἱμομειξίας μεταξύ των, διὰ τοῦτο, ἔλεγαν, ἔκαμε τὴν Σύνοδον ἐκείνην ὁ Σαμουήλ, δι᾿ εὐκολίαν καὶ σκέπην, καὶ χάριν τῶν Φαναριωτῶν. Ἂς μὲ συγχωρήσωσιν αἱ σκιαί, διότι ἐμνημόνευσα ὅλα ταῦτα.

Ὁ παπ᾿ Ἀλέξανδρος λοιπόν, εὑρεθεὶς εἰς τὸ δίλημμα τοῦτο, διαβάζων τὸ Πηδάλιον, καὶ μὴ ἐννοῶν αὐτό, ἐπεθύμει νὰ φυλάξῃ τὰ παλαιά, καὶ ἤθελε ν᾿ ἀποφύγῃ τὰς καινοτομίας. «Πάντα τὰ καινοτομηθέντα, καὶ τὰ μετὰ ταῦτα πραχθησόμενα, ἀνάθεμα τρίς», εἶχε θεσπίσει ἡ Ζ´ Οἰκουμενική. Ἤκουε λόγια, εἰσηγήσεις ἐντεῦθεν κ᾿ ἐκεῖθεν, καὶ καταρχὰς ἔδωκεν ἄδειαν, εἶτα μεταμεληθεὶς ἔστειλεν ἔγγραφον καὶ τὴν ἀνεκάλει, ἀπηγόρευε δηλ. τὸν γάμον. Μὲ δύο ἀστακοουράς, καὶ μὲ μίαν δαμετζάναν μοσχάτου, τὸ ζήτημα θὰ ἠδύνατο νὰ λυθῇ εὐνοϊκῶς εἰς τὴν ἕδραν τῆς ἐπισκοπῆς (ἐπειδὴ τότε ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀκριβήνει, πρὸς τοῖς ἄλλοις, καὶ ἡ σιμωνία, καὶ δὲν εἶχον διορίσει οἱ «δεσποτάδες», ἀνὰ τὸ θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσυγκέλλους ἐργολάβους, οἵτινες ν᾿ ἀπαιτοῦν ἑκατοστάρικα εἰς πᾶσαν τοιαύτην περίπτωσιν). Πλὴν ἀπεῖχε πολὺ ἡ πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ, καὶ τὰ συμπεθερικὰ ἦσαν ἕτοιμα, ὁ μπακλαβὰς εἶχε ψηθῆ, καὶ ἡ νύμφη ἦτον στολισμένη, ὁ ἐφημέριος λοιπὸν χαριζόμενος, ἢ πιεσθείς, δὲν ἤνοιξεν ὅλως τὸ δεύτερον ἔγγραφον, καὶ προέβη τολμηρῶς εἰς τὴν τελετὴν τοῦ γάμου. Τὴν ἐπαύριον, εὑρίσκει ὁ καπετὰν Πέρρος τὸν ἐπίτροπον τοῦ Δεσπότη, καὶ τοῦ λέγει μὲ ὑπερφίαλον θράσος: «Κόπιασε, δέσποτα, νὰ ἐκτιμήσῃς…»

*
* *

Εἶχε περάσει χρόνος, κ᾿ ἐνῷ ὁ Πέρρος δὲν ἔπαυσε νὰ μνησικακῇ κατὰ τοῦ ἐπιτρόπου, παραδόξως καὶ ἀπιστεύτως ὅμως εἶχεν ἀρχίσει νὰ μὴ χωνεύῃ πολὺ καὶ τὸν ἄλλον, τὸν παπα-Σταμέλον, ὅστις ἐτέλεσεν ὑπ᾿ εὐθύνην του τὸν γάμον. Διότι ἀργὰ τοῦ ἦλθεν ἡ γνῶσις, κ᾿ ἔλεγε, καθὼς εἶχεν ἀκούσει, ὅτι «τέτοια ἀνδρόγυνα δὲν προκόβουν». Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰ προικιὰ τοῦ ἐφάνηκαν πολλά, κ᾿ ἓν μαγαζεῖον, κτῆμά του, τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποσχεθῆ προφορικῶς, ἐπροσπάθει, ἀθετῶν τὸν λόγον του, νὰ τὸ πωλήσῃ, διὰ νὰ οἰκονομηθῇ αὐτός. Ὅθεν ὑπῆρχε πολὺς γογγυσμὸς μεταξὺ τοῦ γαμβροῦ, τοῦ πενθεροῦ, καὶ τῆς κόρης του. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ παπὰς ἐκεῖνος τοῦ ἐφαίνετο ὡς ἐχθρός. Καὶ ἄρα ἐμβῆκε στὸ ξυλοκρέβατον τῶν νεκρῶν διὰ νὰ τὸν τρομάξῃ.

Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν συμπέθερον, τὸν γερο-Καλοειδήν, δὲν τὰ εἶχε καλά. Οὗτος ἦτο πρὸς πατρὸς θεῖος τοῦ γαμβροῦ, κ᾿ ἐνόμιζεν ὅτι εἶχε δικαίωμα νὰ εἶναι στὸ «ποδάρι τοῦ πατέρα», τοῦ ἀποθαμένου ἀδελφοῦ του. Ὁ γερο-Καλοειδὴς ἦτο ἐπίσημον πρόσωπον. Εἶχεν ὑπάγει εἰς πρεσβείαν ἐκ μέρους τῶν κατοίκων τῆς νήσου, κατὰ τὰ ἔτη τοῦ Ἀγῶνος, καὶ πλησίον τοῦ Καπετὰν Πασᾶ, καὶ εἰς Ὕδραν καὶ εἰς Ναύπλιον. Εἶχεν ὁμιλήσει μὲ τὸν Λάζαρον Κουντουριώτην, ὅστις τοῦ εἶπεν: «Ἐσὺ εἶσαι νοικοκύρης». Αὐτὸν λοιπόν, τὸν τόσον σεβάσμιον προεστὸν τοῦ τόπου, ὅταν ἐλογομάχησαν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ Κρητικοῦ, ὁ Πέρρος, πολὺ νεώτερος καὶ εὔρωστος, τὸν ἥρπασεν ἀπὸ τὰ γόνατα, τὸν ἀνέτρεψεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, καὶ τὸν ἔσυρεν ἑκατὸν καὶ πλέον βήματα τὸν κατήφορον, ἀνὰ τὴν παραλίαν, μέχρι τῆς ἀποβάθρας, διὰ νὰ τὸν ρίψῃ στὴν θάλασσαν. Καὶ μόλις παρενέβησαν οἱ παρευρεθέντες, καὶ ἀπήλλαξαν τὸν ἄνθρωπον τοῦ παρακαίρου βαπτισμοῦ. Εὐτυχῶς, ὅταν συνέβη τοῦτο, εἶχε διαπραχθῆ ὁ γάμος πρὸ πολλοῦ καὶ τὸ ἀνδρόγυνον ἦτο «στερεωμένον» πλέον, ὅσον καὶ ἂν τοῦ ἐκακοφάνη τοῦ γαμβροῦ διὰ τὸ πάθημα τοῦ θείου του.

*
* *

Ὁ μόνος μὲ τὸν ὁποῖον τὰ ἐταίριαζαν ὁ καπετὰν Πέρρος ἦτο ὁ Μῆτρος ὁ Σπανός, καὶ κατὰ δεύτερον λόγον ὁ γερο-Μπουλατζάνας. Εἶχαν τόσες ἀγάπες ὥστε, ἐνῷ σχεδὸν πᾶσαν Κυριακὴν ἐμάλωναν μεταξύ των, τὴν ἄλλην Κυριακὴν ἀνελλιπῶς ἔσμιγαν. Ἀφοῦ ἔφερναν τὴν συνήθη βόλταν εἰς τ᾿ ἄλλα καπηλεῖα, ἐπέστρεφον τελειωτικῶς εἰς τοῦ Σμυρνιοῦ, διὰ νὰ ἐπισφραγίσουν τὰς ρευστὰς θυσίας· ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Πέρρος ἤρχιζε πολλὰ λόγια, τόσα πολλά, ὥστε δὲν εἶχε τελειωμὸν πλέον, καὶ δὲν ἄφηνεν ὑπόθεσιν ὁποὺ νὰ μὴν τὴν θίξῃ, πηδῶν ἀτάκτως ἀπὸ θέμα εἰς θέμα· ἀλλὰ καὶ δὲν ἐπέτρεπε τὴν ἐλαχίστην διακοπήν, ὅπως ὅλοι οἱ ρήτορες. Τότε ὁ Σπανός, ὅστις ἤθελε καὶ αὐτὸς νὰ εἴπῃ σχεδὸν ἄλλα τόσα, ἔχανε τὴν ὑπομονήν.

― Μὰ ὅλα ἐσὺ τὰ ξέρεις, διάολε!…

― Σιώπα! σκάσε! ἔκραζεν ἐν ἐξάψει ὁ Πέρρος. Σοῦ εἶπα, δὲν θέλω νὰ μιλῇς.

― Μπράβο! στοιχειὸ εἶσαι νὰ μοῦ πάρῃς τὴ μιλιά μου; Τολοιπόν, ὅπως θέλεις ἐσὺ θὰ γίνεται;

― Ἀμμὴ πῶς; Ὅπως σ᾿ ἀρέσει ἐσένα; Καὶ τί ξέρεις ἐσύ, βρὲ Σπανέ;

―Ἄ, ἐσὺ τὰ ξέρεις ὅλα; Μπά, εἶσαι ζόρικος, δὲν ὑποφέρεσαι πλιά.

―Ἂν δὲν σ᾿ ἀρέσω, δεῖξέ μου τὴν πλάτη σου, βρὲ Σπανέ.

― Μωρὲ σκάσε, βρωμόσκυλο! ἀγαρηνὸ σκυλί, ποὺ μυρίζεις χασανιές*.

Εἰς τοιαύτας περιφράσεις κατέφευγεν ὁ Σπανὸς ἐν τῇ ἀγανακτήσει του, μὴ θέλων νὰ εἴπῃ τὸ καθαυτὸ ἐπίθετον, τὸ «Τουρκανάκατε», μὲ τὸ ὁποῖον ἐκοσμεῖτο συνήθως ὁ Πέρρος, ἐπειδὴ καὶ τοῦ Σπανοῦ ἄναβε τὸ αἷμά του μὲ τὸ ρευστὸν πῦρ, τὸ ὁποῖον ἀφθόνως ἔπινεν, ὅπως ἄναβε καὶ τοῦ φίλου του. Τότε ὁ Πέρρος, μὴ εὑρίσκων πλέον ἐπίθετον διὰ νὰ στολίσῃ τὸν Σπανόν, εὕρισκε πρόχειρον τὸ ρακοπότηρον ἐμπρός του, ἐπὶ τῆς τραπέζης, τὸ ἥρπαζε καὶ τὸ ἔρριπτε κατὰ τῆς κεφαλῆς τοῦ Μήτρου. Συγχρόνως ὁ Σπανὸς ἐσήκωνεν ἓν σκαμνίον ἢ καρέκλαν πρὸς ἄμυναν, καὶ ἂν δὲν ἀπέτρεπε τὸ κτύπημα, τὸ ἔκοπτεν ὅμως καὶ τὸ ἤμβλυνε κάπως. Ἄλλως τὸ κρανίον του ἐφαίνετο νὰ εἶναι πολὺ παχύδερμον, καὶ σχεδὸν δὲν ᾐσθάνετο τὸν κτύπον.

Κατόπιν ὁ Πέρρος ἔδραχνε τὴν ράβδον τοῦ γερο-Μπουλατζάνα, καὶ τὴν κατέφερε κατὰ τῆς κεφαλῆς τοῦ Σπανοῦ. Τότε ὁ γέρων ἐσηκώνετο μὲ τραγικὴν στάσιν, ἥπλωνε τὰς χεῖρας πρὸς τοὺς μαχομένους.

― Γιὰ ὅνομα Θεοῦ, τ᾿ ἀδέρφια!… Πῶς κάνετ᾿ ἔτσι, βρὲ παιδιά; Σᾶς πρέπει ἐσᾶς νὰ δέρνεσθε μὲς στὸ καπηλειό, σὰν νά ᾽σθε χαλκοδέρες*, τσουπλακιές*… κουλελέδες*;

―Ἐσὺ εἶσαι τσουπλακιά, χαλκοδέρα, βρὲ παλιάνθρωπε, τοῦ ἀπήντα ὁ Πέρρος. Σὲ ποιὸν μιλεῖς ἔτσι, καὶ μοῦ κορδώνεσαι… θὰ ντραπῶ τὰ μοῦτρά σου γλέπεις!

― Πῶς μὲ προσβλήνεις ἔτσι, καπετὰν Πέρρο; ἔλεγεν ἱκετικῶς ὁ Μπουλατζάνας. Ἐγὼ δὲν σᾶς εἶπα λόγον βαρύν… Πολεμῶ νὰ σᾶς εἰρηνέψω.

― Καλύτερα εἰρήνευε, κι ἄφησέ τους νὰ πολεμοῦν, εἶπε μίαν φορὰν ὁ οἰνοπώλης.

― Καλὰ σοῦ τὰ λέει, γέροντα, ὁ καπετὰν Πέρρος, ἔκραζεν ὁ Σπανός. Ἀφοῦ ἐμᾶς μᾶς ἀρέσει νὰ μαλώνουμε, τί ἀνακατώνεσαι σύ;

Ἐνῷ ἔλεγε ταῦτα ὁ Μῆτρος, συγχρόνως ἔτρωγε δύο ἢ τρεῖς ραβδισμοὺς εἰς τὸ κρανίον, καὶ ἄλλους τόσους εἰς τοὺς ὤμους καὶ τὰ πλευρά. Ἀλλ᾿ ὅμως γελῶν, καὶ λίαν ἐπιδεξίως, τοῦ ἐστραμπούλιζε τὴν χεῖρα, καὶ τοῦ ἀπέσπα τὴν ράβδον, καὶ τὴν ὕψωνε κατὰ τοῦ Πέρρου. Οὗτος ὠπισθοχώρει ὀλίγα βήματα, καὶ ἥρπαζε μίαν φιάλην γεμάτην οἰνόπνευμα ἀπὸ τὸ κυλικεῖον. Ἀλλὰ τότε ἔσπευδε νὰ ἐπεμβῇ ὁ οἰνοπώλης.

―Ἔ! γερο-Πέρρο, τὶς μποτίλιες δὲν τὶς ἔχω γιὰ τοὺς παλαβούς, τὶς ἔχω γιὰ τοὺς γνωστικούς.

Ὁ Σμυρνιὸς ἀπέσπα τὴν φιάλην ἀπὸ τὰς τρεμούσας χεῖρας τοῦ Πέρρου.

― Καὶ μᾶς ἔχεις γιὰ παλαβοὺς ἐμᾶς; ἔκραζεν ὁ Σπανός.

― Βρίσε μας καὶ σύ, βρὲ Σμυρνιέ, ἐφώναζεν ὁ Πέρρος, ποὺ ἦρθες νὰ χορτάσῃς καὶ σὺ ψωμὶ στὸ στραβὸ τὸ χωριό μας! θὰ πῶ τὸ καϊκάκι* ποὺ σ᾿ ἔφερε καὶ σένα.

Ὁ Πέρρος ἔλεγε ταῦτα διὰ νὰ εἴπῃ τι, καὶ μὴ ὑποχωρήσῃ ἀποτόμως, ὡς θρασύδειλος σκύλος ὅστις ἐξακολουθεῖ, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ ξύλον, νὰ γαυγίζῃ. Ὁ Σπανὸς ἔτριβε τὰς χεῖράς του, ἔξυνε τὴν κεφαλήν του. Ὁ Μπουλατζάνας ἔφερνε βόλτα κατὰ τὴν θύραν, καὶ ἦτο ἔτοιμος νὰ δώσῃ τὸ σημεῖον τῆς φυγῆς. Ἐπὶ τῆς θύρας ταύτης, ὡς καὶ διὰ τῶν δύο παραθύρων τῆς προσόψεως, προέκυπτον κεφαλαὶ παιδίων. Ὅλα τ᾿ ἀγυιόπαιδα τῆς ἀγορᾶς εἶχον συναθροισθῆ διὰ νὰ ἰδοῦν καὶ ν᾿ ἀπολαύσουν τὸν καυγάν. Εἰς τὴν ἐπάνω θύραν, τὴν πρὸς τὸν δρόμον τῆς ἀγορᾶς, ἐφαίνοντο μανδηλωμένα κεφάλια, καὶ λεῖα ἄτριχα μοῦτρα λαθραίως κοιτάζοντα. Ἦσαν γυναῖκες, ὁποὺ εἶχον ἀκούσει τὸν θόρυβον, καὶ κατέβησαν ἀπὸ τ᾿ ἀνώγεια ἢ ἐξῆλθον ἀπὸ τὰ χαμόγεια διὰ νὰ ἰδοῦν τί συμβαίνει πάλιν.

Ὁ Σμυρνιὸς ὁ κάπηλος, ἀφοῦ ἔρριψε μίαν κανάταν νερόν, καὶ περιέλουσε τοὺς μικροὺς μάγκας, διὰ νὰ τοὺς τρέψῃ εἰς φυγήν, ἤρχετο ἐπίκουρος εἰς τὸν γέρον Μπουλατζάναν.

― Δὲν θά ᾽χουμε σαματὰ καὶ μαζώματα κάθε λίγο δῶ μέσα. Πηγαίνετε στὰ σπίτια σας νὰ μαζωχθῆτε· εἶναι μεσημέρι, καπετὰν Πέρρο.

Ὁ Πέρρος, καθὼς ἀπεμακρύνετο, ἔρριπτε τὴν ἀποστροφὴν ταύτην πρὸς τὸν Μῆτρον, φεύγοντα κατ᾿ ἄλλην διεύθυνσιν:

― Νὰ φχαριστᾷς ποὺ εἶσαι σπανός, βρὲ παλιάνθρωπε, γιατὶ, ἂν εἶχες μουστάκια, θὰ σοῦ τὰ μαδοῦσα, καημένε, τρίχα τρίχα.

*
* *

Ἀλλ᾿ ἡ γραῖα Βαρσάμω, μία πολυπαθὴς γειτόνισσα, διετύπωσε τὸν ἐπίλογον ὡς ἑξῆς:

―Ἄχ, τί λογᾶτε*, τί θάμα! Κάθε Κυριακὴ νὰ δέρνωνται, καὶ κάθε Κυριακὴ νά ᾽ναι πάλι ἀγαπημένοι!

(1910)

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 4
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1985
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1910
  • Σελίδες
    349-354

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Τ.Θ. 3393 , Τ.Κ. 10210
210 360 55 32
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μέγας Δωρητής

7.png6.png1.png0.png1.png3.png

Εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο


© 2020 Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών
Ο ιστοχώρος φιλοξενείται από το Κέντρο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΑΠΘ