Διηγήματα

Ἡ Γραῖα κ᾿ ἡ θύελλα (1906)

Ἡ Γραῖα κ᾿ ἡ θύελλα (1906)

Μὲ τοὺς ὀλίγους ὁποὺ εἶχεν ἔλθει εἰς ὁμιλίαν, γύρω εἰς τὰ δένδρα τοῦ ἐξοχικοῦ καφενείου, ἡ γραῖα κυρία ὀλίγα πράγματα ἔλεγεν. Εἶχε γίνει γνωστόν, ὅτι κατήγετο ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι εἶχε ξενιτευθῆ ―καὶ εἶχε λάβει σύζυγον, ὅπως αὐτὴ διηγεῖτο, ἕνα Ἀμερικανὸν στρατηγόν― καὶ ὅτι εἶχε ζήσει ὑπὲρ τὰ 30 ἔτη εἰς τὴν Ἀμερικήν, τὴν Γαλλίαν καὶ τὴν Ἀγγλίαν.

Αἴφνης, μίαν ἡμέραν, ἐνῷ ὁ λόγος ἦτο περὶ κοινωνικῶν σχέσεων μεταξὺ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, αὕτη ἀνέκραξεν:

―Ἐγὼ ἔχω ἰδεῖ ἄνδρες καὶ ἄνδρες καὶ δὲν ἔχω σὲ ντροπή μου τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ὑποκρισία.

Ἦτο ἤδη ἑξηκοντοῦτις, ἀλλ᾿ ἐκρατεῖτο καλά. Ἐνδύετο κομψῶς, κ᾿ ἔλεγαν, ὅτι εἶχε μεγάλην περιουσίαν. Ἀλλ᾿ ἦτο εἰς ἄκρον σφιχτή, ἐλυπεῖτο τὴν πεντάραν. Ἡ ἰδία ἔλεγεν, ὅτι ἐπὶ ἔτη σχεδὸν εἶχε ξεχάσει τὰ ρωμαίικα ― ὄχι μόνον τὴν γλῶσσαν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἤθη, καὶ δὲν τῆς ἤρεσκεν ἐν γένει «ὁ τόπος αὐτός». Τώρα ὡμίλει ὁπωσοῦν, ἀλλ᾿ ἐνίοτε παρενέβαλλε μίαν γαλλικὴν λέξιν, καὶ εἶτα ἠρώτα, «πῶς τὸ λένε αὐτό;».

Ἔπειτα, εἶχε ξεχάσει τὰ ρωμαίικα, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ τὰ πολίτικα. Τοὺς ἰδιωτισμοὺς τοὺς ἐνθυμεῖτο ὅλους. Π.χ. νὰ σὲ πῶ, τὸν εἶπα, τὸν ἔδωκα, κτλ. Ἐπίσης, νὰ διῇς, νὰ διῶ. Καὶ μίαν φορὰν τῆς ἐξέφυγεν, εἰς τὴν ρύμην τοῦ λόγου, ἓν ἐπιφώνημα:

― Μπρέ!…

*
* *

Λοιπὸν τὴν Δευτέραν τὸ δειλινόν, μεσοῦντος τοῦ Ἰουλίου, ἐνέσκηψεν αἴφνης μία θύελλα, ὁποίαν ὀλίγοι ἄνθρωποι ἔλεγαν ὅτι ἐνθυμοῦντο. Σφοδρὸς ἀνεμοστρόβιλος εἶχεν ἐκριζώσει πέντε δένδρα εἰς τὴν δυτικὴν ὑπώρειαν τοῦ Λυκαβηττοῦ, εἶχε ζαλίσει καὶ καταρρίψει, τὸ ὁποῖον ἦτο πρωτοφανὲς σχεδόν, ἑκατοντάδας πουλιά, τὰ ὁποῖα ἔπεσαν ὀλιγοδρανοῦντα, ἡμιθανῆ εἰς τὸ ἔδαφος. Ἐπὶ τρία τέταρτα ὁ κατακλυσμὸς τῆς βροχῆς ἐσχημάτισεν ἀναριθμήτους καταρράκτας, καταφερομένους εἰς ὅλας τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως, παρασύροντας πᾶν τὸ ἐμποδών, κατακλύζοντας τὰ ὑπόγεια τῶν μαγαζιῶν, τὰς αὐλὰς τῶν οἰκιῶν, καὶ τὰ κοιλώματα τῶν δρόμων, καὶ μεταβάλλοντας εἰς λίμνας τὰς πλατείας. Ἡ βοὴ τοῦ φοβεροῦ τυφῶνος καὶ τ᾿ οὐρανοῦ ὁ ζόφος καὶ τῶν ἀστραπῶν ὁ σμάραγος εἶχον ἀφήσει ἔμπληκτα πολλὰ εὐαίσθητα, ἀσθενῆ πλάσματα.

Διὰ πρώτην φοράν, ἡ γραῖα κυρία, ἥτις εὑρέθη ἐκεῖ καθημένη, εἰς τὸ ὕπαιθρον, συγκατένευσε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ καφενεῖον, μόνη οὖσα ἐκ τοῦ φύλου της, κατόπιν πολλῶν ἀνδρῶν. Ἡ στενότης τοῦ χώρου ἔκαμε νὰ εὐρυνθῇ ὁ κύκλος τῆς συναναστροφῆς, εἰς τὸ αὐτοσχέδιον καραβανσεράι, καὶ νὰ συναφθῇ ὁμιλία μεταξὺ πολλῶν ἀγνώστων ἢ ἡμιγνωρίμων, ὅπως συμβαίνει ἐπὶ τῶν ἀτμοπλοίων εἰς τὰ ταξίδια.

― Πώ, πώ! τρομάρα! Τί καιρὸς εἶν᾿ αὐτός; Κ᾿ ἔχω ἀφήσει ἀνοικτὰ τὰ παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ· φαντασθῆτε, κύριοι!

Τῆς ἀπήντησαν ὅτι ἦτο «μικρὸ τὸ κακό», καὶ ὅτι δὲν ἔπρεπε ν᾿ ἀνησυχῇ περὶ τούτου, ἀφοῦ χαλνᾷ ὁ κόσμος. Εἶτα μετ᾿ ὀλίγον:

― Μὰ τί τόπος εἶναι αὐτός; Τί γελοῖος τόπος; Νὰ βρέχῃ εἰς τέτοια σαιζόν, σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπον! Φαντασθῆτε, κύριοι. Στὴν Γαλλία, στὴν Ἀμερική, δὲν βρέχει τόσον ἀνόητα!

― Στὴν Ἀμερικὴ δὲν γίνονται οἱ κυκλῶνες ἐκεῖνοι, ποὺ γράφουν τόσο συχνὰ οἱ ᾽φημερίδες; εἶπεν εἷς τῶν παρεστώτων.

― Δὲ διαβάζω ἑλληνικὲς ἐφημερίδες, ἀπήντησεν ἡ γραῖα κυρία.

― Μὰ αὐτὸ δὲν τὸ γράφουν μόναι αἱ ἐλληνικαὶ ἐφημερίδες, μὲ συγχωρεῖτε.

Δὲν ἀπήντησεν· ἀλλὰ μετ᾿ ὀλίγα δευτερόλεπτα πάλιν:

―Ἀκόμα ἐξακολουθεῖ! Εἶναι ἀπελπισία, κύριοι. Κ᾿ ἔχω ἀφήσει τὰ παράθυρα ἀνοικτά.

― Μὰ δὲν τὰ ἔχετε στερεώσει;

― Νομίζω.

―Ἔ, λοιπόν;

― Μὴν τὸ συλλογίζεσθε αὐτό· ἐδῶ κινδυνεύουν κ᾿ οἱ ἄνθρωποι.

― Καὶ δὲν ἔχετε ὑπηρέτριαν στὸ σπίτι; ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ παρατηρήσῃ εἷς τῶν παρακαθημένων.

― Ἔχω διώξει τέσσερες ὑπηρέτριες εἰς ἑνάμισυ μῆνα… Ἐδῶ δὲν εἶναι νὰ ἔχῃ κανεὶς ὑπηρέτριαν.

Μετὰ μίαν στιγμὴν πάλιν:

― Δὲν εἶναι τόπος αὐτός. Γελοῖος τόπος! Νὰ βρέχῃ ἔτσι!… Κι ὅσο θυμοῦμαι τὰ παράθυρα…

Εἷς γέρων μὲ φουστανέλαν, ἀπὸ τὴν πλέον μεμακρυσμένην γωνίαν, δὲν ἐκρατήθη.

― Μωρέ, κοίταξε τὴν κόκα* σου!

Ὅλοι ἐγέλασαν ἀθορύβως.

Ἡ κυρία δὲν ἠδύνατο νὰ παρηγορηθῇ διὰ τ᾿ ἀνοικτὰ παράθυρα περισσότερον παρ᾿ ὅσον ἡ Καλυψὼ διὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Ὀδυσσέως.

―Ὁ κόσμος χαλνᾷ, εἶπεν εἷς.

― Καταστροφὴ στὴν σταφίδα, παρετήρησεν ἄλλος.

― Περονόσπορος!

―Ὅλα τὰ στοιχεῖα συνώμοσαν.

― Θεοὶ καὶ δαίμονες κατατρέχουν τὸν Ἑλληνισμόν.

― Οἱ Ρουμᾶνοι σκύλιασαν.

― Οἱ Βούλγαροι λύσσαξαν.

― Καλέ, βρέχει, βρέχει!… Τί γελοῖος τόπος!

(1906)

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 4
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1985
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1906
  • Σελίδες
    143-146

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Τ.Θ. 3393 , Τ.Κ. 10210
210 360 55 32
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μέγας Δωρητής

7.png6.png6.png4.png2.png0.png

Εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο


© 2020 Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών
Ο ιστοχώρος φιλοξενείται από το Κέντρο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΑΠΘ