ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1982
Σελ. 11-76

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΟΝΗΣ

ΔΙΗΓΗΜΑ

Α´

Ἀστείαν ἀληθῶς ἰδέαν συνέλαβε πρωίαν τινὰ Κυριακῆς ὁ Τοῦρκος κατὴς ἐν Ἄρτῃ, ὅστις ἀφοῦ ἠθῴωσε πανδήμως καὶ σκανδαλωδῶς δύο ὁμοεθνεῖς του, ἀπαγαγόντας ἄκουσαν Ἑλληνίδα κόρην ἐκ τῶν παρακειμένων χωρίων, ἀπῆλθεν ὡς καλὸς μουσουλμάνος νὰ πάρῃ ἀμπτέστι*, πρὸς ἁγνισμὸν καὶ ἀπολύμανσιν.

Ὁ ἄξιος Τοῦρκος δικαστής, πρὸς ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς ὑφ᾽ ὧν ἐκοσμεῖτο, ἦτο δεξιώτατος εἰς τὸ ν᾽ ἀνακαλύπτῃ, πρὸς πρόχειρον δικαιολογίαν τῶν ἀποφάσεών του, πάμπολλα ἐδάφια τοῦ ἱεροῦ νόμου ἀγνοούμενα συνήθως ὑπὸ τῶν ἀμαθεστέρων συναδέλφων του, καὶ δεινὸς εἰς τὸ νὰ ἐκτείνῃ καὶ νὰ συστέλλῃ ἑκάστοτε, ὡς ἔμπειρος σκυτοτόμος, τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν ρητῶν. Ἠδύνατο, ἐν ἐλλείψει ἄλλου προτύπου, νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ὑπογραμμὸς τῶν νομολόγων καὶ τῶν δικορράφων παντὸς χρόνου καὶ τόπου. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι, ὡς εἶχον τότε τὰ πράγματα, τὸ ζήτημα ἦτο πολὺ ἁπλούστερον, ἢ ὅσον σήμερον δύναται νὰ εἶναι, διότι ὁ αὐτὸς ἦτο συνήγορος ἅμα καὶ διαιτητής.

Κατὰ τὴν περίστασιν ἐκείνην, τὸ ἐδάφιον τῆς ἱερᾶς βίβλου, ὅπερ ἀνεκάλυψεν ἡ εὔκολος ὀξυδέρκεια τοῦ δικαστοῦ τούτου, εἶχεν ὡς ἑξῆς, κατὰ τὴν ἀκριβῆ ἐκ τοῦ ἀραβικοῦ μετάφρασιν: Αἶνος τῷ Θεῷ. Ἐὰν νέα γυνὴ ἄπιστος ἀλλάξῃ κύριον, καὶ ἀπὸ τῶν χειρῶν ἀπίστου μεταβῇ εἰς ἀληθῆ πιστόν, ὁ δεύτερος κύριος εἶναι ἐνδικώτερος. (Ὅρα Κοράνιον, ἐν κεφαλαίῳ ἡ Κάμηλος ἐπιγραφομένῳ.)

Τὸ ἐδάφιον δὲν ἦτο σαφές, οὐδ᾽ ἐφηρμόζετο ἀβιάστως εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν. Ἀλλ᾽ ὁ ἄξιος λειτουργὸς τῆς Θέμιδος δὲν ἐδυσκολεύθη νὰ εὕρῃ καὶ ἄλλο, καὶ νὰ τὸ συγκολλήσῃ μὲ τὸ πρῶτον οὕτως, ὥστε νὰ πείθῃ πάντα ἀληθῆ μουσουλμάνον περὶ τοῦ ἀσφαλοῦς τῆς κρίσεως: Ἐὰν ἀληθὴς πιστὸς ἔχῃ δούλην ἄπιστον, καὶ δὲν τὴν ἔπεισε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ἀληθῆ πίστιν, δὲν δύναται νὰ τὴν μεταπωλήσῃ εἰς ἄπιστον, ἀλλ᾽ εἰς πιστόν. (Ὅρα κεφ. ἡ Βοῦς ἱεροῦ νόμου.)

Σημειωτέον ὅτι ἀμφότερα τὰ ἀποσπάσματα ταῦτα, καὶ τὰ κεφάλαια εἰς ἃ ἀνήκουσι, δὲν εἶναι ἐκ τῶν γνησιωτέρων. Οἱ σοφοὶ σχολιασταὶ τοῦ Κορανίου οὐδέποτε συνεφώνησαν περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κεφαλαίων οὐδὲ περὶ τῆς γνησιότητος τοῦ περιεχομένου. Ἀλλ᾽ ὁμολογητέον ὅτι οὐδεὶς λειτουργὸς τῆς δικαιοσύνης ὀφείλει νὰ ἑρμηνεύῃ ἄλλως τὰ κείμενα τῶν νόμων ἢ ὅπως προχείρως ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοιαν αὐτῶν, καὶ τὸ δικαστήριον τῆς Ἄρτης δὲν ἦτο βεβαίως ἀκαδημία νομοδιδασκάλων.

Ἀλλ᾽ ὅμως παρὰ τὴν τόσην ἐμπειρίαν καὶ εὐθυκρισίαν του, ὁ εἰρημένος Τοῦρκος δικαστὴς ἔκαμνε τὸν λογαριασμὸν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου. Ἡ ἁρπαγεῖσα Ἑλληνὶς κόρη ἦτο ἀναδεκτὴ τοῦ Χρήστου Μηλιόνη, τοῦ περιβοήτου τῆς Ἀκαρνανίας ἀρματολοῦ, ὅστις ἀτυχῶς ἦτο ἀμαθὴς καὶ δὲν ἤξευρε νὰ ἑρμηνεύῃ τὰ ρητὰ τοῦ Κορανίου. Δὲν ἐνόει δὲ καὶ ὡς ἀστεῖον τὸ πρᾶγμα, ὅπως ἡμεῖς τὸ περιεγράψαμεν ἐν ἀρχῇ, διότι φύσει δὲν ἠγάπα ν᾽ ἀστεΐζηται.

Ἡ νεᾶνις ἦτο μνηστὴ τοῦ Νίκου Ντάσκα, εἰρηνικοῦ ἀγρότου κατοικοῦντος εἰς παρακείμενον χωρίον. Ἦτο φιλόπονος καὶ ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας ἠσχολεῖτο εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου, ἐπιμελουμένη καὶ τριῶν νεωτέρων ἀδελφῶν, ὧν ὁ μεγαλύτερος ἦγε τὸ δωδέκατον ἔτος. Αὕτη δὲ ἦτο δεκαοκταέτις. Ἡ μήτηρ αὐτῆς εἶχε γνώμην νὰ μὴ τὴν ὑπανδρεύσῃ ἀκόμη καὶ ἤλπιζεν ὅτι καὶ μετὰ τὸν ἀρραβῶνα ὁ γάμος ἔμελλε νὰ βραδύνῃ ἀρκούντως, ὥστε νὰ προλάβῃ ἡ νεωτέρα ἀδελφὴ νὰ ἡλικιωθῇ πρὸς ἀνακούφισιν καὶ χαρὰν τῆς μητρός. Μίαν βοηθὸν εἶχε, μόνην τὴν Βάσω της, καὶ ὄχι ἄλλην. Διατί νὰ βιασθῇ ὁ σύζυγός της νὰ τὴν δώσῃ; Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ἄλλως ἐφρόνει, καὶ διὰ λόγους, ὧν μόνον τὸ ἓν ἑκατοστὸν ἠδύνατο νὰ ἐξηγηθῇ, ἐπεθύμει νὰ ὑπανδρεύωνται ὡς τάχιστα αἱ νέαι. Ὅσον γρηγορώτερα τόσον καλύτερα. Τί τὸ θέλεις τὸ βάρος αὐτὸ εἰς τὴν οἰκίαν; Δὲν εἶναι καλύτερον νὰ τὸ ξεφορτωθῇς; Ὅποιος εὑρίσκει πρόθυμον ἀναδέκτην τοῦ φορτίου, καὶ δὲν τὸ μεταβιβάζει εὐθύς, ἄκραν ἐμπιστοσύνην ἔχει εἰς τοὺς ἰδίους ὤμους, ἂν δὲν εἶναι ἀνόητος. Ταῦτα ἐφρόνει ὁ Κώστας Μαντᾶς, ὁ πατὴρ τῆς Βασίλως, τὴν ὁποίαν ἐτόλμησε πονηρὸν γραΐδιον ν᾿ ἀποπλανήσῃ μίαν ἡμέραν, ὅπως ρίψῃ αὐτὴν εἰς τὰς χεῖρας Τούρκου, ὅστις τὴν ἤθελε νὰ τὴν ἔχῃ εἰς τὸ χαρέμι του.

Ἐν τούτοις ἡ Βασίλω δὲν ἤθελε πιστεύσει τοὺς λόγους της, διότι ἡ γραῖα Κυπαρισσοὺ εἶχεν ἀνέκαθεν κακὴν φήμην εἰς τὸ χωρίον. Ἀλλὰ ψευδεῖς τινες διηγήσεις τόσον καλῶς συνιστῶνται καὶ τόσον εὐχερῶς συμπίπτουσιν, ὥστε σατανικὸν ἔργον φαίνεται ἡ συναρμογὴ αὐτῶν. Ποῖος τῆς εἶπε τῆς γραίας Κυπαρισσοῦς, ὅτι ἡ μήτηρ τῆς κόρης εἶχε λησμονήσει τὸ δεῖνα ὕφασμα εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ δὲν τὸ ἔλαβε μεθ᾽ ἑαυτῆς τὴν πρωίαν, ἀπερχομένη εἰς τὸν ποταμόν; Ποῖος τὸ ἤξευρεν, ἀφοῦ κανεὶς δὲν τὴν ἔστειλε; Διότι εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἡ μήτηρ Μελάχρω εἶχε μεταβῆ ἀπὸ πρωίας εἰς τὸν ποταμὸν μετ᾽ ἄλλων γυναικῶν, διὰ νὰ λευκάνῃ. Ὡσαύτως εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὸ μικρότερον κοράσιον καὶ ὁ ὑστερότοκος υἱὸς μετέβησαν εἰς τὸ σχολεῖον τῆς μικρὸν ἀπεχούσης Ἄρτης, διότι εἶχεν ἤδη ἡ Ἄρτα σχολεῖον κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον. Ὁ δὲ πατήρ, ὅστις ἤθελε τοὺς ἀνθρώπους φιλοπόνους, ὡς ὑποκειμένους εἰς τὴν πρώτην ἐκείνην καὶ παλαίφατον τῶν πρωτοπλάστων ἀράν, εἶχε παραλάβει μεθ᾽ ἑαυτοῦ εἰς τοὺς ἀγροὺς τὸν δευτερότοκον υἱόν, ὥστε ἡ νεᾶνις εὑρίσκετο μόνη οἴκοι. Ἐνῷ λοιπὸν ἐκάθητο ἐπιρράπτουσα παλαιὰ φορέματα παρὰ τὴν ἑστίαν, καὶ εἶχε κλειδωμένην ἔσωθεν τὴν θύραν διὰ διπλῆς στροφῆς, διότι συνήθεια ἦτο νὰ κλείωνται αἱ κόραι ὅταν ἦσαν μόναι, ἀκούει τὴν θύραν κρουομένην. Ἡ νεᾶνις ἐξεπλάγη. Αἱ γειτόνισσαι ὅλαι σχεδὸν ἔλειπον, ἦσαν εἰς τὰ ἔργα των. Ποῖος νὰ εἶναι;

―Ἄνοιξε, εἶπε μεμψίμοιρός τις φωνή, ἥτις ἐφαίνετο ἐκπεμπομένη ἐκ βαθέος μυχοῦ, καὶ ὡς νὰ διήρχετο δ᾽ ἀόπλων καὶ νωδῶν οὔλων.

―  Ποῖος εἶσαι; ἐπανέλαβε τὸ δεύτερον ἡ κόρη δυσπιστοῦσα.

―Ἐγώ, ἡ θεια-Κυπαρισσού.

―  Ἡ θεια-Κυπαρισσού, εἶπεν ἡ νεᾶνις διστάζουσα. Τί θέλεις;

―  Μ᾽ ἔστειλεν ἡ μάννα σου.

Ἡ νεᾶνις ἐγερθεῖσα ἀπῆλθε καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν καὶ εἰσῆλθεν ἡ Κυπαρισσού. Τὸ γραΐδιον ἦτο ἑβδομηκονταετὲς περίπου, ρικνή, κεκυφυῖα καὶ ἀπαίσιος. Τὸ μειδίαμά της, δι᾽ οὗ ἐζήτει νὰ θωπεύσῃ τὴν κόρην, ἐνεποίει φρικίασιν.

―  Σ᾽ ἔστειλεν ἡ μάννα μου; ἠρώτησεν ἡ νέα. Καὶ ποῦ τὴν ηὗρες;

―  Εἰς τὸν ποταμόν.

―  Καὶ τί σὲ εἶπε;

―  Μοῦ εἶπε νὰ τῆς πᾷς τὸ πανί.

―  Τὸ πανί; Ποῖο πανί;

―  Τὸ δίμιτο. Τὸ ξέχασε νὰ τὸ πάρῃ μαζί της τὸ πρωί.

Ἡ κόρη στρέψασα τὸ βλέμμα πρὸς τὴν γωνίαν, παρ᾽ ἣν ἵστατο κεκοσμημένος ὁ σωρείτης τῶν στρωμάτων καὶ σινδόνων, εἶδε τῷ ὄντι ὅτι ὑπῆρχεν ἐκεῖ τὸ δίμιτον ὕφασμα, τὸ ὁποῖον ἡ μήτηρ της πρέπει νὰ ἐλησμόνησε βεβαίως, διενοήθη. Ἀφοῦ μετέβη εἰς τὸν ποταμὸν διὰ νὰ ἐνεργήσῃ γενικὴν γνάφευσιν, δὲν ἔμελλε νὰ παραλίπῃ ποτὲ τὴν νεοΰφαντον ταύτην ὀθόνην.

Καὶ δὲν εἶχεν ἀκούσει μὲν παρὰ τῆς μητρός της ρητῶς, ὅτι εἶχε σκοπὸν νὰ λάβῃ μεθ᾽ ἑαυτῆς καὶ τὸ δίμιτον, ἀλλὰ συλλογιζομένη εὕρισκεν ὅτι οὕτως ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τὸ πρᾶγμα, ἀφοῦ τὸ εἰρημένον ὕφασμα εὑρίσκετο εἰς τὴν πρόχειρον ἐκείνην θέσιν. Ἐν τούτοις εἶχεν ἡ κόρη ἐνδοιασμούς.

―  Σ᾽ ἔστειλεν ἡ μάννα μου διὰ νὰ τὸ πάρῃς… νὰ τῆς τὸ φέρῃς;

―Ἐμένα; Ὄχι, εἶπεν ἡ γραῖα. Ἐσὺ νὰ τῆς τὸ πᾷς.

―Ἐγώ!

Καὶ ἡ νέα ἤρχισε νὰ σκέπτηται. Μιᾶς ὥρας ὁδοιπορία! Καὶ ἀπὸ πολλοῦ ἡ μήτηρ της τὴν εἶχε συνηθίσει νὰ μὴ ἐξέρχηται σχεδὸν ἐκ τῆς οἰκίας. Ἦτο δυνατὸν νὰ δώσῃ τώρα τοιαύτην παραγγελίαν; Κόρη νεαρά, δειλή, μεμνηστευμένη, νὰ πορευθῇ μόνη εἰς τὸ μέρος τοῦ ποταμοῦ ὅπου λευκαίνουσι; Τότε λοιπὸν διατί νὰ θέλωσι νὰ τὴν ὑπανδρεύσωσιν; Αὐτὴ εὐτυχὴς θὰ ἦτο, ἂν ἔζη ἀκόμη τὸν κατ᾽ ἀγροὺς βίον, ὅστις ἦτο τόσον φαιδρὸς καὶ ἄφροντις, καὶ συνέτεινε τόσον πολὺ εἰς τὸ νὰ καθιστᾷ εὔρωστον τὸ σῶμα καὶ ροδίνας τὰς παρειάς. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ τὴν ἐμνήστευσαν, διατί ἀπαιτοῦσι παρ᾽ αὐτῆς τοιαύτην ἀνήκουστον ἐκδρομήν; Πῶς νὰ τὸ μάθῃ ὁ μνηστήρ της;

―Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, γιαγιά, εἶπεν ἡ νέα. Θέλεις νὰ τὸ πάρῃς μόνη σου τὸ πανὶ αὐτὸ νὰ τῆς τὸ φέρῃς; Θὰ σὲ πληρώσῃ ὁ ἀφέντης (πατήρ) μου.

―Ἐγώ; Γριὰ γυναίκα, ἐμορμύρισεν ἡ Κυπαρισσού, ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ τρέχω;

―  Δὲν ἠξεύρεις κανένα παιδί, νὰ μοῦ κάμῃς τὴν χάρη, νὰ τοῦ πῇς νὰ τὸ πάρῃ;

―  Δὲν βλέπω παιδιὰ εἰς τὸ χωριό, εἶπεν ἡ γραῖα, τὰ μικρὰ εἶναι στὴν Ἄρτα, στὸ σχολειό, καὶ τὰ ἄλλα τὰ μεγαλύτερα εἶναι εἰς τὰ χωράφια.

―Ὤ, Χριστέ μου, βάσανα. Καὶ τώρα τί νὰ κάμω;

―  Μοῦ εἶπε νὰ τῆς τὸ πᾷς γρήγορα, ἐπέμεινεν ἀδυσωπήτως ἡ γραῖα.

Καὶ στρέψασα τὰ νῶτα ἀπῆλθε, καταλιποῦσα ἐν ἀμηχανίᾳ τὴν ἀτυχῆ κόρην. Ἀφοῦ ἐσκέφθη ἐπὶ μακρόν, καὶ ἔλαβε πολλὰς ἀντιφατικὰς πρὸς ἀλλήλας ἀποφάσεις, ἐνόμισεν ὅτι τὸ καλύτερον ἦτο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν μητέρα. Διότι δὲν ἀμφέβαλλεν ὅτι ἡ μήτηρ της τῷ ὄντι εἶχε πέμψει τὴν παραγγελίαν ταύτην. Ἄλλως ἦτο ἀδύνατον νὰ ἠξεύρῃ ἡ γραῖα αὕτη, ὅτι ὑπῆρχεν ὕφασμα δίμιτον πρὸς λεύκανσιν, καὶ ὅτι ἡ μήτηρ της τὸ εἶχε παραλίπει ἐκ λήθης. Ἐνόμιζεν ὅτι ἦτο ἀδύνατον, ἀλλ᾽ εἰς τὰ γραΐδια οὐδὲν ἀδύνατον ὑπάρχει, καὶ τοῦτο ἠγνόει ἡ ἀμαθὴς καὶ ἄπειρος κόρη. Τῷ ὄντι εὔκολον ἦτο νὰ μάθῃ ἡ γραῖα ὅτι εἶχεν ὑφάνει ἀρτίως ἡ Μελάχρω ὕφασμα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, εὔκολον ἦτο νὰ συναντήσῃ τυχαίως ἢ ἐπίτηδες τὴν σύζυγον τοῦ Μαντᾶ φέρουσαν τὴν ἀποσκευήν της τὴν πρωίαν, καὶ νὰ παρατηρήσῃ τὴν ἐκ τῆς ἀποσκευῆς ταύτης ἔλλειψιν ἑνὸς ὑφάσματος. Διότι ἡ μὲν κατασκευὴ ὀθόνης ἢ ἐσθῆτος ἢ σινδόνος συνεζητεῖτο πάντοτε, ὡς εἰκός, μεταξὺ τῶν γυναικῶν εἰς τὰς κώμας, ὅπου ὁ γυναικεῖος βίος εὐήλιος πάντοτε διέρχεται ἐπὶ τῶν ἀνδήρων, εἰς τὰ προαύλια καὶ παρὰ τὰς κρήνας, καὶ δὲν φθείρεται μονοτόνως εἰς πολυωρόφους καὶ βαθυσκίους οἰκοδομὰς καὶ ὄπισθεν φυσικῶν ἢ ἠθικῶν δρυφάκτων, ἢ κοινωνικῶν προχωμάτων. ― Τέλος ἡ νέα ἔλαβε τὴν ὀθόνην, καὶ ἐξελθοῦσα ἐκλείδωσε τὴν θύραν. Ἔλαβε τὴν ἀνώμαλον καὶ ἑλικοειδῆ ἐκείνην ὁδόν, ἣν ἐλαφρὰ ὡς στρουθίον διήρχετο ἄλλοτε ἀνυπόδητος, μὴ φοβουμένη νὰ πατῇ ἐπὶ λεπτῶν ἀκανθῶν καὶ χαλίκων, διότι οἱ πόδες της, ἀφότου ἐξ ἀνάγκης ἐφόρεσαν περικνημῖδας, δὲν εἶχον λεπτυνθῆ ἀρκούντως, ὥστε νὰ καταστῶσιν εὐπαθεῖς καὶ δυσκίνητοι.

Εἶχε διαβῆ ἤδη τὴν κρημνώδη ἀτραπόν, τὴν ἄγουσαν ἀπὸ τοῦ ὑψηλοῦ χωρίου εἰς τὴν πεδιάδα καὶ κατῆλθεν εἰς τὸ ρεῦμα. Ὁ ἥλιος ἐμεσουράνει ἤδη, καὶ ἡ νέα ἀσθμαίνουσα ἔστη ὅπως ἀνασηκώσῃ μικρὸν τὸ κράσπεδον τῆς ἐσθῆτός της καὶ περιδέσῃ αὐτὸ δι᾽ ἱμάντος περὶ τὴν ὀσφύν, καθιστῶσα ἐλευθερώτερον τὸ βῆμα. Ἐφάνη δὲ ὁ μακρὸς καὶ ποδήρης χιτών, κατάλευκος, καλύπτων τὰς εὐμελεῖς κνήμας, καὶ τὸ μεσοφόριον κατερχόμενον μέχρι μέσων τῶν κνημῶν. Ψυχὴ ἀνθρώπου οὐδαμοῦ ἐφαίνετο, καὶ διὰ τοῦτο εἶχε νομίσει ἡ νέα ὅτι ἠδύνατο οὐχὶ ἄνευ κοσμιότητος νὰ καταστήσῃ τὴν ἐνδυμασίαν της εὐζωνοτέραν. Αἴφνης ἐλαφρὸς θόρυβος ἠκούσθη ὄπισθεν τῶν φύλλων, καὶ ὁ θάμνος ἐκινήθη. ῾Η νέα πτοηθεῖσα ἐστράφη δι᾽ ὁρμητικοῦ κινήματος. Μόλις ἐπρόλαβε νὰ ἀφήσῃ νὰ πέσῃ πάλιν εἰς τοὺς πόδας τὸ κράσπεδον τοῦ φορέματός της.

Β´

Ὁ ἐκπηδήσας ἐκ τοῦ θάμνου ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἦτο τρομερὸς τὴν θέαν, διότι ἡ νέα ἀφῆκε κραυγήν. Τῷ ὄντι δὲ ἦτο Τοῦρκος ὁ ἄνθρωπος οὗτος, Τοῦρκος μὲ σαρίκιον.

Σαρίκιον μὲ διπλᾶς καὶ τριπλᾶς στροφάς, λευκὸν καὶ χρυσοκέντητον, σαρίκιον ὑπερμέγεθες καλύπτον ὄχι μόνον τὴν κεφαλήν, ἀλλὰ καὶ τὸν τράχηλον καὶ τοὺς ὤμους. Ὤ, πόσον τρόμον ᾐσθάνοντο αἱ νέαι χωρικαί, αἱ ζῶσαι εἰς τὰς κώμας ὅπου δὲν ὑπῆρχον Τοῦρκοι, εἰς τὴν θέαν ἑνὸς τούτων! Καὶ πόσον τρόμον πάλιν ᾐσθάνοντο αἱ ζῶσαι εἰς ὅσας κώμας ὑπῆρχον καὶ Τοῦρκοι, ἂν συνήντων ἕνα τούτων ἐξ ἀπροόπτου, εἰς μέρος ὅπου δὲν τὸ ἐπερίμενον! Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ Τοῦρκος περὶ οὗ ἐνταῦθα ὁ λόγος, δὲν εἶχεν ἄγριον καὶ βλοσυρὸν τὸ βλέμμα, τοὐναντίον ἐμειδία. Ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸ στόμα, διὰ νὰ τῇ ἐπιβάλῃ σιγήν, καὶ τῇ ἔνευσε νὰ μὴ φοβῆται. Ἀλλ᾽ ἡ κόρη ἐξέπεμψε δευτέραν κραυγὴν καὶ αὐτομάτως ἐκινήθη νὰ φύγῃ. Ἀλλὰ τότε ὁ Τοῦρκος, διὰ στιβαροῦ βραχίονος τὴν ἥρπασεν ἐκ τοῦ ὤμου. Ἡ νέα ἔστη ἀσπαίρουσα.

―Ὤ, ἄφησέ με, ἀγά μου, ἠδυνήθη νὰ εἴπῃ, καὶ ἦτο ἑτοίμη νὰ γονυπετήσῃ ἐνώπιον τοῦ Τούρκου.

―  Μὴ φοβῆσαι, τῇ εἶπεν ἑλληνιστί.

Συγχρόνως δ᾽ ἔνευσε πρὸς τὸ μέρος τοῦ θάμνου, καὶ δεύτερος Τοῦρκος ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν, πενιχρῶς ἐνδεδυμένος καὶ κρατῶν τὸν χαλινὸν πλουσίως ἐστολισμένου ἵππου. Ὁ ἀγὰς ἔλαβε τότε τρέμουσαν τὴν κόρην, διὰ νὰ τὴν ἀναβιβάσῃ εἰς τὴν σέλλαν. Ἡ νέα ἀπεπειράθη ν᾽ ἀντιστῇ, ἀλλὰ δὲν εἶχε τόσην δύναμιν ὥστε νὰ ὑπερισχύσῃ κατὰ δύο ἀνδρῶν.

Ὁ ἀγὰς ἀνέβη ὄπισθέν της, καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ θεράποντος τὰς ἡνίας. Ἡ κόρη ἔκραξε τελευταίαν φορὰν εἰς βοήθειαν, ἀλλ᾽ ὁ ἀγὰς τὴν ἐφίμωσε διὰ τῆς χειρός.

Ὁ ἵππος ἔλαβε διεύθυνσιν ἀντίθετον ἐκείνης, πρὸς ἣν ἔμελλε νὰ πορευθῇ ἡ πτωχὴ κόρη. Ὁ ἀγὰς ἐπτέρνισε σφοδρῶς τὴν πλευρὰν τοῦ ὑποζυγίου. Ὁ ἵππος ἐκάλπασε δρομαίως φέρων τὸ διπλοῦν φορτίον, καὶ ὁ θεράπων τρέχων ὄπισθεν παρηκολούθει ὅσον ἠδύνατο τὸν καλπασμόν.

Γ´

Φρικώδης βεβαίως πρέπει νὰ ἦτο ἡ ἀγανάκτησις τοῦ Κώστα, τρομερὰ πρέπει νὰ ἦτο ἡ ἀπελπισία τῆς συζύγου του, ὅτε ἐπανελθόντες τὴν ἑσπέραν εὗρον ἔρημον τὸν οἶκον. Ἀλλὰ καὶ ἡ λύπη τοῦ Νίκου, τοῦ μνηστῆρος, ὑπῆρξεν ἀπερίγραπτος.

Ὁ ἀγὰς Χαλήλ, ὁ ἅρπαξ, δὲν ἦτο ἐκ τῶν ἀσήμων τοῦ τόπου. Ἦτο ἰσχυρός, πλούσιος, καὶ εἶχε τὸ χαρέμιον πλῆρες. Ἀλλ᾽ ἐπεθύμει νὰ πλουτίσῃ τὸ ἀνθοκομεῖον μ᾽ ἕνα κάλυκα. Τυχαίως χωρικοί τινες εἶδον μακρόθεν τὸν ἵππον φεύγοντα, ἐγείροντα τὴν κόνιν εἰς νέφη, καὶ ἤκουσαν τὴν τελευταίαν κραυγὴν τῆς ἀπαχθείσης κόρης. Οὗτοι διηγήθησαν τὸ πρᾶγμα εἰς τοὺς γονεῖς.

Τῇ ἐπαύριον ὁ πατήρ, ἔχων εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς δάκρυα λύσσης καὶ μανίας, ἀπεπειράθη νὰ πνίξῃ τοὺς λυγμοὺς τῆς ἀπογνώσεως, νὰ χαλινώσῃ τὰς ὁρμὰς τοῦ πάθους καὶ νὰ παρουσιασθῇ μὲ εἰρηνικοὺς λόγους εἰς τὸν κατὴν τῆς Ἄρτης. Ὅσον ἀσυνάρτητος καὶ ἂν ἦτο ἡ ἄξεστος εὐγλωττία του, ὤφειλεν ὅμως νὰ φανῇ περιπαθής.

―Ἀγά μου, κατὴ ἐφένδη μου, εἶναι μεγάλο ἄδικο αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔκαμε ὁ Χαλὴλ ἀγάς. Αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν τὸ θέλει καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸ μισοῦν. Μήπως ἡ πίστις σας λέγει ἄλλα ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας; Θεὸς φυλάξῃ! Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ ἴδιον εἶναι, καὶ ὅλοι αἰσθάνονται τὸ ἄδικον. Τί κακὸν τοῦ ἔκαμα ἐγὼ τοῦ Χαλὴλ ἀγᾶ διὰ νὰ μοῦ κάμῃ τέτοια ὕβρη, τέτοια ἀτιμίαν στὸ σπίτι μου; Ἂν ἦτον εἰς τὴν θέσιν μου ὁ Χαλὴλ ἀγάς, ἤθελε νὰ τοῦ πάρω ἐγὼ τὴν κόρην του;…

―  Σιωπή, τῷ εἶπεν ὁ κατής. Μὴ βγαίνῃς ἔξω ἀπὸ τὴν ὑπόθεσιν.

―  Βγαίνω ἔξω ἀπὸ τὴν ὑπόθεσιν;

―  Τὰ πολλὰ λόγια τί τὰ θέλεις; Ὅλοι ἐσεῖς οἱ Ρωμιοὶ ἀγαπᾶτε τὰ πολλὰ λόγια.

―  Γιατὶ ἐμένα μοῦ πονεῖ, κατή μου.

―  Τὸ ξεύρω, ἀλλὰ τὰ περιττὰ τί χρησιμεύουν; Πρέπει νὰ κριθῆτε.

―  Νὰ κριθοῦμε;

―  Καὶ οἱ δύο μὲ τὸν Χαλήλ. Θὰ στείλω αὔριον νὰ τὸν φέρουν.

―  Καὶ ἕως αὔριον τὸ κορίτσι μου θὰ εἶναι στὰ χέρια του;

―  Βέβαια.

―  Καὶ διατί ὄχι σήμερον;

―  Εἶναι μακριὰ τὸ χωριό του. Ποιὸς θὰ πάγῃ τώρα;

―  Πηγαίνω ἐγώ.

―Ἅμα ὑπάγῃς ἐσύ, δὲν θὰ σὲ δεχθῇ, εἶναι τὸ ἴδιον ὡς νὰ τὸν καλῇς εἰς πόλεμον.

Ὁ Κώστας ἐσκέφθη τῷ ὄντι, καὶ εὗρεν ὅτι ἂν ἦτο νὰ μεταβῇ ὁ ἴδιος πρὸς τὸν Χαλήλ, ἔπρεπε νὰ ἔχῃ μεθ᾽ ἑαυτοῦ δύναμιν ἑκατὸν ἀνδρείων, διὰ νὰ καύσῃ τὴν οἰκίαν τοῦ Τούρκου.

―Ἄχ! εἶπε καθ᾽ ἑαυτόν, κλέφτης εἰς τὰ βουνὰ καλύτερον, τὸ ἔλεγα ἐγώ!… Ἄ, κλέφτης, κλέφτης!…

Τίς δὲν εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ τὸ εἴπῃ χιλιάκις εἰς τὴν ζωήν του;

Φρικώδης ἦτο ἡ δευτέρα ἐκείνη νύξ, νὺξ πυρετοῦ καὶ ἀγωνίας, νὺξ παραλήρου καὶ πνιγηρῶν ὁραμάτων, νὺξ ὀδύνης καὶ ἀπογνώσεως. Καὶ ἤδη ἦτο ἴσως ἀργά. Ἀλλ᾽ ὁ Νῖκος, ὁ Νῖκος!…

Καὶ ὅμως ὁ κατὴς δὲν ἐτήρησεν αὐστηρῶς τὸν λόγον του. Φαίνεται δὲν ἦτο σπουδαία ἡ προταθεῖσα αἰτία. Ὁ κατὴς ἔστειλε κρυφίως ἄνθρωπον πρὸς τὸν Χαλήλ. Ἴσως τὸν ἔστειλε χάριν προδικαστικοῦ τινος ζητήματος.

Τῇ ἐπαύριον ὁ Χαλήλ, γαλήνιος καὶ πλήρης γαυριάματος, προσῆλθε πρὸς τὸν κατήν, καὶ ἐδικαιολόγησε τὴν πρᾶξιν του. Ὅταν ἥρπασε τὴν Βάσω δὲν ἤξευρεν ὅτι ἦτο ἀρραβωνιασμένη. Τώρα τὸ μανθάνει. Δυστυχῶς εἶναι ἀργὰ τώρα. Καὶ αὐτὴ τὰ ἔχασε τόσον πολύ, ὥστε δὲν τοῦ εἶπε λέξιν περὶ τοῦ μνηστῆρός της. Ἂν τὸ ἐμάνθανε ἐγκαίρως ὅτι ἡ κόρη εἶχε μνηστῆρα, ἦτο τίμιος μουσουλμάνος ὁ Χαλήλ, καὶ δὲν θὰ κατεδέχετο ν᾽ ἁρπάσῃ τὴν μνηστὴν ἄλλου. Ἀλλ᾽ εἰς τοῦτο πταίουσιν αἱ προλήψεις τῶν χριστιανῶν. Ὁ Χαλὴλ εἶχε ζητήσει εἰς γάμον τὴν Βάσω, ἀλλ᾽ οἱ γονεῖς της τὸν ἀπέκρουσαν. Τί πειράζει τοῦτο, ἂν μουσουλμάνος νυμφευθῇ χριστιανήν; Ποῦ ἠκούσθη ποτὲ ὅτι εἷς πιστὸς μουσουλμάνος δὲν δύναται νὰ ἔχῃ ἑλληνίδα κόρην εἰς τὸ χαρέμι του; Αὐτὸς δὲν θὰ τὴν ἀναγκάσῃ ποτὲ ν᾽ ἀλλάξῃ τὴν πίστιν της. Ἂν ἦτο ὁμόπιστός των ὁ Χαλήλ, ἔμελλε ν᾽ ἀποκρουσθῇ; Ποτέ, διότι εἶναι νέος πλούσιος καὶ ἰσχυρός, καὶ ἡ κόρη εἶναι μὲν εὔμορφη ἀλλὰ πτωχή. Καὶ τέλος ὁ Χαλὴλ εἶναι ἕτοιμος νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν εἰς τοὺς γονεῖς της.

Ὁ κατὴς ἠκροάσθη τὰ ἐπιχειρήματα ταῦτα μετὰ προφανοῦς εὐμενείας. Ἀκολούθως ἔδωκε τὸν λόγον εἰς τὸν πατέρα τῆς κόρης, ὅστις παραφερόμενος ὑπὸ αἰσχύνης καὶ ἀγανακτήσεως κακῶς συνήρθρου τὰς λέξεις.

―Ὤ!… κατάρα… ἀκοῦς ἐκεῖ… τὸν… ἐγὼ θέλω τὸ κορίτσι μου, ἀκοῦς; Αὐτὰ ἐγὼ δὲν τὰ ξέρω… Τὸ κορίτσι μου θέλω… τὸ κορίτσι μου, νὰ μοῦ δώσῃ τὸ κορίτσι μου…

Ὁ κατὴς τὸν προέτρεψε νὰ καθησυχάσῃ καὶ νὰ ἐκφράσῃ σαφέστερον τοὺς λόγους του. Ὁ Χαλὴλ ἀγὰς τῷ φαίνεται ὅτι ἔχει μερικὰ δίκαια, ἂς εἴπῃ καὶ αὐτὸς τὰ δίκαιά του.

―  Τὰ δίκαιά μου!… Εἶμαι πατέρας… καὶ δὲν ἠμπορεῖ ἡ κόρη μου νὰ ὑπανδρευθῇ χωρὶς τὴν ἄδειάν μου… οὔτε Τοῦρκον οὔτε Χριστιανόν… Ἡ κόρη μου εἶναι ἀνήλικη…

―  Εἶναι ἀληθές, ἠρώτησε κατὰ τοὺς τύπους ὁ κατής, ὅτι ὁ Χαλὴλ ἀγὰς σοῦ εἶχε ζητήσει τὴν κόρην σου;…

―  Δὲν ξεύρω ἐγὼ τέτοια, εἶπεν ὁ πατὴρ παραφερόμενος.

―  Εἶναι ἀνάγκη νὰ ὁμιλήσῃς καλά… ῾Ομιλεῖς μὲ τὸν κατήν… Μὴ τὸ λησμονῇς…

―  Καὶ ἂν μοῦ τὴν ἐζήτησε, δὲν εἶμαι κύριος;… ᾿Ημπορεῖ ἡ κόρη μου νὰ ὑπανδρευθῇ χωρὶς τὴν ἄδειάν μου… καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ;…

―Ὁ ἱερὸς νόμος, εἶπε πομπωδῶς ὁ κατής, δὲν ἀπαιτεῖ τὴν συναίνεσιν τῆς κόρης.

―  Τοῦ πατέρα ὅμως…

―  Τέλος δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ συμβιβασμός; εἶπεν ὁ κατής, μετὰ μικρὰν σκέψιν.

―  Τί συμβιβασμός;

― Χαλὴλ ἀγά, θέλεις νὰ δώσῃς τὴν κόρην μὲ τὸ καλόν;

Τὸ βλέμμα τοῦ Χαλὴλ ἐξέφρασεν ἔκπληξιν, ἀλλὰ καθησύχασεν εὐθύς, συναντῆσαν τοῦ κριτοῦ τὸ βλέμμα.

Τὸ πρόσωπον τοῦ Κώστα ἐξέφραζε τοὐναντίον ἐλπίδα.

Ὁ Χαλὴλ ἀπήντησε μετὰ σταθερότητος.

―Ὁ κατη-ἐφέντης μοὶ προτείνει λοιπὸν νὰ δώσω τὴν σύζυγόν μου; Ὀλμὰς (ἀδύνατον).

―Ἤκουσες, Κώστα, εἶπεν ὁ κατής, τί ἀποκρίνεται ὁ Χαλὴλ ἀγάς. Ἐσὺ τί λέγεις; Δέχεσαι ἀποζημίωσιν;

―  Τὴν κόρην μου θέλω! ἔκραξε πνέων λύσσαν ὁ ἀτυχὴς πατήρ.

―  Καλά, φθάνει, εἶπεν ὁ κατής.

Καὶ διατεθεὶς ἀνετώτερον ἐπὶ τοῦ σοφᾶ, ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο, ἤνοιξε τὸ ἱερὸν βιβλίον, καὶ ἤρχισε ν᾽ ἀπαγγέλλῃ τὴν γνωστὴν ἀπόφασιν, δι᾽ ἧς ἀνεγνωρίζετο ὁ Χαλὴλ ἀγὰς ὡς νόμιμος κάτοχος τῆς κόρης Βάσως, ἀπηλλάσσοντο δὲ πάσης αἰτίας αὐτὸς καὶ ὁ συνεργός του εἰς τὴν ἁρπαγήν.

Ὁ Κώστας ἀφῆκε μανιώδη κραυγήν, καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ ὁρμήσῃ κατὰ τοῦ κατῆ. Ἀλλ᾽ οὗτος διέταξε τοὺς σερδαρέους του νὰ τὸν ἀπαγάγωσιν εἰς τὸ σωφρονιστήριον…

Καθ᾽ ἣν στιγμὴν ἀπήγετο ὁ Κώστας, νέος τις μελαγχροινὸς μὲ ὑψηλὸν καὶ εὔστροφον ἀνάστημα τῷ ἔκραξε:

―  Θάρρος, πατέρα μου! θάρρος! ὑπάρχει ἐκδίκησις!…

Καὶ λαβὼν πλαγίαν τινὰ ὁδὸν ἐξῆλθε τῆς Ἄρτης καὶ ἔγινεν ἄφαντος.

Δ´

Ἡ οἰκία τοῦ Χασὰν ἐφένδη, τοῦ κατῆ τῆς Ἄρτης, ἔκειτο εἰς μίαν τῶν στενωτέρων ὁδῶν εἰς τὸ ἄκρον τῆς πόλεως. Πλησίον τῆς οἰκίας του εὑρίσκετο καὶ τὸ κυριώτερον τέμενος τῆς πόλεως, ὅπερ εἶχε λάβει, ὡς ἔλεγον, παρὰ τοῦ Ταχὴρ Μουράτη, ἁγίου ἀνδρὸς προσφιλοῦς εἰς τὸν προφήτην, τὸ προνόμιον τοῦ ἱεροῦ καὶ τοῦ ἀσύλου. Ποὺς ἀλλοπίστου δὲν ἐπετρέπετο νὰ πατήσῃ εἰς τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον χῶρον. Πτωχὸς πλάνης ἑβραῖος, ὅστις ἐτόλμησε ποτὲ ἐξ ἀγνοίας νὰ βεβηλώσῃ τὸν ἱερὸν περίβολον, ἀπηγχονίσθη ἄκριτος εἰς τὸν πυλῶνα τοῦ φρουρίου.

Ἦτο περὶ δύσιν ἡλίου καὶ ἡ λιγυρὰ φωνὴ τοῦ κήρυκος τῆς πίστεως ἐτόνιζεν ἀπὸ τοῦ πτερυγίου τοῦ μιναρὲ τὰ σοβαρὰ καὶ πλήρη μελαγχολίας ἐκεῖνα ἔπη, ἅτινα οὖς ἀπίστου οὐδέποτε δύναται ἄνευ φρίκης ν᾽ ἀκούσῃ: Λὰ-ἲλ-λὰχ-ἰλ ἀλλάχ, βὲ Μωχαμὲτ ρεσοὺλ-ουλ-λάχ. «Εἷς εἶναι ὁ Θεός, καὶ ὁ Μωάμεθ εἶναι ὁ προφήτης του».

Ἦτο Παρασκευή, ἡμέρα ἑορτῆς, καθ᾽ ἣν αἱ πέντε νενομισμέναι προσευχαὶ τελοῦνται πομπωδέστερον…

Ὅτε ἐνωτίσθη τοὺς εὐμόλπους καὶ ἠχηροὺς ἐκείνους φθόγγους ὁ Χασὰν ἐφένδης, ἀφῆκεν ἐπὶ τοῦ τάπητος τοῦ σοφᾶ τὸ βιβλίον τοῦ Σερῆ, ὅπερ νυχθημερὸν ἐμελέτα, καὶ ἐγερθεὶς περιεβλήθη τὴν μηλωτήν, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸ προσκύνημα.

Μόλις οἱ πιστοὶ εἶχον συναχθῆ καὶ ἤρχισαν τὰς συνήθεις ἐπὶ τῆς ψιάθου γονυκλισίας, προτοῦ ἀκόμη τις ἐκ τῶν δερβισῶν νὰ φθάσῃ εἰς βαθμὸν ἐνθουσιώδους παροξυσμοῦ, ὥστε νὰ ἐκβάλλῃ ἀφροὺς ἐκ τοῦ στόματος, νεαρὸς Τοῦρκος εἰσῆλθεν ὁρμητικός, καὶ τόσον ἔξαλλος ἐφαίνετο, ὥστε ἐλησμόνησε νὰ ἀφήσῃ τὰ σάνδαλα παρὰ τὸν οὐδὸν τῆς θύρας καὶ εἰσῆλθεν ὑποδεδεμένος εἰς τὸ τέμενος. Οἱ πιστοὶ ἀνέκυψαν ἔκπληκτοι, καὶ οἱ ἐνθερμότερον δεόμενοι ἀπεσπάσθησαν ἐκ τῆς εὐσεβοῦς ἐκείνης προσηλώσεως.

―  Τί εἶναι; ἠκούσθη ψιθυρισμός.

―  Κλέφτες! Κλέφτες ἔρχονται! ἔκραξεν ὁ ἄρτι εἰσελθών.

―  Κλέφτες! ἐπανέλαβον διάφοροι φωναί.

Ἡ ἔκπληξις ὁλόκληρος δὲν εἶχεν ἐκφρασθῆ ἀκόμη. Ἀκτὶς φωτὸς δὲν εἶχεν εἰσδύσει εἰς τὰς διανοίας ταύτας, ὥστε νὰ κατανοήσωσι πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ ἔλθωσι κλέφτες εἰς τὴν πόλιν. Καὶ συγχρόνως εἰσῆλθεν ἀνὴρ φορῶν λερὴν φουστανέλαν, κρατῶν γυμνὸν ξίφος εἰς τὴν δεξιάν, μελαψὸς τὴν χροιάν, πελώριος τὸ ἀνάστημα, ἔχων μακρὰν κόμην περὶ τοὺς ὤμους. Κατόπιν αὐτοῦ ἐφάνη δεύτερος καὶ τρίτος κλέφτης.

Οἱ μουσουλμάνοι ἔρρηξαν λυσσώδεις κραυγὰς φρίκης καὶ μίσους. Ἡ ἀγανάκτησις διὰ τὴν βεβήλωσιν, ἡ ἰδέα πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ ἔλθῃ ἄπιστος νὰ βεβηλώσῃ τὸν ἱερὸν χῶρον, ἔπνιγε πᾶν ἄλλο αἴσθημα.

―Ἔξω! ἔξω! ἔξω ἀπ᾽ ἐδῶ! ἠκούσθησαν ὠρυόμεναι συμμιγεῖς κραυγαί.

Ἀλλ᾽ ὁ ὑψηλὸς φουστανελοφόρος πάλλων τὸ ξίφος ἐν τῇ δεξιᾷ, καὶ ἀπείργων τοὺς ἀόπλους μουσουλμάνους, ὅσοι ἐπρόλαβον ν᾽ ἀνορθωθῶσιν, ἦλθε κατ᾽ εὐθεῖαν πρὸς τὸν Χασὰν ἐφένδην καὶ τῷ εἶπε:

―  Σὺ εἶσαι ὁ κατὴς τῆς Ἄρτης;

―Ἐγώ, ἀπήντησεν ἐμβρόντητος ὁ Χασάν.

―  Σηκώσου, πᾶμε, τῷ εἶπεν ὁ κλέφτης.

Καὶ τὸν ἔσυρε διὰ τῆς βίας. Οἱ δύο σύντροφοί του προσελθόντες τὸν ἐβοήθησαν.

Εἰς ὀλίγας στιγμὰς τὸ σύμπλεγμα εἶχε διασκελίσει τὸν οὐδόν. Ὁ πρῶτος κλέφτης προεπορεύετο σύρων καὶ τὸν κατήν, καὶ οἱ δύο σύντροφοί του ἠκολούθουν ὀπισθοβατοῦντες, ἀμυνόμενοι διὰ τῶν ξιφῶν κατὰ τῶν μουσουλμάνων, ὅσοι ὥρμησαν νὰ ἐπιτεθῶσιν ἄοπλοι.

Ὅτε ἐξῆλθον εἰς τὸν περίβολον, ὅστις ἀπετέλει πολυάνδριον πλῆρες τάφων καὶ μνημείων, περιβαλλομένων ὑπό τινων κυπαρίσσων, ἀνεζήτουν τινὲς λίθους νὰ ἐπιτεθῶσιν. Ἄλλοι, ὅσοι κατῴκουν ἐγγὺς τοῦ τζαμίου, ἔσπευσαν εἰς τὰς οἰκίας των νὰ λάβωσιν ὅπλα. Ἀλλ᾽ οἱ τρεῖς κλέφται εἶχον πολὺ ἀνοικτὸν τὸ βῆμα. Ὅτε ἀπεμακρύνθησαν ὀλίγον καὶ ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως, οἱ δύο σύντροφοι ἐσχημάτισαν διὰ τῶν χειρῶν φορεῖον, καὶ ἔβαλαν τὸν Χασὰν νὰ καθίσῃ ἐπ᾽ αὐτοῦ, ὁ δὲ πρῶτος κλέφτης ἐβάδιζεν ἀτάραχος. Ἀλλὰ τότε ἐπῆλθε κατ᾽ αὐτῶν πολυάριθμον ἄθροισμα ἐνόπλων Τούρκων. Συγχρόνως δὲ ἠκούσθη κραυγή:

―  Χτυπᾶτε μονόματοι!

Τῷ ὄντι ὁ Χρῆστος Μηλιόνης (διότι ἐκεῖνος ἦτο ὁ ἀρχηγὸς τῆς εἰσβολῆς) δὲν συνήθιζε νὰ κάμνῃ ἀτελῆ σχέδια. Ἐμίσει τὴν βραδεῖαν μεταμέλειαν καὶ διὰ τοῦτο ἐπροτίμα νὰ προνοῇ καλῶς τὰ ἐνδεχόμενα. Προτοῦ ν᾽ ἀποφασίσῃ τὸ τολμηρὸν τοῦτο διάβημα, εἶχε φροντίσει νὰ ὁπλίσῃ χριστιανούς τινας ἐπικούρους ἐκ τῆς Ἀκαρνανίας, ἐξ ἐκείνων τῶν γνωστῶν ὑπὸ τὸ ὄνομα οἱ μονόματοι, οἵτινες δὲν ἦσαν κυρίως ἀρματολοί, ἀλλὰ εἰρηνικοὶ ἀγρόται, δὲν ἀπηξίουν ὅμως νὰ ζώνωνται ἐνίοτε τὴν σπάθην, ὁσάκις εἶχον ἀφορμὴν νὰ βαρυνθῶσι τὸ μονότονον ἔργον των. Οὗτοι οἱ ἀνδρεῖοι ἐνήδρευον ἔξωθεν τῆς πόλεως περιμένοντες τοὺς συντρόφους. Οὗτοι οἱ μονόματοι ἀπήντησαν εἰς τὴν καταδίωξιν τῶν Τούρκων διὰ ραγδαίου καὶ ἀνδρικοῦ πυρός.

―  Χτυπᾶτε, μονόματοι! ἔκραξεν ὁ Χρῆστος Μηλιόνης.

Καὶ ἠκούετο τὸ καρυοφύλλι βροντῶν, καὶ ὁ Μηλιόνης ἐγέμιζε μὲ τὴν μίαν χεῖρα, καὶ ἐκένου μὲ τὴν ἄλλην, καὶ οἱ μονόματοι ἡμιλλῶντο νὰ φθάσωσιν εἰς τὴν ταχύτητα τὸν ἀπαράμιλλον τοῦτον μαχητήν. Ὅσον διὰ τὴν ἀκρίβειαν τοῦ σκοποῦ, οὐδεὶς ἠδύνατο ν᾽ ἀνταγωνισθῇ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἀτρομήτους, οἵτινες ἐπαξίως ἐπωνομάσθησαν μονόματοι.

Ὅσον κρατερὰ καὶ ἂν ἦτο ἡ καταδίωξις τῶν Τούρκων, ὁ ἥλιος εἶχε δύσει, ἡ νὺξ ἔπιπτε, τὸ ρεῦμα καὶ ὁ κρημνὸς ἐβοήθει τοὺς ἀποχωροῦντας, καὶ οἱ μονόματοι εὐκόλως δὲν κατεβάλλοντο. Πᾶσα βολὴ μονομάτου ἐμετρεῖτο μὲ μίαν κεφαλὴν Τούρκου πίπτουσαν. Σπανίως ἠκούσθη ν᾽ ἀστοχήσωσι τοῦ σκοποῦ οἱ γενναῖοι οὗτοι ὀρεινοί.

Μετ᾽ ὀλίγον οἱ διῶκται ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον φυγὴν ἀποβαλόντες νεκροὺς περὶ τοὺς δέκα. Ἐκ τοῦ κλεφτικοῦ δύο ἢ τρεῖς ἔπεσον.

Ὁ Μηλιόνης εἶχεν ὑπολογίσει ὀρθῶς. Ἕνα Ἀκαρνᾶνα τὸν ἐστάθμιζε μὲ τρεῖς Τούρκους καὶ ἥμισυν. Ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων λαμπρῶς ἀνεδείχθη καὶ πάλιν ἡ δεδοκιμασμένη ἐμπειρία τοῦ ἀρχηγοῦ.

Ε´

Παράδοξος τρόμος εἶχε διαδοθῆ τὰς ἡμέρας ἐκείνας εἰς τὰς τουρκικὰς κοινότητας τῆς Ἄρτης καὶ τῶν ἐγγὺς μερῶν, ὅτε ἐγνώσθη ὅτι πλὴν τοῦ κατῆ τῆς Ἄρτης, ὃν τόσον παραβόλως εἶχεν ἁρπάσει ὁ φοβερὸς κλέφτης τῆς Ἀκαρνανίας ἐξ αὐτοῦ τοῦ τζαμίου, ὅπου τὸν εὗρε προσευχόμενον, δύο ἄλλοι Τοῦρκοι ἐκ πλησιοχώρου κώμης ἀπήχθησαν αὐθημερὸν αἰχμάλωτοι. Οἱ ἐκτελέσαντες τὸ δεύτερον τοῦτο ἀνδραγάθημα ἦσαν οἱ αὐτάδελφοι Μῆτρος καὶ Λάμπρος Τσεκούρας, σύντροφοι τοῦ Μηλιόνη ἀμφότεροι.

Τὸ περιεργότερον εἶναι ὅτι, ὡς ἀπεδείχθη ὕστερον, τοὺς δύο τούτους ἀγάδες, κατὰ λάθος τοὺς ἀπήγαγον οἱ ρηθέντες κλέφται. Ἐκεῖνοι οὓς εἶχον σκοπὸν νὰ συλλάβωσιν ἦσαν ἄλλοι, ὁ Χαλήλ, ὁ ἅρπαξ τῆς Βάσως, καὶ ὁ σύντροφός του Ἐμίν, ὅστις τὸν εἶχε βοηθήσει εἰς τὴν ἁρπαγήν. Ἀλλὰ τὰ γενόμενα δὲν ἀπογίνονται. Εἴτε κατὰ λάθος τοὺς ᾐχμαλώτισαν, εἴτε ἀπήγαγον αὐτοὺς μὴ εὑρόντες τοὺς ζητουμένους, τὸ ἀληθὲς ἦτο ὅτι καὶ ἄλλοι δύο Τοῦρκοι πλὴν τοῦ κατῆ ἦσαν αἰχμάλωτοι εἰς τὰ ὄρη τῆς Ἀκαρνανίας.

Ἓν πρᾶγμα ἐλύπησε τὸν Χρῆστον Μηλιόνην, ὅτι οἱ δύο Τσεκουραῖοι, οἱ ἄριστοι ἐκεῖνοι σύντροφοι, δὲν κατώρθωσαν νὰ τοῦ φέρωσιν αὐτὸν τὸν Χαλὴλ εἰς τὰς χεῖράς του. Ἀλλὰ τί νὰ πράξῃ; Αὐτὸς ἐπροτίμησε νὰ μεταβῇ εἰς Ἄρταν, καὶ ν᾽ ἁρπάσῃ τὸν κατήν, ὡς δυσκολώτερον τὸ πρᾶγμα. Δὲν ἠδύνατο νὰ προΐδῃ ὅτι οἱ δύο ἀδελφοὶ Τσεκουραῖοι δὲν ἔμελλον νὰ εὕρωσι τὸν Χαλὴλ εἰς τὴν ἔπαυλίν του. Ἀλλὰ περὶ τούτου ἐσκόπει τάχιστα νὰ ὀργανίσῃ ἐκστρατείαν.

Ὁ ἀτυχὴς Νῖκος δὲν ἐτόλμα νὰ κλαύσῃ ἐνώπιόν του. Διότι εὑρίσκετο εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ κλέφτου ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἣν ἐξεδόθη ἡ ἀπόφασις τοῦ κατῆ, μεθ᾽ ἣν ὁ Νῖκος ἔκραξεν εἰς τὸν ἀπορφανισθέντα πενθερόν του «Θάρρος!» καὶ ἔλαβε τὴν ὁδὸν τοῦ ὄρους, ὅπως μεταβῇ καὶ κομίσῃ τὸ ἄγγελμα εἰς τὸν κλέφτην. Ὁ Μηλιόνης, ὅτε ἔμαθε τὸ ἀτύχημα τῆς ἀναδεκτῆς του, οὐδὲν εἶπεν, ἀλλὰ τὸ βλέμμα του ἐξετόξευσε κεραυνὸν ὀργῆς. Πέντε μόλις παρῆλθον ἡμέραι, καὶ ὁ δεξιὸς ἑρμηνευτὴς τοῦ Κορανίου εὑρίσκετο εἰς τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ.

Ὁ κατὴς δὲν ἀνησύχει πολύ, διότι δὲν τὸν ἐκακοποίουν. Ἤλπιζεν ὅτι ἠδύνατο νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του ἀντὶ λύτρων. Ἀλλὰ περὶ τούτου δὲν εἶχεν ἀποφασίσει ἀκόμη ὁ Χρῆστος.

Ὅσον διὰ τὸν Κώσταν, οὗτος εἶχεν ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τῆς φυλακῆς τῇ αὐθορμήτῳ ἐπινεύσει τοῦ κατῆ, τὴν ἐπαύριον εὐθὺς τῆς καθείρξεως. Ὁ Μηλιόνης τῷ εἶχε παραγγείλει λάθρα νὰ φύγῃ νύκτωρ ἐκ τοῦ χωρίου, καὶ νὰ πορευθῇ πανοικεὶ μακρὰν ὁδόν, εἴς τινα κολλήγαν του νὰ καταφύγῃ, διότι αὐτὸς εἶχεν ἀπόφασιν νὰ τιμωρήσῃ σκληρῶς τὸν κατήν. Ἠδύνατο ὁ Κώστας, καίπερ ἠδικημένος, νὰ κινδυνεύσῃ καὶ αὖθις ἐκ μέρους τῶν Τούρκων, καὶ διὰ τοῦτο ὑπήκουσεν.

Ἡ δὲ Βάσω, ἡ δύστηνος, τί εἶχεν ἀπογίνει; Ἀτυχὴς Νῖκος, νὰ τὴν ἔφθανον οἱ στεναγμοί του ἆρά γε; Ὁσάκις ἤκουε τὸ ὄνομά της, ἔφερε τὸν βραχίονα εἰς τὸ μέτωπον, καὶ ἔκρυπτε τὴν μορφὴν ὑπὸ τὴν μακρὰν χειρίδα. Ἰδὼν ὁ Μηλιόνης τὴν συνήθειάν του ταύτην, ἔπαυσε νὰ τῷ ὁμιλῇ περὶ τῆς μνηστῆς του. Ὁ Νῖκος, ἂν καὶ δὲν ἐφαίνετο ἐξησκημένος εἰς τὰ ὅπλα, μίαν χάριν ἐζήτησε παρὰ τοῦ Μηλιόνη, ἤτοι, ἂν ἀποφασίσῃ τὸν θάνατον τοῦ κατῆ, νὰ τῷ ἐπιτρέψῃ νὰ τὸν φονεύσῃ αὐτός. Ὁ κλέφτης ἐμειδίασε.

ΣΤ´

Βεβαίως φύσει ἐραστὴς τοῦ καλοῦ πρέπει νὰ ἦτο ὁ πλούσιος γαιοκτήμων Χαλὴλ ἐφένδης, ὅστις εἶχεν οἰκοδομήσει τὴν φωλεάν του ἐπὶ γραφικωτάτης κοιλάδος, περιβαλλομένης πανταχόθεν ὑπὸ φυτειῶν, θάμνων καὶ ἀναδενδράδων. Καὶ πολὺ δύσκολος πρέπει νὰ ἦτο ἡ νέα Βάσω, ἂν δὲν ἦτο εὐχαριστημένη ἐκ τῆς εὐαρέστου ταύτης κατοικίας. Ὁ μάλιστα ἀμερόληπτος τῶν διαιτητῶν, ὁ εἰλικρινέστατος τῶν ἀνθρώπων, ἂν προσεκαλεῖτο νὰ συγκρίνῃ τὴν πενιχρὰν οἰκίαν τοῦ πατρός της μὲ τὴν ἀνθηρὰν ταύτην ἔπαυλιν, αὐθορμήτως σχεδὸν ἔμελλε ν᾽ ἀποφανθῇ ὅτι ἡ Βάσω ἦτο πολὺ εὐτυχὴς ἀλλάξασα κατοικίαν.

Ἡ ἔπαυλις ἀπεῖχε περὶ τὰ δισχίλια βήματα ἀπὸ τῆς ἐγγυτέρας κώμης. Περιεβάλλετο δὲ ὑπὸ ἐλαιώνων καὶ ἀμπέλων χιλιάδων πλέθρων τὴν ἔκτασιν, ὧν τὸ τρίτον σχεδὸν ἀνῆκεν εἰς τὸν Χαλήλ.

Ἀλλὰ πτωχαί τινες νεάνιδες ἦσαν πάλαι ποτέ, ὡς φαίνεται, δύσκολοι, καὶ ποτὲ δὲν εὐχαριστοῦντο. Ἡ Βασίλω ἕκτην ἤδη ἡμέραν ἔκλαιεν ἀδιακόπως ἐνθυμουμένη τοὺς γονεῖς της.

Εἰς μάτην ἡ μαύρη Φατμά, ἡ οἰκονόμος τοῦ χαρεμίου, τῇ ἀπέτεινε θωπευτικώτατα τὸν λόγον. Εἰς μάτην τῇ ἐδείκνυε τὰ κάλλη τῆς φύσεως καὶ τῇ προσέφερεν ἄνθη νὰ ὀσφρανθῇ. Ἐπὶ ὥρας ὁλοκλήρους συμπεριεπάτουν εἰς τὸν ὑπὸ δικτυωτοῦ περιβαλλόμενον μέγαν κῆπον. Ἡ Βάσω σπανίως ἀπήντα εἰς τὰς ἀφθόνους παρακελεύσεις τῆς ἐβενόχρου γυναικός.

―  Κοίταξε τί ὡραῖα γαρούφαλα, Βάσω, κοίταξε καὶ τὰ τριαντάφυλλα κοντεύουν ν᾽ ἀνθήσουν. Ἰδὲ γάστρες, βασιλικό, δενδρολίβανα, μενεξέδες. Ὅλα αὐτὰ ἰδικά σου, κόρη μου. Θὰ γένῃς μεγάλη χανούμη, παιδί μου. Κανεὶς δὲν θὰ ἔχῃ τὸ ριζικό σου. Ὅλες θὰ σὲ φθονοῦν. Θὰ εἶσαι ἡ σεβιλμέ*, ἡ πλέον ἀγαπημένη τοῦ ἐφένδη. Θὰ ἔχῃς ὅλα τὰ ἀγαθὰ εἰς τοὺς πόδας σου. Κλαίεις πάλι;

Τῷ ὄντι ἡ νέα εἶχε κρύψει τὸ πρόσωπον εἰς τὰς χεῖρας ἀκούουσα ταῦτα.

Ἡ Μαύρη τῆς ἔλαβε τὴν χεῖρα καὶ ἀνεσήκωσεν αὐτῆς τὴν κεφαλήν.

―  Εἶναι παράξενο νὰ ἔχῃς ὄρεξη νὰ κλαίῃς, παιδί μου. Καὶ τί σοῦ κάμαμε; Ποιὸς σ᾽ ἐμάλωσε; Μὴ δὲν εἶσαι ἡ πλέον καλότυχη καὶ ἡ γκιουζὲλ μπὰς* τοῦ χαρεμίου;

Ἀντίρροπον αἴσθημα λύπης, ἡ ἄμπωτις αὕτη τῆς ὀργῆς, τῆς πλημμυρούσης τὰς θλιβομένας καρδίας, εἶχεν ἀποξηράνει τὰ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς νέας, ὡς ν᾽ ἀπερροφήθησαν ὑπὸ τῆς καιούσης τὰς παρειάς της φλογός.

―  Καὶ ὅλοι σὲ ἀγαποῦν ἐδῶ, Βάσω, ὅλοι σὲ ζηλεύουν. Καὶ θὰ εἶσαι εὐτυχής, θὰ ζήσῃς ὑπερήφανα ὡς Σουλτάνα εἰς τὸ σαράγι τοῦτο, Βασίλω. Καὶ τί σοῦ λείπει; Νά, κοίταξε ἀπὸ τὸ καφάσι νὰ ἰδῇς… ὅλα τὰ βλέπεις ἔξω, καὶ τίποτε δὲν σὲ βλέπει, πάρεξ ὁ οὐρανός. Διατί στενοχωρεῖσαι; Μήπως τάχα θαρρεῖς, γιὰ νὰ σοῦ πῶ… (καὶ ἡ Μαύρη προσελθοῦσα ἐγγύτερον, ἐταπείνωσε τὸν τόνον τῆς φωνῆς) μήπως θαρρεῖς ὅτι οἱ χανούμισσες δὲν ἔχουν τὴν ἄδεια νὰ βλέπουν καὶ τοὺς ἄνδρες; Διατί τάχα εἶναι τὰ καφάσια; Διὰ νὰ κρύφτουν τὴν χανούμισσα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνδρῶν, ἀλλ᾽ οἱ ἄνδρες δὲν ἠμποροῦν νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὰ μάτια τῆς χανούμης. Οἱ χανούμισσες εἶναι σὰν τὰ λούλουδα, ὁποὺ ἀνθοῦν μέσα εἰς τὲς γάστρες, σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ κελαδοῦν μὲς στὰ κλουβιά, σὰν τ᾽ ἀστέρια ποὺ φέγγουν ἐκεῖ ἐπάνω. Ἡ κάθε μιὰ χανούμισσα εἶναι εὐτυχεστέρα ἀπὸ χίλιες χριστιανές, ὁποὺ ἀνακατώνονται μὲ τοὺς ἄνδρες καὶ χάνουν τὴν δρόσον τους, κι ὁποὺ κάμνουν ὅλες τὲς δουλειὲς καὶ ὑποφέρουν ὅλα τὰ βάσανα τῶν ἀνδρῶν.

Ἡ νέα ἔβλεπεν ἀλλαχόσε, καὶ δὲν ἤκουε πλέον τὰ λεγόμενα ὑπὸ τῆς Μαύρης· τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη κρότος ἄνωθεν τοῦ δικτυωτοῦ, ἐκ τοῦ μέρους τοῦ χαρεμίου. Ἡ Φατμά, ἥτις ἦτο ἔμπειρος τῶν πραγμάτων, ἔνευσε πρὸς τὴν νέαν. Αὕτη οὐδὲν ἐνόησε.

―  Δὲν κατάλαβες τί τρέχει; τῇ εἶπεν ἡ γυνὴ αὕτη. Ἄκουσες ἀπάνω στὸ καφάσι; Εἶναι μία ἀπὸ τὰς γυναῖκας τοῦ ἐφένδη, ἡ Σουλμινιέ. Σ᾽ ἐνόησε πὼς εὑρίσκεσαι εἰς τὸν κῆπον καὶ ἦλθε νὰ σὲ περιεργασθῇ. Δὲν ξέρεις πόσον σὲ ζηλεύουν! Πολὺ καλὰ ἔκαμεν ὁ ἐφένδης νὰ σὲ βάλῃ χωριστὰ νὰ κατοικήσῃς. Ἠμποροῦσαν νὰ σὲ φαρμακώσουν.

Ἡ νεᾶνις ἐφρικίασεν. Ἡ πρὸς τὴν ζωὴν ἔμφυτος ὁρμὴ διηγέρθη ἐν αὐτῇ.

―  Νὰ μὲ φαρμακώσουν; εἶπε· καὶ τί κακὸ τὲς ἔκαμα;

―  Δὲν ἐξετάζουν ἐκεῖνες τί τὲς ἔκαμες, βλέπουν ὁποὺ σὲ ἀγαπᾷ πλειότερον ὁ ἐφένδης.

Ἡ νεᾶνις ἔκυψε, καὶ ἤρχισε πάλιν νὰ κλαίῃ. Πάλιν τὸ κῦμα τῆς ὀργῆς τὴν ἀπέπνιγε καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ λαλήσῃ. ᾘσθάνετο παράδοξον καὶ φρικώδη ἀποστροφὴν ὅτε ἤκουε τὴν λέξιν ταύτην, ὅτι ὁ Χαλὴλ τὴν ἠγάπα. Ἄλλην ἑρμηνείαν παρὰ τὰ δάκρυα δὲν εὕρισκε τοῦ αἰσθήματος τούτου.

Ἐν τούτοις βήματα ἠκούσθησαν τὴν στιγμὴν ταύτην, καὶ μετ᾽ ὀλίγον ἐνεφανίσθη ὁ Χαλὴλ προσερχόμενος. Ἡ Φατμὰ ἠγέρθη, καὶ ὡς ἐφαίνετο ἠρώτα διὰ τοῦ βλέμματος ἂν ὤφειλε ν᾽ ἀποχωρήσῃ. Ἀλλ᾽ ὁ Χαλὴλ τῇ ἔνευσε νὰ μείνῃ.

Προσελθὼν δὲ εἰς τὴν νέαν ἤρχισε νὰ τὴν φιλοφρονῆται, ἐρωτῶν αὐτὴν περὶ τῆς ὑγιείας της. Αὕτη οὐδὲν ἀπήντα.

―Ἤθελα νὰ σ᾽ εἴπω κάτι ἄλλο, τῇ εἶπεν ὁ ἀγάς.

―  Τί ἄλλο;

―Ἔπρεπε νὰ μείνωμεν μίαν στιγμὴν μόνοι.

Τότε ἡ νέα, ἥτις δὲν εἶχε σεισθῆ ἀπὸ τῆς θέσεώς της, ἰδοῦσα ὀρθίαν τὴν Μαύρην τῇ εἶπε:

―  Μεῖνε, Φατμά, μὴν πᾷς πουθενά.

Καὶ προσέθηκε πρὸς τὸν ἀγὰν στραφεῖσα:

―  Εἴπαμεν, ἡ Φατμὰ θὰ εἶναι πάντοτε μαζί μου.

Ὁ ἀγὰς ἔφερε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ εἶπε:

―Ἂς γένῃ τὸ θέλημά σου, κουζούμ*, ἀλλ᾽ ἤθελα νὰ σοῦ πῶ κάτι…

―Ἠμπορεῖς νὰ μοῦ τὸ πῇς νὰ εἶναι κ᾽ ἡ Φατμὰ ἐδῶ.

―  Εἶναι πολὺ καλὸ… καὶ πολὺ κακὸ διὰ σένα.

―  Πολὺ καλὸ καὶ κακό…

―  Εἶναι διὰ τοὺς γονεῖς σου…

―  Διὰ τοὺς γονεῖς μου; εἶπε τρέμουσα ἡ κόρη. Δὲν μοῦ τὸ λέγεις; Τί σὲ πειράζει ἡ Φατμὰ ἂν εἶν᾽ ἐδῶ;

―Ἂς εἶναι, εἶπεν ὁ ἀγάς, ἀφοῦ τὸ θέλεις. Σ᾽ εἶπα ὅτι οἱ γονεῖς σου ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι τους.

―  Μοῦ εἶπες.

―  Καὶ δὲν ἤξευρε κανεὶς ποῦ βρίσκονται.

―  Μοῦ εἶπες.

―  Τώρα ὅμως τὸ ξεύρουν. Ἡ ἐξουσία ηὗρε τὸ καταφύγι τους.

Ἡ νέα ἐνέτεινε τὴν προσοχήν.

―  Καὶ οἱ ἀγάδες ζητοῦν ἐκδίκησιν.

―Ἐκδίκησιν! ἐπανέλαβε μετ᾽ ἀγανακτήσεως ἡ νεᾶνις.

―Ἐκδίκησιν διὰ τὸν κατήν, ὁποὺ τὸν ἅρπαξεν ὁ κλέφτης ἀπὸ τὸ τζαμί.

―  Καὶ τί φταίγουν οἱ γονεῖς μου;

―Ὁ κλέφτης αὐτὸς δὲν εἶναι νοννός σου;

―  Ποιὸς σοῦ τὸ εἶπε;

―  Τὸ ἔμαθα.

Ἡ νέα ἔκαμε νεῦμα ἐνδοιασμοῦ.

―Ἔ, καὶ ἂν εἶναι νοννός μου; ἐψέλλισε.

―  Δὲν λέγω ἐγὼ ὅτι φταίγει ὁ πατέρας σου τίποτε. Οἱ ἀγάδες φωνάζουν ὅτι ὁ Μηλιόνης τὸ ἔκαμε διὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ σέ, καὶ ὅτι ὁ πατέρας σου ἦτον συνεννοημένος.

Ἡ νέα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμὴν καὶ εἶπε μετ᾽ ἀρκούσης εὐστοχίας:

―  Δυνατὸν νὰ τὸ ἔκαμεν ὁ… νοννός μου διὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ ἐμέ… ἀλλὰ τοῦτο δὲν θὰ πῇ ὅτι ὁ πατέρας μου ἦτον συνεννοημένος.

―  Διατί λοιπὸν ἔφυγεν ἀπὸ τὸ χωριό; ἀντέλεξεν ὁ ἀγάς.

―  Καὶ πάλιν δὲν φαίνεται καὶ ἀπὸ τοῦτο ὅτι ἦτον συνεννοημένος. Διότι ἴσως νὰ ἐφοβήθη κ᾽ ἔφυγε.

―  Τί νὰ φοβηθῇ;

―  Τί νὰ φοβηθῇ! ἐπανέλαβε μετ᾽ ἀηδίας ἡ νέα· καὶ ἡ λέξις αὕτη ἐξέφραζεν ὅλην τὴν ὀργὴν καὶ τὴν ἀποστροφήν της πρὸς τὸν ἀγάν. Τῷ ὄντι δὲν εἶχε νὰ φοβηθῇ τίποτε, προσέθηκεν εἰρωνικῶς.

―  Βέβαια, εἶπεν ὁ Χαλήλ, κατὰ γράμμα ἑρμηνεύων, ὥστε δὲν εἶχε λόγους νὰ φύγῃ.

Ἡ νέα ἐσιώπησε.

―  Δι᾽ αὐτὸ οἱ ἀγάδες λέγουν ὅτι εἶχεν εἴδησιν ἀπὸ τὸν Μηλιόνην, ἐπανέλαβεν ὁ ἀγάς.

―  Τέλος, καὶ ἂν εἶχεν εἴδησιν, ἀνέκραξεν ἡ νεᾶνις, ἦτον εἰς τὸ δίκαιόν του.

―  Διατί;

―  Δὲν μοῦ εἶπες ὅτι ὁ κατὴς αὐτὸς εἶχε δικαιώσει τὴν διαγωγήν σου;

―  Ναί.

―  Τότε καλὰ τὸν ἔκαμε κι ὁ νοννός μου, εἶπε τολμηρῶς ἡ νέα. Καὶ ὁ πατέρας μου, ἂν ἦτο συνεννοημένος, καλὰ ἔκαμε.

Ὁ ἀγὰς περιῆλθε καὶ αὐτὸς εἰς ἀμηχανίαν, καὶ δὲν ἤξευρε τί ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ἐν τούτοις ἔλαβε θάρρος καὶ ἤρχισε ν᾽ ἀπολογῆται διὰ μακρῶν. Αὐτὸς δὲν ἔπταιεν ὅτι τὴν ἀπήγαγεν, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ της, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ τῷ τὴν δώσῃ. Αὐτὸς δὲν ἐπεθύμει τὸ κακόν της, δὲν ἤθελε νὰ τὴν βλάψῃ. Καὶ ἂν μὲ τὸν καιρὸν δὲν τὴν ἔπειθε νὰ γίνῃ σύζυγός του, εἶχε σκοπὸν νὰ τὴν ἀπολύσῃ, οἰκειοθελῶς.

―  Διατί ὄχι τώρα; εἶπεν ἡ κόρη.

―Ἐλπίζω, γιαβρούμ*, ἀπήντησεν ὁ ἀγάς. Ἐὰν ἡ ἐλπίδα μου εὑρεθῇ ἀπατημένη, τότε θὰ σ᾽ ἀφήσω.

―  Καὶ τί σοῦ φταίγει ὁ πατέρας μου καὶ τὸν κατατρέχεις; Δὲν φτάνουν ὅλα τὰ ἄλλα;

―Ἐγὼ δὲν κατατρέχω, μικρή μου, τὸν πατέρα σου. ᾿Εγὼ κακὸν δὲν τοῦ θέλω. Διὰ καλὸν σοῦ τὸ εἶπα. Φταίγουν οἱ ἀγάδες, ὁποὺ τὸν κατηγοροῦν ὡς συνένοχον τῶν κλεφτῶν, ὁποὺ ἅρπαξαν τὸν κατήν. Φταίγεις ἐσὺ ἂν ἐπῆρε σκλάβον τὸν κατὴν ὁ νοννός σου; Ἄλλο τόσο φταίγω κ᾽ ἐγὼ ἂν κατατρέχουν οἱ ἀγάδες τὸν πατέρα σου. Ὅπως κι ἂν εἶναι, ἠμπορεῖς ἐσὺ νὰ τοῦ κάμῃς καλόν, διότι κινδυνεύει.

―  Καὶ πῶς ἠμπορῶ; εἶπε τρέμουσα ἡ νέα.

―  Νὰ μὲ δεχθῇς δι᾽ ἄνδρα σου, εἶπεν αὐθαδῶς ὁ ἀγάς.

Ἡ νέα ἤθελε νὰ εἴπῃ ποτέ! ἀλλ᾽ ὁ φόβος τῆς ἔκλεισε τὸ στόμα.

―Ἔχεις καιρὸν νὰ συλλογισθῇς, ἐπανέλαβεν ὁ Χαλήλ. Θὰ πασχίσω κ᾽ ἐγὼ νὰ ἐμποδίσω τοὺς ἀγάδες νὰ μὴ τὸν ἐγκαλέσουν.

Ἡ νέα ἐταπείνωσε τὴν κεφαλήν. Ὁ ἀγὰς ἀπῆλθεν ἀφήσας αὐτὴν ἄκρως ἀδημονοῦσαν.

Ἤρχισε νὰ ἐννοῇ τὴν θέσιν της καὶ νὰ πείθηται ὅτι δὲν εἶχεν ὅπλα νὰ ἀνθίσταται κατὰ τοῦ ἀγᾶ. Ὁ ἥλιος ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν καὶ ἡ νέα ἀπεσύρθη μετὰ τῆς Φατμᾶς εἰς τὸν θάλαμον.

Τὸ σκότος καταπῖπτον ἐπὶ τὴν γῆν, τῇ ἐκόμιζε πάντοτε βαθεῖς καὶ μυστηριώδεις φόβους. Ἀλλ᾽ ὁ καλύπτων τὴν ψυχὴν αὐτῆς ζόφος διεσχίζετο ἐνίοτε ὑπὸ ἀστραπιαίων ἐλπίδων. Ἂν ὁ νοννός της, ἂν ὁ μέγας αὐτὸς κλέφτης, οὗ τὸ ὄνομα ἐφοβοῦντο οἱ Τοῦρκοι, ἤρχετο μὲ τὸ ἀσκέρι του νὰ διαρρήξῃ τὰς θύρας τῆς βδελυρᾶς ἐκείνης εἰρκτῆς καὶ νὰ τὴν ἐλευθερώσῃ!…

Ζ´

Τὰς ἡμέρας ἐκείνας ὁ Χρῆστος Μηλιόνης, πρῶτος ἀρματολὸς τῆς Ἀκαρνανίας, ἔπεμψε κρύφα χωρικὸν διαγγελέα πρὸς τὸν Χαλὴλ ἀγάν.

Ὁ διαγγελεὺς οὗτος ἦτο κομιστὴς γραφῆς, ἣν εἶχε παραγγείλει νὰ γράψωσιν ὁ Μηλιόνης. Ἡ γραφὴ ἔλεγε περίπου:

«Χαλὴλ Ἀγά, σὲ χαιρετῶ. Ἠξεύρεις ὅτι ἡ νέα ὁποὺ ἐπῆρες εἰς τὸ σαράγι σου, εἶναι βαφτιστική μου. Ἡ κόρη αὐτὴ ἦτον ἀρραβωνισμένη, καὶ ἔκαμες πολὺ κακὰ νὰ τὴν ἁρπάξῃς. Ἀλλ᾽ ἂν ἐσὺ ἔκαμες κακά, ὁ κατὴς τῆς Ἄρτας ἔκαμε χειρότερα, νὰ σὲ βγάλῃ ἀθῷον εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν. Ἀπ᾽ ὅλους καλύτερα ἔκαμα ἐγώ, ὁποὺ ὑπῆγα τὴν Παρασκευὴν μὲ δύο παλληκάριά μου καὶ μὲ καμπόσους μονόματους, καὶ ἅρπαξα τὸν κατὴν ἀπὸ μέσα ἀπ᾽ τὸ τζαμὶ τῆς Ἄρτας. Εἶχα διάθεσιν νὰ κάμω καὶ εἰς ἐσὲ τὸ ἴδιον, ἀλλ᾽ οἱ σύντροφοί μου δὲν τὸ κατάφεραν. Δὲν πειράζει. Τώρα ἂν θέλω, ἠμπορῶ νὰ σὲ κάμω στάχτη μέσα στὸ σπίτι σου, σοῦ τὸ λέγω ἀκάκιωτα. Δὲν τὸ κάμνω, διατὶ θέλω νὰ μοῦ δώσῃς ὀπίσω τὴν βαφτιστικήν μου καὶ νὰ σοῦ δώσω κ᾽ ἐγὼ ὀπίσω τὸν κατὴν τῆς Ἄρτας. Χέρι μὲ χέρι. Γράψε μου γραφὴν μὲ τὸν ἴδιον ἄνθρωπον νὰ ξεύρω. Ταῦτα καὶ μένω. Χρῆστος Μηλιόνης».

Τὴν φορὰν ταύτην χειρότερον τοῦ κατῆ τῆς Ἄρτης ἔπραξεν ὁ Χαλὴλ ἀγάς, ὅστις χωρὶς μηδὲ ν᾽ ἀνακοινώσῃ πρὸς τὴν ἐνδιαφερομένην νέαν τὴν γραφὴν ταύτην τοῦ κλέφτου, ἔπιασε καὶ αὐτὸς κ᾽ ἔγραψε γραφὴν ἰδιοτελεστάτην καὶ ἐπισφαλεστάτην, οὕτως ἔχουσαν:

«Χρῆστο Μηλιόνη, σὲ χαιρετῶ. Ἔλαβα τὸ γράμμα σου, καὶ εἶδα νὰ μοῦ γράφῃς νὰ σοῦ δώσω ὀπίσω τὴν βαφτιστικήν σου, διὰ νὰ μοῦ δώσῃς τὸν κατὴν τῆς Ἄρτας. Δὲν ἠξεύρω ἂν ἡ βαφτιστική σου σοῦ εἶναι χρήσιμη, ἀλλ᾽ ὁ κατὴς τῆς Ἄρτας δὲν μοῦ χρειάζεται ἐμένα. Καὶ τὴν βαφτιστικήν σου δὲν ἠμπορῶ νὰ σοῦ τὴν δώσω, διότι μὲ θέλει ὡς ἄνδρα της καὶ εἶναι γυναίκα μου, καὶ ὁ ἰμάμης εὐλόγησε τοὺς γάμους μας. Ἂν δὲν ἤθελε νὰ γίνῃ γυναῖκά μου, θὰ σοῦ τὴν ἔδινα. Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἠθέλησε μοναχή της. Ὅσον διὰ νὰ κάψῃς τὸ σπίτι μου, καθὼς μὲ φοβερίζεις, φεύγω ἀπὸ σήμερα ἀπὸ τὴν ἐξοχήν, καὶ κλείομαι εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἄρτας, καὶ ἂν θέλῃς ἐκεῖ ἔλα. Δὲν θὰ εὕρῃς ἄλλον κατὴν διὰ νὰ τὸν πάρῃς σκλάβον. Ταῦτα καὶ μένω. Χαλὴλ ἀγάς».

Τώρα ἐὰν ὁ Χρῆστος Μηλιόνης ἔδιδεν εὐθὺς διαταγὴν νὰ θανατώσωσι τὸν κατὴν καὶ τοὺς δύο ἀγάδες (οἱ δεύτεροι ὅμως δὲν εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἐξουσίαν του, διότι οἱ Τσεκουραῖοι ἐστρατοπέδευον ἀλλαχοῦ τὰς ἡμέρας ἐκείνας), βεβαίως δὲν θὰ ἦτο ἔνοχος. Καὶ ὅμως δὲν ἔπραξε τοῦτο. Εἰς τὸ γράμμα τοῦ ἀγᾶ, δι᾽ οὗ ἀνήγγελλεν οὗτος πομπωδῶς ὅτι ἡ νέα εἶχε γίνει ἑκοῦσα σύζυγός του, ὁ ἔμπειρος κλέφτης ὠσφράνθη τὸ ψεῦδος. Ἐὰν ἔγραφεν εἰλικρινῶς, ὅτι ἐκβιασθεῖσα κατέστη ἡ κόρη σύζυγος τοῦ Τούρκου, τότε θὰ τὸν ἐπίστευεν ὁ Χρῆστος. Ἀλλὰ τὸ στομφῶδες τῆς ἐπιστολῆς ταύτης τὸν κατέστησε φιλύποπτον.

Ὁ Χρῆστος ἔβαλε κατασκόπους ἵνα δυνηθῶσι ν᾽ ἀνακαλύψωσί τι. Ἀλλ᾽ οὐδεμίαν ἀσφαλῆ εἴδησιν τῷ ἐκόμισαν καὶ οὗτοι.

Ὁ Μηλιόνης εἶχεν εὐκρινῆ συνείδησιν τῆς θέσεώς του ἀπέναντι τῶν Τούρκων. Προέβλεπεν ὅτι ἔμελλε νὰ κηρυχθῇ ἀντάρτης παρὰ τῆς ἐξουσίας. Διότι μέχρι τοῦ χρόνου ἐκείνου ὁ Χρῆστος ἦτο ὑπόσπονδος, καὶ ἐνομίζετο σύμμαχος καὶ ὑποτελὴς τῆς Πύλης. Ἡ παρασπονδία προῆλθεν ἐκ μέρους τῶν Τούρκων. Ἡ ἁρπαγὴ τῆς κόρης ἐκείνης καὶ ἡ παράδοξος ἀπόφασις τοῦ κατῆ ἀπετέλουν τὴν παρασπονδίαν, καθ᾽ ἣν ἔννοιαν εἶχεν ὁ κλέφτης περὶ τοῦ πράγματος. Δὲν ἠδύνατο πολεμιστὴς αὐτὸς νὰ ὑπομείνῃ τοιαύτην ὕβριν γενομένην πρὸς τὴν ἀναδεκτήν του. Ὤφειλε νὰ τιμωρήσῃ τὸ ἔγκλημα τοῦτο, ἂν καὶ μετὰ τὴν τιμωρίαν, τὰ πράγματα δυσκόλως ἠδύναντο νὰ ἐπανέλθωσιν εἰς τὸ πρότερον καθεστώς.

Διότι ὁ Χρῆστος εἶχε βεβηλώσει τὸ τζαμίον τοῦ Ταχήρ, τόπον ἄβατον καὶ ἀπάτητον εἰς τοὺς ἀπίστους, τόπον ὑπὲρ πᾶν ἄλλο μωαμεθανικὸν τέμενος ἱερὸν καὶ ἄσυλον, ἔχοντα ὡς ἰδιαίτερον προνόμιον τὴν ἰδιότητα ταύτην. Καὶ ὁμολογουμένως ὁ κλέφτης, ὅτε εἶχεν ἀποφασίσει νὰ εἰσβάλῃ βιαίως εἰς τὸ τζαμίον, διὰ ν᾽ ἁρπάσῃ τὸν κατήν, ὤφειλε ν᾽ ἀναλογισθῇ ταῦτα πάντα. Διὰ τοῦτο δὲν παρεπονεῖτο σήμερον, ἂν ἐκινδύνευεν. Ἐγίνωσκε δὲ καλῶς ὅτι καὶ ἂν ἀπέδιδε τοὺς αἰχμαλώτους, ὅπερ μόνον ἀντὶ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἀναδεκτῆς του ἠδύνατο νὰ πράξῃ, πάλιν δὲν ἐξησφαλίζετο ἀπέναντι τῆς Τουρκικῆς ἐξουσίας. Ἀλλ᾽ ὅμως ἐπεθύμει διακαῶς ν᾽ ἀποδοθῇ ἡ ἀπαχθεῖσα κόρη εἰς τοὺς γονεῖς της, ν᾽ ἀπολύσῃ καὶ αὐτὸς τοὺς τρεῖς Τούρκους, καὶ τότε εὐχαριστημένος θὰ ἦτο ἂν ἀπεκηρύττετο. Διότι ἔμελλε νὰ ἔχῃ τὸ θάρρος τοῦ καθήκοντος, καὶ τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ συνειδότος. Ἀλλ᾽ ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη τοῦ Χαλὴλ ἦτο ἄλλη ἀπροσδόκητος ἀναβολὴ τῆς λύσεως.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἔμαθεν ὅτι οἱ ἀγάδες τῆς Ἄρτης καὶ τῶν περιχώρων παρεσκεύαζον στρατείαν κατ᾽ αὐτοῦ. Περιεμένετο δὲ ἡ ἀποκήρυξις νὰ ἔλθῃ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἠδύνατο νὰ παρέλθῃ μήν, οἱ φανατικώτεροι ἐπέμενον νὰ προλάβωσι τὴν ἀποκήρυξιν ταύτην, βεβαίαν ἄλλως νομιζομένην. Προσέτι ἔλαβε καὶ ἀλλαχόθεν ἐπιβεβαίωσιν τῆς εἰδήσεως ὅτι συνῄνεσεν ἡ ἀναδεκτή του νὰ καταστῇ τοῦ Τούρκου σύζυγος.

Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μανθάνει ὅτι ἡ ἐκστρατεία, ἐξ Ἄρτης ὁρμωμένη, εἶχεν ἤδη ἐκκινήσει κατ᾽ αὐτοῦ.

Τότε ὁ κλέφτης ἐπῆρε τὴν ἀπόφασίν του, καὶ διέταξε νὰ θανατώσωσι τὸν κατὴν καὶ τοὺς δύο ἀγάδες.

Η´

―  Μάννα μου, μὴ μὲ καταρᾶσαι! Μάννα μου, μὲ ἠπάτησε! Μάννα μου, τὸ ἔκαμα διὰ νὰ σᾶς γλυτώσω!

Τὰς λέξεις ταύτας μόνας εὕρισκεν ἡ Βασίλω, πίπτουσα εἰς τὸν τράχηλον τῆς μητρός της καὶ χύνουσα πύρινα δάκρυα. Διότι ἡ Μελάχρω εἶχε κατορθώσει κατ᾽ ἀπαίτησιν τῆς θυγατρός της νὰ εἰσαχθῇ εἰς τὸ σεράγι τοῦ Χαλὴλ ἐφένδη, μετοικήσαντος ἀπὸ πολλῶν ἡμερῶν εἰς Ἄρταν. Ὀλίγαι λέξεις παρὰ τῆς Βάσως, ἂν ἠδύνατο νὰ ὁμιλήσῃ, ἤρκουν νὰ ἐξηγήσωσι πῶς εἶχον τὰ πράγματα.

Ὁ Χαλὴλ ἀγάς, ὅσον θρασέως καὶ ἂν ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴν ἐκείνην εἰς ἀπάντησιν τῆς γραφῆς τοῦ Μηλιόνη, δὲν ἐψεύδετο ὅμως καθ᾽ ὅλα. Διὰ τῶν καθημερινῶν ἀπειλῶν περὶ τῆς τύχης τῶν γονέων της, διὰ τῆς ἀγνοίας ἐν ᾗ διετέλει αὕτη, ὑπὸ τὸν πέπλον ὅστις ἐκάλυπτε τοὺς ὀφθαλμούς της, κατώρθωσε νὰ ἐκβιάσῃ τὴν ὀρφανήν (διότι τῷ ὄντι ἦτο αὕτη πάσης ὀρφανίας ἐλεεινοτέρα) νὰ συναινέσῃ ὅπως τὸν νυμφευθῇ. Αἱ ἐξηγήσεις δὲ αὗται μεταξὺ μητρὸς καὶ θυγατρὸς ἀμηχανωτέραν καθίστων τὴν θέσιν ἑκατέρας. Καὶ ἡ μὲν Μελάχρω εὐκόλως ἐσυγχώρει ὡς πᾶσα μήτηρ, τὰ δάκρυα δὲ ἅτινα κατεφέροντο ἐπὶ τὰς ἀκμαίας εἰσέτι παρειὰς τῆς μήπω τεσσαρακονταετοῦς ταύτης γυναικός, ἦσαν δρόσος καὶ ἁγίασμα. Ἀλλ᾽ ἔφριττεν ἀναλογιζομένη τὴν τρικυμίαν, ἣν θὰ ἐξήγειρεν εἰς τὰ πατρικὰ σπλάγχνα ἡ εἴδησις αὕτη.

Ὁ Κώστας ἦτο εἷς τῶν εἰλικρινεστέρων Ἠπειρωτῶν καὶ τῶν φανατικωτέρων χριστιανῶν, οἵτινες ἐμίσησάν ποτε τὴν τουρκικὴν δυναστείαν. Ἡ γυνὴ εἶχε καταλίπει τὸν σύζυγον καὶ τὰ τρία τέκνα, οὐχὶ εἰς τὸ κρησφύγετον, εἰς ὃ εἶχον καταφύγει τὰς πρώτας ἡμέρας, ἀλλ᾽ εἰς ἄλλην φιλικὴν οἰκίαν πόρρω τῆς Ἄρτης καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ μάθῃ περὶ τῆς ἀγαπητῆς κόρης. Καὶ τώρα πῶς θὰ ἐτόλμα νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν ἐξηγριωμένον σύζυγον; Δὲν ἤρκει τὸ πρῶτον ὄνειδος ἐπὶ τῇ ἁρπαγῇ τῆς κόρης; Δὲν ἤρκουν τὰ δάκρυα τῆς λύσσης καὶ τῆς ἀγωνίας, δὲν ἤρκει ἡ ἀδικία τοῦ κατῆ; Δὲν ἤρκει ἡ δευτέρα ἐκείνη ὕβρις τῆς καθείρξεως τοῦ ἠδικημένου πατρός; Δὲν ἤρκει τέλος ἡ τελευταία ἐπιβουλὴ καὶ τὸ μῖσος τῶν μουσουλμάνων, οἵτινες ἐζήτουν τὸν θάνατον τοῦ Κώστα, ὡς συνενόχου τοῦ Χρήστου Μηλιόνη; Ὁ ἀτυχὴς πατήρ, οὐχὶ ἐξ οἰκείας ἱκανότητος, ἀλλ᾽ ἐκ προνοίας Θεοῦ, μόλις ἔσωσε τὴν ζωήν του ἐκ τῆς τηλικαύτης καταφορᾶς, ἥτις ὑπετράφη διὰ τοῦ προδοτικοῦ ἐναύσματος ὁμοπίστου καὶ ὁμοφύλου.

Ὤ, καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ Κώστας, ὅτι ἄνευ προδοσίας χριστιανοῦ οὐδὲν κακὸν ἠδύνατό ποτε νὰ γίνῃ ἐκ μέρους τῶν ἀγάδων. Ὁ Κώστας εἶχε πάντοτε ἰδέας σαφεῖς καὶ ὡρισμένας, καὶ ὁ χαρακτήρ του ἦτο εὐθὺς καὶ αὐθέκαστος. Μόλις, μετὰ τὴν ἐμπιστευτικὴν παραγγελίαν τοῦ συντέκνου, ἣν οὗτος εἶχε διαβιβάσει πρὸς αὐτὸν δι᾽ ἀγνώστου καὶ πιστοῦ φίλου, οὗ τὸ στόμα διὰ ν᾽ ἀνοίξῃ τις ἔχρηζε γιγαντιαίας ψαλιδωτῆς λαβίδος μετὰ σιδηροῦ μοχλοῦ, μόλις κατέλιπεν ὁ Κώστας μετὰ τῆς οἰκογενείας του τὴν κατάρατον τοῦ λοιποῦ ἐκείνην στέγην, ἥτις ὑπῆρξε μάρτυς τῆς ἐπὶ τῇ ἁρπαγῇ τῆς κόρης ἀπελπισίας τῶν γονέων, καὶ μόλις ἔφθασεν εἰς τὸ φιλόξενον ὀρεινὸν δῶμα τοῦ ποιμένος Νάσκα, ὅστις τὸν ὑπεδέχθη μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας, καὶ ἡ προδοσία, ἥτις ἐφαίνετο ὅτι ἠκολούθει αὐτὸν κατὰ βῆμα, οὐδ᾽ ἐκεῖ τὸν ἄφησε ν᾽ ἀναπαυθῇ ἥσυχος. Τὴν τρίτην ἀπὸ τῆς κατασκηνώσεως ἡμέραν τὰ δύο νεώτατα παιδία 〈του〉 ἔπαιζον εἰς τὰ πρόθυρα τῆς ἀγροικίας, πλήρη χαρᾶς διότι ἀπηλλάχθησαν τέλος τῆς φρικώδους ἐνοχλήσεως τοῦ σχολείου, λησμονήσαντα δὲ μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν λύπην των διὰ τὴν ἀπουσίαν τῆς Βάσως, ἧς δὲν ἐνόουν τὸ αἴτιον. Ἡ μήτηρ, ἥτις ἐστέναζεν ἀδιακόπως μετὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς ἀγαπητῆς αὐτῇ θυγατρός, ἐκάθητο ἀντικρὺ νήθουσα μὲ τὴν ἠλακάτην της. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἄνθρωπός τις βραχὺς τὸ ἀνάστημα, μὲ πυκνὴν καὶ μακρὰν κόμην καὶ μελανὸν γένειον, ἔχων σχεδὸν καλογήρου σχῆμα, μὲ τὸν μακρὸν μαῦρον ἐπενδύτην καὶ τὴν σκούφιαν ἣν ἐφόρει, ἐπλησίασε, τυχαίως ὡς ἐφαίνετο, εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο.

Τὰ δύο παιδία ἀπεῖχον ὀλίγα βήματα ἀπὸ τῆς ἀγροτικῆς οἰκοδομῆς, ἥτις ἐκρύπτετο ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων, ἐντὸς βαθείας κοιλάδος, καὶ ὡμοίαζε μὲ ἀσκητήριον. Ὁ ἑξαετὴς Στέφος καὶ ἡ ὀκταετὴς Φρόσω, ἀποκαμόντες, εἶχον διακόψει τὴν παιδιάν των καὶ ἤρχισαν συνομιλίαν. Ἐνθυμήθησαν τὸν διδάσκαλόν των, ὅστις ἦτο ἀρκετὰ κωμικὸν πρόσωπον, ὅτε ἐδίδασκεν αὐτοὺς πῶς ν᾽ ἀναγινώσκωσι τὴν Ὀκτώηχον, τὸ ἀλφαβητάριον τοῦτο τῆς τότε διδακτικῆς μεθόδου.

―  Θυμᾶσαι τὰ δασκαλούδια; ἔλεγεν ἡ Φρόσω.

―  Θυμᾶσαι καὶ τὸν δάσκαλο, τσάκαλο; ἔλεγεν ὁ Στέφος.

―  Καὶ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα;

―  Θυμᾶσαι καὶ τὰ γυαλιά του; εἶπεν ὁ Στέφος.

―  Καὶ τὴν ταμπακέρα του; προσέθηκεν ἡ Φρόσω.

―Ἔβηχεν ὁλοένα.

―Ἐφτερνίζετο πέντε ὧρες τὴν ἡμέρα.

―Ἐνύσταζεν εἰς τὴν καρέκλα του, ἐνῷ μᾶς ἔβγαζε νὰ ποῦμε τὸ μάθημα.

―  Καὶ ἡμεῖς τοῦ ἐβάζαμε στάχτη ἀπάνω στὴν καθέδρα.

―  Καὶ τὸν ἐζωγραφίζαμε στὸν μαῦρο πίνακα, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο.

―  Καὶ τοῦ ἐρρίχναμε σκόνη μέσα στὴν ταμπακέρα του.

―  Καὶ πῶς ἐτραβοῦσε τὸν ταμπάκο, πὼ πὼ πώ!

―  Χὰ χὰ χά!

Ἡ Φρόσω ἦτο πάντοτε προθυμοτέρα εἰς τὸν γέλωτα, καὶ ὁ φαιδρὸς τόνος ἀνήρχετο παρ᾽ αὐτῇ εἰς τὸ διπλάσιον ἢ παρὰ τῷ ἀδελφῷ της. Τὸ πλάσμα τοῦτο ἦτο τόσον ἱλαρόν, τόσον φιλόγελων, ὥστε καὶ ὁ σκυθρωπότατος τῶν ἀνθρώπων εἰς μόνην τὴν θέαν αὐτῆς ᾐσθάνετο ἀκατανίκητον ὄρεξιν νὰ γελάσῃ. Καὶ ἂν μὲν αὐτὴ ἠγνόει τὸν λόγον, δι᾽ ὃν ἐγέλα, οὐδὲν θαῦμα, ἀλλὰ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι καὶ τὸν ἄλλον τὸν γελῶντα οὕτως εἰκῇ ἐπὶ τῇ θέᾳ αὐτῆς, ἂν ἠρώτας διατί ἐγέλα, δὲν θὰ ἤξευρε τί νὰ σοὶ ἀπαντήσῃ. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τῆς παιδικῆς διαχύσεως ἐνεφανίσθη αἰφνιδίως ὁ ἀπαίσιος καὶ μελανείμων ἐκεῖνος ἄνθρωπος, περὶ οὗ ἐλέγομεν ἀνωτέρω.

Τὰ δύο παιδία δὲν ἐπτοήθησαν ἐπὶ τῇ θέᾳ αὐτοῦ, ᾐσθάνθησαν μόνον περιέργειαν καὶ οὐδὲν πλέον.

Ἡ Μελάχρω ἦτο ἀντικρὺ μὲ τὴν ἠλακάτην της, ἀλλὰ συστὰς δένδρων καὶ πυκνὸς καλαμὼν ἀπέκρυπτεν ἐν μέρει αὐτὴν ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν δύο παίδων. Διὰ τοῦτο δὲν εἶδε κατ᾽ ἀρχὰς τὸν ἄγνωστον, ὅτε ἐνεφανίσθη οὗτος.

―  Τί κάνετε ἐδῶ, παιδιά; ἠρώτησεν ὁ παράδοξος ἄνθρωπος.

―  Τί κάνομε; Παίζομε, ἀπήντησεν ἡ Φρόσω, ἥτις δὲν ἠδύνατο εὐκόλως νὰ ἐγκαταλίπῃ τὴν φαιδρότητα αὐτῆς.

―  Καὶ τίνος εἶσθε;

―  Τίνος εἴμεθα;… ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ Στέφος. Εἴμεθα τοῦ…

―  Μὴν τὸ λέγῃς τίνος εἴμεθα, εἶπεν ἡ Φρόσω, ἥτις ἦτο πονηροτέρα.

―  Καὶ διατί ἐρωτᾷς τίνος εἴμεθα; εἶπε τότε λαβὼν θάρρος ὁ Στέφος.

―  Διατὶ δὲν φαίνεσθε σὰν τσομπανόπουλα, ἀπήντησεν ὁ ξένος.

―  Καὶ τί σὲ μέλει δι᾽ αὐτό; εἶπεν ἡ Φρόσω.

―  Διὰ καλὸν ἐρωτῶ, εἶπεν ὁ ἄγνωστος.

―  Τότε λοιπὸν τράβα τὸν δρόμο σου, εἶπεν ἀνδρείως ὁ Στέφος.

―  Καὶ μὴ σὲ μέλῃ γιὰ μᾶς, προσέθηκεν ἡ Φρόσω.

―  Δὲν θέλω τὸ κακό σας, εἶπεν ὁ ξένος.

―  Δὲν μᾶς μέλει, ἀπήντησεν ἡ Φρόσω.

―  Καὶ νὰ κοιτάζῃς τὴ δουλειά σου, εἶπεν ὁ Στέφος.

Ἡ ἄσχημος μορφὴ τοῦ ξένου ἐξέφρασε παράδοξον αἴσθημα ὀργῆς.

Τὴν αὐτὴν στιγμὴν ἡ Μελάχρω, εἴτε εἶχεν ὑψώσει τυχαίως τὸ βλέμμα ἀπὸ τοῦ ἔργου της, εἴτε ἤκουσε τὴν φωνὴν τῶν παιδίων, παρετήρησε τὴν παρουσίαν τοῦ ἀγνώστου. Ἀνωρθώθη καὶ ἐπλησίασε.

―  Τί τρέχει; ἠρώτησεν ἀνήσυχος.

Διότι ἀπὸ ὀλίγων ἡμερῶν πάντα, καὶ τὰ ἐλάχιστα, ἐνεποίουν ἀνησυχίαν εἰς τὸ εὐαίσθητον τῆς γυναικείας αὐτῆς φύσεως.

Ὁ ξένος εἶχε παρατηρήσει καὶ πρότερον τὴν παρουσίαν τῆς γυναικὸς ἐκείνης, ἀλλ᾽ ἔδειξεν ὅτι τὸ πρῶτον ἤδη τὴν ἔβλεπε.

―  Περνοῦσα ἀπὸ δῶ, κυρά, ἀπήντησε, καὶ δὲν ξέρω καὶ καλὰ τοὺς δρόμους, καὶ ἤθελα νὰ ἐρωτήσω.

―  Κ᾽ ἐμεῖς ξένοι εἴμαστε, ἀπήντησεν εἰλικρινῶς ἡ σύζυγος τοῦ Κώστα, καὶ δὲν ξεύρομε κ᾽ ἐμεῖς καλύτερα τοὺς δρόμους.

―Ἄ, εἶναι ξένοι λοιπόν, διενοήθη ὁ ἄγνωστος. Ἰδοὺ φιλαλήθης γυνή. Ἀλλὰ τὸ ἤξευρα τοῦτο.

―  Δι᾽ ὀλίγας ἡμέρας θὰ μείνωμεν ἐδῶ, ἐπέφερεν ἡ Κώσταινα.

―  Καὶ τοῦτο καλὸν εἶναι νὰ τὸ μάθω, εἶπε καθ᾽ ἑαυτὸν ὁ ἄγνωστος.

―  Μάννα, εἶπε μετὰ πονηρίας ἡ Φρόσω, δὲν μᾶς ρώτησε τὸ δρόμο.

―Ἐμεῖς τοῦ εἴπαμε νὰ τραβήξῃ τὸν δρόμο του, προσέθηκεν ὁ Στέφος.

Ἡ μήτηρ περιῆλθε τότε εἰς ἀμηχανίαν καὶ δὲν εἶχε τί νὰ εἴπῃ. Ὁ ξένος, ὅστις ἦτο φαίνεται ἐπιτήδειος, ἐνόησεν εὐκόλως ὅτι ὤφειλε νὰ δώσῃ πέρας εἰς τὴν συνδιάλεξιν ταύτην.

―Ἐγὼ φταίγω, κυρά, εἶπε, καὶ θὰ τραβήξω τὸν δρόμον μου. Ἀδίκως σᾶς πείραξα.

Καὶ τῷ ὄντι λαβὼν τὴν ράβδον καὶ τὴν πήραν του, ἅτινα εἶχεν ἀποθέσει παρὰ τὴν ρίζαν δένδρου, ἀπεχαιρέτισε τὴν Μελάχρω καὶ ἀπῆλθε.

Τὰ δύο παιδία ἐξηκολούθησαν τὴν παιδιάν, ὅπου τὴν εἶχον ἀφήσει.

Θ´

Ὁ Καμπόσος, ἢ κατ᾽ ἄλλους Καμπίσος, οὕτως ἐκαλεῖτο, ἦτο τρομερὸς ἄνθρωπος. Οὐδεὶς ἤξευρεν εἰς τὰ περίχωρα οὔτε τὴν καταγωγήν του οὔτε τὸ ἐπάγγελμά του οὔτε τὴν κατοικίαν του. Τὸ ὄνομά του μόνον εἶχεν ἀνακοινώσει εἰς γέροντά τινα παντοπώλην, καὶ οὗτος τὸ εἶχε μεταδώσει εἴς τινας.

Οὐδεὶς καθ᾽ ὅλην τὴν μεσημβρινὴν Ἤπειρον εἶχέ ποτε τόσας σχέσεις μὲ τοὺς Τούρκους, ὅσας αὐτός. Τὸ αἴτιον καὶ ὁ σκοπὸς τῶν σχέσεων τούτων ἠγνοεῖτο. Οἱ χριστιανοὶ τὸν ἐφοβοῦντο καὶ οἱ Τοῦρκοι τὸν ηὐνόουν. Οὐδὲν ἄλλο ἦτο γνωστὸν ἐκ τοῦ βίου του.

Ὑπεψιθύριζόν τινες ὅτι μετήρχετο τὸ ἔργον τοῦ κατασκόπου καὶ τοῦ προδότου. Ἀλλ᾽ οὐδεὶς ἠδύνατο ν᾽ ἀποδείξῃ ἂν τὸ πρᾶγμα ἦτο ἀληθές. Ὡρισμένη κατηγορία δὲν ὑπῆρχε. Τὸν ἐφοβοῦντο μόνον, καὶ οὐδεὶς τῷ ἐνεπιστεύετο.

Ἐν γένει αἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδία τὸν ἐμίσουν, διότι εἶχεν ἦθος καλογήρου, χωρὶς νὰ εἶναι κατατεταγμένος εἰς μονήν τινα. Ἀλλὰ διότι ἐφόρει μαῦρα καὶ ἔφερε σχῆμα μετανοίας, δὲν ἦτο τοῦτο ἀποχρῶν λόγος ὅπως καταφέρωνται κατ᾽ αὐτοῦ. Ἀλλ᾽ ὅμως ἡ καταφορὰ ἦτο ὑψωμένη εἰς τὸ ἔπακρον. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἦτο κατεσκευασμένος οὕτως, ὥστε νὰ ἐμπνέῃ δυσπιστίαν.

Οὐδεὶς βλέπων αὐτὸν ἅπαξ, καὶ ἀνταλλάσσων ὀλίγας μετ᾽ αὐτοῦ λέξεις ἠδύνατο νὰ εἶναι τόσον ἥσυχος, ὅσον ἦτο πρὸ τῆς συναντήσεως. Ἀλλ᾽ ὅλοι ὅσοι ᾐσθάνθησαν τὴν τοιαύτην ἀνησυχίαν, δὲν εἶχον τὴν θλιβερὰν τύχην νὰ ἴδωσιν εὐθὺς ἐπαληθεῦον τὸ ἀδικαιολόγητον τοῦτο προαίσθημα, ὅπως συνέβη τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν σύζυγον τοῦ Κώστα, ἥτις μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ ἀγνώστου, ἂν καὶ τὰ δύο τέκνα της ἐξηκολούθησαν νὰ παίζωσι, δὲν ἐξηκολούθησε καὶ αὕτη τὸ ἔργον της ἡσύχως.

Ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, τὸ παράδοξον σχῆμα, ὅπερ περιεβάλλετο, τὸ ἔτι παραδοξότερον ἦθος καὶ οἱ λόγοι του, ἡ ἀναχώρησίς του αὐτὴ τόσον συντόμως ἐπελθοῦσα, τῇ ἐπροξένουν ἀνεξήγητον αἴσθημα φόβου καὶ ὑποψίας.

Ἡ δυστυχὴς αὕτη γυνή, ἥτις εἶχε τόσον σκληρῶς δοκιμασθῆ ἤδη, δὲν ἔμελλε νὰ περιμένῃ ἐπὶ μακρὸν τὴν ἐπαλήθευσιν τῶν ζοφερῶν προαισθημάτων της. Τὴν πρωίαν τῆς ἐπιούσης, τέσσαρες Τοῦρκοι, ἀληθεῖς Τοῦρκοι, φοροῦντες σαρίκια καὶ λευκὰς χλαίνας, πάνοπλοι καὶ πλήρεις ἀποφάσεως, ὡς ἐφαίνοντο, ἐξημέρωσαν ἔξωθεν τῆς φιλοξένου ποιμενικῆς ἐπαύλεως.

Πρῶτος εἶχεν ἐξέλθει ἐκ τῆς οἰκίας ὁ ἀγαθὸς ποιμὴν Νάσκας, ὅστις κατεπλάγη ἰδὼν ἀπροσδοκήτως σταθμεύοντας παρὰ τὴν οἰκίαν του τοὺς δυσαρέστους ἐκείνους ἐπισκέπτας.

―Ἔλα δῶ, κουζούμ, τῷ ἔνευσεν εἷς τῶν Τούρκων.

―  Τί τρέχει; εἶπεν ὁ Νάσκας, ἀγωνιζόμενος νὰ φανῇ ἀτάραχος.

―  Μὴ φοβῆσαι, εἶπεν ὁ αὐτὸς Τοῦρκος, ὅστις ἐφαίνετο ὡς ἀρχηγός, ἐννοῶν ὅτι ἡ ἀταραξία τοῦ ποιμένος ἦτο ἐπίπλαστος.

―  Δὲν φοβοῦμαι τίποτε, εἶπε μετ᾽ ἀγροτικῆς ὑπερηφανίας ὁ Νάσκας.

―  Πάει καλά, ἀπήντησεν ὁ ἀρχηγός. Φαίνεσαι ὅτι εἶσαι καλὸς χωρικὸς καὶ πιστὸς ραγιὰς τοῦ Σουλτάνου.

―  Βέβαια, θέλει ἐρώτημα; εἶπεν ὁ Νάσκας, ὅστις ἐβλασφήμει καθ᾽ ἑαυτὸν τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν.

―  Λοιπὸν φέρε μας ἐδῶ τὸν ἄνθρωπον ποὺ ἔχεις κρυμμένον…

―  Κρυμμένον;… ἐπανέλαβεν ὁ βοσκός, ἐγὼ ἔχω κρυμμένον;

―  Βέβαια, ἀπήντησεν ὁ Τοῦρκος. Ἐσὺ δὲν ἔχεις νὰ πάθῃς τίποτε.

―  Δὲν ἔχω κανένα κρυμμένον, εἶπε καρτερικῶς ὁ Νάσκας.

―  Μὴ χωρατεύῃς, ἐπανέλαβεν ὁ πρῶτος τῶν Τούρκων. Ἐμεῖς δὲν σοῦ θέλομε τὸ κακό σου.

―  Οὔτ᾽ ἐγὼ δὲν σᾶς θέλω τὸ κακό σας, ἀπήντησεν ἀλλόφρων ὁ ἄνθρωπος.

―  Τότε ξεμπέρδευε γρήγορα, καὶ παράδωσέ μας τὸν Κώστα.

―  Ποῖον Κώστα; ἠρώτησεν ὡς ἀπορῶν ὁ ποιμήν.

―Ἐκεῖνον ποὺ ἅρπαξε τὸν κατὴν τῆς Ἄρτας, εἶπεν ὁ Τοῦρκος.

―  Τὸν κατὴν τῆς Ἄρτας! ἐπανέλαβε μετ᾽ εἰλικρινοῦς ἀπορίας ἤδη ὁ Νάσκας, διότι πρώτην φορὰν ἤκουε νὰ γίνεται λόγος περὶ τούτου.

―  Βέβαια, προχθὲς τὴν Παρασκευήν, ἀπήντησεν ὁ Τοῦρκος.

―  Τὴν Παρασκευήν! ἐπανέλαβεν ἐμβρόντητος ὁ Νάσκας. Καὶ παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἔλεγεν: ἀλλὰ τὴν Παρασκευὴν ὁ Κώστας ἦτο εἰς τὸ σπίτι μου ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἁρπάσῃ τὸν κατὴν τῆς Ἄρτας.

―  Λοιπὸν μὴν ἀργοπορῇς, ἐπέφερεν ὁ Τοῦρκος.

―Ἀλλ᾽ ἠμπορεῖτε νὰ ἰδῆτε ὅτι δὲν εἶναι κανεὶς στὸ σπίτι μου, εἶπε τολμηρῶς ὁ ποιμήν.

―  Θὰ τὸ ἰδοῦμεν, τώρα εὐθύς, εἶπεν ὁ ἀρχηγός.

Ὁ δυστυχὴς ποιμήν, διὰ νὰ ψευσθῇ μετὰ τόσης ἀποφάσεως, ἀνελογίζετο τὸ μικρὸν παράθυρον, ὅπερ εὑρίσκετο εἰς τὸν ἀντίθετον τῆς οἰκοδομῆς τοῖχον. Ὁ τοῖχος οὗτος ἔκειτο σύρριζα εἰς τὸν βράχον, καὶ μόλις εἶχε τὸ ἥμισυ τοῦ ὕψους τοῦ προσθίου τοίχου. Εὐκίνητος ἀνήρ, οἷος ὁ Κώστας, ἠδύνατο εὐκόλως νὰ πηδήσῃ ἐκ τοῦ παραθύρου ἐκείνου, καὶ νὰ λάβῃ τὸν δρόμον τοῦ δάσους, ὅπου οἱ Τοῦρκοι δὲν θὰ τὸν ἔφθανον. Ὅσον διὰ τὴν Κώσταιναν καὶ τὰ τρία αὐτῆς τέκνα, ὁ Νάσκας ὑπελόγιζε νὰ τὰ παραστήσῃ εἰς τοὺς Τούρκους ὡς μέλη τῆς ἰδίας του οἰκογενείας. Διότι, δόξα τῷ Θεῷ, μετὰ ὀκταετῆ συζυγικὸν βίον ἡ Νάσκαινα μόνον ἡμίσειαν δωδεκάδα τῷ εἶχε γεννήσει, ὥστε ἂν προσετίθεντο καὶ τὰ τρία τοῦ Κώστα τέκνα, μόλις θ᾽ ἀπετελεῖτο ὁ ἀριθμὸς ἐννέα, ὅστις δὲν ἠδύνατο νὰ φανῇ ὑπερβολικὸς εἰς τὸν κατ᾽ ἀγροὺς βίον, ὅπου αἱ γυναῖκες ἀναπνέουσαι τὴν ὀρεινὴν αὔραν καθίστανται ἐξόχως πολύτεκνοι. Ὅσον διὰ τὰς δύο μητέρας, ἐπειδὴ ὡς σύζυγοι ἐπλεόναζον, ἐφαντάζετο ὅτι ἠδύνατο νὰ παραστήσῃ τὴν μίαν τῶν δύο ὡς γυναικαδέλφην.

Τῷ ὄντι δὲ ὁ Κώστας δὲν ἦτο ἀνόητος, καὶ εἶχε παρατηρήσει ἢδη τὴν παρουσίαν τῶν Τούρκων. Ἀπὸ ὀλίγων στιγμῶν κατεσκόπευε τὸν διάλογον ἀπὸ τοῦ παραθύρου, καὶ ἔβλεπε τὰς ἀπελπιστικὰς χειρονομίας τοῦ ξενοδόχου του. Ὅτε δὲ εἶδεν αὐτὸν καὶ τοὺς τέσσαρας Τούρκους διευθυνθέντας πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ Κώστας οὐχὶ κατὰ συγκυρίαν, ἀλλ᾽ ἐξ αὐτῆς τῆς ἐμφύτου λογικῆς τῶν πραγμάτων ὁρμώμενος, συνέλαβε τὴν αὐτὴν ἣν καὶ ὁ Νάσκας ἰδέαν, καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸ μικρὸν παράθυρον. Νεύσας δὲ πρὸς τὴν σύζυγόν του νὰ ἔχῃ θάρρος, ἀνέβη δι᾽ ἑνὸς πηδήματος ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ, καὶ ἐπήδησεν ἀπὸ τοῦ παραθύρου εἰς τὸν βράχον.

Ἡ Μελάχρω συνῆπτε τὰς χεῖρας ἐν ἀπογνώσει. Τὰ παιδία ἐκοίταζον μὲ ἀνοικτὰ στόματα.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούοντο τὰ βήματα τῶν τεσσάρων Τούρκων ἀνερχομένων τὴν κλίμακα. Ὤ, ποῖος τρόμος!

Οἱ Τοῦρκοι εἰσῆλθον ἀμοιβαδὸν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἤρχισαν ἐξετάζοντες διὰ τοῦ βλέμματος τοὺς κατοίκους. Τινὰ τῶν παιδίων μόλις εἶχον ἐγερθῆ ἀπὸ τοῦ ὕπνου, διότι ἀρτίως ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος. Οἱ Τοῦρκοι ἔρριπτον ἄπληστα πανταχόσε βλέμματα καὶ ἐζήτησαν νὰ ἐρευνήσωσι καὶ εἰς τὸ ἰσόγειον.

―  Εὐχαρίστως, ἀγάδες μου, ἔκραξεν ὁ Νάσκας, πλήρης χαρᾶς, διότι ἔβλεπεν εὐοδούμενον τὸ σχέδιόν του. ― Γυναικαδέλφη, ἔκραξεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὴν Κώσταιναν, ἄνοιξε τὴν κλαβανή.

Ἡ αὐτοσχέδιος γυναικαδέλφη ἔσπευσε νὰ ὑπακούσῃ, καὶ ἀνοιχθείσης τῆς καταπακτῆς, εἷς τῶν ἀγάδων ἡτοιμάζετο νὰ καταβῇ. Ὁ Νάσκας ἐψιθύριζε περιχαρὴς εἰς τὸ οὖς τῆς Κώσταινας: Ἐσώθη, ἔχε θάρρος.

Ἀλλὰ τὴν αὐτὴν στιγμὴν ἠκούσθη κραυγή, τρομερὰ κραυγή, ὀξεῖα καὶ διάτορος ἔξωθεν τῆς οἰκίας, κάτωθεν τοῦ βράχου, ἐφ᾽ ὃν εἶχε πηδήσει ὁ Κώστας.

―Ἐδῶ τὸν ἔχω! Ἀγάδες! τρεχᾶτε, τὸν ἔπιασα.

Ὁ Νάσκας ἔμεινε μὲ κεχηνὸς τὸ στόμα. Ἡ Μελάχρω ἔσχισε τὰς παρειὰς διὰ τῶν ὀνύχων καὶ οἱ παῖδες αὐτομάτως αἰσθανθέντες τὸ δυστύχημα, ἔβαλον γοερὰς κραυγάς.

Ὁ πρῶτος τῶν Τούρκων ὅστις εἶχε καταβῆ μίαν βαθμίδα ἐπὶ τῆς κλίμακος τῆς καταπακτῆς, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ δάπεδον καὶ δὲν κατῆλθεν εἰς τὸ ἰσόγειον.

Ι´

Ἅμα πηδήσας ἐπὶ τοῦ βράχου, ὁ Κώστας ἡτοιμάσθη νὰ κατέλθῃ ἠρέμα, διότι ὁ κρημνὸς ἦτο ὑψηλός, καὶ ἀπῄτει προσοχὴν καὶ ἐπιδεξιότητα. Ὅταν θὰ ἔφθανεν ἅπαξ ἐπὶ τοῦ ὁμαλοῦ ἐδάφους, τότε οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ τὸν φθάσῃ εἰς τὸ βάδισμα.

Ἀλλὰ περισπώμενος ὅπως καταβῇ μετὰ προσοχῆς, ἠλλοφρόνει καὶ δὲν εἶδεν ἄνθρωπόν τινα παρόντα, ὅστις ἵστατο εἰς τὴν ρίζαν τοῦ βράχου καὶ τὸν κατεσκόπευε. Μόλις κατέβη εἰς τὸ ἔδαφος, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁρμήσας τὸν συνέλαβεν ἀπὸ τοῦ βραχίονος.

Τότε μόνον ᾐσθάνθη ὁ Κώστας τὴν παρουσίαν τοῦ μελανείμονος καὶ ἀπαισίου ἐκείνου ἀνθρώπου, ὅστις περιήρχετο ἀπὸ πρωίας ἐκεῖ ὡς οἰωνὸς βαρείας συμφορᾶς. Ὁ Κώστας πρώτην φορὰν τὸν ἔβλεπεν. Ἦτο αὐτὸς οὗτος ὁ Καμπόσος.

Ὁ Κώστας ἦτο δεξιὸς καὶ εὐκίνητος καὶ ἠγωνίσθη ν᾽ ἀπαλλαγῇ τῆς περισφίγξεως τοῦ ἀνθρώπου τούτου. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ἔβαλε τὴν τρομερὰν ἐκείνην κραυγήν.

―  Τρέξετε, ἀγάδες! Ἐδῶ τὸν ἔχω.

Οἱ καλούμενοι δὲν ἐβράδυναν νὰ ἔλθωσιν· ἐγκαίρως δὲ ἦλθον, διότι ὁ Κώστας εἶχε καταβάλει ἤδη τὸν Καμπόσον, καὶ παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἐξέφευγεν.

Ἐν τούτοις οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβον. Σπαρακτικὴ ἦτο ἡ σκηνὴ ἐκείνη. Γυναῖκες τρέχουσαι λυσίκομοι καὶ θρηνοῦσαι, παιδία ὀλολύζοντα, θέαμα οἰκτρόν. Ἀλλ᾽ ὅμως εἰς τοὺς διώκτας δὲν ἐφαίνοντο ταῦτα ἄξια οἴκτου, ἦσαν μόνον ὀχληρά.

Ὁ Γιουσοὺφ Ἰβραήμ (τοῦτο ἦτο τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ) τοὺς διέταξεν αὐστηρῶς νὰ ἡσυχάσωσι, διότι κατ᾽ αὐτὸν τὸ πρᾶγμα δὲν ἦτο τόσου θορύβου ἄξιον. Εἷς ραγιάς, ὑπήκοος τοῦ Σουλτάνου, ἦτο πταίστης, ἄμποτε ν᾽ ἀπεδεικνύετο ἀθῷος. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν πιστῶν δὲν ἦτο τυφλή, καὶ ἔμελλε ν᾽ ἀπονείμῃ τὸ δίκαιον εἰς τὸν ραγιὰν τοῦτον. Διατί ἔκαμνον τόσον θόρυβον;

Ἐν τούτοις οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔσυραν εἰς τὸν δρόμον, ἀφοῦ μετὰ δυσκολίας ἀπεμάκρυναν τὰς γυναῖκας καὶ τοὺς παῖδας. Ἐδέησε δὲ νὰ ἐπέμβῃ αὐτὸς ὁ Κώστας, ὅστις διέταξε τὴν γυναῖκά του νὰ ἀπομακρυνθῇ, νομίσας ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ καλύτερον. Ὁ Νάσκας ἐπίσης ἀπεμακρύνθη. Τὴν τελευταίαν στιγμὴν ὁ Κώστας τῷ ἀπέτεινε βλέμμα πλῆρες παραπόνου, ὅπερ ἐνόησεν ἐκεῖνος. Τὸ βλέμμα τοῦτο ἐσήμαινε. ― Διατί νὰ μὴ λάβωμεν εἰς χεῖρας ἐσὺ τὸ νταλιάνι σου κ᾽ ἐγὼ τὸ μηλιόνι μου, ν᾽ ἀντισταθῶμεν εἰς τοὺς ἀθλίους τούτους;

Εἰς τὴν κορυφὴν βραχώδους λόφου ἔκειτο ὁ σταθμὸς τῶν Ἀλβανῶν. Διότι Ἀλβανοὶ ἦσαν οἱ συλλαβόντες τὸν Κώσταν. Ἐκεῖσε τὸν ἀνήγαγον.

Τί εἶχε συμβῆ τότε μεταξὺ διωκτῶν καὶ τοῦ θύματος, οὐδεὶς ποτὲ θὰ ἐγίνωσκεν, ἂν κατ᾽ ἀνεκτίμητον εὐτυχίαν δὲν ἐσώζετο ἐκ τῆς ἀγχόνης ὁ Κώστας. Αὐτὸς οὗτος διηγεῖτο ὕστερον πρὸς τὴν γυναῖκά του τὰς λεπτομερείας τῆς σκηνῆς ἐκείνης, αἵτινες ἠδύναντο νὰ ἐκληφθῶσιν ὡς μῦθος διὰ τὸ παράδοξον. Τῷ ὄντι οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ περιμένῃ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ ἀγαθοῦ Τούρκου Σουλεϊμάνη, προσελθόντος αὐτὴν τὴν στιγμὴν τοῦ ἐσχάτου κινδύνου, καὶ τελεσφόρως παρεμβάντος ὑπὲρ τοῦ καταδίκου. Ἀλλὰ πρὸ τούτου τίς προσεδόκα νὰ εὑρεθῇ τὸ σχοινίον εἰς τὸν κόλπον τοῦ Καμπόσου; Διότι οἱ Ἀλβανοὶ κατεδίκασαν παμψηφεὶ τὸν Κώσταν εἰς τὴν ἀγχόνην, ἀλλὰ σχοινίον δὲν εὑρίσκετο εἰς τὸν στρατῶνα. Αἴφνης ὁ Καμπόσος ἀνασύρει ἐκ τοῦ κόλπου του σχοινίον σπειροειδῶς τυλιγμένον, καὶ τὸ προσφέρει εἰς τὸν Γιουσούφ.

―  Νά, πάρε, ἀγά μου, τῷ εἶπεν.

Αὐτὸς ὁ Καμπόσος ἦτο πολύτιμος. Περὶ πάντων προυνόει, ὡς καὶ σχοινίον εἰς τὸν κόλπον του εὑρέθη ἐπικαίρως νὰ ἔχῃ.

Ἀλλ᾽ ὁ Σουλεϊμὰν ἦτο ἀδελφοποιτὸς τοῦ Χρήστου Μηλιόνη. Οὗτος κατὰ τὴν ἐσχάτην στιγμὴν προσῆλθε συνήγορος ὑπὲρ τοῦ κινδυνεύοντος, καὶ ἐπέτυχε τῆς χάριτος αὐτοῦ. Ὁ Σουλεϊμὰν οὗτος κατῴκει εἰς τὰ περίχωρα. Ἐγνώσθη ὕστερον ὅτι ὁ ἀγαθὸς ποιμὴν Νάσκας ἦτο ἐκεῖνος, ὅστις προσῆλθε πρὸς τὸν Τοῦρκον τοῦτον ἱκέτης ὑπὲρ τοῦ ξένου του.

Μετὰ τρεῖς ἡμέρας συνέβη ἡ σκηνὴ τῆς συναντήσεως τῆς μητρὸς καὶ τῆς κόρης ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Χαλήλ, ὅπου διηγοῦντο πρὸς ἀλλήλας τὰ παθήματά των. Φεῦ, ἡ τρυφερὰ κόρη Βάσω ἦτο τοῦ λοιποῦ σύζυγος τοῦ Τούρκου.

ΙΑ´

Περὶ τὰ μέσα τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος κατεῖχεν ὁ Χρῆστος Μηλιόνης τὰ ἀρματολίκια τῆς Ἀκαρνανίας, τοῦ Βάλτου καὶ Ξηρομέρου, εἷς τῶν ἀντιπροσώπων τῆς σφαδαζούσης ἑλληνικῆς ἐλευθερίας, τῶν περιφανέστερον παραστησάντων εἰς τὸν ἐκπεπληγμένον εὐρωπαϊκὸν κόσμον τὰ δίκαια τοῦ ἀδικουμένου ἔθνους· οὐδέποτε εἶχε συνθηκολογήσει μὲ τοὺς Τούρκους. Τοῦτο ἐκφράζει τρανότερον πάσης ἱστορικῆς μαρτυρίας ὁ στίχος τοῦ δημοτικοῦ ᾄσματος:

Ὅσο εἶν᾽ ὁ Χρῆστος ζωντανός, Τοῦρκο δὲν προσκυνάει.

Ἀλλ᾽ οἱ κρατοῦντες ἦσαν πρόθυμοι πάντοτε νὰ κολακεύωσι τοὺς μέγα δυναμένους ἐκ τῶν ἡμετέρων πολεμιστῶν τῆς ζοφερᾶς ἐκείνης ἐποχῆς, καὶ τὴν μοῖραν ταύτην δὲν διέφυγε καὶ ὁ Χρῆστος Μηλιόνης. Ἐν ἔτει 1747 εἶχεν ἐπέλθει ἀπραξία τῶν πολεμικῶν ἔργων καθ᾽ ὅλην τὴν Ἀκαρνανίαν. Τότε καὶ ὁ Χρῆστος ἠναγκάσθη ν᾽ ἀρκεσθῇ εἰς τὰς προτάσεις τῶν Τούρκων, καὶ δεχθεὶς τὸ ἀρματολίκι τῆς Ἀκαρνανίας, ἔμεινεν ἡσυχάζων ἐπί τινα χρόνον.

Τότε συνέβη ἡ φοβερὰ ἐκείνη παρασπονδία, ἣν εὐλόγως ὁ Χρῆστος ἔμελλε νὰ νομίσῃ ἀνήκουστον εἰς τὰ κλεφτικὰ χρονικά, καὶ εἰς τὰς μεταξὺ ἀγάδων καὶ Ἑλλήνων μαχητῶν σχέσεις. Ἡ ἁρπαγὴ τῆς κόρης Βασίλως, τῆς ἀναδεκτῆς τοῦ Μηλιόνη, ἐκίνησε τὴν ἀγανάκτησιν τοῦ κλέφτου. Γνωστὸν ὅτι ἡ πνευματικὴ συγγένεια τοῦ βαπτίσματος ἐνομίζετο τότε πολλῷ σοβαρωτέρα ἢ ὅσον σήμερον νομίζεται συνήθως. Ἂς προστεθῶσιν εἰς ταῦτα καὶ αἱ σχέσεις μεταξὺ τοῦ Χρήστου Μηλιόνη καὶ τῆς οἰκογενείας τῆς κόρης ἐκείνης.

Τὰ μετὰ ταῦτα διηγήθημεν ἤδη ἐν τοῖς ἔμπροσθεν. Κατόπιν τούτων ἐπῆλθεν ἡ ἀποκήρυξις τοῦ ἀρματολοῦ Χρήστου Μηλιόνη ὡς κλέφτου, ἥτις δὲν ἐβράδυνε νὰ πεμφθῇ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως.

Κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον, διὰ νὰ ἀποδεικνύηται ἑκάστοτε ἀληθεύουσα ἡ ἀρχαία ἐπὶ διχονοίᾳ μομφή, διὰ νὰ μὴ ἐκλίπῃ ποτὲ ἡ πατροπαράδοτος ἐκείνη ἐθνικὴ ἀρά, εὑρέθη καὶ εἷς χριστιανὸς προεστώς, ὁ Πάνος Μαυρομάτης, πρόθυμος νὰ ἐκστρατεύσῃ κατὰ τοῦ Χρήστου Μηλιόνη. Οὗτος συνεξεστράτευσε μετὰ τοῦ Δερβέναγα τῆς Ἀκαρνανίας Μουχτάρ, τοῦ ἐπιλεγομένου Κλεισούρα, κατὰ τοῦ ἡμετέρου ἀνδρείου κλέφτου.

Ἀγνοεῖται ὁ λόγος δι᾽ ὃν ἀπεδόθη τὸ ἐπίθετον τοῦτο εἰς τὸν εἰρημένον Μουχτάρ. Ἀλλ᾽ ἂν ἐπεκλήθη οὕτω, διότι ἦτο ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ πολιορκῇ εἰς κλεισωρείας τοὺς ἐχθροὺς οὓς ἐπολέμει, οὐδὲν ἀτυχέστερον παρωνύμιον ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ. Πιθανώτερον εἶναι ὅτι ὁ εἰρημένος Μουχτὰρ Κλεισούρας ἠξιώθη τοῦ ἐπιθέτου τούτου, διότι μᾶλλον ἠγάπα νὰ ἀποκλείῃ πᾶσαν ἐνδεχομένην πρὸς τοὺς πολεμίους συμπλοκήν.

Τεκμήριον τούτου ἦτο ὅτι ἐπὶ τρεῖς μῆνας καὶ δεκαεννέα ἡμέρας, καθ᾽ οὓς ὑπεκρίνετο ὅτι κατεδίωκεν τὸν Χρῆστον Μηλιόνην εἰς τὰ ὄρη τῆς Ἀκαρνανίας, οὐδεμίαν ἁψιμαχίαν κατώρθωσε νὰ συνάψῃ πρὸς αὐτόν.

Ὁμολογητέον ὅμως ὅτι δὲν ἦτο τόσον εὔκολον τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν ἐφαρμογήν, ὅσον φαίνεται λεγόμενον. Ἁψιμαχία κατὰ τοῦ Χρήστου Μηλιόνη ἦτο δυσχερέστατον καὶ τραχύτατον ἔργον. Διότι ὁ Χρῆστος πλὴν τῆς προσωπικῆς ἀνδρείας καὶ ἐμπειρίας του εἶχε τοὺς μονομάτους, τοὺς τρομεροὺς ἐκείνους σκοπευτάς, οἵτινες ἐθέριζον τοὺς Τούρκους τόσον κανονικῶς, ὡς νὰ κατεῖχον εἰς χεῖρας τὸ δρέπανον τοῦ Χάρου, τοῦ μόνου ἀρματολοῦ τῆς ἀρχαίας Ἠπείρου.

Περὶ μέσα Ἀπριλίου τοῦ εἰρημένου ἔτους εἶχε στήσει ὁ Χρῆστος τὸ λημέρι του ἐπὶ ὑψηλοῦ ζυγοῦ ἑνοῦντος δύο ἐξηρμένας κορυφάς. Ἡ θέσις ὠνομάζετο Ζυγουριά. Τὸ μέρος τοῦτο ἀπετέλει μικρὰν κοιλάδα, ἔχουσαν ἑκατὸν βημάτων περίμετρον, περιεχομένην μεταξὺ τεσσάρων φυσικῶν προμαχώνων. Οὗτοι ἐσχηματίζοντο ἐκ τεσσάρων ὑψηρεφῶν σκοπιῶν, ἐφ᾽ ὧν συνηλλάσσοντο τέσσαρες ἑκάστοτε ἄγρυπνοι φρουροί, κρατοῦντες τὰ καρυοφύλλια. Αἱ σκοπιαὶ αὗται ἐκαλοῦντο μὲ λατινικὸν ὄνομα βίγλες· ἐπ᾽ αὐτῶν ἐβίγλιζον, ἤτοι ἐφρούρουν, ἐξ ὑπαμοιβῆς οἱ γενναῖοι ἄνδρες τοῦ Χρήστου Μηλιόνη. Προσεδοκᾶτο δὲ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἡ ἐπίθεσις τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ.

Ἀλλ᾽ εἰς μάτην ἐβίγλιζον οἱ κλέφται ἐξ ὑπαμοιβῆς, καὶ εἰς μάτην οἱ σύντροφοί των ἐκοιμῶντο ἀνήσυχοι ἐπὶ τῶν καρυοφυλλίων. Ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας πολὺ ἔμελλε νὰ βραδύνῃ ὅπως ἐφορμήσῃ κατὰ τοῦ ὀρεινοῦ στρατεύματος, ἂν ἔμελλεν ἐντοσούτῳ νὰ ἐφορμήσῃ ποτέ!

Ἐν τούτοις οἱ μονόματοι δὲν ᾐσθάνοντο κόπον ἐκ τοῦ εἴδους τούτου τῆς ἀσχολίας. Ἦτο γνωστὸν ὅτι καὶ ἂν ἀπεκοιμᾶτό τις αὐτῶν, τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν ἔκλειε μόνον. Διὰ δὲ τοῦ ἑτέρου ἐξηκολούθει νὰ βιγλίζῃ καὶ κοιμώμενος.

Οἱ ἀνδρεῖοι οὗτοι, ὅσοι ἦσαν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Χρήστου Μηλιόνη (διότι εἶχεν ἤδη προσλάβει διαρκῶς εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του μετὰ τὴν σουλτανικὴν ἀποκήρυξιν) ἦσαν ἐκλεκτοὶ ἐξ ἐκλεκτῶν, καὶ ἠριθμοῦντο εἰς τεσσαράκοντα. Ἐκτὸς αὐτῶν ἦτο τὸ κύριον σῶμα τῶν κλεφτῶν, συγκείμενον ἐξ εἰκοσιεννέα. Τέλος ἦσαν πρόθυμοι ἐπίκουροι ἐκ τῶν ὀρεινῶν χωρίων, ἕτοιμοι νὰ σπεύσωσιν ὡς ἐφεδρεία ἐν ἀνάγκῃ, καὶ οἱ τοιοῦτοι ἀνήρχοντο εἰς ὀγδοήκοντα τελείους ἄνδρας.

Τὸ μικρὸν τοῦτο στράτευμα ἠσχολεῖτο ἀπὸ ἑνὸς μηνὸς ὀχυροῦν τὰς προσόδους τῶν ὀρεινῶν κωμῶν καὶ λαμβάνον πᾶν ἄλλο προφυλακτικὸν μέτρον. Εἶχον κατασκευάσει ταμπούρια ὑπὲρ τὰ πεντήκοντα εἰς περιφέρειαν πέντε ἢ ἓξ μιλίων ἐπὶ τοῦ ὕψους τοῦ ὄρους. Διότι ἀνελογίζοντο πάντες ὅτι ὁ κίνδυνος ἐπέκειτο, καὶ ἀνεμένετο κρατερὰ ἡ ἐπίθεσις τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ.

Ἐν τούτοις ὁ Χρῆστος δὲν ἀνησύχει παραπολὺ ἐκ τῆς καταστάσεως ταύτης, καὶ εἶχε κρυφίαν ἐλπίδα ὅτι οἱ πολέμιοι δὲν ἔμελλον νὰ δείξωσι τόλμην εἰς τὴν προκειμένην περίστασιν. Ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀποτρέψῃ τοὺς περὶ αὐτὸν ἀπὸ πάσης προφυλάξεως, καὶ συνετῶς ἔπραττε λαμβάνων τὰ πρόσφορα μέτρα. Ἐγίνωσκε καλῶς τὸν Μουχτὰρ Κλεισούραν καὶ εἶχε πεποίθησιν ὅτι δὲν θὰ ἐτόλμα οὗτος ν᾽ ἀντεπεξέλθῃ κατ᾽ αὐτοῦ. Ὅσον διὰ τὸν Πάνον Μαυρομάτην, ἦτο γενικῶς παραδεδεγμένον ὅτι οἱ χριστιανοί, ὅσοι συνεμάχουν μετὰ τῶν Τούρκων, οὐδέποτε εὐνοοῦντο ὑπὸ τῆς τύχης εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις των. Τοῦτο ἦτο πρόληψις τὰ μάλιστα διαδεδομένη παρὰ τοῖς χωρικοῖς, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἄλλως ἦτο δικαιότερον οὐδὲ ψυχολογικώτερον τῆς τοιαύτης προλήψεως.

ΙΒ´

Ἀρχομένου τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου, πρωίαν τινὰ καθ᾽ ἣν ὁ οὐρανὸς ἦτο συνεσκοτασμένος ὑπὸ νεφῶν, εἰς τὰ πρόθυρα αὐτοῦ ἐκείνου τοῦ τζαμίου, ἐξ οὗ ὁ Μηλιόνης εἶχεν ἀπαγάγει τὸν μακαρίτην κατὴν τῆς Ἄρτης, ἀνεγνώσθη εἰς ἐπήκοον τῶν ἀγάδων τὸ σουλτανικὸν φιρμάνιον, δι᾽ οὗ ὁ Χρῆστος Μηλιόνης, τέως ἀνεγνωρισμένος ἀρματολὸς τῆς Ἀκαρνανίας, καθῃρεῖτο ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος τούτου, καὶ ἐκηρύττετο ἔκπτωτος τῆς σουλτανικῆς εὐνοίας, ἀποστάτης καὶ κλέφτης, ὡς ἔνοχος ἐσχάτης προδοσίας. Προσεκαλεῖτο δὲ πᾶς πιστὸς μουσουλμάνος, ὅπως συλλάβῃ καὶ παραδώσῃ εἰς τὰς ἀρχὰς τὸν κλέφτην τοῦτον, ὡς ἐπικίνδυνον εἰς τὴν ἀσφάλειαν τῶν πιστῶν ὑπηκόων τοῦ Σουλτάνου.

Ἀξία σημειώσεως εἶναι ἡ ἑπομένη παράγραφος τοῦ συνοδεύοντος τὸ σουλτανικὸν φιρμάνιον φετφᾶ* τοῦ Σεῒχ-Ἰσλάμη, δι᾽ ἧς ἐχαρακτηρίζετο προσηκόντως ἡ θρησκευτικὴ ἄποψις τοῦ ζητήματος. (Παραθέτομεν τὸ κείμενον κατὰ τὴν τότε ἐπίσημον μετάφρασιν·) «Μὲ τὸ νὰ ἐπάτησεν ὁ Χρῆστος Μηλιόνης τὸ τζαμὶ τοῦ Ταχήρ, τόπον ἱερὸν καὶ ἀπάτητον εἰς τοὺς ἀπίστους, καὶ νὰ ἐξήγειρε τὰ τζίνια* ὁποὺ ἐκοιμῶντο ὑποκάτω εἰς τὰς πλάκας, ἕτοιμα διὰ ν᾽ ἁρπάσουν τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν, ὅσοι ἤθελον ἀποθάνει εἰς τὴν ἀληθῆ θρησκείαν, διὰ νὰ τὰς φέρουν εἰς τὸ Τζεννὲμ* ὅπου μόνοι οἱ ἀληθεῖς πιστοὶ πηγαίνουν…» Διὰ τοὺς λόγους τούτους, πρὸς ἐξιλέωσιν τῶν εἰρημένων τζινίων ἢ πνευμάτων, κατεδικάζετο ὁ Χρῆστος Μηλιόνης καὶ οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ νὰ σφαγῶσι τόσοι τὸν ἀριθμόν, ὅσα ἦσαν τὰ παροργισθέντα τζίνια. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀριθμὸς τούτων δὲν ἐμνημονεύετο ρητῶς ἐν τῷ ἐπισήμῳ κειμένῳ, εἵπετο ὅτι ἀφήνοντο ἐλεύθεροι οἱ μουσουλμάνοι νὰ ὑπολογίσωσι τὸν ἀριθμὸν κατ᾽ ἀρέσκειαν.

Ἡ ἀνάγνωσις τῶν δύο τούτων ἱερῶν ἐγγράφων προυξένησε τόσον εὐσεβῆ ἐρεθισμόν, ὥστε οἱ καλοὶ ἀγάδες ἦσαν πλήρεις ἀνυπομονησίας πότε νὰ ἐκστρατεύσωσιν. Ἐξ αὐτῆς τῆς Ἄρτης καὶ τῶν πέριξ χωρίων προσῆλθον ἐθελονταὶ περὶ τοὺς ἑκατόν, διότι ὁ κύριος στρατὸς συνέκειτο ἐξ ὀλιγαρίθμων Ἀλβανῶν. Τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας οἱ ἀγάδες ἀπεχαιρέτιζον τοὺς γονεῖς, τὰς γυναῖκας καὶ τὰς ἀδελφάς των, καὶ τὴν ἐπιοῦσαν εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ ἐκκινήσωσιν οἱ ἐθελονταὶ ἐξ Ἄρτης.

Ἤδη περὶ τὸ λυκαυγὲς οἱ ἐνθερμότατοι συνῆλθον εἰς τὸ τζαμίον, τὸν τόπον τῆς συνεντεύξεως, καὶ μετὰ τὴν εὐχὴν ἣν ἀπήγγειλε μεγαλοφώνως ὁ ἰμάμης πρὸς ἐνίσχυσιν αὐτῶν, ἡτοιμάζοντο ν᾽ ἀρχίσωσι τὴν ὁδοιπορίαν. Οἱ βραδύτεροι προσήρχοντο ἀνὰ δύο ἢ καὶ τρεῖς, καὶ ἤδη πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ἔμελλον νὰ ἐξέλθωσιν ἐκ τῆς πόλεως. Πρὶν ἢ ἐκκινήσωσιν ἠριθμήθησαν οἱ ἐκστρατεύοντες καὶ εὑρέθησαν ὀγδοήκοντα καὶ εἷς. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν προσῆλθε καὶ ὀγδοηκοστὸς δεύτερος.

Ἦτο οὗτος νεαρὸς Τοῦρκος, ὅστις μόλις ἐφαίνετο δεκαεπταετής. Ἐκ τῶν γειτόνων του κατὰ τὴν πορείαν οὐδεὶς τὸν ἐγνώριζε.

―  Ποιὸς εἶν᾽ αὐτός; ἠρώτησέ τις τῶν Τούρκων, ἀφοῦ εἶχον ἐξέλθει ἐκ τῆς πόλεως.

―  Δὲν τὸν ξαναεῖδα, ἀπήντησεν ὁ ἐρωτώμενος.

―  Οὐδ᾽ ἐγώ, εἶπε τρίτος τις.

―  Οὐδ᾽ ἐγώ, ἐπανέλαβεν ἄλλος.

Τέλος ὁ πρῶτος ἐρωτήσας, ὅστις διέπρεπεν ἐπὶ τόλμῃ, ἐθάρρησε ν᾽ ἀπευθύνῃ τὸν λόγον εἰς αυτόν.

―  Ποῖος εἶσαι; τὸν ἠρώτησε.

―  Δὲν εἶμαι ἀπὸ τὴν Ἄρταν, ἀπήντησεν ἐρυθριῶν ὁ νεαρὸς Τοῦρκος.

―Ἀπὸ ποῦ εἶσαι;

―  Εἶμαι ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, ἀπήντησεν ἐκεῖνος.

―  Καὶ ποῦ εὑρέθης ἐδῶ;

―Ἦρθα μ᾽ ἕνα καραβάνι.

Καὶ ὁ ὀχληρὸς δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐρωτήσῃ περιπλέον τι.

ΙΓ´

Τὴν αὐτὴν πρωίαν θόρυβος, βοὴ καὶ ταραχὴ μεγίστη συνέβη εἰς τὸ σαράγιον τοῦ Χαλὴλ ἐφένδη ἐν Ἄρτῃ.

Ὁ φιλήδονος Τοῦρκος δὲν ἠθέλησε νὰ συνεκστρατεύσῃ μετὰ τῶν ὁμοθρήσκων του, προφασισθεὶς ὅτι ἡ πνευματικὴ συγγένεια τῆς χριστιανῆς συζύγου του μετὰ τοῦ Χρήστου Μηλιόνη ἐκώλυεν αὐτόν. Τὸ ἀληθὲς ἦτο ὅτι δὲν ἐπεθύμει ὁ Χαλὴλ ν᾽ ἀφήσῃ τὸ χαρέμιόν του ὑπὸ τὴν κηδεμονίαν τῶν ἐν Ἄρτῃ μουσουλμάνων.

Ἀλλὰ περὶ τὴν τρίτην ὥραν τῆς ἡμέρας ἡ μαύρη Φατμά, εἰσελθοῦσα κατὰ τὸ σύνηθες εἰς τὸν θάλαμον τῆς Βάσως, ὅπως προσφέρῃ αὐτῇ τὸ σύνηθες γάλα, δὲν εὗρεν ἐκεῖ τὴν νεάνιδα. Βεβαίως θὰ κατέβη εἰς τὸν κῆπον τοῦ σεραγίου. Καὶ τοῦτο ὅμως ἦτο ἀσύνηθες. Ἡ παραδεδεγμένη τάξις ἦτο νὰ καταβαίνωσιν ὁμοῦ ἡ Βάσω καὶ ἡ Φατμὰ εἰς τὸν κῆπον τὴν πρωίαν.

Τί παθοῦσα ἡ νέα αὕτη χριστιανὴ παρέβη τὸ νόμιμον τοῦτο ἔθος; Μήπως ἔδακνεν ἤδη τὸν χαλινόν, καὶ ἤθελε ν᾽ ἀποσείσῃ τὴν ἐξουσίαν τοῦ συζύγου καὶ αὐθέντου της;

Θὰ ἦτο νόστιμον, μία νέα χριστιανὴ νὰ τολμᾷ νὰ παραβαίνῃ καθεστηκότα νόμιμα, ἅτινα ἐσέβοντο ἀνέκαθεν ὅλαι αἱ χανούμισσαι τοῦ σεραγίου, αἱ ὡραιόταται καὶ εὐγενέσταται. Ἐν τούτοις ἡ Φατμὰ ἔσπευσε νὰ καταβῇ εἰς τὸν κῆπον.

Οὐδέν. Ἡ Βασίλω δὲν ἦτο ἐκεῖ.

Ἡ Φατμὰ ἠρεύνησεν ἐπιμελῶς εἰς ὅλας τὰς γωνίας. Οὐδαμοῦ ἀνεῦρε τὴν νέαν. Ἐπανῆλθεν εἰς τοὺς θαλάμους καὶ ἤρχισε δευτέραν ἔρευναν. Οὐδαμοῦ. Κατέβη πάλιν εἰς τὸν κῆπον. Οὐδέν. Ἐξήτασεν εἰς τὰ προαύλια καὶ εἰς τὰ συνεχόμενα ὑπόγεια. Εἰς μάτην.

Τέλος ὑπερέβη τὰ σύνορα, καὶ μετέβη εἰς τοὺς θαλάμους τῶν χανουμισσῶν. Ἡ Βασίλω δὲν ἦτο ἐκεῖ.

Ἐπέστρεψεν εἰς τὸν κοιτῶνα τῆς νέας, καὶ δὲν τὴν εὗρεν.

Ἡ Φατμὰ ἔμελλε παρ᾽ ὀλίγον νὰ παραφρονήσῃ. Βεβαίως ἐὰν ἡ Βάσω ἦτο παροῦσα, καὶ τὴν ἐθεώρει ὄπισθεν δικτυωτοῦ τινος τοῦ χαρεμίου, ἐὰν ἔβλεπε τὸ πρόσωπόν της, ὅπερ εἶχε καταστῆ οἰκτρόν, ἐκστατικόν, καὶ εἶχε λάβει ἡμισελήνου σχῆμα, ἐὰν ἔβλεπε τὸν τρόμον τῶν μελῶν της καὶ τὸν βρυγμὸν τῶν ὀδόντων της, δὲν θὰ εἶχε τόσην ἀπανθρωπίαν, ὥστε νὰ δραπετεύσῃ ἐκ τοῦ χαρεμίου.

Τί λόγον νὰ δώσῃ ἡ Φατμὰ εἰς τὸν κύριόν της, ἀφοῦ οὗτος τῇ εἶχεν ἐμπιστευθῆ τὴν νέαν ἐκείνην σεβιλμὲκ (τὴν ἀγαπωμένην) καὶ τῇ εἶχεν εἰπεῖ: «Μοῦ ἀποκρίνεσαι, κουζούμ, μὲ τὸ κεφάλι σου»· τί λόγον νὰ δώσῃ, ἂν ὁ κύριός της ἤρχετο τὴν στιγμὴν ταύτην, ὡς καὶ ἔμελλε νὰ ἔλθῃ, νὰ τὴν ἐρωτήσῃ: ― Ποῦ εἶναι ἐκείνη, Φατμά;

―  Τὸ κεφάλι μου, ἐψιθύριζεν αὐτομάτως ἡ δυστυχὴς Μαύρη.

Ἀλλ᾽ ὄχι· δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ φύγῃ οὕτως ἡ σεβδισμέκ (ἡ βιαζομένη ν᾽ ἀγαπᾷ). Αἱ θύραι τοῦ χαρεμίου δὲν ἠνοίγοντο εὐκόλως. Πῶς ἠδύνατο νὰ δραπετεύσῃ; Κάπου θὰ εἶναι κρυμμένη.

Καὶ ἡ Φατμὰ ἤρχιζε νέαν ἔρευναν, εἰς τοὺς διαδρόμους, εἰς τοὺς θαλαμίσκους, εἰς τὰ ἑρμάρια. Τέλος ἡ Βάσω δὲν εὑρίσκετο. Ἀναμφιβόλως θὰ εἶχε φύγει.

―Ὤ, αὐταὶ αἱ χριστιαναί! Πάντοτε ἄπιστοι ἦσαν καὶ θὰ εἶναι.

Καὶ προσήγγιζεν ἤδη ἡ φοβερὰ στιγμὴ καθ᾽ ἣν ἔμελλε νὰ παρουσιασθῇ ὁ Χαλὴλ ἐφένδης.

Ἡ Φατμὰ ἔλαβε γενναίαν ἀπόφασιν. Ἀφοῦ ἐκείνη ἡ σεβεμεμέκ (ἡ μὴ δυναμένη ν᾽ ἀγαπᾷ) ἔφυγεν, ἀφοῦ ἔγινεν ἄφαντος, καὶ ἡ Φατμὰ ἔμελλεν ἂν ὄχι νὰ θανατωθῇ, τοὐλάχιστον νὰ μαστιγωθῇ ἀπανθρώπως, διὰ νὰ πληρώσῃ τὸ σφάλμα ἐκείνης, διατί νὰ μὴ φύγῃ καὶ αὐτή, ἀθῴα οὖσα, διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τῆς μανιώδους ὀργῆς τοῦ κυρίου της; Καὶ ἐκείνη μὲν ἡ σεβδισμὲκ θὰ ἔφυγε διὰ μαγείας (τοῦτο δὲν εἶναι ζήτημα) διότι τὰς κλεῖδας τοῦ χαρεμίου τὰς κατέχει ἡ Φατμά, αὕτη ὅμως, ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Ἀλλάχ, δὲν ἔχει ἀνάγκην μαγείας, ἀλλ᾽ ἀρκεῖ νὰ μεταχειρισθῇ τὰς κλεῖδας ἃς κατέχει, διὰ ν᾽ ἀνοίξῃ τὰς θύρας τοῦ χαρεμίου καὶ νὰ δραπετεύσῃ.

Καὶ ἄνευ περαιτέρω σκέψεως ἠρεύνησεν εἰς τοὺς θυλάκους τῆς ἐσθῆτός της, διὰ νὰ εὕρῃ τὰς κλεῖδας. Ὢ ἔκπληξις! Αἱ κλεῖδες δὲν ἦσαν ἐκεῖ. Αἱ κλεῖδες εἶχον γίνει ἄφαντοι μετὰ τῆς Βάσως.

Τότε μόνον ἀνελογίσθη ἡ Φατμά, ὅτι τῷ ὄντι ἂν δὲν τῆς ἔκλεπτεν ἡ χριστιανὴ τὰς κλεῖδας, δὲν ἠδύνατο νὰ φύγῃ, διότι ἄνευ τῶν κλειδῶν δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀνοίξῃ τοῦ χαρεμίου τὰς θύρας, καὶ τότε ᾤκτειρε τὴν ἀφέλειαν ἑαυτῆς, ὡς μὴ προφυλαττομένης μετ᾽ ἀρκούσης δυσπιστίας ἀπὸ τῆς δεσμώτιδος. Ἀλλὰ τοῦτο ἦτο ἱκανὸς λόγος διὰ νὰ παραφρονήσῃ τις.

Ἀλλ᾽ ἡ Φατμὰ εἶχε συνέλθει ἐκ τῆς πρώτης ἐκπλήξεως, καὶ ἠδύνατο ἤδη νὰ συναρμόζῃ κανονικῶς τὰς σκέψεις της. Ὅθεν διενοήθη εὐθὺς ὅτι ἀφοῦ ἡ χριστιανὴ εἶχε κλέψει τὰς κλεῖδας, πιθανὸν νὰ ἄφησε τὰς θύρας ἀνοικτάς, ἐκτὸς ἂν εἶχε τὴν ἀταραξίαν νὰ κλειδώσῃ ἅμα ἐξελθοῦσα, πρὸς μείζονα ἀσφάλειαν, καὶ νὰ ἀποκομίσῃ φεύγουσα τὰς κλεῖδας. Ἡ Φατμὰ ἔσπευσε πάραυτα νὰ καταβῇ εἰς τὴν θύραν.

Τῷ ὄντι αἱ κλεῖδες ἦσαν ἐκεῖ, καὶ ἡ θύρα ἦτο ἀνοικτὴ εἰσέτι. Ἡ δύστηνος νέα δὲν ἐτόλμησεν ἢ δὲν διενοήθη νὰ λάβῃ τὰς κλεῖδας μεθ᾽ ἑαυτῆς. Ἡ Φατμὰ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τῇ ἐφάνῃ ὅτι ἡ θέσις της ὡς καταδίκου ἐπαισθητῶς ἠλαφρύνθη.

Ἡ Μαύρη προεμελέτα ἤδη τὴν ἀπολογίαν, ἣν ἔμελλε ν᾽ ἀπαγγείλῃ ἐνώπιον τοῦ κυρίου της. Ἐκλείδωσεν ἔσωθεν τὴν θύραν, ἔθηκε τὰ κλειδία εἰς τὸν βαθὺν θύλακον τῆς ἐσθῆτός της καὶ ἀνέβη εἰς τοὺς θαλάμους. Αὐθορμήτως εἶχεν ἀποφασίσει νὰ μὴ φύγῃ. Ἐμέμφετο δ᾽ ἑαυτὴν ὅτι εἶχε συλλάβει πρὸ μικροῦ τὴν ἰδέαν τῆς ἀποδράσεως.

Τῷ ὄντι πᾶσα φιλαυτία εἶναι εὐεξήγητος, καὶ ἡ φιλαυτία τοῦ δεσμοφύλακος δὲν εἶναι ἥττονος σεβασμοῦ ἀξία. Ἀφοῦ εἶχε τὰς κλεῖδας, ἡ Φατμὰ ἔσωζε τὴν φιλαυτίαν της, ἔμελλε νὰ δείξῃ τὰς κλεῖδας ταύτας πρὸς τὸν κύριόν της καὶ νὰ τῷ εἴπῃ. (Ἐννοεῖται ὅτι θὰ ἐψεύδετο, ἀλλ᾽ ἄνευ ψεύδους οὐδεμία ὑπόθεσις εὐοδοῦται.) Θὰ τῷ ἔλεγεν ἄρα, ὅτι αἱ κλεῖδες αὗται ἦσαν εἰς τὰς χεῖράς της, ὅτι οὐδέποτε ἀπέβαλεν αὐτάς, ὅτι ἡ θύρα τοῦ χαρεμίου οὐδέποτε ἀνεῴχθη, καὶ ὅμως ἡ νέα χριστιανὴ κατώρθωσε νὰ γίνῃ ἄφαντος. Τίνι τρόπῳ; Ἡ Φατμά, ἀμαθὴς Μαύρη, δὲν ἐγίνωσκε τὰ μυστήρια τῆς μαγείας, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἐξηγήσῃ κατὰ ποῖον τρόπον ἐδραπέτευσεν ἡ χριστιανή. Ὑπάρχουσιν ἄπειροι καταχθόνιοι τρόποι καὶ μέθοδοι ἀνεξήγητοι, ἃς πᾶς ἕκαστος ἀγνοεῖ. Ἠδύνατο νὰ ἠξεύρῃ ἡ Φατμὰ τίνος τούτων ἦτο ἔμπειρος ἡ δραπέτις; Ἤρκει ὅτι αὐτὴ δὲν τῇ ἔδωκε τὰ κλειδία, ἄλλως, συνειδυῖα τὴν τύχην ἥτις ἀπέκειτο αὐτῇ, ἤθελε φύγει μετὰ τῆς δραπέτιδος. Διότι προκριτώτερον βεβαίως ἦτο νὰ χάσῃ τὴν ζωήν της εἰς τὸν παρόντα κόσμον, καὶ αὐτὴν τὴν μέλλουσαν ἀνάπαυσιν εἰς τὴν αἰωνιότητα, ἢ νὰ στερηθῇ τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ κυρίου της. Ἦτό ποτε δυνατὸν νὰ φυγαδεύσῃ ἡ Φατμὰ τὴν ἄπιστον ἐκείνην; Ποῖον συμφέρον θὰ εἶχε νὰ πράξῃ τοῦτο; Ἡ Μαύρη αὕτη ἦτο γνωστὴ εἰς τὸν ἐφένδην Χαλήλ. Οὐχὶ μόνον εἰς αὐτὸν ἦτο γνωστή, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν πατέρα του, ὃν εἶχε παιδιόθεν ὑπηρετήσει, καὶ αὐτὰ τὰ κόκκαλα τῶν τεθνεώτων ἠδύναντο νὰ μαρτυρήσωσι περὶ τῆς ἀφοσιώσεώς της. Ταῦτα ἔμελλε νὰ εἴπῃ εἰς τὸν Χαλήλ, καὶ ἂν δὲν τὸν ἔπειθεν, εὐτυχὴς θὰ ἦτο ἔχουσα τὴν συνείδησιν ἀναπαυμένην.

Ἄλλως δὲ ἡ δυστυχὴς Μαύρη δὲν ἐτόλμα νὰ ὑπερβῇ τὸν οὐδὸν τοῦ σεραγίου, καὶ τὸ πρᾶγμα ἦτο εὐνόητον. Ὁ κόσμος ἐφαίνετο πρὸς αὐτὴν πέλαγος ἄπειρον καὶ ἀτέραμνον. Ἡ σφαῖρα αὐτῆς, ἐν ᾗ ἀνετράφη, ἧς τὸν ἀέρα ἀνέπνευσεν, ἦτο τὸ χαρέμιον. Πέραν τοῦ χαρεμίου οὐδὲν ἐγίνωσκε. Τὰ πάντα ἐνέπνεον αὐτῇ τρόμον. Ποῦ νὰ μεταβῇ πτωχὴ γυνή, ἤδη πρεσβῦτις, ἂν ἔφευγε τὴν φιλόξενον στέγην, ὑφ᾽ ἣν εἶχεν ἀνατραφῆ; Ἐπὶ τέλους ἐφαντάζετο ὅτι φεύγουσα συνήντα καθ᾽ ὁδὸν τὸν κύριόν της, ἔφιππον ἐπιστρέφοντα μετὰ δύο ἢ τριῶν ἀκολούθων ἐκ τῆς ἑωθινῆς εἰς τὰ κτήματά του ἐκδρομῆς.

―  Ποῦ πηγαίνεις, Φατμά;

Εἰς τοιαύτην ἐρώτησιν τί ἄλλο ἠδύνατο ν᾽ ἀπαντήσῃ ἡ πτωχὴ Μαύρη, εἰμή:

―Ἔρχομαι νὰ σ᾽ εὕρω, ἐφέντη μου.

―  Καὶ τί μὲ θέλεις;

Εἰς τὴν δευτέραν ταύτην ἐρώτησιν τί θὰ ἀπήντα;

―Ἐφέντη, ἡ Ρωμιὰ ἔφυγεν ἀπὸ τὸ χαρέμι…

Βεβαίως, διότι αἱ ἐρωτήσεις καὶ ἀπαντήσεις μεταξὺ δεσπότου καὶ δούλης συνέχονται ὡς κρίκοι τῆς αὐτῆς ἁλύσου, καὶ εὐθὺς ὡς συνήντα ἡ Μαύρη τὸν Χαλήλ, οὐδὲν ἄλλο ἠδύνατο ν᾽ ἀπαντήσῃ. Διότι ἄλλως ὤφειλε νὰ εἴπῃ ὅτι φεύγει ἀπὸ τὸ χαρέμιον. Ἀλλὰ τότε ὁ Χαλὴλ καθ᾽ ὅλα τὰ δίκαια καὶ τὰ νόμιμα, θὰ τὴν συνελάμβανε, καὶ θὰ διέταττε νὰ μαστιγωθῇ καὶ νὰ καθειρχθῇ ὡς δραπέτις. Ὅθεν οὐδὲν ἄλλο ἠδύνατο νὰ πράξῃ ἢ νὰ ὑποταχθῇ εἰς τὴν τύχην της. Ἀλλ᾽ ἕνεκα τῆς ταραχῆς ἐν ᾗ διετέλει ἡ δυστυχὴς Μαύρη, κατήντησε νὰ ἐκλαμβάνῃ ὡς πραγματικὴν τὴν καθ᾽ ὁδὸν συνάντησιν μετὰ τοῦ κυρίου της, ἣν ἐφαντάζετο. Ὅθεν ἀνωρθώθη αὐτομάτως, καὶ ἦτο ἑτοίμη νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ οἴκου, σπεύδουσα νὰ συναντήσῃ τὸν Χαλήλ, ὅπως ἀπολογηθῇ. Ἀλλὰ δὲν προέλαβε. Τὴν αὐτὴν στιγμὴν εἰσήρχετο ὁ Χαλὴλ εἰς τοὺς θαλάμους τοῦ χαρεμίου.

ΙΔ´

Μετὰ πεντάωρον ὁδοιπορίαν, ὅτε οἱ ἐκστρατεύσαντες ἐξ Ἄρτης ζηλωταὶ Τοῦρκοι εἶχον φθάσει εἰς ὕψωμά τι, ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας, ἐκ συμφώνου μετὰ τῶν περὶ αὑτὸν προκρίτων ἀγάδων, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ πέμψῃ ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Χρῆστον Μηλιόνην.

Τότε ὁ κήρυξ ἀνέβη ἐπὶ σκοπιάν τινα, καὶ ἔκραξεν ὅτι ὅστις θέλει, νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸν ἀρχηγόν, δι᾽ ἐμπιστευτικὴν ἀποστολήν. Ἐν τούτοις οὐδεὶς ἦτο πρόθυμος νὰ παρουσιασθῇ.

Λεληθότως εἶχε ψιθυρισθῆ εἰς τὰς τάξεις τῶν στρατευόντων, ὅτι ὁ ἀρχηγὸς σκοπὸν εἶχε νὰ πέμψῃ διαγγελέα πρὸς τὸν κλέφτην τῶν βουνῶν, προσκαλῶν αὐτὸν νὰ παραδοθῇ. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦσαν καθ᾽ ὑπερβολὴν δύσπιστοι, οὐδεὶς αὐτῶν ἐτόλμα νὰ προσέλθῃ ἐθελοντὴς διὰ τὴν ἀποστολὴν ταύτην.

Ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας ἦτο ἕτοιμος νὰ βλασφημήσῃ, καὶ ἤδη ἐσχημάτιζε καθ᾽ ἑαυτὸν τὰς λέξεις, ἃς ἔμελλε νὰ ἐκστομίσῃ ἐνώπιον τῶν ἐπιτελῶν του, ἂν δὲν ἐκωλύετο. Ὁ ἀνὴρ οὗτος εἶχε συναναστραφῆ πολὺ μὲ τοὺς Ἕλληνας ὁπλαρχηγούς, καὶ διὰ τοῦτο εἶχεν ἐλευθέραν τὴν γλῶσσαν.

―  Χίλιοι διαβόλοι νὰ σᾶς σηκώσουν! Τὰ τσακάλια νὰ τραβοῦν τὰ κορμιά σας καὶ οἱ χοῖροι νὰ φάγουν τὰ πρόσωπά σας!

Ἡ ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τούτου παρ᾽ ὀλίγον ἔμελλε νὰ ἐπενέγκῃ τὸ ποθούμενον ἀποτέλεσμα παρὰ τοῖς μουσουλμάνοις, οἵτινες ἐθεώρουν βλασφημίαν καὶ αὐτὴν τὴν μνείαν τοῦ εἴδους τούτου τῶν ζῴων. Ἀλλ᾽ ὅμως πρὶν τελειώσῃ ὁ ἀρχηγὸς τὰς βλασφημίας του, νέος τις Τοῦρκος ἐνεφανίσθη ἐνώπιον αὐτοῦ. Οὗτος ἦτο ὁ ἄγνωστος ἐκεῖνος, ὃν οἱ γείτονές του οὐδέποτε εἶχον ἰδεῖ καὶ ὅστις εἶχεν εἴπει αὐτοῖς ὅτι ἦλθε τελευταῖον ἐκ τῆς Ἀνατολῆς, ὡς ἐνθυμοῦνται οἱ ἀναγνῶσται. Οὗτος προσελθὼν εἰς τὸν ἀρχηγὸν ἔκαμε βαθύτατον τεμενάν, καὶ ἐστάθη μετὰ μεγίστου σεβασμοῦ περιμένων τὰς διαταγάς του.

―  Ποῖος εἶσαι σύ, κουζούμ; τὸν ἠρώτησεν ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας.

―  Πιστὸς μουσουλμάνος, ἀπήντησε μετὰ συστολῆς ὁ ἄγνωστος.

―  Καὶ τί ζητεῖς;

―  Περιμένω νὰ μὲ διατάξῃ ὁ ἐφέντης ὅ,τι θέλει.

―Ἠμπορεῖς νὰ φέρῃς τὴν γραφὴν αὐτὴν εἰς τὸν Χρῆστον Μηλιόνην;

―Ἠμπορῶ, ἀπήντησεν ἀδιστάκτως ὁ νεαρὸς Τοῦρκος.

―Ἠξεύρεις τοὺς δρόμους;

―Ἠξεύρω, ἀπήντησεν οὐχὶ μετ᾽ ἴσης σταθερότητος.

―Ἠξεύρεις τὸ λημέρι τοῦ Χρήστου Μηλιόνη;

―  Θὰ τὸ εὕρω.

―  Πρέπει νὰ γίνῃς τεπτήλ*, διότι ἄλλως οἱ χωρικοὶ θὰ σὲ προδώσουν.

―  Θὰ γίνω τεπτήλ.

―Ἔχει καλῶς.

Ἐν τῷ μεταξὺ εἷς τῶν ἐπιτελῶν εἶχε κύψει εἰς τὸ οὖς τοῦ Μουχτὰρ καὶ τῷ ὡμίλει κρυφίως.

Ὁ νέος ἐκεῖνος εἶχε προσηλώσει τὸ βλέμμα εἰς τοὺς δύο συνομιλοῦντας, καὶ ἐφαίνετο ἐπιθυμῶν νὰ μαντεύσῃ ἐκ τῆς ἐκφράσεως τοῦ βλέμματός των τί ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους.

―  Τὸ ξεύρεις καλά; ἔλεγεν ὁ Κλεισούρας.

―  Τὸ πιστεύω, ἀπήντα ὁ ἕτερος Τοῦρκος.

―Ἀπὸ ποῦ;

―  Πρέπει νὰ στείλωμεν ἄνθρωπον πιστόν.

―  Καὶ ποῖος σοὶ λέγει ὅτι αὐτὸς ὁ νέος δὲν εἶναι πιστός;

―  Αὐτὸς πρώτην φορὰν παρουσιάζεται, κανεὶς δὲν τὸν γνωρίζει.

―Ἀλήθεια;

―  Βέβαια. Ἐρώτησε τὸ ἀσκέρι ἂν τὸν ἔχουν ἰδεῖ ποτέ.

Ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας ἐκάλεσε πέντε ἢ ἓξ ἐκ τῶν ἐθελοντῶν, καὶ τοὺς ἠρώτησεν, ἂν ἐγνώριζον τὸν νέον Τοῦρκον. Πάντες ἀπήντησαν ὁμοφώνως ὅτι πρώτην φορὰν τὸν ἔβλεπον.

Ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας εὑρέθη εἰς μεγάλην ἀμηχανίαν. Ἔνθεν μὲν οἱ ἄνδρες τοῦ στρατοῦ ἀπεφαίνοντο ὅτι δὲν ἦτο ἀξιόπιστον πρόσωπον ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος Τοῦρκος, ἔνθεν δὲ οὐδεὶς τῶν ἄλλων προσήρχετο πρόθυμος ὅπως κομίσῃ τὴν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Χρῆστον Μηλιόνην.

Τέλος ὁ Κλεισούρας διενοήθη, ὅτι ἀφοῦ αὐτὸς ἦτο ἀρχηγός, ἠδύνατο καὶ ὤφειλε νὰ πέμψῃ κατ᾽ ἐκλογὴν ἕνα ἐκ τῶν στρατιωτῶν του κομιστὴν τῆς ἐπιστολῆς πρὸς τὸν Χρῆστον Μηλιόνην. Καὶ μήπως πρότερον δὲν ἦτο εὔκολον νὰ τὸ φαντασθῇ; Ἀλλ᾽ εἰς στρατὸν ἀτάκτων καὶ ἐθελοντῶν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ πειθαρχῶσι.

Καθ᾽ ἣν στιγμὴν εἶχε συλλάβει ὁ ἀρχηγὸς τὴν γενναίαν ταύτην ἀπόφασιν, ἐνεφανίσθη τελευταῖον ἐνώπιον αὐτοῦ εἷς τῶν Τούρκων, καὶ τῷ ἔκαμε τεμενάν.

―  Τί θέλεις ἐσύ; τὸν ἠρώτησεν ὁ Μουχτάρης.

―Ἐγὼ δίδω ἐγγύησιν, ἐφέντη, ἀπήντησεν ὁ Τοῦρκος ἐκεῖνος.

―  Τί ἐγγύησιν;

―Ἐγὼ τὸν γνωρίζω.

―  Καὶ διατί δὲν θέλεις νὰ ὑπάγῃς ἐσὺ ὁ ἴδιος;

―  Θέλω νὰ ὑπάγω μαζί του.

Ὀλσούν*, ἀπήντησεν ὁ Κλεισούρας.

Καὶ ἀποβλέψας πρὸς τοὺς περὶ ἑαυτὸν ἀγάδες, ἐζήτει τὴν ἐπιδοκιμασίαν αὐτῶν.

Μετ᾽ ἀσημάντους τινὰς ἐξετάσεις ἀπεφασίσθη νὰ πεμφθῶσιν οἱ δύο Τοῦρκοι ὡς γραμματοφόροι πρὸς τὸν ἀποστάτην κλέφτην. Ὁ πρῶτος παρουσιασθείς, ὁ ἄγνωστος, εἶχε στρέψει τὸ βλέμμα πρὸς τὸν αὐτόκλητον σύντροφόν του, καὶ τὸ βλέμμα τοῦτο ἐξέφραζε μᾶλλον ἀπορίαν ἢ εὐγνωμοσύνην.

ΙΕ´

Ἀλλόκοτος ἦτο ἡ διήγησις, ἣν ἤκουσε παρὰ τοῦ αὐτοκλήτου συνοδοιπόρου του ὁ ζηλωτὴς νεαρὸς Τοῦρκος, ὅστις προσῆλθεν ἐθελοντὴς εἷς ἐξ ἑκατόν, κομιστὴς τῆς πρὸς τὸν Μηλιόνην ἐπιστολῆς, τῆς προσκαλούσης αὐτὸν εἰς ὑποταγήν. Ὁ πρόθυμος καὶ ὑποχρεωτικὸς οὗτος ἄνθρωπος ἦτο χριστιανός, ὡς αὐτὸς ὡμολόγησεν. Ἀλλὰ πρὶν ἢ ὁμολογήσῃ τοῦτο, ἐφρόντισε νὰ προκαταλάβῃ τὸν νέον σύντροφόν του δι᾽ ἐκπληκτικῆς ἀνακοινώσεως, ὅτι καίπερ χριστιανὸς ἐμίσει ὅμως ἐγκαρδίως τοὺς ὁμοθρήσκους του.

Πόθεν ὡρμήθη εἰς τὸ ἀδιάλλακτον τοῦτο μῖσος; Τῇ ἀληθείᾳ εἶχε σπουδαίους λόγους ὅπως προέλθῃ εἰς τὸ ἄστοργον τοῦτο αἴσθημα ἐναντίον τῶν ὁμοπίστων αὐτοῦ. Ἂς φαντασθῇ τις εἰρηνικὸν ἀγρότην, κατοικοῦντα μακρὰν τῶν πόλεων, εἰς τὰς ὑπωρείας τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τοῦ Πίνδου. Ὁ εἰρηνικὸς οὗτος ἀγρότης ἦτο ὁ πατήρ του. Ὁ Καμπόσος (οὕτως ὠνομάζετο ὁ ἀφηγητής) ἦτο βρέφος καθ᾽ ὃν χρόνον εἶχον συμβῆ ταῦτα. Μόλις εἶχε γεννηθῆ καὶ εἶχε λάβει πεῖραν τοῦ μίσους καὶ τῆς καταφορᾶς τῶν χριστιανῶν. Ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη εἶχε μείνει ὡς μέλας οἰωνὸς εἰς τὴν συνείδησίν του, ὡς σταγὼν πικρίας καὶ χολῆς εἰς τὴν καρδίαν του. Μίαν νύκτα καθ᾽ ἣν μόλις εἶχε δύσει ὁ Ἕσπερος καὶ αἱ Πλειάδες ἀρτίως εἶχον ἀνατείλει εἰς τὸ στερέωμα, οἱ χωρικοὶ τῶν περιχώρων, ἐκ συστάσεως, ὡς φαίνεται, εἶχον συμφορήσει στοιβὰς καὶ ἄχυρα καὶ θημωνίας, καὶ ἐπεσώρευσαν αὐτὰς παρὰ τὴν καλύβην τοῦ πατρός του. Ἦτο Ἰούλιος μήν, καὶ ἡ πυρκαϊὰ δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐκραγῇ εὐθὺς ὡς ἔβαλον πῦρ εἰς τὸν σωρὸν τῶν ξηρῶν ἐκείνων ἐναυσμάτων. Ἡ φλὸξ ἐξήφθη μετ᾽ ἀπιστεύτου ταχύτητος, καὶ ἔμελλε νὰ καταστήσῃ ὀπτοὺς τοὺς τρεῖς κατοίκους τῆς καλύβης, ἂν τὸ βρέφος, ὅπερ ἐκλαυθμύριζε παννυχί, δὲν ἀφύπνιζε διὰ τῶν γογγυσμῶν του τὴν θηλάζουσαν μητέρα, ἥτις προτοῦ νὰ τείνῃ τὸν μαστόν της πρὸς τὸ βρέφος, ᾐσθάνθη καπνὸν ἀποπνίγοντα αὐτὴν καὶ ἤκουσε τὸν βρόμον τοῦ πυρὸς μαινομένου περὶ τὴν καλύβην. Ἡ κραυγὴ τῆς ἐντρόμου γυναικὸς ἀφύπνισε τὸν σύζυγον, ὅστις ἔμελλε νὰ κοιμηθῇ τὸν αἰώνιον ὕπνον τὴν νύκτα ἐκείνην, διότι οἱ μανιώδεις χωρικοὶ συνεχώρησαν μὲν εἰς τὴν μητέρα καὶ τὸ τεκνίον ἵνα διέλθωσιν, ἀλλὰ δὲν ἐπέτρεψαν καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ Καμπόσου νὰ σωθῇ ἐκ τῆς καταστροφῆς. Διὰ τριῶν κτύπων πελέκεως ὁ τολμηρότατος αὐτῶν τὸν ἀπετελείωσε καὶ ἔρριψεν αὐτὸν αἱμοσταγῆ ἐπὶ τῆς φλεγούσης στοιβῆς, ἥτις κατέφαγε τὸ ἀσπαῖρον σῶμά του ἰνδικῷ τῷ τρόπῳ.

Ἐντεῦθεν ὁ διασωθεὶς ἐκ τῆς καταστροφῆς ἐκείνης Καμπόσος εἶχεν ὁρμηθῆ νὰ ὀμόσῃ ἄσπονδον μῖσος κατὰ πάντων ἐν γένει τῶν χριστιανῶν. Ὁ Καμπόσος ἦτο μόλις τριετὴς τότε, ἀλλ᾽ ἐμνημόνευεν ἀρκούντως τὴν φρικώδη ἐκείνην καταστροφήν. Προσέτι δὲ ἡ μήτηρ του εἶχε συμπληρώσει πρὸς αὐτόν, ἅμα ἡλικιωθέντα, τὰ κενὰ τῆς φοβερᾶς ἀναμνήσεως. Τὸ πάθος τοῦτο ἦτο κοχλάζον, δεινὸν καὶ ὑπέρμετρον ἐν τῇ ψυχῇ του. Κατ᾽ ἀρχὰς εἶχε σκοπὸν νὰ ἐξομόσῃ τὴν χριστιανικὴν πίστιν, καὶ νὰ γίνῃ μουσουλμάνος (ὁ Καμπόσος ὡμολόγησε τοῦτο εἰλικρινῶς πρὸς τὸν συνοδοιπόρον του), ἀλλ᾽ ὅμως ὡριμώτερον σκεφθεὶς δὲν ἀπεφάσισε νὰ πράξῃ τοῦτο διὰ τὸν ἑξῆς λόγον· ἐὰν εἶχεν ἐξομόσει, οἱ χριστιανοὶ δὲν θὰ τὸν ἐνεπιστεύοντο, καὶ ἐπομένως, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ βλάπτῃ αὐτοὺς καιρίως.

Διὰ τὸν λόγον τοῦτον ἔμεινεν ὁ Καμπόσος πιστὸς εἰς τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων του. Ἄλλως δὲ καὶ ἐκεῖνοι, οὓς κυρίως ἐμίσει, δὲν διεκρίνοντο ἐπὶ ἄκρᾳ εὐλαβείᾳ. Οἱ μέγιστοι ἐχθροί του δὲν ἦσαν οἱ ἀγρόται. Ὁ Καμπόσος δὲν ἦτο τόσον ταπεινὸς τὸ φρόνημα, ὥστε νὰ ζητῇ νὰ βλάψῃ τοὺς πτωχοὺς ἐκείνους ἀνθρώπους. Ὁ Καμπόσος ἦτο φιλόδοξος καὶ ἡ ἔχθρα του δὲν εἶχε τόσον στενὰ ὅρια. Ἐκεῖνοι, οὓς ἐμίσει κατ᾽ ἐξοχήν, ἦσαν οἱ κλέφται, οἱ ἄνθρωποι τῶν βουνῶν. Εἶχε δὲ σπουδαίους λόγους πρὸς τοῦτο. Οἱ χωρικοὶ εἶχον καύσει τὴν φωλεὰν τοῦ πατρός του, ἀλλ᾽ οἱ χωρικοὶ δὲν ἔπραξαν αὐθορμήτως. Οἱ κλέφται, οἱ ἄγριοι πολεμισταί, κατὰ τὴν διήγησιν τοῦ Καμπόσου, εἶχον διεγείρει τοὺς ἀγαθοὺς ἐκείνους ἀνθρώπους ἵνα διαπράξωσι τὸ ἀνοσιούργημα. Οἱ κλέφται εἶχον παράπονα κατὰ τοῦ πατρός του, ὡς φαίνεται. Καὶ ἦτο ἑπόμενον νὰ ἔχωσι παράπονα, ἀφοῦ ὁ μόνος χωρικὸς ὅστις ἰχνηλάτει τὰς κινήσεις τῶν κλεφτῶν, ὁ μόνος ὅστις ὑπεδείκνυε τὰ λημέριά των, ὁ μόνος ὅστις ἔδιδεν ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατάλυμα εἰς τὰ τουρκικὰ ἀποσπάσματα, τὰ ἐκπεμπόμενα ἐκάστοτε πρὸς καταδίωξιν τῶν ὀρεσιβίων μαχητῶν, ἦτο ὁ μακαρίτης, ὁ πατήρ του. Ἀλλὰ διὰ τὸν αὐτὸν λόγον εἶχε δίκαιον καὶ ὁ Καμπόσος· (ἡ δικαιοσύνη δὲν εἶναι πολυμερής, οὐδ᾽ ἡ ἐκδίκησις ἐξετάζει ποτὲ τὰ ἀπώτερα αἴτια· τὸ τελευταῖον κινοῦν αἴτιον εἶναι πάντοτε καὶ ἡ ὑπερτάτη αἰτία)· εἶχεν δίκαιον, λέγομεν, νὰ παρουσιασθῇ ὡς Τοῦρκος ζηλωτής, καὶ νὰ ἐκστρατεύσῃ κατὰ τῶν κλεφτῶν. Κανεὶς ἀληθὴς Ρωμιός, ἔλεγε, δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν κατακρίνῃ διὰ τοῦτο. Ἴσως θὰ ἐδικαιοῦντο οἱ Ρωμιοὶ νὰ τὸν κατακρίνωσιν, ἂν αὐτοὶ ἔδιδον τὸ παράδειγμα τῆς φιλοπατρίας καὶ τῆς ἑνώσεως, ἀλλ᾽ οἱ Ρωμιοὶ ἔδωκαν καὶ τότε καὶ πάντοτε τὸ παράδειγμα τῆς διαιρέσεως καὶ τῆς ἰδιοτελείας. Ἂν δὲ ἡ τύχη αὐτοῦ, ἦτο ἀπαισιωτέρα τῆς τῶν ἄλλων, πάλιν δὲν ἔπταιεν αὐτός. Ὅπως ἡ καεῖσα καλύβη ἦτο ἴσως μοναδικὸν παράδειγμα κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον εἰς τὰ χρονικὰ τῆς Ἠπείρου (τοὐλάχιστον διὰ τὸν Καμπόσον, δι᾽ ἄλλους ἠδύνατο νὰ εἶναι συχνόν), οὕτω καὶ τὸ ἐξαιρετικὸν μῖσος κληρονόμου, ἀνθρώπου ἀθῴου, διότι νήπιον αὐτὸς δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπέχῃ εὐθύνας διὰ τὰ τυχὸν ἁμαρτήματα τοῦ πατρός του, ἔπρεπε νὰ εἶναι μοναδικόν.

Ταῦτα διηγήθη ὁ Καμπόσος πρὸς τὸν συνοδοιπόρον του. Ἀλλ᾽ αὐτός, ὁ δυστυχής, τί ν᾽ ἀπαντήσῃ; Ἐδίσταζε καὶ ἐψέλλιζεν. Ἦλθε στιγμή, καθ᾽ ἣν ὁ Καμπόσος ἐσχημάτισε τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος δὲν ὡμίλει καλῶς τὴν τουρκικήν. Ἀλλ᾽ ὅμως τὰ μονοσύλλαβα μόρια δι᾽ ὧν ἀπήντα εἰς τὰς ἐρωτήσεις τοῦ συντρόφου του, εὐφώνως τὰ ἐπρόφερεν, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὅσον πονηρὸς καὶ ἂν ἦτο, δὲν ἠδύνατο νὰ σχηματίσῃ πεποίθησιν ὅτι δὲν ἦτο Τοῦρκος ὁ ὁμιλητής του. Ὁ νέος ἔμελλε νὰ περιέλθῃ εἰς ἀμηχανίαν, ὅτε ὁ Καμπόσος ἤθελε τὸν προκαλέσει νὰ ἐκφράσῃ καὶ αὐτὸς κατὰ πλάτος τί ἐφρόνει περὶ τῆς καταστάσεως τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ πρὸ τούτου ἔμελλε νὰ συμβῇ σπουδαιότερόν τι.

Ὁ Καμπόσος εἶχε φθάσει εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ λόγου, εἰς ὃ τὸν ἐξώθει ἴσως ἡ μοναδικὴ ὄρεξις εἰς ἣν εὑρίσκετο, καὶ ἤρχισε νὰ διηγῆται τοὺς ἰδιαιτέρους λόγους, τοὺς συναφεῖς πρὸς τὴν παροῦσαν περίστασιν. Πρὸ πέντε ἠμερῶν, εἶπεν, εἶχε μεταβῆ εἰς τὴν ἀγροικίαν ποιμένος, Νάσκα ὀνόματι· (ὁ ἀκροατὴς ἔτεινε τὰ ὦτα, ὡς ἤκουσε τὸ ὄνομα τοῦτο)· ἐκεῖσε εἶχε καταφύγει ἄνθρωπός τις μετὰ τῆς οἰκογενείας του· (οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ νέου ἔπαιξαν μετ᾽ ἀνυπομονησίας). Ὁ ἄνθρωπος οὗτος ὠνομάζετο Κώστας· (ὅλοι οἱ μυῶνες τοῦ προσώπου τοῦ ἀκροατοῦ ἐκινήθησαν)· οἱ Τουρκαλβανοὶ τὸν συνέλαβον, τὸν εἰρημένον Κώσταν, διότι ἦτο ἐχθρὸς τοῦ Σουλτάνου· (ὁ νέος ἐνταῦθα ἐβίασεν ἑαυτὸν ν᾽ ἀκροασθῇ μετ᾽ ἀταραξίας, διότι ἦξευρεν ἤδη, ὡς φαίνεται, τὸ τέλος τῆς σκηνῆς). Καὶ ὁ Καμπόσος διηγήθη εἶτα διὰ μακρῶν τὴν συνέχειαν τῆς γνωστῆς ἡμῖν ἱστορίας· τὴν ἀπαγωγὴν τοῦ Κώστα ὑπὸ τῶν Ἀλβανῶν, τὴν αὐτοσχέδιον δίκην, τὴν πρόχειρον ἀπόφασιν, τὸν ἐγκόλπιον βρόχον κτλ. καὶ τέλος τὴν παρέμβασιν τοῦ Σουλεϊμάνη, οὗ τῇ ἀνελπίστῳ συνδρομῇ, ὡς δι᾽ ἐπιτολῆς εὐνοϊκοῦ τινος ἀστέρος, διέφυγεν ὁ Κώστας τὸν θάνατον· ὁ Καμπόσος ἔτριξε τοὺς ὀδόντας τὴν τελευταίαν στιγμὴν ὅτε ἦλθεν εἰς τὸ μέρος τοῦτο τῆς διηγήσεως. Ἔδειξεν ὡς νὰ ἐλυπεῖτο διότι τὴν ἐγλύτωσεν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος· ψυχρὸς ἱδρὼς περιέρρεε τὸ μέτωπον τοῦ ἀκροατοῦ.

―  Καὶ τί σοῦ ἔκαμεν; ἐτόλμησε νὰ εἴπῃ, λησμονήσας ἤδη τί τῷ εἶχεν εἰπεῖ ὁ Καμπόσος, ὅτι δηλ. ἐμίσει τοὺς χριστιανοὺς ὅλους ἐν γένει.

―  Τί μοῦ ἔκαμε; Ἀλλ᾽ ἦτο Ρωμιός, ἀπήντησεν ὁ παράδοξος ἄνθρωπος.

―  Πὼς ἦτον Ρωμιός, τί; εἶπεν ὁ νέος.

―Ἐσύ, βλέπω, δὲν καταλαβαίνεις τούρκικα, παρετήρησε δυσφορῶν ἐκεῖνος.

Καὶ ἐπανελθὼν εἰς τὴν προτέραν ὑποψίαν του, τῷ ἀπέτεινεν εὐθὺς τὴν ἑπομένην ἐρώτησιν:

―  Γιά πές μου, τί σοῦ φαίνεται; Πῶς λές; Θὰ κάμουν τίποτε οἱ ἀγάδες μὲ αὐτὸν τὸν Χρῆστον Μηλιόνην;

―  Δὲν ξεύρω ἐγώ, ἀπήντησεν ὁ νέος, ζητῶν νὰ ὑπεκφύγῃ.

―  Δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἔχῃς μίαν γνώμην;

―  Οἱ γεροντότεροι ξέρουν, ἐπανέλαβε.

Καὶ ἐσίγησεν. Ὁ συνοδοιπόρος του δὲν ἐπέμεινεν, ἀλλ᾽ ἐβυθίσθη εἰς σκέψεις. Περίεργον τῷ ἐφαίνετο ὅτι ὁ Τοῦρκος οὗτος δὲν ἠδύνατο νὰ ὁμιλήσῃ τουρκιστί.

ΙΣΤ´

Ἦτο νὺξ βαθεῖα. Εἰς τὸ λημέρι τοῦ Χρήστου Μηλιόνη πάντες ἐκοιμῶντο πλὴν τῶν συνήθων φρουρῶν. Εἰς τὸ σκότος διεγράφοντο ὑψίκομοι ἐλάται, ὧν οἱ σαλευόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου κλῶνες, ἀπετέλουν ἐλαφρὸν διὰ τῶν φύλλων θροῦν. Ἠκούετο μεμακρυσμένος ὁ μορμυρισμὸς τοῦ ρύακος, καὶ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ὁ μονότονος μινυρισμὸς τοῦ γκιώνη, θρηνοῦντος τὸν ἀδελφόν του, κατὰ τὸν δημώδη μῦθον. Εἷς τῶν δύο φρουρούντων μονομάτων ἔμελπε κλέφτικον ᾆσμα, ὁ δ᾽ ἕτερος ἀπὸ τῆς σκοπιᾶς του τῷ ἐσύριζε νὰ μὴ μεγαλοφωνῇ, ἀλλὰ νὰ τείνῃ τὰ ὦτα καὶ νὰ εἶναι προσεκτικώτερος. Τότε ὁ πρῶτος φρουρὸς τῷ ἔκραζεν ἐπιρρίνως:

―Ἀμ᾽ δὲν τραγουδάω μὲ τ᾽ αὐτιά, σύντροφε· μὲ τὸ στόμα τραγουδάω.

―  Ναί, μόνε μοῦ κουφαίνεις τ᾽ αὐτιά, ἔλεγεν ἐκεῖνος.

―  Δὲ φοβᾶσαι, ἐσὺ τά ᾽χεις μεγαλύτερα, τῷ εἶπεν ὁ πρῶτος.

―  Καὶ σὺ μεγαλύτερα ἀκόμα καὶ τὰ κατσουλώνεις*, ἀπήντησεν ὁ ἕτερος.

―Ἔ, δά, μὲ τὰ χωρατά σου τὰ καταφέρνεις.

―  Καὶ σὺ ἀκόμα καλλιότερα.

Καὶ οὕτως ὁ διάλογος ἐξηκολούθει καὶ ὁ δεύτερος δὲν κατώρθου μὲν νὰ ἐμποδίσῃ τὸν σύντροφόν του νὰ ᾄδῃ κλέφτικα ᾄσματα, ἀλλὰ τὸν ἠνάγκασε τοὐλάχιστον νὰ ὁμιλῇ εἰς πεζὸν λόγον.

Ἐν τούτοις ἀπεδείχθη μετ᾽ ὀλίγον ὅτι ὁ δεύτερος μονόματος εἶχε μεγαλύτερον ἢ ὁ πρῶτος δίκαιον, διότι ἠκούσθη εὐκρινῶς κρότος ἀνθρωπίνων βημάτων ὑπὸ τὸν βράχον ἐφ᾽ οὗ ἐκάθηντο ἀμφότεροι. Εὐθὺς ὡς ἤκουσαν τὸν ἐλαφρὸν κρότον, ἀμφότεροι οἱ κλέφται ὕψωσαν τὰ καρυοφύλλια. Τὰ τσακμάκια ἐσηκώθηκαν. Οἱ δύο μονόματοι συνέσχον τὴν ἀναπνοὴν εἰς τὰ πλατέα στήθη.

Καὶ πάλιν κρότος ἠκούσθη. Ὁ δεύτερος κλέφτης ἔδωκε φωτιά.

―  Μὴ χτυπᾶτε! ἀντήχησε τότε πεπνιγμένη κραυγή.

Ὁ πυροβολήσας φρουρός, ἐκεῖνος ὅστις προέτρεπε τὸν σύντροφόν του νὰ μὴ τραγῳδῇ, ἀνεσκίρτησεν εἰς τὸν ἦχον τῆς φωνῆς ταύτης.

―  Μὴ ρίχνῃς ἐσύ! ἔκραξεν αὐθορμήτως πρὸς τὸν σύντροφόν του.

―  Τί εἶναι; Τί ἔχεις;

Καὶ ὁ δεύτερος κλέφτης ὥρμησε νὰ καταβῇ ἀπὸ τοῦ βράχου.

―  Μὴ ρίξετε ἄλλο! Ἐλᾶτε νὰ τὸν πιάσετε! ἠκούσθη καθαρὰ φωνὴ κάτωθεν τοῦ κρημνοῦ.

Ὁ νέος κλέφτης τρέμων, πνευστιῶν, ἔφθασεν εἰς τὴν ρίζαν τοῦ βράχου. Ἤθελε νὰ ὁμιλήσῃ καὶ ἡ φωνή του εἶχε κοπῆ. Τέλος ἠδυνήθη ν᾽ ἀνακράξῃ:

―  Πευκόρραχε! Μὴ ρίχνῃς ἄλλη, γιὰ ὄνομα Θεοῦ.

―  Τί ἔπαθες; ἠρώτα ὁ πρῶτος τῶν κλεφτῶν.

―  Νῖκο! Νῖκο! Ἐσὺ εἶσαι! ἠκούσθη τὸ τρίτον ἡ κάτωθεν τοῦ βράχου φωνή.

―Ἐγώ, ἔκραξεν ἀγωνιῶν ὁ νέος. Σὲ ηὗρε τὸ βόλι;

―Ὄχι, τίποτε! Ἐλᾶτε νὰ τὸν πιάσετε· τρέξετε.

―  Ποιόν;

―  Αὐτόν, αὐτόν, εἶναι προδότης.

Ὁ πρῶτος τῶν φρουρῶν, ὁ Πευκόρραχος ὀνομασθείς, ἔσπευσε καὶ ἐκεῖνος νὰ κατέλθῃ ἀπὸ τοῦ βράχου χωρὶς νὰ γινώσκῃ τί συνέβαινε.

Δι᾽ ὀλίγων διασκελισμῶν ὁ Νῖκος ἔφθασεν ἤδη εἰς τὸν θάμνον, καὶ εἶδεν ὄπισθεν αὐτοῦ περίεργον σκηνήν. Νέος τις, ἐκεῖνος ὅστις εἶχε κράξει δίς, προσεπάθει νὰ κρατῇ τὸν σύντροφόν του, ὅστις ἠγωνίζετο νὰ φύγῃ, σκληρὰ δὲ πάλη εἶχε συναφθῆ μεταξὺ τῶν δύο. Ὀλίγον ἔτι, καὶ ὁ νέος ἔμελλε νὰ καταβληθῇ. Ὁ Νῖκος φθάσας ἥρπασε μὲ στιβαρὰν χεῖρα τὸν ἄγνωστον ἐκεῖνον, ὅστις ἐζήτει νὰ φύγῃ, χωρὶς νὰ λάβῃ τὸν κόπον νὰ ἐξηγήσῃ τὸ αἴτιον τῆς παρουσίας του.

Δύο λέξεις εἶπεν ὁ Νῖκος πρὸς τὸν ἕτερον νέον.

―  Λαβώθηκες!

―Ὄχι, εἶπεν ἐκεῖνος.

Ὁ Νῖκος ἀφῆκε κραυγήν. Τὸ αἷμα ἔρρεε διὰ τῶν ἐνδυμάτων τοῦ νέου.

Ὁ Νῖκος αὐθορμήτως ἄφησε τὸν ἄλλον, ὃν εἶχε συλλάβει καὶ ἡ προσοχή του ἐστράφη ὅλη πρὸς τὸν τραυματίαν.

―  Εἶσαι ματωμένη! Ματώθηκες, ἔκραξε μετὰ σπαραγμοῦ. Καὶ φταίγω ἐγώ, ἐγὼ ἔρριξα!…

―  Κράτησε αὐτόν, νὰ μὴ φύγῃ! ἔκραξεν ὁ πληγωμένος.

Ἀλλ᾽ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε φθάσει καὶ ὁ Πευκόρραχος, ὅστις εἶχε πολλῷ στιβαρωτέρους τοὺς βραχίονας, καὶ αἱ περισφίγξεις του οὐδὲν τὸ θωπευτικὸν εἶχον.

ΙΖ´

Ὅπως ἐξηγηθῶσιν ὅσον τὸ δυνατὸν τὰ συμβαίνοντα, χρῄζομεν βραχείας εἰς τὸ παρελθὸν ἀναδρομῆς.

Ἐνθυμοῦνται οἱ ἀναγνῶσται ἡμῶν ὅτι ἡ σεβεμεμὲκ* εἶχε γίνει ἄφαντος ἐκ τοῦ χαρεμίου τὴν αὐτὴν ἡμέραν, καθ᾽ ἣν εἶχεν ὁρμηθῆ ἡ κατὰ τοῦ Μηλιόνη ἐκστρατεία τῶν ἀγάδων τῆς Ἄρτης. Ἡ σύμπτωσις αὕτη εἶχεν ἀφορμὴν τὴν ἑξῆς· ἡ νεᾶνις διὰ ψυχολογικῆς βίας καταστᾶσα σύζυγος τοῦ Χαλήλ, κατετρόμαξεν, ὅτε ἡ μήτηρ της ἔσπευσε νὰ τῇ περιγράψῃ τὰς μελλούσας ἐντυπώσεις τοῦ πατρός, ὅτε οὗτος θὰ ἐμάνθανε τὸ μοιραῖον τοῦτο γεγονός. Ἡ φρίκη, ἡ ἀγανάκτησις, ἡ μανία, ἡ ἀπόγνωσις, ἔμελλον νὰ ἀλλοιώσωσι τὸ πρόσωπόν του. Ἦτο ἱκανὸς νὰ καταντήσῃ εἰς τὸ ἔπακρον τῆς παραφορᾶς, ἠδύνατο νὰ φρυάξῃ, ν᾽ ἀφρίσῃ, ἠδύνατο νὰ πνίξῃ ἄνθρωπον. Ἡ Βάσω τόσον κατεπτοήθη ἐκ τῆς τραγικῆς ταύτης εἰκόνος, ὥστε προέτρεψε τὴν μητέρα της νὰ μείνῃ παρ᾽ αὐτῇ, φοβουμένη κίνδυνον δι᾽ αὐτὴν ἐκείνην. Ἀλλ᾽ ἀδύνατον ἦτο τοῦτο, εἶπεν ἡ μήτηρ, τόσον χειρότερα ἂν ἔμενεν ἐκεῖ, τότε θὰ ἐφρύαττεν ὁ Κώστας κατὰ δύο ἐνόχων, τότε θὰ εἶχε πλείονας ἀθῴους καθ᾽ ὧν νὰ κατασκεδάσῃ τὴν ὀργήν του, θὰ εἶχε τὰ τέκνα της. Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἡ Μελάχρω, ἐνθυμήθη ὅτι ἦτο καιρὸς ν᾽ ἀπέλθῃ ἤδη, καὶ συνέτεμε κατά τινας ὥρας τὴν παρὰ τῇ κόρῃ ἐπίσκεψίν της.

Ἡ Βάσω ἔμεινε μόνη, μόνη μετὰ τῶν φοβερῶν εἰκόνων αἵτινες τὴν ἠπείλουν, μόνη μετὰ τῶν φρικωδῶν φασμάτων, ἅτινα τὴν κατεδίωκον. Ἀνελογίσθη ὅτι δὲν εἶχε τοῦ λοιποῦ ἄλλο ἄσυλον ἢ τὸν τάφον, ἄλλον φίλον ἢ τὸν θάνατον. Δὲν ἠδύνατο λοιπὸν νὰ ἐλπίσῃ ὅτι θ᾽ ἀπηλλάσσετό ποτε τῆς μισητῆς ἐκείνης εἱρκτῆς, τῆς φρικώδους ἐκείνης μετὰ τοῦ Τούρκου συμβιώσεως. Ἐὰν ἀνέκτα τὴν ἐλευθερίαν της, εἰς τί θὰ τῇ ἐχρησίμευεν αὕτη; Νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς τοὺς γονεῖς της ἦτο ἀδύνατον, ὁ πατήρ της ἔμελλε νὰ τὴν φονεύσῃ. Νὰ μείνῃ ἐκεῖ, νὰ μείνῃ εἰς τὸ σεράγι, νὰ μείνῃ εἰς τὸ χαρέμι; Ἀλλὰ τοῦτο ἦτο ἐξ ἀρχῆς φρικῶδες, ἤδη δὲ μετὰ τὰς ἐξηγήσεις τῆς μητρός της κατέστη ἀποτρόπαιον. Ἕως τότε ἐνόμιζεν ὅτι ἔσωζε τοὺς γονεῖς της νυμφευομένη τὸν Τοῦρκον· τοῦ λοιποῦ ἡ σκληρὰ αὕτη παραμυθία τῆς συνειδήσεως ἐξέλιπε. Τότε ἐν τῇ ἀδημονίᾳ της ἀνεμνήσθη τὸν σώφρονα καὶ καλὸν ἐκεῖνον νέον, ὅστις ἦτο ὁ μνηστήρ της. Ἡ μήτηρ της τῇ εἶχεν εἰπεῖ ὅτι οὗτος εὑρίσκετο πλησίον τοῦ Χρήστου Μηλιόνη. Ἡ ἀνάμνησις φέρει τὴν ἀνάμνησιν, καὶ τότε ἡ Βάσω ἐνθυμήθη μετὰ στοργῆς τὸν ἀγαθὸν καὶ ἀνδρεῖον ἐκεῖνον καπετάνον, τὸν νοννόν της, ὃν εἶχε γνωρίσει ὅτε ἦτο μικρὰ τὴν ἡλικίαν. Ὤ, νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἔζη ὑπὸ τὴν προστασίαν του, νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ καταφύγῃ εἰς μέρος τι, εἰς γωνίαν τινὰ τῆς γῆς, εἰς ἔρημόν τινα τόπον, ὅπου νὰ ἐκτείνεται ἡ προστάτις σκιὰ τοῦ μεγαλωνύμου ἐκείνου! Καὶ ἡ εἰκὼν αὕτη τοσοῦτον ποθητὴ παρέστη εἰς τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς νεάνιδος, ὥστε παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἐπίστευεν εἰς τὸ δυνατὸν τῆς πραγματικῆς ἐκτελέσεως. Ὅπως ἐν ὀνείρῳ ἡ ἀπόστασις τοῦ ποθουμένου ἀπὸ τοῦ ποθοῦντος παρίσταται τόσον βραχεῖα, ὥστε συνήθως συγχέεται, οὕτως ἐν τῷ δυστυχεῖ βίῳ, ἐν τῇ στυγνῇ πραγματικότητι, πιστεύει ὁ ἐγρηγορὼς καὶ ὀνειροπολῶν, ὅτι δι᾽ ἑνὸς ἅλματος δύναται νὰ φθάσῃ εἰς τὸ ποθούμενον.

Ἀλλ᾽ ὅτε ἡ πρώτη ἔξαψις παρῆλθεν, ἡ νεᾶνις, περιελθοῦσα εἰς τὴν ψυχρὰν καὶ περιεσκεμμένην κατάστασιν τοῦ δυστυχοῦντος, καὶ μὴ θέλοντος ν᾽ ἀπελπισθῇ, ἤρχισε νὰ σκέπτηται ἐπιμόνως περὶ τῆς ἐκτελέσεως τοῦ σχεδίου τούτου. Εἶχεν ἤδη προσελκύσει τὴν συμπάθειαν τῆς Μαύρης Φατμᾶς, παρ᾽ ἧς ἐδιδάχθη πολλὰ πράγματα, καὶ ἱκανὰς τουρκικὰς λέξεις. Προσέτι ἔμαθε παρ᾽ αὐτῆς ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἔμελλον νὰ ἐκστρατεύσωσιν ὅσον οὔπω κατὰ τοῦ νοννοῦ της, ἔμαθε καὶ τὴν ἡμέραν καθ᾽ ἣν ἔμελλε νὰ ὁρμηθῇ ἐξ Ἄρτης ἡ ἐκστρατεία. Ὅσον διὰ τὰ κλειδία τῶν θυρῶν, τῶν τε ἔνδοθεν καὶ τῶν μεταύλων, ἡ Μαύρη, ἥτις ἠγάπα πολὺ τὸ χασὶς καὶ 〈τὸ〉 ὄπιον, δὲν ἐπολυπραγμόνει, καὶ τὰ ἄφηνεν ὅπου ἤθελε τύχει. Ὑπελείπετο νὰ προμηθευθῇ ἡ Βάσω ἕνα ἱματισμόν, μίαν πιστόλαν καὶ ἓν γιαταγάνι τοῦ Χαλὴλ ἀγᾶ, καὶ τοῦτο δὲν ἦτο πολὺ δύσκολον. Ὁ ἀγὰς ἄφηνε συνήθως τὰ ἐνδύματά του, τὸ σελάχι του καὶ τὰ ὅπλα του εἰς τοὺς γυναικωνίτας. Ἀγνοεῖται ἂν ἔπραττε τοῦτο κατὰ τύχην ἢ ἐπίτηδες πρὸς ἐκφοβισμὸν τῶν γυναικῶν. Ἡ Βάσω μαθοῦσα ὅτι τὴν ἐπαύριον ἔμελλεν ἡ ἐκστρατεία νὰ ἐκκινήσῃ, περιεβλήθη τὰ ἐνδύματα καὶ τὰ ὅπλα τοῦ ἀγᾶ, ἥρπασε τὰς κλεῖδας τῆς Φατμᾶς, καὶ ἔγινεν ἄφαντος.

Ἡ δύστηνος κόρη ἔτρεμεν ὅλη, πράττουσα ταῦτα. Ἐν τούτοις ὁ σκοπός της δὲν ἦτο νὰ μεταβῇ εἰς τὸ λημέρι τοῦ νοννοῦ της, πολὺ ἀπεῖχε τοῦ νὰ σκεφθῇ τοῦτο. Ἤθελε μόνον νὰ πορευθῇ μακρὰν τῆς Ἄρτης καὶ πλησίον εἰς τὰ κατατόπια τοῦ κλέφτου. Ἡ καλλίστη δὲ πρὸς τοῦτο εὐκαιρία ἦτο ν᾽ ἀναμειχθῇ μετὰ τῶν Τούρκων ὡς εἷς αὐτῶν, καὶ ν᾽ ἀπομακρυνθῇ. Τὸ λυκαυγὲς τῆς πρωίας θαυμασίως ἐβοήθει τοὺς σκοπούς της, οὐδεὶς τὴν ἐγνώριζεν, οὐδεὶς ἠδύνατο εὐθὺς νὰ ὑποπτεύσῃ τὸ φῦλόν της. Ἐν τούτοις ἔτρεμε, καὶ ὅτε ὑπερέβη τὸν οὐδὸν τοῦ χαρεμίου καὶ ἐπάτησεν εἰς τὸ ἔδαφος τῆς ὁδοῦ, εἶχε μεταμεληθῆ ἤδη. Ἐπεθύμει νὰ ἐπιστρέψῃ ὀπίσω, ἀλλ᾽ ἐφοβεῖτο μὴ πάθῃ χειρότερα. Ἐὰν τὴν ἔβλεπέ τις ἐκ τῶν ἀντιζήλων της ἐν τῷ χαρεμίῳ, θὰ τὴν κατήγγελλεν εἰς τὸν ἀγάν, καὶ πῶς νὰ ἐξηγήσῃ τότε τὸ ἀλλόκοτον διάβημά της; Ὅλοι ἔμελλον νὰ τὴν ἐκλάβωσιν ὡς παράφρονα, ἢ ὡς ἔνοχον συνωμοτοῦσαν κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ ἐφέντη. Ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ προέβη.

Ὅτε ὁ στρατὸς ἀπεμακρύνθη ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἡ Βάσω ἀνέπνευσε τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, ἀνέλαβε θάρρος. Τὸ στῆθός της πρώτην φορὰν εἰσέπνεεν ἐλευθέρως, καὶ ἡ καρδία της ἐσκίρτα. Ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, ὅτε τινὲς τῶν ἀγάδων ἤρχισαν νὰ τὴν κοιτάζωσι μετὰ περιεργείας, πάλιν ἐφοβεῖτο. Προσεπάθει ν᾽ ἀποκρύπτῃ ὅσον ἠδύνατο τὸ πρόσωπόν της ἀπὸ τῶν ἀδιακρίτων βλεμμάτων, ἔφερε δὲ καὶ τὸ σαρίκιον πυκνῶς καὶ ἀδεξίως, περιτετυλιγμένον περὶ τὴν κεφαλήν. Ἀλλ᾽ ὅτε ἡ συνοδία ἔφθασεν εἰς τὸν πρῶτον σταθμόν, καὶ ἀντήχησε τὸ προκηρυχθὲν ὑπὸ τοῦ Κλεισούρα πρόσταγμα, τίς τῶν πιστῶν μουσουλμάνων ἤθελε νὰ προέλθῃ ὡς διαγγελεύς, κομίζων ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Χρῆστον Μηλιόνην, ἡ Βάσω οὔτ᾽ ἐσκέφθη οὔτ᾽ ἐδίστασεν ἀλλ᾽ ἅμα ἀκούσασα τὴν λιγύφθογγον μολπὴν τοῦ κήρυκος (ὅστις κατὰ τὸ τουρκικὸν ἔθος ἀνέβη ἐπὶ δένδρου καὶ ἐρραψῴδησε κατὰ τὸν ἀσιατικὸν τρόπον τὰς λέξεις), ἔσπευσε νὰ παρουσιασθῇ πρώτη καὶ μόνη αὐτή.

Ἐκεῖνο ὅπερ τὴν ἐξέπληξεν, ἦτο ἡ αὐθόρμητος πρόσοδος καὶ δευτέρου ἐθελοντοῦ, καὶ πολλῷ μᾶλλον ἡ παρ᾽ αὐτοῦ διαβεβαίωσις ὅτι ἐγνώριζεν αὐτήν. Εἰς μάτην ἡ Βάσω ἐβασάνισε τὴν μνήμην της, οὐδαμοῦ εἶχεν ἰδεῖ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον. Ἔπειτα οὗτος τῇ ἐφάνη τόσον παράδοξος, τόσον ἀλλόκοτος, ὥστε ἠπόρει καὶ αὐτὴ τί νὰ πιστεύσῃ. Προκριτώτερον θὰ ἦτο δι᾽ αὐτήν, ἂν καὶ ἦτο δειλὴ ὡς νεαρὰ γυνὴ καὶ ἄπειρος, ν᾽ ἀπήρχετο μόνη εἰς τὴν ἀποστολὴν ἐκείνην. Δὲν ἐγίνωσκε τὰς ὁδούς, ἀλλ᾽ ὅμως ἤρκει ν᾽ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τῆς στρατιωτικῆς συνοδίας, καὶ ὁ τελευταῖος δεσμὸς διερρήγνυτο. Ἡ ἀμηχανία αὕτη, ἡ ἐκ τῆς ἀπειρίας καὶ τῆς δειλίας ἀπορρέουσα, οὐδὲν θὰ ἦτο ἀπέναντι τῆς ἀγαλλιάσεως, ἣν θὰ ἐνεποίει αὐτῇ ἡ ἀπὸ τῶν Τούρκων ἀπομάκρυνσις, ἀλλ᾽ ἡ παρουσία τοῦ ἀγνώστου ἐκείνου ἦτο ὡς προέκτασις τῶν συνεχόντων αὐτὴν δεσμῶν. Πᾶς ἄνθρωπος θὰ ᾐσθάνετο αὐτόματον ὁρμὴν εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν ἀπροσδόκητον συνήγορον, ὅστις θὰ προσήρχετο οὕτως ἀρωγὸς καὶ ἐπίκουρος τῆς παραβόλου ἐπιχειρήσεως αὐτοῦ. Ἀλλ᾽ εἰς ἣν θέσιν εὑρίσκετο ἡ Βάσω, τὸ πρᾶγμα εἶχεν ἄλλως. Αὐτὴ ἐζήτει μόνον ν᾽ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τῶν ἐξ ἀνάγκης συνοδοιπόρων της, ἀναλογιζομένη ὅτι τὰ μέλλοντα δὲν ἠδύναντο νὰ εἶναι χείρονα τῶν παρελθόντων. Δὲν τὴν ἔμελε τί ἤθελεν ἀπαντήσει καθ᾽ ὁδόν, οὐδὲ πῶς ἔμελλε νὰ ὁδοιπορήσῃ εἰς ἀγνώστους τόπους. Ἤρκει ν᾽ ἀπαλλαχθῇ τῆς ἀπεχθοῦς παρουσίας τῶν συνοδοιπόρων της.

Τὰ μετὰ ταῦτα διηγήθημεν ἐν τοῖς ἔμπροσθεν κεφαλαίοις. Ἓν μόνον ὀφείλομεν νὰ προσθέσωμεν. Ἀφοῦ ὁ Καμπόσος προέβη εἰς τὴν ἀλλόκοτον ἐκείνην καὶ ἀπίστευτον ἐξομολόγησιν, ἥτις ἠδύνατο ν᾽ ἀνορθώσῃ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς τῆς ἀκροωμένης, ἂν δὲν τὰς περιέσφιγγε τὸ σαρίκιον, ἀφοῦ ἀπέτυχεν εἰς τὴν ἀπόπειραν τοῦ ν᾽ ἀναγκάσῃ αὐτὴν νὰ τῷ ἀνακοινώσῃ τὰς ἰδίας αὑτῆς γνώμας, τελευταῖον ἡ Βάσω δὲν παρέλιπε ν᾽ ἀπευθύνῃ πρὸς αὐτὸν μίαν ἐρώτησιν, τὴν ἑξῆς:

―  Δὲ μοῦ λές, γιατί θέλησες, νὰ ᾽ρθῇς μαζί μου εἰς αὐτὸν τὸ δρόμο;

Ὁ Καμπόσος ἐδίστασε μικρόν, πρὶν ν᾽ ἀπαντήσῃ. Τέλος εἶπεν:

―  Εἶδα ποὺ ἦταν ἀνάγκη. Οἱ ἀγάδες δὲν ἤθελαν νὰ πᾶνε.

Ἡ ἀπάντησις αὕτη δὲν ἦτο βεβαίως συμπερασματικὴ δι᾽ ἄνθρωπον δυσκόλως πειθόμενον. Ἡ Βάσω ἀπηύθυνε καὶ δευτέραν ἐρώτησιν:

―  Καὶ γιατί εἶπες ψέματα, ὅτι μ᾽ ἐγνώριζες; Μὲ εἶχες ξαναϊδεῖ ποτέ;

―  Τὸ ἔκαμα διὰ νὰ σὲ γλυτώσω ἀπὸ τὴν μπερδεψιὰ ἐκείνην, εἶπεν ὁ Καμπόσος.

Ἴσως αἱ δύο αὗται ἀπαντήσεις πόρρω ἀπεῖχον τῆς ἀληθείας. Ἀλλὰ πιθανῶς δὲν εἶχεν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀκριβῆ συνείδησιν τῶν ἀφορμῶν, αἵτινες ὤθησαν αὐτὸν εἰς τὸ διάβημα. Τὸ κατ᾽ ἐμέ, νομίζω ὅτι τὸ φύσει ρᾳδιουργικὸν καὶ κατοπτευτικὸν πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου, ἦτο τὸ μόνον κινῆσαν αὐτὸν αἴτιον ἵνα προσέλθῃ αὐθόρμητος εἰς τὴν παράβολον ἐκείνην ἀποστολήν. Ὁ σκοπός του ἦτο ἴσως νὰ κατασκοπεύσῃ τὰς θέσεις καὶ τὰ ταμπούρια τῶν κλεπτῶν, καὶ νὰ πωλήσῃ εἰς τοὺς Τούρκους μεγαλυτέραν δούλευσιν, ἢ ὅση συνίστατο εἰς τὰ κόμιστρα καὶ εἰς τὴν ἐγχείρισιν τῆς ἐπιστολῆς.

Ἴσως προσέτι θὰ ἐρωτήσωσιν οἱ ἀναγνῶσται ἡμῶν, ποίαν ἀφορμὴν εἶχεν ὁ Καμπόσος νὰ διηγηθῇ πρὸς τὸν ἄγνωστον αὐτῷ νέον οὕτω προχείρως τὴν ἱστορίαν του; Πρόσωπον τοιοῦτον ὡς πρώτην ἀρετὴν ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τὴν ἐχεμυθίαν καὶ τὴν κρυψίνοιαν. Τοῦτο εἶναι ἀληθές. Ἀλλ᾽ οὐδὲν συμφέρον εἶχεν ὁ ἄνθρωπος οὗτος ν᾽ ἀποκρύπτῃ ἀπὸ τῶν Τούρκων τὴν ἱστορίαν του· τοὐναντίον εἶχε συμφέρον νὰ καθιστᾷ αὐτὴν φανεράν. Ἡ ἄκρα νεότης καὶ ἡ συμπαθὴς μορφὴ τοῦ νομιζομένου Τούρκου τῷ ἐνέπνευσεν ἐμπιστοσύνην. Οὐδεμίαν ἀφορμὴν εἶχεν ἀπ᾽ ἀρχῆς νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι τὸ σχῆμα, ὅπερ ἔφερεν ἐκεῖνος, ἦτο πλαστόν. Ἄλλως τόσῳ προθυμότερον ἔκλινεν εἰς τὸ νὰ διηγῆται τὴν ἱστορίαν του πρὸς πάντα μουσουλμάνον, ὅσῳ ᾐσθάνετο εἶδός τι ὑπερηφανίας διηγούμενος αὐτήν. Μηδεὶς ἀπορήσῃ διὰ τοῦτο. Ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἐσεμνύνετο διότι κατώρθωσε δῆθεν νὰ λύσῃ πρόβλημα ἄλυτον πρὸ αὐτοῦ, τὸ νὰ εἶναι Τοῦρκος χωρὶς ν᾽ ἀλλαξοπιστήσῃ. Ἔτρεφε δὲ βαθεῖαν περιφρόνησιν πρὸς πολλοὺς ἄλλους Ρωμιοὺς τοῦ τότε χρόνου, οἵτινες οὐδὲν κατώρθωσαν ἐξομόσαντες. Πᾶς ἐξωμότης ἔπαυε νὰ εἶναι Χριστιανός, ἀλλὰ δὲν ἐγίνετο καὶ Τοῦρκος, διὰ τὸ φύσει ἀδύνατον τοῦ πράγματος. Οἱ τοιοῦτοι δὲ ἄνθρωποι κατήντων εἰς οἰκτρὰν καὶ γελοίαν θέσιν, διότι οὔτε οἱ Χριστιανοὶ τοὺς ἤθελον πλέον ὡς Χριστιανοὺς οὔτε οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἐδέχοντο ὡς Τούρκους. Ἀλλὰ τοῦτο πάσχουσι καὶ ἄλλοι πολλοί…

ΙΗ´

Ὁ Πευκόρραχος, ὅστις μεθ᾽ ὅλον τὸ δυσκίνητον αὐτοῦ εἶχε κατέλθει ἀπὸ τοῦ βράχου, ἔσπευσε νὰ συλλάβῃ τὸν Καμπόσον, καὶ δὲν εἶχε σκοπὸν νὰ τὸν ἀφήσῃ. Τὸν περιέσφιγξε δὲ τόσον πολὺ μὲ τὰς ὀζώδεις χεῖράς του, ὥστε ὁ ἀτυχὴς ἐκεῖνος οὐδ᾽ ἀπεπειράθη νὰ τοῦ δαγκάσῃ τοὺς δακτύλους, ὡς θὰ ἔπραττεν εἰς πᾶσαν ἄλλην περίστασιν, ἂν τὸν περιέσφιγγον ἁπαλώτεραι χεῖρες. Ὁ Πευκόρραχος καὶ ὁ Γκαβόχηνας, ὁ πιστὸς φίλος αὐτοῦ, ὃν δὲν ἐπαρουσιάσαμεν ἀκόμη εἰς τοὺς ἀναγνώστας, δὲν διέπρεπον ἐπὶ εὐκινησίᾳ μεταξὺ τῶν συντρόφων των, ἀλλ᾽ ὅσον διὰ τὸ ταμπούρι ἦσαν βράχοι ἀκλόνητοι, καὶ οὐδὲ μοχλὸς δὲν ἠδύνατο νὰ τοὺς ἐκριζώσῃ. Μετὰ τῆς αὐτῆς καρτερίας, μεθ᾽ ἧς ὁ Πευκόρραχος ἠδύνατο νὰ φυτευθῇ ἐπὶ κρημνώδους σκοπιᾶς, καὶ νὰ φυλάξῃ ἐκεῖ ταμπούρι ὥραν τὴν ὥραν, ὑποφέρων τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ τὸν παγετὸν τῆς νυκτός, μετὰ τῆς αὐτῆς ἀκάμπτου ἰσχυρογνωμοσύνης, ἂν ἐκράτει ἅπαξ εἰς τὴν χεῖρά του λείαν τινά, ἄγραν, λάφυρον, πλιάτσικο, ἂς ἦτο τοῦτο ἄνθρωπος ἢ πρᾶγμα, θηρίον ἢ βουνόν, δὲν θὰ ἐπείθετο ποτὲ νὰ τὸ ἀφήσῃ, ἀλλ᾽ ἂν τοῦ ἔκοπτες τὴν μίαν χεῖρα, μὲ τὴν ἄλλην θὰ τὸ ἐβάσταζεν, ἂν καὶ τὰς δύο, θὰ τὸ συνελάμβανε μὲ τοὺς ὀδόντας. Τοιαύτην σπανίαν ἀρετὴν ὅλοι οἱ κλέφται δὲν ἠδύναντο νὰ ἔχωσιν, ἀλλ᾽ εἶχον ἄλλος ἄλλην. Ὁ Πετρίτης, φέρ᾽ εἰπεῖν, εἶχε μάτι, ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ ἀπὸ τεσσάρων μιλίων ἀποστάσεως, ὄχι μόνον ἂν ἦτο Τοῦρκος ἢ Χριστιανός, ἀλλὰ τὴν τρίχωσιν τῆς φλοκάτας, τὸ χρῶμα τοῦ σελαχίου καὶ τὴν στιλπνότητα τοῦ ὁπλισμοῦ. Ὁ Ὄρνιος εἶχε πόδι, ἠδύνατο νὰ τρέξῃ ἀπνευστὶ πεντήκοντα μίλια εἰς ἑπτὰ ὥρας, καὶ τοῦτο χωρὶς ν᾽ ἀναπαυθῇ, χωρὶς νὰ σταματήσῃ, χωρὶς νὰ διψήσῃ. Ὁ Ξυπνητήρας εἶχεν αὐτί, ἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ ἀπὸ ὀκτακοσίων βημάτων θροῦν, πνοήν, ψίθυρον, μορμυρισμόν, ἀναστεναγμόν. Ὁ Σαΐτας εἶχε χέρι, ἠδύνατο νὰ ἐκσφενδονήσῃ εἰς ἀπόστασιν βολῆς καρυοφυλλίου βαρὺν λίθον, καὶ τὴν χεῖρα δὲν τὴν ἔβλεπες, ἐστροφοδινεῖτο ὡς φτερωτή, ὡς τροχὸς νερομύλου, οὐδὲ τὸν λίθον ἔβλεπες, τὸν δοῦπον τῆς πτώσεως ἤκουες μόνον· τέλος ὁ Τσιντζούρας, ἐλλείψει ἄλλου ὠφελιμωτέρου προτερήματος, εἶχε τραγούδι, ἔκρουε τὴν λύραν μετὰ δεξιότητος, καὶ ἐν ἀπουσίᾳ συγχορευτοῦ, ἐπιάνετο ἀπὸ ἕνα σχοῖνον κ᾽ ἐχόρευεν.

Ἀφοῦ ὁ Πευκόρραχος συνέλαβε καλῶς τὸν ἄνθρωπόν του, ἔβαλε μίαν κραυγήν.

―  Καραούλι!

Ἡ λέξις αὕτη, ἥτις ἐσήμαινεν ὅ,τι ἐπὶ τῶν ἐμπορικῶν πλοίων μας ἡ κραυγὴ σκάντζα βάρδια!* καὶ εἰς τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν τὸ ἐπιφώνημα ἀλλαγηή! ἔμελλε ν᾽ ἀφυπνίσῃ τοὺς κοιμωμένους κλέφτας, ἂν δὲν εἶχον ἐξεγερθῆ οὗτοι ἤδη ἐκ τῆς προλαβούσης ἐκπυρσοκροτήσεως. Ἓξ ἢ ὀκτὼ ἐκ τούτων, καταλιπόντες θερμὰς τὰς φλοκάτας των, εἶχον συρρεύσει ἤδη εἰς τὴν σκηνήν, καθ᾽ ἣν στιγμὴν ὁ Πευκόρραχος ἐξέπεμπε τὴν κραυγὴν ταύτην.

―  Τί εἶναι; Τί τρέχει;

Οὐδεὶς ἀπήντα εἰς τὰς ἐρωτήσεις ταύτας. Ὁ μὲν ἀγαθὸς Πευκόρραχος οὐδὲ γρῦ ἐνόει ἐκ τῶν συμβαινόντων, ὁ δὲ Νῖκος χωρὶς νὰ χάσῃ καιρὸν εἶχε σχίσει τὴν λευκὴν ἀκόμη φουστανέλαν του καὶ προσεπάθει νὰ περιδέσῃ τὸ τραῦμα τῆς Βάσως.

―  Φέρετε φῶς! ἔλεγε· ἀνάψετε δαδί, παιδιά!

Οἱ κλέφται δὲν ἦσαν ἀδιάκριτοι, καὶ δὲν ἐπέμενον νὰ μάθωσι τὰ ἀγνοούμενα. Εἷς αὐτῶν ἐξετέλεσε τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ Νίκου, καὶ ἤναψε διὰ πυρολίθου θρυαλλίδα. Ἐφωτίσθη τότε τὸ ὠχρὸν καὶ ξανθὸν πρόσωπον τῆς νεάνιδος, ἥτις τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἶχεν ἀπορρίψει ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὴν κίδαριν, καὶ ἐφάνησαν οἱ βόστρυχοι τῆς κόμης της περὶ τὸν λαιμόν. Ἀλλ᾽ ὁ Νῖκος δὲν ἔβλεπε τὸ πρόσωπον, προσεῖχεν εἰς τὴν πληγὴν τοῦ βραχίονος. Εὐτυχῶς δὲν ἦτο βαθεῖα αὕτη.

Τὸ πρόσωπον τὸ ἔβλεπον οἱ κλέφται. Τοὺς ἐφάνη δὲ ὡς ἀκτὶς σελήνης κατὰ τὴν ἀσέληνον ἐκείνην νύκτα, ὡς σταγὼν δρόσου εἰς τὴν τραχεῖαν ἐκείνην ἐρημίαν.

Ἀπὸ τοῦ νεαροῦ τούτου προσώπου, τοῦ πλασθέντος διὰ νὰ εἶναι φαιδρόν, καὶ ὅμως φέροντος ἤδη ἴχνη δακρύων περὶ τοὺς ὀφθαλμούς, ἡ προσοχή των ἐστράφη πρὸς τὸ ἄλλο ἐκεῖνο σκυθρωπὸν καὶ ἀπαίσιον πρόσωπον, τὸ τοῦ Καμπόσου. Κατ᾽ ἀρχὰς εἷς τῶν κλεφτῶν εὗρε πρόχειρον ἐξήγησιν τῆς ἀπορίας του, ἣν καὶ ἀνεκοίνωσε πρὸς ἕνα τῶν συντρόφων.

―  Ξέρεις, θὰ τὴν ἔκλεψεν αὐτὸς ὁ Τούρκαλος, κι αὐτὴ εἶναι Ρωμιοπούλα.

Εἰς τὴν ὑπόνοιαν ταύτην, οἱ κλέφται ἤρχισαν νὰ ρίπτωσιν ἀπειλητικὰ βλέμματα πρὸς τὸν ἀτυχῆ Καμπόσον καὶ ὁ Ὄρνιος, εἷς τῶν συνδραμόντων κλεφτῶν, ἦτο ἕτοιμος νὰ τὸν κατασπαράξῃ. Ἀλλ᾽ ὁ Πευκόρραχος ἔκραξε:

―  Ξυπνήσετε τὸν καπετάνο, μὴ κάνετε λωλαμάρες. Ἐκεῖνος θ᾽ ἀποφασίσῃ.

Καὶ ταῦτα εἰπὼν περιέσφιγξε τόσον σφοδρῶς τοὺς δύο βραχίονας τοῦ Καμπόσου, ὥστε ὁ δυστυχὴς ἐπόνεσε καὶ ἀφῆκε γογγυσμόν.

Τὴν γνώμην τοῦ Πευκόρραχου παρεδέχθησαν πάντες ἄνευ ἀντιρρήσεως.

ΙΘ´

Δι᾽ ὀλίγων ἔσπευσε νὰ ἐξηγήσῃ ἡ Βάσω εἰς τὸν ἔκπληκτον Χρῆστον Μηλιόνην τὰ κατὰ τὸν Καμπόσον. Ὁ ἐπιτήδειος οὗτος ἄνθρωπος εἶχε καταγγείλει αὐτὸς ἑαυτόν. Ἡ τύχη τῷ εἶχε στήσει τοιαύτην παγίδα, οἵαν οὐδὲ ὁ δεινότατος τῶν θηρευτῶν κατώρθωσέ ποτε νὰ παρασκευάσῃ. Τὰ περὶ τῆς ἰδίας αὑτῆς τύχης ὑπεσχέθη ἡ νέα νὰ διηγηθῇ τὴν ἐπαύριον. Προσεκλήθη ὁ ἡλικιωμένος κλέφτης Γκαβόχηνας, ὁ πιστὸς σύντροφος τοῦ Πευκόρραχου, ὅστις δὲν ἦτο ἀδέξιος χειρουργός, καὶ ἀνεδέχθη νὰ θεραπεύσῃ τὴν πληγήν της. Ὁ Νῖκος δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς, ἐζήτει συγγνώμην καὶ δὲν παρηγορεῖτο, διότι αὐτὸς ἦτο ὁ αἴτιος τοῦ δυστυχήματος. Ἡ κόρη τὸν ᾤκτειρε, καὶ δὲν ἔσπευσε νὰ τῷ εἴπῃ ὅτι αὐτὴ μᾶλλον ἔμελλε νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν συγγνώμην του.

Τὴν ἐπαύριον ἡ Βάσω συνδιελέχθη κατ᾽ ἰδίαν μετὰ τοῦ καπετάνου, καὶ διηγήθη πρὸς αὐτὸν κατὰ πλάτος ὅσα εἶχε νὰ διηγηθῇ. Ὁ κλέφτης τὴν συνεβούλευσε νὰ μὴ εἴπῃ τι εἰς τὸν Νῖκον, ἐπὶ τοῦ παρόντος, καὶ τῇ ὑπεσχέθη νὰ τὴν πέμψῃ εἰς ἀσφαλῆ τόπον. Προσέτι ἀνεδέχθη ὁ Χρῆστος νὰ γίνῃ ἐγγυητὴς καὶ μεσίτης ὑπὲρ αὐτῆς, ὅπως τύχῃ τῆς πατρικῆς συγγνώμης.

Ἡ νέα ᾐσθάνθη βάλσαμον παραμυθίας εἰς τὴν καρδίαν της, ἀπέτεινεν αἰδῆμον καὶ σοβαρὸν μειδίαμα πρὸς τὸν Νῖκον, καὶ τὴν ἑπομένην νύκτα μετέβη εἰς τὴν πλησιεστέραν ἔπαυλιν, συνοδευομένη ὑπὸ τῶν δύο χωρικῶν, οὓς τῇ εἶχε δώσει ὡς ὁδηγοὺς ὁ ἀνάδοχός της.

Πρὶν ἀναχωρήσῃ, ἡ Βάσω ἐτόλμησε νὰ ζητήσῃ μίαν μεγάλην χάριν παρὰ τοῦ νοννοῦ της. Μετενόησεν, εἶπε, διότι παρέδωκεν εἰς χεῖράς των, τὸν ἀτυχῆ ἐκεῖνον ἄνθρωπον, ὅστις ὑπῆρξε συνοδοιπόρος της καὶ ὁδηγός της εἰς τὴν πορείαν. Ἄνευ αὐτοῦ, πῶς θὰ εὕρισκε τὸ λημέρι τῶν κλεφτῶν; Δὲν ἤθελε τὸ κακόν του, εἶχε σκοπὸν τὴν τελευταίαν στιγμήν, εὐθὺς ὡς ἀνεκάλυπτε τὸ λημέρι, νὰ τῷ εἴπῃ νὰ φύγῃ. Ὅτε ἀντήχησεν ἡ ἐκπυρσοκρότησις, ἠγνόουν ἀμφότεροι ὅτι εὑρίσκοντο τόσον ἐγγὺς εἰς τὰ ταμπούρια, ὁ δ᾽ αἰφνίδιος ἐκεῖνος πυροβολισμός, ἡ ἔκπληξις, ὁ φόβος καὶ τὸ βόλι, τὸ ὁποῖον ἔπληξε τὸν βραχίονά της, τὴν ἔκαμαν νὰ παραμιλῇ, καὶ ἐνόμισε τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὅτι εἶχε χρέος νὰ παραδώσῃ τὸν συνοδοιπόρον της. Τεταραγμένη εἰσέτι, διηγήθη τὴν ἱστορίαν του εἰς τὸν νοννόν της καὶ εἰς τὸν Νῖκον, ἀλλ᾽ εὐθὺς μετ᾽ ὀλίγον μετεμελήθη. Ἀκούσας ταῦτα, ὁ Μηλιόνης οὐδὲν βέβαιον τῇ ὑπεσχέθη, ἀλλ᾽ ὅμως εἶπεν ὅτι θὰ φροντίσῃ νὰ τοῦ δώσῃ τοῦ Καμπόσου ὅ,τι τοῦ πρέπει. Ἡ ἀπάντησις αὕτη δὲν καθησύχασε τὴν νεάνιδα.

Ἡ τύχη τοῦ Καμπόσου ἔμελλε ν᾽ ἀγνοῆται διὰ πολὺν καιρόν, ἐὰν ὁ Ὄρνιος, ὅστις εἶχεν ἰσχυρὰν μνήμην, δὲν διηγεῖτο ἀκολούθως πρὸς ἕνα τῶν συντρόφων του τὴν περὶ τούτου ἱστορίαν, ἣν καὶ ἡμεῖς μεταγράφομεν ἐνταῦθα πρὸς πληροφορίαν τῶν ἡμετέρων ἀναγνωστῶν.

Εἰς δύο ἀνθρώπους ἔπεσεν ὁ κλῆρος ν᾽ ἀναδεχθῶσι τὸ βάρος τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, εἰς τὸν Σαΐταν καὶ εἰς τὸν Ὄρνιον. Καὶ οὗτος μὲν εὑρίσκετο εἰς ἄγνοιαν περὶ τοῦ τί ἔμελλον νὰ τὸν κάμωσιν, ὁ δὲ Σαΐτας, εὐτυχέστερος, εἶχε λάβει ἄμεσον πρόσταγμα παρὰ τοῦ καπετάνου, ὅτι ὤφειλον ν᾿ ἀπαλλαχθῶσι τοῦ φορτίου αὐτοῦ. Ὁ Σαΐτας δὲν ἐφάνη ἐχέμυθος, καὶ ἴσως διὰ νὰ δείξῃ ὅτι ἔχει τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ ἀρχηγοῦ, τὴν ἐπρόδωσε καθ᾽ ὁδόν, ἐνῷ ἐπορεύοντο, καὶ οὕτως ἦλθεν εἰς θέσιν καὶ ὁ Ὄρνιος, ὥστε νὰ μὴ βαδίζῃ εἰς τὸ σκότος. Ὁ καπετάνος εἶχε διατάξει νὰ τὸν χαλάσωσιν, αὐτὸν τὸν μακαρίτην. Καὶ δὲν ἦτο εὔκολον τὸ πρᾶγμα, ὡς φαίνεται. Ἦτον ἑφτάψυχος αὐτὸς ὁ καλοκόκκαλος. Ὁ Ὄρνιος ἔμελλε νὰ τὸν δέσῃ ὀπισθάγκωνα ἐπὶ στελέχους ἐλάτης, ἀλλ᾽ ἐνῷ ὁ Ὄρνιος ἡτοίμαζε τὸ σχοινίον, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἐδοκίμασεν ἐκεῖνος νὰ τὸ στρίψῃ. Εὐτυχῶς ὁ Μηλιόνης εἶχε προβλέψει, ὡς φαίνεται, τὴν ἐνδεχομένην ταύτην περίπτωσιν, καὶ ἴσως διὰ τοῦτο διώρισε τὸν Ὄρνιον μέλος τῆς ἀποστολῆς ἐκείνης. Ὁ Ὄρνιος εἶχε τὰς καλυτέρας κνήμας, ὡς εἶναι γνωστόν, καὶ τὸ ἔβαλεν εὐθὺς εἰς τὰ πόδια. «Ἅπλωνα τὴ χέρα μου, κ᾽ ἐχανόταν ἀπὸ μπροστά μου. Ὁ Σαΐτας εἶχε μείνει παραπίσω, ἐντρέπομουν νὰ τὸν φωνάξω, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὸ νάμι* μου. Ἔφευγε σὰν ἴσκιος, ἀκόμα ἄλλος δὲν μοῦ παραβγῆκε. Νὰ μὴν ἤμουν Ὄρνιος, ἂν δὲν τὸν ἔφτανα. Δυὸ τρεῖς ποδαριές, καὶ τὸν ἀδράχνω. Σ᾽ ἐτσάκωσα, σ᾽ ἔχω, σ᾽ ἔφαγα. Τὸν ἀπιθώνω ἀπάνω σ᾽ ἕναν ὄχτο, τὸν ἀρχινῶ στὲς διπλαργιές*. Τὸν τραβάω πίσω, τὸν παγλαρώνω* στὸν ἔλατο, τὸν σφίγγω, τὸν ζαμακώνω*, τὸν διπλοσταυρώνω· ὄμορφος εἶσαι, κάτσε δῶ νὰ σὲ καμαρώσω». Ἐνταῦθα ἔληξε τὸ ἔργον τοῦ Ὄρνιου, ὁ Σαΐτας ὤφειλε νὰ κάμῃ καὶ αὐτὸς τὸ χρέος του. Ὁ Σαΐτας ὥπλισε μὲ ὑπερμεγέθη λίθον τὴν σφενδόνην του, ἔστη εἰς ἀπόστασιν διακοσίων βημάτων ἀπὸ τοῦ δεσμώτου, καὶ ἤρχισε νὰ κάμνῃ γυμνάσια. Τὴν πρώτην φορὰν περιέστρεψε δωδεκάκις τὴν σφενδόνην περὶ τὴν κόμην του μὲ ἀπίστευτον ταχύτητα. Ἀντήχησεν ἡ δόνησις τῆς σφενδόνης, ὁ 〈δὲ〉 ἀτυχὴς κατάδικος ἔκλεισεν αὐτομάτως τοὺς ὀφθαλμούς.

Ἀλλ᾽ εἶχεν ἄδικον νὰ βιάζηται. Ὁ Σαΐτας δὲν τὸν ἐσκόπευσεν, ἀλλὰ προσεποιήθη ὅτι τοῦ ἔφυγεν ὁ λίθος καὶ τὸν ἔρριψε μακράν, ὀπίσω τῆς κεφαλῆς του. Ὁ Καμπόσος ἀνέπνευσεν. Ὁ Ὄρνιος ἔβλεπεν ἀτενῶς. Ὁ Σαΐτας ἐνέβαλε δεύτερον λίθον εἰς τὴν σφενδόνην, καὶ ἤρχισε τὴν αὐτὴν ἄσκησιν. Ἡ περιστροφὴ ὑπῆρξε τὴν φορὰν ταύτην ἀνετωτέρα καὶ βραδυτέρα. Τέλος ὁ λίθος ἐξετοξεύθη, καὶ πεσὼν εἰς τὸ δένδρον, ἐφ᾽ οὗ ἦτο δέσμιος ὁ Καμπόσος, ἐκτύπησεν ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τοῦ καταδίκου, δύο ἢ τρεῖς παλάμας ὑπεράνω αὐτῆς. Ὁ λίθος κρούσας ἐκ πλαγίου τὸν φλοιὸν τοῦ δένδρου ἀνεκόπη καὶ κατέπεσεν ἐγκαρσίως, ἔψαυσε τὸν ὦμον καὶ τὸν βραχίονα τοῦ καταδίκου, καὶ κατεκυλίσθη εἰς τοὺς πόδας του.

Ὁ Καμπόσος δὲν εἶχε προφέρει οὐδὲ λέξιν, ἀλλὰ τὴν φορὰν ταύτην ἀγανακτήσας, ἀνέκραξε:

―  Μὴ μὲ βασανίζετε, βρὲ παιδιά· θὰ μὲ σκοτῶστε, σκοτῶστέ με.

―  Τώρα σοῦ δείχνω, ἀπήντησεν ὁ Σαΐτας χωρὶς νὰ συγκινηθῇ.

Ὅσον διὰ τὸν Ὄρνιον, οὗτος ἦτο, φαίνεται, εὐαίσθητος, καὶ ἤρχισε νὰ τὸν οἰκτείρῃ. Ἀλλ᾽ ἡ περιέργειά του, ὅπως ἴδῃ τὸ τέλος τοῦ ἀλλοκότου τούτου πειράματος, καθ᾽ ὃ ὁ Σαΐτας ἐπεθύμει, ὡς φαίνεται, ν᾽ ἀναπτύξῃ ὅλην τὴν περὶ τὸν χειρισμὸν τῆς σφενδόνης ἐπιτηδειότητά του, ἦτο μεγαλυτέρα τοῦ οἴκτου ὃν ᾐσθάνθη, καὶ δὲν ἱκέτευσεν ὑπὲρ τοῦ καταδίκου. Ὁ Σαΐτας ἔσπευσε νὰ βάλῃ εἰς πρᾶξιν τὴν ἀπειλήν του. Τὴν φορὰν ταύτην ὁ δύστηνος κατάδικος ἔβλεπε τὸν θάνατον μὲ τοὺς ἰδίους του ὀφθαλμούς. Εἶδε τὸν Σαΐταν κύπτοντα πρὸς τὴν γῆν, τὸν εἶδεν ἀναζητοῦντα καὶ ἐκλέγοντα τὸν λίθον, τὸν εἶδε θέτοντα τὸν λίθον εἰς τὴν σφενδόνην. Εἶτα ἤρχισεν οὗτος νὰ περιστρέφῃ αὐτὴν κατὰ τὸ σύνηθες. Ὁ Καμπόσος ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς. Μετὰ μίαν στιγμὴν ὁ λίθος ἐκεῖνος θὰ συνέτριβε τὸ κρανίον του. Τετέλεσται, δὲν ὑπῆρχε πλέον ἔλεος δι᾽ αὐτὸν ἐπὶ τῆς γῆς ταύτης. Τότε ἤρχισε νὰ ψιθυρίζῃ τὸ Μνήσθητί μου Κύριε, καὶ μόλις θὰ εἶχε καιρὸν ἅπαξ νὰ τὸ ἀπαγγείλῃ, τὸ βλῆμα ἐξεσφενδονίσθη γοργόν, καὶ ἐλθὸν ἔπληξε τὸ πρόσωπον τοῦ καταδίκου. Ἀλλ᾽ ὢ θαῦμα! Ὁ φαινόμενος λίθος ἦτο βῶλος γῆς καὶ διερράγη εἰς μικρὰ τεμάχια. Ὁ κατάδικος ᾐσθάνθη τρομερὸν πόνον εἰς τὰς γνάθους, ἐτυφλώθη σχεδὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκ τῆς κόνεως, ἀλλ᾽ ἔμεινε σῶος καὶ ὑγιής. Τότε ὁ Σαΐτας διέταξε τὸν Ὄρνιον νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν λύσῃ.

Ὁ κλέφτης ἔμεινεν ἀπορῶν, καὶ ἐκοίταζεν ἄφωνος τὸν σύντροφόν του. Οὗτος δ᾽ ἐπανέλαβε τὴν διαταγήν.

―Ἄμ᾽ τότε; Γιατί κάμαμε τόσον κόπο; εἶπεν ὁ Ὄρνιος.

―  Κάμε ᾽κεῖνο ποὺ σοῦ λένε, τῷ ἀπήντησεν ὁ Σαΐτας αὐστηρῶς.

Ὁ ἀτυχὴς Ὄρνιος ἔσπευσε νὰ ὑπακούσῃ, ἂν καὶ δὲν ἐνόει πλέον τίποτε. Ἔλυσε τὸν Καμπόσον, καὶ προσήγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Σαΐταν, ὅστις ἐκάθητο ἀντικρὺ πλήρης σοβαρότητος.

―  Νὰ φχαριστᾷς τὸν καπετάνο, μωρέ, τῷ εἶπεν οὗτος· τὸ κέφι τὸ δικό μου ἦταν νὰ σὲ χαλάσωμε, μὰ ὁ καπετάνος εἶπε νὰ σὲ φοβερίξωμε μονάχα. Ἄμε καλιά σου, καὶ ξέρε το, μωρέ, πὼς νὰ σ᾽ εὑρῶ στὴν πλώρη μου δὲν σοῦ τὸ χαρίζω. Τώρα τὸ ἔκαμα γιὰ χατίρι τοῦ καπετάνου μου.

Ὁ Καμπόσος τὸ ἔβαλεν εἰς τὰ πόδια, καὶ οὐδ᾽ ἐστράφη ὀπίσω νὰ ἴδῃ τί ἔμελλε νὰ συμβῇ. Λέγεται ὅτι τῷ ἔμεινεν ἔκτοτε πάθησίς τις διὰ βίου, συνεχὴς βόμβος εἰς τὰ ὦτά του. Ἦτο ἡ ἰαχὴ τῆς περιφήμου σφενδόνης.

Κ´

Μετ᾽ ὀλίγας ἡμέρας ἡ κλαγγὴ τῶν ξιφῶν, ἡ βροντὴ τῶν καρυοφυλλίων ἠκούσθη ὄπισθεν τῶν ὀρέων, εἰς ἀπόστασιν πέντε ἢ ἓξ ὡρῶν πορείας ἀπὸ τῆς τοποθεσίας Ζυγουριᾶς, τοῦ στρατοπέδου τοῦ Χρήστου Μηλιόνη.

Δύο γυναῖκες ἐξελθοῦσαι λίαν πρωὶ ἐκ τῆς κώμης των, μετέβαινον εἰς τὴν πηγὴν ὅπως γεμίσωσιν ὕδατος τὰς στάμνους. Ἐξαίφνης ἐτρόμαξαν ἀκούσασαι εὐκρινῶς κρότον τουφεκισμῶν. Ὁ ἄνεμος ἔπνεε σφοδρῶς ἐκ τῶν ὀρέων, καὶ ἡ ἠχὼ τῶν πυροβολισμῶν ἐφέρετο ἐπὶ τῶν πτερύγων του.

Ἡ μία τῶν γυναικῶν τόσον κατεπλάγη, ὥστε ἔρριψε τὴν στάμνον της κατὰ τοῦ ἐδάφους, καὶ ἐστράφη νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ χωρίον της. Ἡ ἄλλη τὴν ἐγκαρδίωσεν εἰποῦσα ὅτι ἀπὸ τὸ μπουμπουνητὸ φαίνεται ὁ πόλεμος νὰ εἶναι μακριά, καὶ δὲν ἔπρεπε τόσον νὰ φοβῆται.

Καὶ βεβαίως ἐξ ἀρχῆς τολμηρὰ πρέπει νὰ ἦτο ἡ γυνὴ αὕτη, ἥτις εἶχε πείσει τὴν ἄλλην, τὴν σύντροφόν της, νὰ πορευθῶσιν πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος εἰς τὴν πηγήν. Ἀπὸ τεσσάρων ἢ πέντε μηνῶν φόβος εἶχε διαδοθῆ εἰς τὰ πεδινὰ χωρία, ὡς ἐκ τῆς ἐκστρατείας τῶν Τούρκων κατὰ τοῦ Χρήστου Μηλιόνη. Ἡ προστάτις πτέρυξ τοῦ ἀνδρείου μαχητοῦ ἐξετείνετο εἰς ὅλας τὰς ὀρεινὰς κώμας, ὅπου καὶ ἄλλως δὲν ἦσαν δειλοὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀλλ᾽ ἡ σκιὰ αὐτῆς δὲν ἠδύνατο νὰ φθάσῃ καὶ μέχρι τῶν πεδινωτέρων χωρίων.

Ὡς ἐκ τοῦ φόβου τούτου, ἐπῆλθεν ἀπραξία εἰς τὰς γεωργικὰς ἐργασίας, ᾤχετο ἡ εὐκολία τῆς συναλλαγῆς, καὶ διὰ τοῦτο ὁ λαὸς ἐδυστύχει. Ἡ κατάστασις δὲ αὕτη ἔμελλε, κατὰ τὰ φαινόμενα, νὰ παραταθῇ ἐπὶ μακρὸν χρόνον, διότι ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας δὲν εἶχε σκοπὸν νὰ συγκρουσθῇ πρὸς τοὺς κλέφτας. Ἀλλ᾽ ὁ Χρῆστος Μηλιόνης, ἂν καὶ εἶχε καλὰ ταμπούρια εἰς τὰς κορυφὰς τῶν βουνῶν, δὲν ἠγάπα νὰ μένῃ κεκλεισμένος ἐκεῖ ἐπ᾽ ἀόριστον χρόνον. Ὁσημέραι ἡ ἔνδεια τοῦ λαοῦ καθίστατο δεινοτέρα, καὶ αὐτοὶ οἱ κλέφται ἔμελλον πιθανῶς ν᾽ ἀπορήσωσι τῶν ἐπιτηδείων.

Οἱ λόγοι οὗτοι ἔπεισαν τὸν Χρῆστον Μηλιόνην νὰ κάμῃ ἔξοδον…

Πρωίαν τινὰ τοῦ Μαΐου ἐπανῆλθον εἰς τὸ λημέρι τοῦ Χρήστου οἱ δύο μονόματοι, οὓς εἶχε στείλει πρὸ δύο ἡμερῶν ἵνα κατασκοπεύσωσιν. Ἦσαν δὲ οὗτοι ὁ Πετρίτης καὶ ὁ Ξυπνητήρας.

―  Καὶ τί ἀγροικήσατε; τοὺς ἠρώτησεν ὁ ἀρχηγός.

―  Τίποτα, καπετάνο, ὅλο καὶ ζαγάρια, ἀπήντησεν ὁ Πετρίτης. Κανένας τους δὲν εἶναι χαΐρικος*.

―  Τοὺς ζύγωσες καλά;

―Ὅλη μέρα τοὺς βίγλιζα. Κανένα χαλαλὴ* ἀπ᾽ αὐτοὺς δὲν εἶδα. Ὅλοι ζουλάπια.

―  Καὶ σύ, Ξυπνητήρα;

―  Τὰ ἴδια, καπετάνο μου. Δὲν εἶναι γιὰ ντουφέκι αὐτοῦνοι.

―Ἄκουσες τὸ βρόντο τους;

―  Τὸν ἄκουσα· ψοφίμικος κι αὐτός. Κούφια ἔβαζε τὸ ντουφέκι. Τὴν μπαρούτη μὲ τὸ φτερό.

―  Καὶ τὰ κατατόπια τους, Πετρίτη;

―  Τρεῖς ἀδρασκελιές.

Τὰς ἐκθέσεις ταύτας τῶν κατασκόπων του δὲν περιέμενε βεβαίως ὁ Χρῆστος ὅπως ἀποφασίσῃ. Ἡ ἀπόφασις τῆς ἐξόδου ἀπὸ πολλοῦ εἶχε γίνει παρ᾽ αὐτοῦ. Ἀλλ᾽ ὅμως καὶ τὰ τόσον αἴσια πορίσματα τῶν παρατηρήσεων τῶν δύο τούτων κλεφτῶν δὲν τὸν δυσηρέστησαν.

Ἀφ᾽ ἑσπέρας ἔδωκε διαταγὴν νὰ εἶναι ἕτοιμοι πρὸς ὁδοιπορίαν οἱ ἄνδρες του ἅμα τῇ ἀνατολῇ τῆς ἑξαστέρου Πούλιας.

ΚΑ´

Ὅτε οἱ κλέφται εἶχον φθάσει εἰς τὰ σύνορα τῶν Τούρκων, εἰς τόπον καλούμενον Λαγκόβα, μόλις εἶχεν ἀνατείλει ὁ ἑωθινὸς ἀστήρ. Ἡ δρόσος τῆς πρωίας ἀπέσταζεν ἀπὸ τῶν φύλλων, καὶ ὁ ἀρχηγὸς ἔπεμψε πρὸς τοὺς Τούρκους πολέμου κήρυκα. Καὶ ὁ κήρυξ ἀπελθὼν πρὸς τοὺς Τούρκους εἶπε: ― Μὲ στέλλει ὁ Μηλιόνης, θὰ πολεμήσωμεν. Καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τούρκων, ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας, ἀπήντησε: ― Δέχομαι τὸν πόλεμον. Τὴν λέξιν ταύτην δὲν ἐξέφερεν ἀκεραίαν, ἡ ἡμίσεια ἔμεινεν εἰς τὸν λάρυγγα. Ἀκούσας τοῦτο ὁ Πάνος Μαυρομάτης ὠχρίασε. Καὶ ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας ἠρώτησεν αὐτὸν τί ἐφρόνει.

Καὶ ἐκεῖνος δὲν εἶχε τὴν δύναμιν ν᾽ ἀπαντήσῃ.

Καὶ ὁ γέρων Τοπτσής (οὕτως ὠνομάζετο ὁ κήρυξ) ἐπέστρεψε πρὸς τὸν Χρῆστον Μηλιόνην, ἀναπολῶν τὴν παλαιὰν νεότητά του, καὶ ζηλεύων τοὺς νεωτέρους. Διότι πάλαι ποτὲ ὁ Τοπτσὴς ἦτο πρωτοπαλλήκαρον τοῦ Γυφτάκη καὶ τοῦ Καλέμη, δύο περιβοήτων κλεφτῶν. Ἀλλ᾽ ἤδη εἶχε γηράσει καὶ ἐξετέλει ἔργα κήρυκος. Τὴν πρωίαν ἐκείνην ὁ γέρων Τοπτσὴς ἐνθυμηθεὶς τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἐστέναξε. Καὶ ἐπανελθὼν πρὸς τὸν Χρῆστον Μηλιόνην ἀνήγγειλεν ὅτι δέχονται τὴν μάχην οἱ Τοῦρκοι.

Ἡ πρώτη ἀκτὶς τοῦ ἡλίου δὲν ἐπρόβαλεν ἀκόμη, καὶ ροδίνη ἐφαίνετο ἡ πρόδρομος τοῦ φαεινοῦ ἀστέρος ἀνταύγεια ἐπὶ τοῦ στερεώματος. Ὁ Χρῆστος Μηλιόνης διέταξε τοὺς ἄνδρας του νὰ ἐφορμήσωσι κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Ἀπερίγραπτος ὑπῆρξεν ἡ πρώτη ὁρμὴ τῶν ἐπιτιθεμένων. Αἱ πρῶται τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες ἐφώτισαν τὰς πρώτας τῶν ξιφῶν ἀνελκύσεις καὶ τὰ ἑωθινὰ τῶν ἀηδόνων ᾄσματα ἐσίγησαν βωβανθέντα ὑπὸ τῶν πρώτων τοῦ καρυοφυλλίου βροντῶν. Οἱ ρύακες τοῦ αἵματος ἔρρευσαν παρὰ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, καὶ αἱ οἰμωγαὶ τῶν πιπτόντων ἀνεμείχθησαν μετὰ τῶν πνοῶν τοῦ ἀνέμου.

Ἡ πάλη μετ᾽ ἀνεκφράστου ὁρμῆς ἀρχίσασα ἀμετάπτωτος ἐτηρήθη ἐπὶ δύο ὥρας. Οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἦσαν ἀκάματοι. Ὁ Χρῆστος Μηλιόνης ἡγεῖτο τῆς ἐφόδου, καὶ ἐπολέμει, ὡς συνήθιζε, μὲ διπλοῦν καρυοφύλλι, εἷς δὲ τῶν πιστοτέρων ἀκολούθων του ὄπισθέν του ἱστάμενος ἐγέμιζε τὸ ἓν καὶ παρελάμβανε τὸ ἄλλο, ἐκεῖνος δὲ τὸ ἐκένου καὶ τὸ ἐπέστρεφεν. Ὁ Σαΐτας ἐλύσσα, ἐφρύαττεν, ἔτριζε τοὺς ὀδόντας καὶ ἐπυροβόλει. Ὁ Πετρίτης ἐσκόπευε μετ᾽ ἀπιστεύτου δεξιότητος καὶ δὲν ἔσπευδεν, ἀλλ᾽ ἐκοίταζεν νὰ ἴδῃ ἂν ἐπέτυχεν ἡ βολή του. Ὁ Πευκόρραχος εἶχε φυτευθῆ κατὰ τὴν συνήθειάν του ὄπισθεν βράχου, καὶ ἐπυροβόλει ἀδιακόπως. Καὶ αὐτὸς ὁ Τοπτσὴς ἀπέδειξεν ὅτι δὲν εἶχε γηράσει παραπολύ. ― Οἱ μονόματοι κλίνοντες τὸ ἓν γόνυ πρὸς τὴν γῆν, ἐσκόπευον, ἔβαλλον, ἐφόνευον. Ἡ θέσις, ἣν κατεῖχον οἱ ἐπὶ τοῦ λόφου Τοῦρκοι, προχείρως ὠχυρωμένη, δὲν ἦτο ἀρκούντως ἰσχυρά. Μετ᾽ ὀλίγον ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας διέταξε τὴν ὑποχώρησιν. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦσαν πολλῷ πλείονες τῶν κλεφτῶν, ἀλλ᾽ ὑπερεῖχον κατὰ τὴν θέσιν. Πολλοὶ αὐτῶν, μεθ᾽ ὅλην τὴν ἀγέρωχον διαβεβαίωσιν τῶν δύο κατασκόπων τοῦ Μηλιόνη, ἔδειξαν μεγάλην ἀνδρείαν. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνο, καθ᾽ ὃ ἀσυγκρίτως ὑπερεῖχον οἱ κλέφται, ἦτο ἡ περὶ τὸ σκοπεύειν δεξιότης. Σπανίως τις τῶν μονομάτων ἠστόχει τοῦ σκοποῦ. Οἱ Τοῦρκοι ἔρριπτον ἴσως διπλασίας βολὰς ἢ ὅσας ἔρριπτον οἱ πολέμιοι, ἀλλὰ τὰ βόλιά των δὲν εὕρισκον τὴν κάκοψη* σάρκα τοῦ κλέφτη, κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Βαλαωρίτου.

Ὀλίγον ἔτι καὶ ἡ θέσις τῶν Τούρκων ἔμελλε νὰ κυριευθῇ ἐξ ἐφόδου ὑπὸ τῶν κλεφτῶν. Ἀλλὰ τότε ἀπροσδοκήτως ἐπῆλθεν ὑποτροπή τις θάρρους εἰς τὰς τάξεις τῶν ἀμυνομένων, εἰς τὴν μίαν τοὐλάχιστον πτέρυγα αὐτῶν, ἧς ἡγεῖτο ὁ γνωστὸς ἡμῖν Γιουσοὺφ Ἰβραήμ. Ὁ Ἀλβανὸς οὗτος κατώρθωσε ν᾽ ἀναρριπίσῃ τὸ θάρρος τῶν περὶ αὑτόν, καὶ οὗτοι γενναίως ἀντέσχον, οὐ μικρὰν ζημίαν προξενήσαντες εἰς τοὺς κλέφτας. Δυσχερὴς καὶ βραδεῖα, ὡς φαίνεται, ἦτο πάντοτε ἡ ἔκβασις τοῦ κλεφτοπολέμου. Ἐνόσῳ διήρκεσε τῆς ἀντιστάσεως ταύτης τὸ σθένος, πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν ἔπεσον. Ἀλλὰ τότε ὁ Χρῆστος Μηλιόνης ἐφρύαξε καὶ διέταξε κρατερὰν ἔφοδον. Οἱ κλέφται ἐφώρμησαν ἐκ τῶν προμαχώνων των, πανταχόθεν δὲ ὁρμήσαντες περιεκύκλωσαν τοὺς Τούρκους. Τότε ἐτράπησαν οὗτοι εἰς φυγήν. Ὁ Χρῆστος διέταξε νὰ τοὺς καταδιώξωσι· τὸ τουρκικὸν στράτευμα ἐσκορπίσθη εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους…

Ὅτε ἀνεπαύθησαν μικρὸν οἱ καταπεπονημένοι ἄνδρες, ὁ Μηλιόνης διέταξε νὰ μετρηθῶσι. Δεκαεννέα ἔλειπον. Τραυματίαι ἦσαν ἄλλοι τόσοι περίπου. Ἐκ τῶν ἐγκρίτων κλεφτῶν ἔπεσον ὁ Σαΐτας, ὁ Ξυπνητήρας, ὁ Πετρίτης καὶ ὁ Γκαβόχηνας. Ὁ δὲ γηραιὸς Τοπτσὴς ἔκειτο δεινῶς τετραυματισμένος.

Τὰς ἀπωλείας τοῦ ἐχθροῦ ὑπελόγιζεν ὁ Μηλιόνης εἰς τὸ ἥμισυ σχεδὸν τοῦ κατὰ προσέγγισιν ἀριθμοῦ των, ἤτοι εἰς ἑξήκοντα. Τοῦρκοι νεκροὶ εὑρέθησαν εἰς τὰ πέριξ κείμενοι περὶ τοὺς πεντήκοντα καὶ τούτων οἱ πλεῖστοι ἔκειντο ἐπίστομα, ὡς νὰ ἤθελον ν᾽ ἀπευθύνωσι πρὸς τὸν Ἀλλὰχ τὸ τελευταῖον ναμάζι*. Εὐτυχῶς οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν κλεφτῶν εὑρέθησαν ὅλοι ἀκέραιοι, καὶ οὐδενὸς τὴν κεφαλὴν εἶχον προφθάσει ν᾽ ἀποκόψωσιν οἱ Τοῦρκοι. Ἐὰν τοιοῦτό τι συνέβαινεν, ὁ Μηλιόνης ἦτο ἕτοιμος νὰ διατάξῃ δευτέραν καταδίωξιν, ὅπως ἀποσπάσῃ τὰς κεφαλὰς τῶν συντρόφων του ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ ἐχθροῦ, σώζων αὐτὰς ἀπὸ τῆς ὕβρεως. Ἀκολούθως οἱ κλέφται ἐκήδευσαν τοὺς νεκρούς των μετὰ πάσης τιμῆς, καὶ δώδεκα τελευταῖοι πυροβολισμοὶ ἀντήχησαν εἰς τὰ ὄρη πρὸς τιμὴν τῶν πεσόντων.

ΚΒ´

Ὁ Χρῆστος Μηλιόνης ἐξέφερε φοβερὰν κραυγὴν μανίας καὶ ἀγανακτήσεως.

―Ὁ Θεὸς κ᾽ ἡ γῆ δὲν τὸ βαστᾷ, ἀνέκραξεν· ἐμένα, ἐμένα τὸν ἀδελφοποιτό σου;…

Ὁ Τοῦρκος ἔμεινεν ἄφωνος, καὶ δὲν ἤξευρε πῶς νὰ δικαιολογηθῇ.

Ὁ Χρῆστος δὲν κατεδέχθη νὰ τὸν ἐπιπλήξῃ περισσότερον, ἀλλὰ τῷ εἶπεν:

―Ἐμπρός, τὰ ντουφέκια.

―  Εἶμαι ἕτοιμος, ἀπήντησεν ὁ ἄλλος.

Ἦτο ὁ Τοῦρκος Σουλεϊμάνης, ὃν εἴχομεν λάβει ἀφορμὴν νὰ ἐπαινέσωμεν εἰς τὰς σελίδας τῆς διηγήσεως ταύτης. Ἀλλὰ τὰ ὅρια τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας εἶναι τοσοῦτον δυσδιάκριτα ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, ὥστε οἱ νεώτεροι ἐκ τῶν φιλοσοφούντων εἶχον δίκαιον ν᾽ ἀνακηρύξωσιν ὡς ὅλως ἀνωφελῆ καὶ αὐτὴν τὴν ψυχολογίαν κατόπιν τῆς μεταφυσικῆς. Ὁ Σουλεϊμάνης ἦτο ἀπὸ παλαιοῦ χρόνου πιστὸς φίλος τοῦ Χρήστου Μηλιόνη. Ἠδύνατο οὗτος νὰ τῷ ἐμπιστευθῇ τὰ πάντα καὶ αὐτὴν τὴν τιμήν του, τόσην ἐμπιστοσύνην εἶχεν εἰς τὸν Τοῦρκον ἐκεῖνον. Ὁ Χρῆστος εἶχε πείσει ἀγράμματόν τινα ἱερέα νὰ τοὺς περάσῃ διὰ τῆς ἁγίας ζώνης, ἤτοι ν᾽ ἀναγνώσῃ ἐπ᾽ αὐτῶν τὰς εὐχὰς τῆς ἀδελφοποιΐας. Ἔλεγόν τινες ὅτι ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς ποτὲ δὲν ἠδύνατο νὰ πεισθῇ ἂν δὲν τὸν ἠπείλει ὁ Χρῆστος Μηλιόνης. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τοιοῦτον παράδειγμα ἀδελφοποιΐας μετ᾽ ἀλλοθρήσκου ἦτο ἀνήκουστον ἴσως εἰς τὰ χρονικά. Ξενίαι καὶ φιλίας δεσμοὶ ἦσαν συχνότατοι μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τουρκαλβανῶν. Ἀλλ᾽ ἡ μετ᾽ αὐτῶν ἀδελφοποιΐα ἐνομίζετο ἀνόσιον. Οἱ δογματικοὶ τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀπεκήρυττον καὶ κατεδίκαζον τὸ ἔθιμον τοῦτο καθόλου, καὶ μεταξὺ χριστιανῶν. Ἡ θέσις, ἔλεγον εὐστόχως οἱ οὕτω συλλογιζόμενοι, ἡ θέσις μιμεῖται τὴν φύσιν. Ἡ δὲ φύσις δὲν παράγει ἀδελφούς, ἀλλ᾽ υἱούς. Οἱ γονεῖς σας δύνανται νὰ σᾶς προσποιήσωσιν ἀδελφοὺς διὰ γεννήσεως ἢ δι᾽ υἱοθεσίας. Σεῖς αὐτοὶ ὅμως ἀδελφοὺς δὲν δύνασθε νὰ πλάσητε.

Ἐν τούτοις ὁ Χρῆστος Μηλιόνης δὲν εἶχε λάβει ἀφορμὴν νὰ μεταμεληθῇ διὰ τὴν μετὰ τοῦ Σουλεϊμάνη ἀδελφοποιΐαν. Ὁ Τοῦρκος οὗτος ἦτο πιστὸς καὶ ἔνθερμος φίλος. Ἀλλὰ φεῦ! Δὲν ἦτο καὶ χρημάτων κρείττων, ὡς ἀπεδείχθη ὕστερον.

Ἐπὶ μακρὸν χρόνον ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας ἔμελλε νὰ περιφέρηται πρὸς φανταστικὴν καταδίωξιν τοῦ Χρήστου Μηλιόνη. Εἶχεν ἀναβῆ δὶς ἤδη ὅλους τοὺς λόφους τῆς Ἀκαρνανίας, εἶχε διαβῆ δὶς ὅλας τὰς κοιλάδας αὐτῆς. Καὶ μόνον εἰς τὴν θέσιν Ζυγουριὰν δὲν εἶχέ ποτε πλησιάσει. Ἡ μονοτονία αὕτη τῆς καταδιώξεως ἐπ᾽ ὀλίγον μόνον διεκόπη, διὰ τῆς ἀπροόπτου ἐπιθέσεως αὐτοῦ τοῦ Μηλιόνη, ἣν διηγήθημεν ἐν τοῖς ἔμπροσθεν. Ἀλλ᾽ οἱ Τοῦρκοι βαρέως φέροντες ὅσην ἔπαθον φθοράν, ἦσαν ἀπαρηγόρητοι, καὶ ἐγόγγυζον κατὰ τῶν αἰωνίων ἀναβολῶν τοῦ Κλεισούρα. Τότε οἱ συνετώτεροι τῶν ἀγάδων τῆς Ἀκαρνανίας, οἵτινες ἦσαν, ὡς πάντοτε συμβαίνει, οἱ πλουσιώτεροι, ἔστησαν συμβούλια… ἔλυσαν τὰ βαλάντια. Εὑρέθη δὲ καὶ ἄνθρωπος ἐπιτήδειος εἰς τὰς διαπραγματεύσεις, ὅστις ἔπεισε τὸν Σουλεϊμάνην, αὐτὸν τὸν πιστὸν φίλον τοῦ Χρήστου Μηλιόνη, ν᾽ ἀπέλθῃ πρὸς τὸν κλέφτην ὡς ἀπεσταλμένος, ἀπόρρητον ἔχων ἐντολὴν νὰ τὸν δολοφονήσῃ.

Ὁ ἀπονήρευτος κλέφτης ὑπεδέχθη τὸν Τοῦρκον μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας. Ἤνοιξε πρὸς αὐτὸν τὴν καρδίαν του, ἐξέτεινεν ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τὴν σκηνήν του, παρέθηκεν αὐτῷ τὴν λιτὴν τράπεζάν του, διέταξε τὸν Τσιντζούραν, τὸν ἀοιδόν, νὰ τραγῳδήσῃ ὅλα τὰ ᾄσματα ὅσα ἤξευρε, πλὴν τῶν ἡρωικῶν. Ἡ πλόσκα ἐτελείωσε δώδεκα κύκλους περὶ τοὺς συνδαιτυμόνας, ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα μεταβαίνουσα, ὁ ξενιζόμενος ηὐθύμησεν, ἐφαιδρύνθη, κατενύγη, ἐσκυθρώπασε.

―  Τί ἔχεις, Σουλεϊμάνη; τὸν ἐρωτᾷ ὁ Χρῆστος· τί ἔπαθες, βλάμη*;

―  Τίποτε, βλάμη μου, ἀπήντησεν ὁ Ἀλβανός, κάτι θυμήθηκα.

―  Πιέ, νὰ τὸ ξεχάσῃς, εἶπεν ὁ Χρῆστος.

Ὁ Σουλεϊμάνης ὑπήκουσεν, ἀλλ᾽ ἡ ὁμίχλη τῆς κατηφείας δὲν παρῆλθεν ἀπὸ τῆς μορφῆς του.

Ὁ Χρῆστος δὲν τὸν ἠρώτησε τὸ δεύτερον, ἀλλ᾽ εἷς τῶν δαιτυμόνων, ὁ γέρων Τοπτσής, ὅστις πρὸ ὀλίγου ἐθεραπεύθη ἐκ τῶν τραυμάτων του (εἶχον παρέλθει δύο σχεδὸν μῆνες ἀπὸ τῆς ἐν Λαγκόβῃ συμπλοκῆς) εἶχε συλλάβει ὑπονοίας, καὶ κατώπτευε τὸν Τοῦρκον διὰ τοῦ ἑτέρου τῶν ὀφθαλμῶν.

―  Κάτι ἤθελα νὰ τοῦ πῶ τώρα, ἐψιθύριζε καθ᾽ ἑαυτόν, ἀλλὰ θὰ μὲ πῇ κουτόν.

―  Τί μουρμουρίζεις, γερο-Τοπτσῄ; εἶπεν ὁ Χρῆστος.

―  Τίποτα, καπετάνο, ἀπήντησεν ὁ γέρων.

Καὶ συσταλεὶς εἰς μίαν κόγχην ὁ γέρων Τοπτσής, ἀπεφάσισε νὰ μὴ σκέπτηται πλέον τίποτε. Εἰς τὴν ἀπόφασιν ταύτην θαυμασίως συνέτεινεν ἡ πλόσκα, ἥτις εὑρίσκετο εἰς τὸν δέκατον καὶ τρίτον γύρον της.

Μόνοι ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων δὲν ἔπινον ὁ Χρῆστος Μηλιόνης καί τινες ἄλλοι τῶν κλεφτῶν τηροῦντες τὴν περὶ νηφαλιότητος σεπτὴν εἰς τὰς τάξεις των ρήτραν. Ἡ ἀρχαία τῶν κλεφτῶν πεῖρα ἐδίδασκεν αὐτοὺς ὅτι, ὁσάκις κλέφτης ἔπαθέ τι κακόν, ἔπαθε τοῦτο κατόπιν ἀμέτρου οἰνοποσίας, ἢ ἕνεκα ἄλλης ἁμαρτίας. Ἐν τούτοις καὶ αὐτὸς ὁ Σουλεϊμάνης, ὅσον καὶ ἂν ἠλευθερίαζε περὶ τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κορανίου, δὲν ἦτο ὅπως ἄλλοτε ἀκρατὴς οἰνοπότης, ὅσον ὁ Χρῆστος Μηλιόνης ἤξευρεν. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι σήμερον κάτι ἐνθυμεῖτο, εἶπε.

Κάτι ἐνθυμεῖτο τῷ ὄντι. Ἐνθυμεῖτο τὸ πλῆρες χρυσίου βαλάντιον δι᾽ οὗ εἶχε διαφθαρῆ παρὰ τῶν ὁμοθρήσκων του, ὑποσχεθεὶς νὰ φονεύσῃ τὸν φίλον του Χρῆστον Μηλιόνην.

Μικρὸν ἀκόμη καὶ ὁ Σουλεϊμάνης τοσοῦτον εἶχε σκοτισθῆ ὑπὸ τοῦ οἴνου, ὥστε ἤρχισε νὰ κλαίῃ μὲ ἀληθῆ δάκρυα.

―  Τί ἔχεις, βλάμη; τῷ λέγει πάλιν ὁ Χρῆστος.

―  Σήκω, πᾶμε νὰ σοῦ πῶ, ἀπήντησεν ὁ Ἀλβανός.

Καὶ ἐπορεύθησαν κατὰ μόνας ἀμφότεροι. Ἐκεῖ ὁ Χρῆστος Μηλιόνης ἔμελλε ν᾽ ἀκούσῃ τὴν ἀλλόκοτον ἐκείνην ἐξομολόγησιν, ἣν οὐδ᾽ εἶχε φαντασθῆ ποτὲ εἰς τὴν ζωήν του. Ὁ Σουλεϊμάνης τῷ ὡμολόγησεν ὅτι ἦτο βαλμένος νὰ τὸν σκοτώσῃ.

Τότε ὁ Χρῆστος Μηλιόνης ἐξέπεμψε τὴν μανιώδη ἐκείνην κραυγήν:

―Ὁ Θεὸς καὶ ἡ γῆ δὲν τὸ βαστᾷ! Ἐμένα, τὸν ἀδερφοποιτό σου!

ΚΓ´

Καὶ τὸ πρῶτον κίνημα αὐτοῦ ὑπῆρξε ν᾽ ἁρπάσῃ τὸ τουφέκιον. Ἐν τούτοις ὁ Σουλεϊμάνης ἔπεσεν εἰς τὸν τράχηλόν του καὶ τὸν ἱκέτευεν…

Οἱ κλέφται ἰδόντες ἐκ τοῦ ἀπέναντι, ἔσπευσαν νὰ ἔλθωσι πρὸς τούτους. Καὶ οὐδεὶς ἐπρόφερε λέξιν, τὰ διασταυρούμενα βλέμματα μόνον ἠρώτων τί συνέβαινεν.

Δὲν ἐτόλμησαν νὰ πλησιάσωσι πολὺ πρὸς τὸ σύμπλεγμα, ἐκ σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἀρχηγόν των. Μίαν λέξιν ἤκουσαν μόνον, ἣν ἐπρόφερε μεγαλοφώνως ὁ Χρῆστος Μηλιόνης.

―  Φεύγα! Τί κάθεσαι;

Ἀλλ᾽ ὁ Σουλεϊμάνης ἐπέμενεν, ὡμίλει σιγά, καὶ καθικέτευε τὸν Χρῆστον. Αἱ λέξεις δὲν ἠκούοντο, ἀλλ᾽ ἐάν τις τῶν παρόντων εἰς τὴν σκηνὴν ἐγίνωσκε τί εἶχε συμβῆ, καὶ ἔβλεπε τὴν ἔκφρασιν ταύτην τοῦ προσώπου του, θὰ ἠδύνατο ὡς ἔγγιστα νὰ ἑρμηνεύσῃ οὕτω τὰ λεγόμενα. «Πῶς νὰ γυρίσω εἰς ἐκείνους ποὺ μ᾽ ἔστειλαν; Ποῦ νὰ πάγω νὰ ζήσω; Σκότωσέ με καλύτερα. Ἢ προσκύνησε μὲ τὸ καλόν, ἢ σκότωσέ με».

―Ἐγώ! ἐγὼ νὰ προσκυνήσω! ἀπήντησεν ὁ Χρῆστος Μηλιόνης. Ἐγὼ νὰ προσκυνήσω τοὺς Τούρκους;

―  Θὰ σὲ κάμουν δερβέναγα, ἀπήντα ὁ Σουλεϊμάνης. Θὰ σὲ κάμουν πρῶτον καπετάνο εἰς ὅλα τὰ χωριά.

―  Νὰ μὴν τὸ ξαναπῇς αὐτό, ἀνέκραξεν ἀγρίως ὁ Χρῆστος, εἰ δὲ μή, σ᾽ ἔφαγα…

Καὶ ἀπωθήσας ἀπὸ τοῦ στήθους του τὸν Σουλεϊμάνην, ἐχώρησεν ὀπίσω δύο βήματα, καὶ ἐφαίνετο ἕτοιμος νὰ ὁρμήσῃ κατ᾽ αὐτοῦ.

―  Εἶσαι προδότης! ἔκραξε πρὸς αὐτόν.

―Ἐχάθηκα, ἐψιθύρισεν ὁ Σουλεϊμάνης, συνάπτων τὰς χεῖρας.

―  Μὴ φοβᾶσαι, εἶπεν ὁ Χρῆστος, δὲν θὰ σὲ χαλάσω ἀποχεριοῦ*, ὅπως σοῦ ἔπρεπε· μαζί σου θὰ χτυπηθῶ. Φέρτε τὰ καρυοφύλλια δῶ, ἔκραξε πρὸς τοὺς κλέφτας.

Ἐκεῖνοι ὑπήκουσαν, ἀλλὰ δύο ἢ τρεῖς ἐξ αὐτῶν παρουσιάσθησαν πρόθυμοι νὰ μονομαχήσωσιν ἀντὶ τοῦ ἀρχηγοῦ πρὸς τὸν Σουλεϊμάνην.

Τοιαύτην προσφορὰν δὲν ἠδύνατο ὁ ἀρχηγὸς νὰ δεχθῇ. Τοὐναντίον εἶχεν ἀπόφασιν αὐτὸς νὰ μονομαχήσῃ. Ἀλλ᾽ ὁ Σουλεϊμάνης ὅστις ὡς ἐκ τῶν συμβάντων τούτων, εἶχεν ἀνανήψει ἐκ τῆς μέθης ἤδη, ἐτόλμησε νὰ προτείνῃ μίαν ἀντίρρησιν.

―Ἀφοῦ βρίσκομαι στὰ χέριά σου, εἶπε, ποιὸς μοῦ ἀποκρίνεται πὼς θὰ μὲ ἀφήσουν νὰ φύγω οἱ σύντροφοί σου, ἂν τύχῃ καὶ σὲ σκοτώσω;

Ἡ παρατήρησις αὕτη ἐφάνη εὔλογος εἰς τὸν Χρῆστον Μηλιόνην. Προσκαλέσας τοὺς προκρίτους τῶν κλεφτῶν του εἶπεν αὐτοῖς:

―Ἐλᾶτε, παιδιά, ν᾽ ἀμώσετε στὸ σπαθὶ καὶ στὸ σταυρό, νὰ τὸν ἀφήσετε νὰ φύγῃ, ἂν μὲ σκοτώσῃ.

Οἱ κλέφται ἐθεώρησαν ἀλλήλους ἀπορηματικῶς. Οὐδεὶς ἦτο πρόθυμος νὰ κάμῃ τὴν ἀρχήν. Οὐδεὶς ἐκινήθη.

Ὁ Χρῆστος Μηλιόνης τοὺς ἐπέπληξε.

―  Κανένας σας δὲν κρένει; Βούβα σᾶς ἔπιασε!

Τέλος ὁ Τοπτσής, καὶ μετ᾽ αὐτὸν ὁ Πευκόρραχος, διεμαρτυρήθησαν.

―Ἐγὼ δὲν ἀμώνω.

―  Μήτ᾽ ἐγώ.

―Ὅντας σκοτωθῇς ἐσύ, καπετάνο, εἶπεν εὐστόχως ὁ γηραλέος Τοπτσής, κανένα κουμάντο δὲν θά ᾽χουμε, καὶ τότες ποιὸς θὰ ἐμποδίσῃ τὰ παλληκάρια;…

―Ἀφήνω ἐσένα καὶ τὸν Πευκόρραχον στὸ ποδάρι μου, ἐπέμεινεν ὁ Χρῆστος· οἱ δύο σας πρέπει νὰ μοῦ ὑποσχεθῆτε ὅτι δὲν θὰ ἀφήσετε νὰ τὸν βαρέσουν.

Οἱ δύο κλέφται συνεκινήθησαν καὶ ἵσταντο διστάζοντες.

―  Καὶ ἂν ἐσεῖς δὲν φανῆτε ἄξιοι, προσέθηκεν ὁ Μηλιόνης, ἀφήνω στοὺς Τσεκουραίους κατάρα νὰ σᾶς πάρουν τὸ καπετανᾶτο, καὶ νὰ σᾶς πολεμήσουν, ἂν δὲν φυλάξετε τὴν διαθήκη μου.

Τότε ὁ Τοπτσὴς καὶ μετ᾽ αὐτὸν ὁ Πευκόρραχος, κατηφεῖς καὶ τεθλιμμένοι, ἔτειναν τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ ξίφους, καὶ ὥμοσαν ν᾽ ἀφήσωσιν τὸν Σουλεϊμάνην ἐλεύθερον, ἂν ἐφόνευε τὸν προσφιλῆ ἀρχηγόν των.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΚΔ´

Εἰς τὸ χωρίον Πευκάκια, ὅπου εἶχε καταφύγει ἡ Βάσω, ἀπῆλθεν ὁ Νῖκος τὴν ἐπαύριον, καὶ διηγήθη μετὰ δακρύων τὸ σπαραξικάρδιον τέλος τῆς ἱστορίας ταύτης. Ὁ ἡρωικὸς πρόμαχος τῆς Ἀκαρνανίας δὲν ἦτο πλέον μεταξὺ τῶν ζώντων.

Ἀλλὰ καλύτερον παντὸς ἄλλου διηγοῦνται τὴν ἔκβασιν τῆς πάλης οἱ δύο στίχοι τοῦ ἡρωικοῦ ᾄσματος:

Μὲ τὸ τουφέκι τρέξανε, ἕνας νὰ φάῃ τὸν ἄλλο,

φωτιὰν ἐδῶκαν στὴ φωτιά, πέφτουν κ᾽ οἱ δυὸ στὸν τόπο.

Καὶ οὕτως ὅ τε προδότης τῆς φιλίας καὶ ὁ ἀπαράμιλλος μαχητὴς τῶν ὀρέων ἔσχον κοινὸν τὸν πότμον, καὶ ἔβρεξαν διὰ τοῦ αἵματός των τὸ αὐτὸ ἔδαφος.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σκοτεινήν τινα νύκτα τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ὁ Κώστας μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων του, ὁ Νῖκος καὶ ἡ Βάσω, μὴ βλέποντες ἑαυτοὺς ἐν ἀσφαλείᾳ, κατώρθωσαν νὰ φύγωσι καὶ διεπεραιώθησαν εἰς Λευκάδα. Ὅπως συγχωρήσῃ ὁ Κώστας τὸ ἁμάρτημα, ἢ μᾶλλον τὸ ἀτύχημα, τῆς θυγατρός του, ἐδέησε νὰ μεταβιβασθῶσι πρὸς αὐτὸν αἱ ὕσταται παραγγελίαι τοῦ Χρήστου Μηλιόνη, δι᾽ ὧν ἐγίνετο ἐγγυητὴς ὑπὲρ τῆς ἀναδεκτῆς του. Ὁ δὲ Νῖκος οὐδεμιᾶς παρακελεύσεως ἀνάγκην εἶχεν ἵνα συγχωρήσῃ. Μετὰ ἓξ μῆνας λήξαντος τοῦ πένθους, ὅπερ ἔφερεν ἡ νεᾶνις διὰ τὸν νοννόν της, ἐτελέσθη ἐν Λευκάδι ὁ γάμος.

Τὴν αὐτὴν συγκατάβασιν ὅμως δὲν ἔδειξε καὶ ὁ ἀπαγωγεὺς τῆς Βάσως πρὸς τὴν Μαύρην, τὴν δύσμοιρον Φατμάν. Χωρὶς νὰ ἐννοήσῃ τί ἔπταιε, κατεβιβάσθη ζῶσα εἰς βαθὺ φρέαρ, καὶ ἐκεῖ εὗρε σκληρὸν τὸν θάνατον· μετ᾽ ὀλίγον χρόνον καὶ αὐτὸς ὁ Χαλὴλ ἀγὰς ἐδολοφονήθη ὑφ᾽ ἑνὸς τῶν ὁμοθρήσκων του.

Ἐκ τῶν συντρόφων τοῦ Μηλιόνη, οἱ πλεῖστοι ἠκολούθησαν μετὰ τὸν θάνατόν του τοὺς Τσεκουραίους, καὶ διέπρεψαν εἰς πολλὰς συμπλοκάς. Ὁ γέρων Τοπτσὴς ἑκὼν παρῃτήθη τὴν ἀρχηγίαν, ὁμοίως καὶ ὁ Πευκόρραχος, ἐκεῖνος μὲν ὡς λίαν πρεσβύτης, οὗτος δὲ ὡς ἄγαν δυσκίνητος.

Περὶ τοῦ Καμπόσου οὐδὲ λέξις ποτὲ ἠκούσθη, οὐδ᾽ ἔμαθέ τις τί ἀπέγινε.

(1885)